Ετοιμόρροπα κτίρια, απανθρακωμένα αυτοκίνητα, αναμμένες φωτιές σε κάδους σκουπιδιών.
Μια κακοποιημένη πόρνη σκουπίζει τα δάκρυά της καταστρέφοντας με το φτηνό make up και το τελευταίο σημείο του προσώπου της που είχε μείνει αμόλυντο.
Λίγο πιο πέρα, μπροστά σε μια εγκαταλελειμμένη παιδική χαρά, ένας τοξικομανής παρατείνει το μαρτύριο του.
Το Casal Ventoso, η κακόφημη γειτονιά της Λισαβόνας, ήταν ό,τι εγγύτερο σε σύγχρονο πουργκατόριο. Μια αποθήκη ψυχών, ένα άντρο παραβατικότητας και ανέχειας που χρησίμευε στην κοινωνία μονάχα για να τεστάρει τα όρια της ατιμωρησίας.
Η Φερνάντα-Μαρία έχει στρώσει το τραπέζι με μπαγιάτικο ψωμί και μια σούπα με ό,τι υπήρχε πρόχειρο. Στη θέση τους είναι ο Αλφρέντο και ο Αμπελάρδο, οι δυο από τους τρεις γιους της.
Ο τελευταίος της γιος, ο Ρικάρντο, χαμένος ακόμα στο Santo Condestável, δυο τετράγωνα πιο μακριά, τσακώνεται για ένα φάουλ.
Τσαμπουκαλεύεται, υψώνει το ανάστημα και ζητάει το λόγο από ένα παιδί τουλάχιστον τρία χρόνια μεγαλύτερο που από την όψη και μόνο, μπορεί να τον σπάσει στο ξύλο. «Ήρεμα “Ciganito”, δεν χάθηκε ο κόσμος αν δεν πάρεις ένα φάουλ».
Έτσι τον φώναζαν τον Ρικάρντο Κουαρέσμα στη γειτονιά του στην αθέατη πλευρά της Λισαβόνας, “Ciganito”, μικρό τσιγγάνο. Αυτή ήταν η καθημερινή ασχολία του στο καταθλιπτικό και επικίνδυνο Casal Ventoso, να ντριμπλάρει και να τον ρίχνουν κάτω τα μεγαλύτερα παιδιά. Κι εκείνος να σηκώνεται σαν ελατήριο και να ζητάει το λόγο.
Μέχρι που ντρίμπλαρε ένα παιδί που έπαιζε στην ταπεινή και φτωχή D.D.S. την Ντεσπορτίβο Ντομίνγκος Σάβιο της Λισαβόνας, μια από τις λεγόμενες «ομάδες γειτονίας» όπως μάθαμε να τις αποκαλούμε.
Και το παιδί το ανέφερε εντυπωσιασμένο στον πατέρα του.
Και ο πατέρας του που ήταν ο έφορος της ομάδας, αποφάσισε την επόμενη φορά να πάει να δει τον “Ciganito“ από κοντά, διά ζώσης. Επιφάνεια.
Δεν είχε ξαναδεί οκτάχρονο παιδί με τέτοια τεχνική, με τόσο τελειοποιημένο κοντρόλ της μπάλας. Το αξιοπερίεργο ήταν ότι το έκανε με το εξωτερικό.
«Από 7-8 χρονών τα πόδια μου ήταν στραμμένα προς τα μέσα και μου φαινόταν φυσιολογικό να αγγίζω έτσι τη μπάλα. Πάντα με το εξωτερικό. Πάντα με το δεξί. Το αριστερό το άφηνα στο σπίτι. Ο προπονητής δεν άντεχε να με βλέπει να κοντρολάρω με τόσο ανορθόδοξο τρόπο. Μια μέρα σταμάτησε την προπόνηση και είπε εκνευρισμένος, ότι αν το ξανακάνω, θα με διώξει. Στην επόμενη φάση, ήμουν ήδη στα αποδυτήρια δυστυχισμένος που δεν μπορούσα να παίξω.
Σχεδόν όλοι οι προπονητές μου, προσπάθησαν να μου αλλάξουν το κοντρόλ. Μου έβγαινε να ελέγχω τη μπάλα με το εξωτερικό, ακόμα μου βγαίνει. Είναι στη φύση μου. Δεν χρειάστηκε ούτε να το δουλέψω, ούτε να το βελτιώσω. Όλα είναι πιο εύκολα με το εξωτερικό».
Σε ενάμιση χρόνο, ο “Ciganito” είχε ενταχθεί στις ακαδημίες της Σπόρτινγκ Λισαβόνας. Από τις φτωχογειτονιές της Λισαβόνας, στο φανταχτερό και οργανωμένο Alcochete, το προπονητικό κέντρο παραγωγής ταλέντων της Σπόρτινγκ.
Κάπου εκεί ολοκληρώθηκε η δακρύβρεχτη ιστορία του τσιγγάνου που έπρεπε να παλέψει για να κατακτήσει τους στόχους του.
Ο Ρικάρντο Κουαρέσμα δεν ξεχώρισε επειδή έπρεπε να αποδείξει ότι αξίζει, δεν εξελίχθηκε σε φαινόμενο κυνηγώντας τη μοίρα του.
Ήταν από την αρχή ιδαίτερος εξ αιτίας των ποδοσφαιρικών χαρακτηριστικών του. Ταχύτητα, τεχνική, τρίπλα. Αλήτικη τρίπλα. Το μοναδικό στοιχείο που τον συνδέει με τη λύτρωση της νιότης του. Και, ναι, το εξωτερικό.
Παλιομοδίτικο, αδόκιμο, άτυπο, «λάθος».
Ολόκληρος ο Κουαρέσμα όμως είναι «λάθος».
Σαν να χάλασε στιγμιαία το καλούπι και γεννήθηκε χωρίς μετατάρσιο. Σαν να του έκαναν φορμάτ και τον επαναπρογραμμάτισαν με μοναδική εντολή να κάνει ραμπόνες. Όχι σε στάση. Μεταφέροντας τη μπάλα, εν κινήσει, τρέχοντας.
Ο Λάζλο Μπόλονι που τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και τον προβίβασε στην πρώτη ομάδα πριν κλείσει τα 17, τον φώναζε Mustang. Είδε κι απόειδε να τον «στεγανοποιήσει» τακτικά κι αποφάσισε να τον αφήσει ελεύθερο. Κάπου κοντά στον ασβέστη, να κάνει τα δικά του.
Όχι σαν άλογο κούρσας. Σαν άρχοντας των ψευδαισθήσεων, σαν ταχυδακτυλουργός, σαν μάγος. Στα αποδυτήρια της Σπόρτινγκ τον φώναζαν Χάρι Πότερ, μόνο τα γυαλιά του έλειπαν όταν έκανε τα ξόρκια στη μπάλα. Όχι μόνο στους αγώνες.
Και στις προπονήσεις χαιρόταν το παιχνίδι ο Κουαρέσμα. Γύρευε να σκοράρει με το περισσότερο δυνατό φάλτσο. Ναι, σωστά θυμάστε. Με το εξωτερικό.
Το καλοκαίρι του 2003, το καλοκαίρι των μεγάλων αλλαγών για το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, το πάντα γόνιμο φυτώριο της Σπόρτινγκ διέθετε δυο από τα πιο ενδιαφέροντα ταλέντα της ηπείρου μας. Ήταν δυο παιδιά που ταίριαζαν απόλυτα στις ποδοσφαιρικές παραδόσεις της Πορτογαλίας, δυο «μικροί Φίγκο».
Δυο φίλοι που μεγάλωσαν μαζί στις ακαδημίες της Σπόρτινγκ, δυο παληκαράκια με κοινές καταβολές, περήφανα και γεμάτα όνειρα.
Τους χώριζαν 16 μήνες και όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, τους χώριζε και η διαφορετική προσέγγιση στην προπόνηση, στον τρόπο κατανόησης της καριέρας τους, στο ίδιο το ποδόσφαιρο. Είχαν όμως το ίδιο μαγικό άγγιγμα στα πόδια. Μόνο που ο Ρικάρντο ήθελε να την αγγίζει με το εξωτερικό.
Ο Κριστιάνο Ρονάλντο κατέληξε στην αγκάλη του Σερ Άλεξ Φέργκιουσον, στην κραταιά Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, την παντοδύναμη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Ο Κουαρέσμα εξανάγκασε τον Ζουάν Λαπόρτα να ξοδέψει και τα τελευταία χρήματα που περίσσεψαν από τη μεταγραφή του Ροναλντίνιο και μετακόμισε στη Μπαρσελόνα. Όχι την κραταιά Μπαρσελόνα, την ακόμα εκκολαπτόμενη πανευρωπαϊκή ποδοσφαιρική δύναμη.
Στη Βαρκελώνη είχε μόλις ανακοινωθεί ο Φρανκ Ράικαρντ. Αυτός ήταν ο εκλεκτός της Αυτού Μεγαλειότητας Γιόχαν Κρόιφ για να διδάξει και να λανσάρει το total football στην Καταλονία.
Η Μπάρσα είχε επιτακτική ανάγκη από γλυκά πόδια, έκρηξη, φαντασία και κομψότητα. Στους ήδη υπάρχοντες σπουδαίους καλλιτέχνες Ροναλντίνιο, Όφερμαρς και Σαβιόλα, προστέθηκε και ο Ρικάρντο Κουαρέσμα.
Είκοσι χρονών, μόλις είχε βγει από το κουκούλι του, από το θερμοκήπιο της Σπόρτινγκ. Σε 28 εμφανίσεις ένα μίζερο γκολ. Το μεγάλο flop της μεταγραφικής καμπάνιας της Μπάρσα. Δεν έκανε ο καταλανικός αέρας για τον Ρικάρντο, δεν του ταίριαξε, δεν τον ανέπνευσε ποτέ.
«Ήταν πολύ ήσυχη η Βαρκελώνη για μένα. Πολύ τακτοποιημένη, πολύ τετράγωνη. Και ποδοσφαιρικά και στην καθημερινότητα».
Συνηθισμένος στην αστάθεια και στο δικό του σύμπαν, ο Κουαρέσμα αναζητούσε εναγωνίως τη σπίθα, μια λάμψη να τον ταρακουνήσει.
Δεν μπορεί να αποδώσει δίχως ένταση, δεν αισθάνεται καλά χωρίς πάθος, ακόμα και με την αρνητική έννοια.
Γι’ αυτό δέχτηκε να πάει στην Πόρτο, παρά το γεγονός ότι μεγάλωσε και ανδρώθηκε στη Σπόρτινγκ. 149 αγώνες, 30 γκολ, 45 ασίστ με τους «Δράκους».
Κάθε γκολ και ένα pastel de Belém (παραδοσιακό πορτογαλικό γλυκό με κρέμα) κάθε ασίστ και μια γοητευτική παλιομοδίτικη αλητεία. Με το εξωτερικό.
Τα χρόνια της Πόρτο είναι τα καλύτερα της καριέρας του, τα πιο παραγωγικά, τα πιο «Κουαρέσμα».
Δεν έχει ξαναερωτευτεί έτσι ποδοσφαιριστή ο Μουρίνιο. Ποτέ δεν ξανάκανε σαν το μωρό παιδί στον πατέρα του έξω από τη βιτρίνα με τα παιχνίδια. Ο πολύς «Μου» πετάριζε μπροστά στο Μάσιμο Μοράτι, εκλιπαρούσε για το δικό του παιχνίδι.
Ο καλός Μοράτι δεν χάλασε χατίρι στον Special One. Ο Κουαρέσμα καταφθάνει στο Μιλάνο και σκοράρει στο ντεμπούτο με την Κατάνια. Παροξυσμός. Το πρόβλημα ήταν, ότι αυτό το γκολ στο ντεμπούτο του ήταν το μοναδικό γκολ στα δυο χρόνια που άντεξε στην Ίντερ.
Το παιχνίδι είναι ελαττωματικό. Δούλεψε μια φορά και χάλασε. Δεν του βγαίνει τίποτα του Κουαρέσμα, δεν κάθεται ούτε ένα σωστό γκελ για τη ραμπόνα.
Ο Μουρίνο στην απέλπιδα προσπάθεια να τον αναγεννήσει, πείθει τον Μοράτι να τον δανείσει στην Τσέλσι. Ούτε ο Τάμεσης είναι φιλικός όπως ο Δούρος στο Οπόρτο.
Δεν υπάρχει ποτάμι να επιπλεύσει ο Κουαρέσμα. Κάνει μόνο πέντε εμφανίσεις, μοιάζει σαν Χάρι Πότερ που του έκλεψαν το μαγικό ραβδί.
Η ευθύνη έχει πέσει ολοσχερώς επάνω στο αγόρι με τα σμιχτά φρύδια και τη συνοφρυωμένη έκφραση. Με τη διαφορά ότι ο Κουαρέσμα είναι πια άντρας, έχει φτάσει 27 ετών και με εξαίρεση το φίλιο λουζιτανικό περιβάλλον δεν έχει στεριώσει πουθενά.
Παρεξηγήσιμη συμπεριφορά, δεν βοηθά κι ο ίδιος που μοιάζει έτοιμος να αρπαχτεί με οποιονδήποτε, για ασήμαντη αφορμή. Αυτός είναι ο λόγος που η καριέρα του Ρικάρντο Κουαρέσμα δεν ήταν ποτέ εκείνη που έπρεπε να είναι.
Κατέληξε στην Κωνσταντινούπολη, στην Μπεσίκτας. Ήταν η δική του Μέκκα, το Ινονού ο δικός του ναός. Λατρεύτηκε δίχως να του ζητούν ανταλλάγματα, του συμπεριφέρονταν σαν Θεό. Αυτό ήθελε, αυτό του είχε λείψει.
«Αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου. Μου συμπεριφέρονται σαν να είμαι ο Θεός. Το μοναδικό πράγμα που μου λείπει είναι ότι δεν ακούω πορτογαλικά. Μου έχει λείψει η γλώσσα, ν’ ακούω να μιλάνε τη γλώσσα μου».
Ακόμα κι εκεί, στο κατά τον ίδιο ιδανικό περιβάλλον, εξερράγη. Για μια αλλαγή που τον έκανε ο Καρβαχάλ πήγαν να σκοτωθούν, του πετούσε μπουκάλια στα αποδυτήρια, βγήκε στον Τύπο και μπαρουτιασμένος δήλωσε «δεν μπορεί να με κάνει αλλαγή ο κάθε Καρβαχάλ. Εγώ είμαι ο Κουαρέσμα, αυτός είναι τίποτα».
Δεν υπήρχε άλλη επιλογή για τη διοίκηση της Μπεσίκτας. Αποζημίωση (γενναία, αφού για να μείνει ελεύθερος έλαβε κάτι λιγότερο από ενάμισι εκατομμύριο ευρώ) και απ’ ευθείας στο «νεκτροταφείο» του ποδοσφαίρου, στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Πληρώθηκε αδρά, αλλά ο νόστος για το πραγματικό ποδόσφαιρο τον κατέτρεχε από την πρώτη στιγμή. Γύρισε στην Πόρτο, εκεί που πέρασε τα καλύτερά του χρόνια. Δεν ήταν μεγάλος, απεναντίας. Ήταν 29 ετών, στην πιο ώριμη ποδοσφαιρική ηλικία.
Στην πρώτη προπόνηση πήγαν δέκα χιλιάδες άνθρωποι να τον δουν. Ίσα για να θυμηθούν και να ξαναδουν ένα κοντρόλ με το εξωτερικό.
Ήταν ένα ονειρικό 18μηνο εκείνο της επιστροφής στο Dragão. Πάντοτε ήταν καλός στις επιστροφές ο Κουαρέσμα, είχε το χρόνο να διαχειριστεί τα λάθη και τις παρορμήσεις της πρώτης θητείας του και μετανοούσε.
Γι’ αυτό επέστρεψε και στη Μπεσίκτας. Για να κλείσει ένα κεφάλαιο που έστεκε λευκό, χωρίς επίλογο για χρόνια. Τέσσερις γεμάτες σεζόν, μοναδικές παραστάσεις, ατέλειωτες περιττές ενέργειες. Πάντα με το εξωτερικό.
Είναι καταπληκτικό το πόσο λατρεύτηκε από το φίλαθλο κοινό ένας ποδοσφαιριστής- διασκεδαστής. Ίσως ο τελευταίος που κυκλοφόρησε στα τεκτονικά πια τερέν του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.
Ακόμα και στα τελευταία του στην Κασίμπασα και στη Βιτόρια Γκιμαράες, ο Ρικάρντο Κουαρέσμα δεν σταμάτησε να αισθάνεται πως για να παίξει ποδόσφαιρο, πρέπει να το κάνει με το δικό του, μοναδικό τρόπο.
Πρωταθλητής Ευρώπης με την Πορτογαλία του Φερνάντο Σάντος, που πάντοτε είχε τον τρόπο του και τα δύσκολα παιδιά τα καταλάβαινε.
Πρωταθλήματα, κύπελλα, μοναδικές παραστάσεις αφιερωμένες στον κόσμο που πλήρωνε εισιτήριο για να τον δει στο γήπεδο και σε όσους αφιέρωναν το χρόνο τους μπροστά σε μια οθόνη περιμένοντας με λαχτάρα την επόμενη trivela, την επόμενη rabona.
Ήταν υπέροχο να τον παρακολουθείς στα 35 να σκοράρει γκολάρα με το εξωτερικό σε τελικά παγκοσμίου κυπέλλου.
Στην προσωπική μου σκαλέτα, ωστόσο, το πιο εμβληματικό του γκολ, εκείνο που εγκολπώνει όλη την τρέλα της τέχνης του, που συνοψίζει την ποδοσφαιρική του θεώρηση, είναι το γκολ με τη φανέλα της εθνικής του ομάδας εναντίον του Βελγίου.
Quaresma vs Belgium in European Championship Qualifying (2007) #portugal #trivela #q7 #belgium #quaresma pic.twitter.com/WHa9xHTMDf
— Memorable Goals (@landofdon) May 6, 2018
Σε θέση εξτρέμ, στην κόντρα επίθεση, επιτηδευμένα «ξεχασμένος» εκεί δεξιά.
Αδιανόητο τακουνάκι ενσωματωμένο σε κοντρόλ-τρίπλα, στρώσιμο της μπάλας για αλανιάρικη trivela από τη γωνία της μεγάλης περιοχής. Μαγική τροχιά της μπάλας με τρομερά φάλτσα.
Η μπάλα ίπταται, κατεβαίνει απότομα και γλυκά, στριφογυριστά καταλήγει εκεί που πρέπει για να την αγκαλιάσουν τα δίχτυα.
Πολλοί τον χαρακτήρισαν φλύαρο, ανυπόφορο, ένα κακομαθημένο παιδί που έμαθε να παίζει «μπάλα» επαναλαμβάνοντας το ίδιο πράγμα, εκλιπαρώντας για προσοχή.
Στην πραγματικότητα, ο Κουαρέσμα βρήκε το δικό του μοναδικό τρόπο ποδοσφαιρικής έκφρασης, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος για να ξεχωρίσει και να τον αγαπήσουν.
Η διαφορά με τους υπόλοιπους αρτίστες, είναι ότι ο “Ciganito“ το έκανε ανορθόδοξα. Με το εξωτερικό.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro