Τράβηξε μέσα σε μία «γλυκιά» υπερένταση την κουρτίνα της σουίτας του. Το φωταγωγημένο Λας Βέγκας δεν του έκανε εντύπωση.
Σκέφτηκε αν, τελικά, μπορεί κάποιος σε αυτό το μέρος, την αποκαλούμενη «πόλη της αμαρτίας», να αισθανθεί μοναξιά.
Ήταν τρεις τα ξημερώματα μίας ζεστής βραδιάς Ιουλίου του 2012. «Απέσυρε» με αποστροφή την παραπάνω απορία. Ήξερε ότι ακόμη και σε εκείνο το μέρος, δεν ήταν ουσιαστικά μόνος.
Λίγους ορόφους πιο κάτω υπήρχε η λατρεμένη παρέα του. Η πορτοκαλί μπάλα που τον συντρόφευε από μικρό παιδί. Μία «φίλη» που δεν θα τον άφηνε ποτέ παραπονεμένο.
Σκέφτηκε, όμως, ότι τούτη τη φορά θα μπορούσε να αναζητήσει μία επιπλέον βοήθεια. Όχι από τους «θεούς» του μπάσκετμπολ, από τους παίκτες που είχαν γίνει η έμπνευσή του, αλλά από έναν ρούκι γυμναστή της Εθνικής Η.Π.Α..
Κοίταξε ξανά το ρολόι στο κομοδίνο. Τέσσερις και κάτι. Αναρωτήθηκε αν θα τον ενοχλούσε.
Όμως, διάολε, είχε μάθει για τα καλά πως σπουδαίος δεν γίνεσαι αν είσαι «άγγελος». Επιπλέον, ήταν ο αρχηγός και είχε το δικαίωμα να διαφοροποιήσει το «πρωτόκολλο». Να το διαμορφώσει όπως επιθυμούσε.
Διάβασε στο χαρτάκι το τηλέφωνο και το όνομα που είχε σημειώσει δύο μέρες νωρίτερα.
Αποφάσισε να το αποθηκεύσει και στο κινητό του. Θα το χρειαζόταν συχνά, άλλωστε.
Πληκτρολόγησε τα βιαστικά σημειωμένα νούμερα και κάλεσε τον «Ρομπ».
Όταν ο τελευταίος, σε ένα άλλο δωμάτιο του ξενοδοχείου αντίκρισε στην οθόνη του να αναβοσβήνει το «Κόμπι Μπράιαντ», αγχώθηκε περισσότερο. Ωστόσο, παρά την περασμένη ώρα, απάντησε…
Ο Ρομπ είχε ακούσει διάφορες ιστορίες, κάποιες πολλές φορές «τρελές» αφηγήσεις για τις συνήθειες και την εργατικότητα του, μακαρίτη πια, σταρ των Λέικερς.
Συνάντησε για πρώτη φορά τον Κόμπι τρεις ημέρες πριν από την πρώτη προπόνηση της Εθνικής Η.Π.Α., ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου.
Η χειραψία με τον τότε παρά κάτι μέρες 34χρονο γκαρντ (θα γιόρταζε τα γενέθλιά του στις 23 Αυγούστου) τού έκανε εντύπωση. Όχι από τη δύναμή της, αλλά από το πόσο εγκάρδια έμοιαζε να είναι.
«Δεν αποκλείεται και να με συμπάθησε», τόλμησε να πει από μέσα του.
Εκείνο το τηλεφώνημα τα ξημερώματα, την παραμονή της παρθενικής συγκέντρωσης της ομάδας του κόουτς Μάικ Σιζέφσκι, μάλλον μπορούσε να το επιβεβαιώσει.
Ο «Ρομπ», ο οποίος ανώνυμα αποκάλυψε την προσωπική εμπειρία του με τον Μπράιαντ στην ιστοσελίδα «Reddit», δεν άργησε να διαπιστώσει και το θρυλικό work ethic του Αμερικανού αστέρα.
Όπως έγραψε, «είχαμε γνωριστεί με τον Κόμπι τρεις ημέρες νωρίτερα και ανταλλάξαμε αριθμούς τηλεφώνου, λέγοντάς του ότι μπορεί να με καλέσει οποιαδήποτε ώρα θέλει».
Ο «Ρομπ» είχε συνεργαστεί στο παρελθόν με τους Καρμέλο Άντονι και Ντουέιν Ουέιντ, οι οποίοι επίσης είχαν προσκληθεί στην προετοιμασία της USA Basketball.
Συνέχισε αναφέροντας πως «καθόμουν στο δωμάτιό μου και παρακολουθούσα την ταινία “Casablanca”. Όταν τελείωσε, είχα αρχίσει να νυστάζω, προτού ακούσω τον ήχο του κινητού μου».
Δεν ξεχνάει κανένα σημείο της στιχομυθίας που ακολούθησε.
Η πρώτη κουβέντα του Κόμπι ήταν «γεια σου, ελπίζω να μην σε διακόπτω από κάτι».
«Όχι, όχι, τι γίνεται, Κομπ;», αποκρίθηκε ο γυμναστής, κοιτάζοντας το ρολόι του. Ήταν 4:15π.μ..
Ο Μπράιαντ χρειαζόταν τη βοήθειά του σε μία ατομική προπόνηση. Ο «Ρομπ» θεώρησε αρχικά ότι αυτό θα συνέβαινε το πρωί, αλλά έκανε λάθος.
«Μιλάω για τώρα», του εξήγησε ο διάσημος συνομιλητής του. «Εντάξει, θα σε συναντήσω στο γήπεδο σε λίγο», του απάντησε και έκλεισε το τηλέφωνο.
Αφηγήθηκε στο «Reddit» πως «χρειάστηκα περίπου είκοσι λεπτά για να ντυθώ, να πάρω μαζί του μου τον εξοπλισμό μου και να κατέβω στο προπονητήριο.
»Όταν άνοιξα την πόρτα, λίγο πριν από τις 5:00π.μ., αντίκρισα τον Κόμπι “λουσμένο” στον ιδρώτα λες και είχε μόλις βγει με τα ρούχα από τη πισίνα!».
Οι δυο τους δούλεψαν παρέα για μία ώρα και 15 λεπτά. Στη συνέχεια πήγαν στην αίθουσα με τα βάρη, για άλλα 45 λεπτά. Ο Μπράιαντ έδειχνε ακούραστος. Ο «Ρομπ», από την άλλη, εξουθενωμένος.
Όταν έφτασε γύρω στις επτά το πρωί στο δωμάτιό του, «έπεσε» στο κρεβάτι χωρίς δεύτερη σκέψη. Χρειαζόταν λίγη ξεκούραση, διότι στις 11:00π.μ. είχε οριστεί η πρώτη προπόνηση της ομάδας.
Σηκώθηκε νυσταγμένος, όπως μάλλον και οι περισσότεροι -αν όχι όλοι, πλην ενός- παίκτες της Εθνικής Η.Π.Α..
Έφαγε βιαστικά ένα κουλούρι και βγήκε από το δωμάτιο, με κατεύθυνση το γήπεδο.
Αυτό που είδε όταν άνοιξε και πάλι την πόρτα είναι κάτι που ακόμη και στις μέρες μας δεν μπορεί να ξεχάσει.
https://www.youtube.com/watch?v=hBZzitvG5yc
Ο «Ρομπ» συνέχισε την εξιστόρησή του τονίζοντας ότι «όλοι οι παίκτες έδειχναν ευδιάθετοι.
»Ο ΛεΜπρον μιλούσε στον Καρμέλο. Αν θυμάμαι καλά, ο κόουτς Σιζέφσκι προσπαθούσε να εξηγήσει κάτι στον Κέβιν Ντουράντ.
»Στη δεξιά πλευρά του χώρου έστεκε ο Κόμπι, μόνος του, με μία μπάλα στα χέρια».
Πήγε προς το μέρος του και του είπε «καλή η προπόνηση που κάναμε το πρωί».
«Φυσικά. Σ’ ευχαριστώ, Ρομπ. Στα αλήθεια το εκτιμώ πολύ», του απάντησε.
Η επόμενη απορία ήταν εύλογη, στο μυαλό και τα χείλη του γυμναστή: «Τι ώρα τελείωσες;».
«Να τελειώσω τι;», τον κοίταξε απορημένος ο Μπράιαντ…
«Τι ώρα ξεμπέρδεψες με τα σουτ σου; Πότε έφυγες από το γήπεδο;», συμπλήρωσε ο Ρομπ..
«Ω, μόλις τώρα. Ήθελα να πετύχω 800 σουτ πριν φύγω, επομένως τώρα το κατάφερα», συνέχισε ο γκαρντ των Λέικερς.
Ο «Ρομπ» δεν έκρυψε ότι «μου έπεσαν τα σαγόνια όταν το άκουσα! “Τελικά, όλα όσα ακούγονται για την εργατικότητα και την αφοσίωσή του είναι πραγματικότητα”, σκέφτηκα. Γι’ αυτό δεν είναι παράξενο που ακόμη έχει τόσο μεγάλη επίδραση στο ΝΒΑ και καρφώνει πάνω από αντιπάλους δέκα χρόνια νεότερους»
Ο Κόμπι Μπράιαντ ήταν πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου ήδη πέντε φορές πρωταθλητής με τους Λέικερς.
Είχε ήδη φορέσει το χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο στο στήθος από το 2008 (χρονιά που αναδείχθηκε και MVP στο ΝΒΑ), στο Πεκίνο, στην «εξιλέωση» των Αμερικανών για την ήττα τους από την Ελλάδα στη Σαϊτάμα, δύο χρόνια νωρίτερα.
Όμως δεν θα πήγαινε στο Λονδίνο απλώς για να υποδυθεί τον σνομπ σταρ ή τον αρχηγό μίας ομάδας ούτως ή άλλως γεμάτης ταλέντο…
Στο δικό του μυαλό, ακόμη κι αν η ανωτερότητα της USA Basketball έδειχνε δεδομένη, ήταν πως στο πλευρό των ΛεΜπρον, Ντουράντ, οφείλει να αποδείξει ποιος είναι ο καλύτερος και ο πιο αφοσιωμένος και μέσα στην ίδια την ομάδα του.
Το «παράσημο» ενός δεύτερου Ολυμπιακού μεταλλίου, έστω και δεν χρειαζόταν η μέγιστη προσπάθεια για τούτο, δεν του έφτανε. Άλλωστε, είχε μεγάλο σεβασμό για κάθε αντίπαλο, για να εφησυχάζει.
Το καλοκαίρι του 2012 είχε φτάσει με τον Κόμπι να αποτυγχάνει να κατακτήσει το έκτο δαχτυλίδι πρωταθλητή, για να «ισοφαρίσει» το ίνδαλμά του, Μάικλ Τζόρνταν.
Στον «δρόμο» για το Λονδίνο, ο Μπράιαντ είχε αντιληφθεί τη φθορά ενός κοπιαστικού καλοκαιριού και είχε στο πίσω μέρος του μυαλού του και την επικείμενη σεζόν στο ΝΒΑ.
Όπως ο ίδιος αποκάλυψε στον «Guardian», έχασε 7,5 κιλά πριν από τους Ολυμπιακούς. Εξηγώντας ότι «από τη στιγμή που το καλοκαιρινό πρόγραμμα συνεχίζεται άμεσα με προετοιμασία για τη χρονιά στη Λίγκα, ήθελα να βγάλω λίγη πίεση από τα γόνατά μου.
»Έπρεπε να χάσω βάρος, γιατί φιλοδοξώ να παίζω μέχρι τον Ιούνιο (σ.σ.: μήνας όπου διεξάγονται υπό κανονικές συνθήκες οι Τελικοί του ΝΒΑ)», κατέληξε.
Ο Κόμπι τόνισε δίχως ίχνος μετριοπάθειας ότι «από μικρός ήμουν αδυσώπητος με τον εαυτό μου». Ο τότε ομοσπονδιακός προπονητής, Μάικ Σιζέφσκι, τον διόρθωσε λέγοντας πως «ποτέ δεν ήσουν όσο αδυσώπητος είσαι τώρα!».
Ο αμοιβαίος σεβασμός των Μπράιαντ-«Coach-K» επιβεβαιώθηκε από τις πολλές (αποτυχημένες) προσπάθειες του Κόμπι να τον πείσει να αφήσει το πανεπιστήμιο Ντουκ και να κοουτσάρει τους Λέικερς.
Αλλά, κυρίως, από την διαπίστωση του Σιζέφσκι πως «εργάζομαι στο μπάσκετμπολ για 37 χρόνια και δεν έχω αισθανθεί μεγαλύτερο σεβασμό για παίκτη, σήμερα, όσο για τον Κόμπι!».
Οι δυο τους είχαν συνεργαστεί και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2008 στο Πεκίνο, από όπου υπήρχε άλλη μία ιστορία για τη δέσμευση του Μπράιαντ με το παιχνίδι και το κυνήγι της επιτυχίας.
Οι Ντουέιν Ουέιντ και Κρις Μπος είχαν αποκαλύψει στον δημοσιογράφο Μάικλ Ουάλας του δικτύου ESPN ένα άλλο περιστατικό από την προετοιμασία στο Λας Βέγκας, πριν από το ταξίδι στην Κίνα.
Η συγκέντρωση της Εθνικής Η.Π.Α. είχε οριστεί μόλις δέκα ημέρες μετά την ήττα των Λέικερς στον έκτο Τελικό από τους Σέλτικς και την απώλεια του πολυπόθητου πρώτου τίτλου «χωρίς τον Σακίλ Ο’Νιλ».
«Κατεβήκαμε όλοι για πρωινό, πριν από την προπόνηση», εξιστόρησε ο Μπος.
«Ήταν 8:00π.μ. και ενώ όλοι ήμασταν νωθροί, μπήκε στην αίθουσα ο Κόμπι μέσα στον ιδρώτα και με πάγο στα γόνατά του… Σκέφτηκα κάτι σαν “ρε φίλε, είναι οκτώ το πρωί. Από πού στον διάολο έρχεται αυτός;! Τι θέλει να αποδείξει;”. Αισθάνθηκα, όμως, άσχημα για τη δική μου προσπάθεια».
Ο Ουέιντ πρόσθεσε πως «όλοι ήμασταν αγουροξυπνημένοι και τεντωνόμασταν και εκείνος είχε ήδη κάνει μία τρίωρη προπόνηση!
»Ήταν μία στιγμή που καλείσαι να αναθεωρήσεις τα πράγματα στην καριέρα σου και να αναρωτηθείς “τι κάνω εγώ, ως επαγγελματίας;”»…
Απορία εύλογη, όταν ο Μπλέικ Γκρίφιν αποκάλυψε πως ένα βράδυ ο Κόμπι έκανε ποδήλατο για 40 μίλια ως την έρημο του Βέγκας, μέσα στη νύχτα, απλώς «για να μην “σκουριάσει”»!
Ο Κόμπι Μπράιαντ αποτέλεσε και αποτελεί έμπνευση για δεκάδες σύγχρονους σταρ του ΝΒΑ και εκατομμύρια παιδιά που παίζουν μπάσκετμπολ σε όλο τον κόσμο.
Η δική του «κληρονομιά», ωστόσο, μετά τον τραγικό τρόπο με τον οποίο κόπηκε άδοξα και πρόωρα το νήμα της ζωής του αλλά και της 13χρονης κόρης του, Τζιάνα, δεν είναι απλώς τίτλοι, βραβεία πολυτιμότερου παίκτη, μετάλλια.
Αυτό που άφησε πίσω του ήταν ένα είδωλο χειροπιαστό. Με σάρκα και οστά, με παρουσία, με συμβουλές σε συμπαίκτες και αντιπάλους.
Με τις «προκλήσεις» σε όσους αθλητές έβλεπε την προοπτική να γίνουν καλύτεροι, να πετύχουν τους στόχους τους και να εκπληρώσουν τις προσδοκίες.
Όπως έκανε και με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, με τον οποίο γυμναζόταν τακτικά μαζί και τον προκάλεσε να αναδειχθεί MVP.
Και όταν το κατάφερε, του έγραψε απλώς: «Επόμενη πρόκληση: Το πρωτάθλημα!».
Αυτός ήταν ο Κόμπι. Μεθοδικός, αλαζόνας, «αχόρταγος» και πάντα με την σφοδρή επιθυμία να έχει τη μπάλα στα χέρια για το καθοριστικό σουτ.
Με την «ανελέητη» αυταπάρνηση να κάνει τα πάντα για τη νίκη.
Με την αυτοπεποίθηση που πήγαζε από το ταλέντο, τις ικανότητες αλλά και την αφοσίωσή του.
Αφοσίωση να εργαστεί σκληρά στο σκοτάδι, πριν ανάψουν τα φώτα.
Όπως είχε δηλώσει ένας σκάουτερ του ΝΒΑ το 2008, «ο Άλεν Άιβερσον αγαπά να παίζει μπροστά στα φώτα. Ο Μπράιαντ λατρεύει να δίνει τον καλύτερο εαυτό του πριν ανάψουν αυτά…».
Εκείνα τα φώτα που, πάντως, συχνά δεν κατόρθωναν να συνοδεύουν την εκτυφλωτική «λάμψη» του Κόμπι.