«Στη συλλογική συνείδηση, ο ρόλος του τερματοφύλακα είναι προϊόν επιβολής και όχι επιλογής», θα έγραφε ο Εμίλ Ντιρκέμ.
Το ίδιο το ποδόσφαιρο σαν παιχνίδι, δεν είναι «δημοκρατικό». Από τις πολύ νεαρές ηλικίες που μαζεύονται οι πιτσιρικάδες στις αλάνες, συνήθως τερματοφύλακας μπαίνει εκείνος που είναι «λιγότερο καλός», το παιδί που «δεν ξέρει μπάλα».
Δύσκολη η ταύτιση με τον τερματοφύλακα, ειδικά πριν καν η «μπάλα» γίνει ποδόσφαιρο και αποκτήσει τακτική δομή και εκπαίδευση.
Είναι μονάχα ανηφορικός ο δρόμος γιατί ο ρόλος επιβάλλεται, φαινομενικά στερείται ιδιαίτερων δεξιοτήτων, είναι πιο πολύ συμπληρωματικός παρά ουσιαστικός, γιατί ελάχιστα παιδιά ταυτίζονται με τον μοναχικό τύπο που στερείται ελευθερίας κινήσεων στο γήπεδο και εννιά φορές στις δέκα γίνεται ο μοιραίος.
Η λάθος κάθετη πάσα του μέσου, το κακό πλασέ του επιθετικού, το αποτυχημένο τάκλιν του αμυντικού, συγχωρείται. Το λάθος του τερματοφύλακα ποτέ.
Γιατί είναι εξ ορισμού κραυγαλέο, κοστίζει ακριβά και μένει πάντα στο θυμικό.
Γι’ αυτό ο τερματοφύλακας μαθαίνει να είναι μόνος του. Μαθαίνει να ζει στη μοναξιά των γκολπόστ και συμβιώνει με την προδιαγεγραμμένη μοίρα του.
Το έχει περιγράψει υπέροχα ο σπουδαίος Εντουάρντο Γκαλεάνο:
«Ο τερματοφύλακας. Μοναχικός και καταδικασμένος να παρακολουθεί το παιχνίδι από μακριά. Ακίνητος, περιορισμένος στα όρια της περιοχής του, υποχρεωμένος σχεδόν να περιμένει την εκτέλεσή του. Τα παλιά χρόνια τον έντυναν στα μαύρα και τον έκαναν να αισθάνεται σαν κοράκι -τα τελευταία χρόνια μεταμφιέζεται παρηγορώντας τη μοναξιά του με πολύχρωμες εμφανίσεις».
Ένας ρόλος αντιφατικός, που σπάνια αναγνωρίζεται στην οικονομία του παιχνιδιού, αλλά ποιητικός και απόλυτα διεγερτικός. Ειδάλλως δεν θα υπήρχαν κι εκείνα τα λίγα παιδιά που ονειρεύονται αντί να βάζουν το γκολ, να το αποτρέπουν.
Είναι βαθύτατο το ψυχολογικό πρίσμα εάν αναλυθεί. Η θέση του τερματοφύλακα είναι η πιο εγωκεντρική στο ποδόσφαιρο, καθορίζει χαρακτήρα, καταδεικνύει την περιπλοκότητα του υπηρέτη της.
Μόνο μια θέση στην ενδεκάδα, συνήθως μόνο τρεις-τέσσερις σε ολόκληρη την ομάδα. Και με τον ανταγωνιστή εκατοντάδες μέτρα μακριά στο γήπεδο, δίχως τη δυνατότητα να μοιραστείς αντιδράσεις, αγωνίες, χωρίς καν σωματική επαφή.
Και τα δέκα υπόλοιπα μέλη της ενδεκάδας έχουν τη δυνατότητα να «κλέψουν» μερικά λεπτά στο χορτάρι, ακόμα και οι αλλαγές μπαίνουν στο γήπεδο με την προσμονή για κάτι καλύτερο, πιο χρήσιμο, πιο αισιόδοξο. Ενώ ο τερματοφύλακας, ακόμα και ο αναπληρωματικός, επιστρατεύεται μόνο για να καλυφθούν οι έκτακτες περιστάσεις. Ένας τραυματισμός, ένα πραγματικά μοιραίο λάθος, μια μεταστροφή κατεστραμμένης ψυχολογίας.
Είναι μια υπερ-ατομικιστική λογική, μια αλληλουχία εντελώς έξω από το πνεύμα της ομάδας.
Γιατί ο τερματοφύλακας παίζει μόνος του και υπόκειται σε μια δική του, ιδιότυπη ιεραρχία, με εντελώς ξεχωριστό ανταγωνισμό και η θέση του αποτελεί το πιο «εσωτερικό» θέμα της ομάδας απ’ όλα.
Η επιλογή του είναι ξεκάθαρα θέμα φιλοσοφίας. Υπάρχει η ομάδα που εμπιστεύεται τον υποσχόμενο νεαρό. Εκείνη που προτιμά την εμπειρία, μια άλλη που αμφιταλαντεύεται μεταξύ των δυο σχεδόν ισάξιων που έχει στο ρόστερ για να κεφαλαιοποιήσει τον ανταγωνισμό.
Δεν υπάρχει συνταγή, δεν υπάρχει πανάκεια.
Μόνον όποιος έχει παίξει τερματοφύλακας κατανοεί τη ρομαντική τρέλα, την ψυχολογική πίεση, το μέγεθος της ευθύνης. Γιατί παρόλο που στους πιτσιρικάδες στις αλάνες η θέση θεωρείται «συμπληρωματική», στους ενήλικες, στους επαγγελματίες, όλα τα φώτα είναι στραμμένα επάνω στον τερματοφύλακα.
Η ψυχική διαχείριση είναι το σημαίνον, χωρίς αυτό που λέμε «χαρακτήρα» είναι αδύνατον να επιβιώσεις. Υπάρχουν εξαιρετικοί ποδοσφαιριστές χωρίς προσωπικότητα. Πολύ χρήσιμοι στις ομάδες τους, καθοριστικοί για την επίτευξη της στρατηγικής της ομάδας και την εφαρμογή του πλάνου.
Τερματοφύλακας χωρίς προσωπικότητα δεν γίνεται.
Οι πιο επιτυχημένοι, οι πιο σπουδαίοι, ήταν και είναι όλοι τους ηγέτες. Δεν χρειάζεται να πάμε πολύ πίσω, αρκεί η νέα χιλιετία. Μπουφόν, Κασίγιας, Καν, Νόιερ. Όλοι τους φόρεσαν περιβραχιόνιο παρόλο που «αντενδείκνυται» όπως λένε οι ειδικοί και ίσως να έχουν και δίκιο.
Έτσι είναι. Επειδή ο τερματοφύλακας πρέπει συνεχώς και μονίμως να ασχολείται με τον εαυτό του και τον χώρο ευθύνης του. Στην πραγματικότητα όμως είναι εκείνος που επηρεάζει ολόκληρη τη ροή του αγώνα και διαχειρίζεται την ψυχολογία σχεδόν όλων των εμπλεκόμενων στο γήπεδο. Ακόμα και των οπαδών.
Τα παλιά χρόνια, που τα γήπεδα ήταν λιγότερο απρόσωπα, ο τερματοφύλακας ήταν το κατ’ εξοχήν αγαπημένο θέμα των αντίπαλων οπαδών. Εκείνος που στόλιζαν περισσότερο από τους υπόλοιπους, το κυτίο παραπόνων και υβριστικών συνθημάτων.
Σκεφθείτε το ακόμα και από φιλοσοφικής άποψης. Εάν η πεμπτουσία του ποδοσφαίρου είναι το γκολ, εάν οι «ιδιοκτήτες του τσίρκου» ενδιαφέρονται να κάνουν το προϊόν ελκυστικό στο γήπεδο και στην τηλεόραση, τότε είναι σαφές ότι ο μοναδικός αποτρεπτικός παράγοντας για αυτή τη «γιορτή» είναι ο τερματοφύλακας.
Το σύγχρονο ποδόσφαιρο, η σύγχρονη κοινωνία και εκείνη που προσπαθούν να μας πείσουν ότι έρχεται, είναι σε fast forward, με απανωτές ανατροπές και αγωνιώδη cliffhangers. Δεν είναι, ούτε θα γίνει ποτέ «είδηση» ένα παιχνίδι που τελειώνει 0-0 ή 1-0.
Το κοινό, τα media, η βιομηχανία του ποδοσφαίρου που γίνεται ολοένα και περισσότερο πυλώνας «ψυχαγωγίας», θέλει -απαιτεί είναι το πιο σωστό- γκολ. Πολλά γκολ, σε βαθμό σοκαριστικό και σχεδόν εξευτελιστικό.
Και ο τερματοφύλακας πια έχει μετατραπεί σε φρουρό των ιδανικών του «παλιού κόσμου», σε υπερασπιστή του ίδιου του παιχνιδιού. Ακόμα και όταν εκτινάσσεται και ίπταται για να αποκρούσει ένα σουτ ή να βγάλει μια κεφαλιά, είναι επειδή βρέθηκε στη λάθος θέση.
Είναι παλιό, ξεχασμένο αξίωμα: ο τερματοφύλακας, όταν αναγκάζεται να γίνει εντυπωσιακός, σημαίνει ότι έχει κάνει λάθος. Γιατί η βασική του δουλειά, το κύριο ζητούμενο από αυτόν, είναι η σωστή τοποθέτηση και η αίσθηση πως «όλα πηγαίνουν επάνω του», όπως αφελώς νομίζουν οι περισσότεροι φίλαθλοι.
Ο τερματοφύλακας είναι εχθρός του θεάματος, δεν «βοηθάει» τα τηλεοπτικά πλάνα, δεν πουλάει φανέλες γιατί η δική του δεν έχει τα χρώματα της ομάδας, φέρει μόνο το έμβλημα.
Τα τελευταία χρόνια γίνεται μια οργανωμένη προσπάθεια να μεταλλαχθεί. Να μάθει να παίζει περισσότερο με τα πόδια, να συμμετέχει πιο ενεργά, να παίζει και λίγο θέατρο, να δίνει «παράσταση».
Γι’ αυτό έχουν πάψει οι τερματοφύλακες να μπλοκάρουν τη μπάλα, γι’ αυτό παρατηρούμε συχνότερα εκτινάξεις και εντυπωσιακές αντιδράσεις. Επειδή ο τερματοφύλακας εξαναγκάστηκε να διεκδικήσει μερικά δευτερόλεπτα περισσότερο για να μην τον αφανίσουν.
Το σόου υπερισχύει της αποδοτικότητας, της ουσίας. Η νέα αντίληψη του ρόλου περιλαμβάνει περαιτέρω ψυχολογικές μεταπτώσεις, νέο τρόπο προπόνησης και προσέγγισης της θέσης.
Είναι μια άτυπη «υποχρεωτικότητα» ο τερματοφύλακας να γίνει πιο θεαματικός στην εξέλιξη του ποδοσφαίρου, την ίδια στιγμή που το σπορ γίνεται ολοένα και πιο επιθετικογενές και αθλητικό.
Έχει αλλάξει ο τρόπος εκμάθησης των βασικών στις σχολές ποδοσφαίρου, είναι πλέον πολύ πιο επιστημονική η κατάρτιση των προπονητών στις ακαδημίες και από τις πολύ νεαρές ηλικίες γίνεται στοχευμένη δουλειά. Το πρωτεύον στους εκκολαπτόμενους επαγγελματίες τερματοφύλακες είναι πια η ανθεκτικότητα.
Ακούγεται φρικτός ο όρος εάν συνυπολογίσουμε ότι αναφερόμαστε σε παιδιά και σε «παιχνίδι», είναι όμως το κύριο προαπαιτούμενο για να αντέξει ένα παιδί, ένας έφηβος την ψυχολογική πίεση και το βάρος της ευθύνης της θέσης.
Από πολύ νεαρή ηλικία προκύπτουν στενωποί όπως η διαχείριση του λάθους, η αποδοχή της αδικίας, το καθεστώς του αβάστακτου βάρους της ευθύνης. Ο σκληρός και άτεγκτος χαρακτήρας είναι πια το πρώτο ζητούμενο, η φιλοσοφία στην οποία εδράζεται η επιλογή ενός ειδικού για ένα παιδί που θέλει να γίνει επαγγελματίας τερματοφύλακας.
Δεν αρκούν τα φυσικά προσόντα, δεν αρκεί η διάθεση για συνεχή και βαρετά επαναλαμβανόμενη προπόνηση. Το διανοητικό, το ψυχολογικό κομμάτι είναι σε πρώτο πλάνο και οι απαιτήσεις γίνονται πια εξωφρενικές.
Ο τερματοφύλακας πρέπει να έχει τεχνική, να ξέρει πώς να υποδέχεται τη μπάλα, πώς να ξεκινάει το χτίσιμο του παιχνιδιού από την άμυνα. Έχει μετατραπεί σε αυτό που οι παλιοί λέγαμε «λίμπερο».
Είναι το μέλος της ενδεκάδας που μεταφέρει ηρεμία, πολλές φορές καθορίζει το τέμπο, κατευνάζει τον πανικό, «διαβάζει» τη ροή του αγώνα. Έχει το προνόμιο και την κατάρα να είναι ταυτόχρονα θεατής και πρωταγωνιστής της παράστασης, έχει την πλήρη απεικόνιση της διάστασης του γηπέδου και την ευχέρεια να κρίνει προς τα που ρέπει το παιχνίδι.
Για αυτό τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε πολλούς διαφορετικούς χαρακτήρες κάτω από τα γκολπόστ και όχι το αρχέτυπο. Ακόμα και η εμπειρία έχει αποκτήσει εντελώς νέα διάσταση και διφορούμενη πια αξία, μιας και στο ζύγι μπαίνουν έννοιες οικονομικής θεωρίας, όπως η «αναλογική μείωση» σε επιμέρους στοιχεία όπως η ευκινησία, η ευλυγισία και τα αντανακλαστικά.
Ο συνεχής αγώνας του τερματοφύλακα είναι σίγουρα προσωπικός, εγωκεντρικός, αλλά τα τελευταία χρόνια απέκτησε μια πιο «κοινωνική» και «πολιτιστική» ποδοσφαιρική διάσταση.
Είναι πια αποδεκτός μόνο αν είναι και ο σόουμαν και ο νηφάλιος, και ο συνετός και ο καμικάζι. Είναι πάρα πολύ δύσκολο για οποιονδήποτε άνθρωπο να ελέγχει τις εκρήξεις του.
Η εξέλιξη έχει επανασχεδιάσει τη θέση και έχει επαναπροσδιορίσει το ρόλο στο τακτικό επίπεδο, πολλοί προπονητές και αναλυτές πλέον εντάσσουν το «1» στη διάταξη του αντιπάλου και παρατηρούνται ξένα στο μάτι «1-4-4-2» σχήματα. Ακόμα κι εκεί, πάλι ο τερματοφύλακας είναι μόνος του. Αναπόσπαστο μέρος μιας συνθετότητας, αλλά μόνος.
Μια αντίφαση που ξεγυμνώνεται στο γκολ. Η ηδονική στιγμή, η ευφυής στιγμή κάθε άλλου ποδοσφαιριστή, σε όποια θέση κι αν αγωνίζεται, έρχεται σε ευθεία αντιδιαστολή με τη θλίψη του τερματοφύλακα. Ασυναίσθητα οι αμυντικοί θα στρέψουν το βλέμμα στον «υπεύθυνο», εκείνον που δεν κατόρθωσε «να το βγάλει».
Και από την άλλη, ακόμα και στη χαρά, ο τερματοφύλακας απέχει από τον πανηγυρισμό, είναι εξαιρετικά σπάνιο να διασχίσει ολόκληρο το γήπεδο και να αγκαλιάσει τους συμπαίκτες του. Είναι η μοίρα του να απέχει από τη χαρά και να πέφτουν οι προβολείς επάνω του μονάχα στο λάθος και στη λύπη.
Ο ρόλος του τερματοφύλακα περιβάλετο ανέκαθεν από ένα ποιητικό πέπλο, όπως και το ποδόσφαιρο εν γένει. Σε αντίθεση με άλλα αθλήματα, η ποιότητα του ποδοσφαίρου έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι συνήθως οι έντονες συγκινήσεις είναι λίγες, κάτι που προσδίδει σε κάθε γκολ μια ασυναγώνιστη και ακριβοθώρητη συναισθηματική αξία.
Το ποδόσφαιρο κινείται πάντα με τις δικές του συναισθηματικές χορδές, δεν μπορεί να γίνει επ’ ουδενί η «προπαγάνδα» ενός αμιγώς ψυχαγωγικού μοντέλου αθλητισμού. Η καθαρή και απλή ψυχαγωγία αλλοιώνει την ουσία του.
Σε ένα περιβάλλον όπου το ποδόσφαιρο θεωρείται όλο και περισσότερο «οικονομικό φαινόμενο» και όλο και λιγότερο μια συναισθηματική παρά σωματική άσκηση, ο τερματοφύλακας αντιπροσωπεύει την πεισματική πίστη σε ένα άθλημα μακριά από χρηστικούς υπολογισμούς, είναι το τελευταίο προπύργιο αναμονής σε έναν κόσμο που απαιτεί ταχύτερους χρόνους απόκρισης.
Ο συρμός και η εποχή θέλουν -σχεδόν μας υποχρεώνουν- να ασχολούμαστε με την troll επικαιρότητα και να αποθεώνουμε το περαστικό, το εύπεπτο, το εφήμερο. Το χρησιμοποιούμε, διασκεδάζουμε και το πετάμε.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο τερματοφύλακας μοιάζει παράταιρος, δεν χωράει πουθενά, αφού θα «διασκεδάσει» το κοινό μονάχα αν κάνει το μοιραίο λάθος, μόνο αν υποπέσει στη μεγάλη γκάφα που θα γίνει viral.
Δεν ζήτησε ποτέ να γίνει μοναδικός πρωταγωνιστής, οι συνθήκες τον υποχρεώνουν στο ρόλο του τρελού στο ημερολόγιο του Γκογκόλ.
Με τη διαφορά ότι, όπως είπε ο Ντοστογιέφσκι, «όλοι προκύψαμε, όλοι βγήκαμε από το παλτό του Γκογκόλ».
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: