Μεγάλωσα σε μια εποχή χωρίς κλειστά γυμναστήρια. Μια εποχή με αλάνες και δρόμους που τους κάναμε γήπεδα χωρίς να ασχολούμαστε με κάποιο συγκεκριμένο σπορ.
Παίζαμε τα πάντα!
Λίγο ποδόσφαιρο, αρκετό μπάσκετ και πολύ βόλεϊ όταν, τα παιδιά της γειτονιάς στην Πεύκη, ανακαλύψαμε πως το σχοινί της μπουγάδας ήταν ό,τι έπρεπε για να «στήσουμε» στις αυλές των σπιτιών ένα πρόχειρο φιλέ. Όταν δε τον εξελίξαμε, κρεμώντας πάνω στο «μπουγαδόσχοινο» εφημερίδες με μανταλάκια, ποιος μας έπιανε!
Παίζαμε με τις ώρες!
Μέχρι τη στιγμή που άκουγα την «κραυγή» της μάνας μου από το μπαλκόνι και «μαζευόμουν» στο σπίτι μου.
Στα 15, υπέγραψα το πρώτο δελτίο μου στην ομάδα του Αθλητικού Ομίλου Παραδείσου Αμαρουσίου. Ήταν τόσο μεγάλη η συγκίνηση, η χαρά και η περηφάνια μου, που φορούσα στο σχολείο τη φόρμα με το φερμουάρ και το σήμα του συλλόγου, λες και είχα αποκτήσει την εμφάνιση της μικτής Κόσμου!
Στην αρχή δεν ήξερα γιατί ασχολήθηκα με το βόλεϊ. Το ‘κανα ασυνείδητα.
Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι να κατανοήσω τους λόγους για τους οποίους με συνεπήρε το άθλημα, αφιερώνοντας σ’ αυτό σαράντα χρόνια από τη ζωή μου!
Από τα 15 μέχρι τα 55! Είκοσι χρόνια ως αθλητής, κι άλλα είκοσι, ως προπονητής.
Κατάλαβα ότι αυτά που μου κέντρισαν το ενδιαφέρον ήταν η ομαδικότητα, η προσπάθεια ενός ανθρώπου να επιδείξει πολύ γρήγορα αντανακλαστικά για να μην ακουμπήσει η μπάλα στο πάτωμα, αλλά και η πολυπλοκότητα του αθλήματος.
Το 1972, κι ενώ το προηγούμενο έτος ήμουν φοιτητής της Ιατρικής Σχολής στην Παβία της Ιταλίας, γιατί η μάνα μου ήθελε οπωσδήποτε γιο γιατρό, βρέθηκα στον Πειραιά και τον Ολυμπιακό, στον οποίο έπαιξα δέκα χρόνια.
Σ΄αυτό το διάστημα, είχα την ευτυχία να αγωνιστώ στο πρώτο ευρωπαϊκό φάιναλ φορ που συμμετείχε ελληνική ομάδα –το 1982 στο Παρίσι– κι ένα από τα πράγματα που μου ‘χε μείνει, πλην φυσικά της αγωνιστικής εμπειρίας, ήταν η «χαοτική» απόσταση που υπήρχε με τους άλλους συλλόγους στη νοοτροπία των αθλητών και των ομάδων.
Θυμάμαι ένα βράδυ (τι βράδυ δηλαδή, ξημέρωμα ήταν!), την ώρα που εμείς γυρνούσαμε από τη νυχτερινή μας έξοδο στο Παρίσι, οι παίκτες της ΤΣΣΚΑ, πήγαιναν για πρωινή προπόνηση και το απόγευμα θα έδιναν τον προγραμματισμένο τους αγώνα!
Εκείνη την εποχή, ήταν αδιανόητο για εμάς να σηκωθούμε στις 6 το πρωί να πάμε για προπόνηση.
Για αθλητές από άλλες χώρες, όμως, κυρίως από εκείνες του ανατολικού μπλοκ, ήταν τρόπος ζωής!
Το 1982 ήταν και η τελευταία χρονιά μου στον σύλλογο, καθώς, βρέθηκα μπροστά σ’ ένα πολύ μεγάλο δίλλημα. Είχα έναν τραυματισμό στο γόνατο, κι έπρεπε να αποφασίσω αν θα έκανα μια πολύ σοβαρή χειρουργική επέμβαση που θα μου επέτρεπε να συνεχίζω να παίζω με καθημερινές προπονήσεις.
Να σημειώσω ότι οι χειρουργικές επεμβάσεις εκείνα τα χρόνια, δεν ήταν τόσο απλές όπως σήμερα, εκτός του ότι μετά τα 30, μάς θεωρούσαν κοντά στο τέλος του επαγγελματικού κύκλου.
Προτίμησα να κλείσω μόνος μου αυτόν τον κύκλο, και στην πορεία ανακάλυψα ότι τα οφέλη που αποκόμισα από την συγκεκριμένη απόφαση, ήταν πάρα πολλά.
Ο χρόνος που θα «ξόδευα» για τον Ολυμπιακό, καλύφθηκε από την επαγγελματική ανάπτυξη της οικογενειακής επιχείρησης που ήδη υπήρχε, την περαιτέρω ενασχόλησή μου με τη φυσικοθεραπεία, την έναρξη της προπονητική μου πορείας και φυσικά, τη δημιουργία της δικής μου οικογένειας.
Αν κι εκείνη την περίοδο στεναχωριόμουν που λόγω του τραυματισμού μου δεν μπορούσα να κάνω κάθε μέρα προπόνηση ώστε να συνεχίζω να παίζω σε επαγγελματικό επίπεδο, εκ των υστέρων, συνειδητοποίησα πως ακόμα και πίσω από τα άσχημα κρύβεται κάτι θετικό.
Κατάλαβα πως ήταν καλύτερα που ‘χαν έρθει έτσι τα πράγματα.
Επέστρεψα στον Παράδεισο Αμαρουσίου όπου συνέχισα να παίζω σε ερασιτεχνικό επίπεδο πλέον, αναλαμβάνοντας παράλληλα τη θέση του προπονητή στην ανδρική και στη γυναικεία ομάδα του συλλόγου.
Στη συνέχεια έπαιξα στις ομάδες της Φιλοθέης και του Αθλητικού Ομίλου Πολιτείας, ώσπου, σε ηλικία των 40 ετών, αποφάσισα οριστικώς να σταματήσω και να αφοσιωθώ στην προπονητική, μη ξεφεύγοντας μάλιστα και του κανόνα που θέλει τους προπονητές των γυναικείων ομάδων να παντρεύονται κάποια από τις αθλήτριές τους.
Η γνωριμία μου και ο γάμος μου με την αθλήτριά μου, τη Μαριάννα, ήταν και παραμένει, ένα από τα πιο τυχερά και καλύτερα κομμάτια της ζωής μου. Mού χάρισε πολλά, αλλά το κυριότερο, την Δάφνη και την Φοίβη.
Συνεχίζοντας την καριέρα μου ως προπονητής πια, η μοίρα τα ‘φερε με τρόπο τέτοιο που με οδήγησε στους πάγκους των τριών ισχυρών συλλόγων της Αθήνας: Του Παναθηναϊκού, της ΑΕΚ και στο φινάλε της πορείας μου, του Ολυμπιακού.
Τρεις ομάδες με αρκετά υψηλές φιλοδοξίες, αλλά κι εντελώς διαφορετική νοοτροπία!
Πριν πάω στον Παναθηναϊκό, που ήταν ο τέταρτος σταθμός της προπονητικής μου καριέρας, είχαν προηγηθεί οι απόλυτα επιτυχημένες συνεργασίες με τις ομάδες του Παραδείσου, των Ναυπηγείων και του Ιωνικού Νέας Φιλαδέλφειας.
Το ωραίο της υπόθεσης στις περιπτώσεις τους, είναι ότι στις συζητήσεις μας για το οικονομικό σκέλος της συνεργασίας, δεν είχαμε προβλέψει κανένα μπόνους γι’ αυτό που τελικά συνέβη. Τη συμμετοχή τους, δηλαδή, στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Το μόνο που υπήρχε, ήταν απλά ένα πριμ για τον μη υποβιβασμό.
Στον Παναθηναϊκό, βέβαια, τα πράγματα ήταν διαφορετικά.
Καταρχάς, διαπίστωσα πως ο συγκεκριμένος σύλλογος είχε τεράστιες διαφορές από τον Ολυμπιακό. Λειτουργούσε ως κλειστό κλαμπ. Υπήρχε, ας πούμε, κάποια εσωστρέφεια. Δεν έμπαινες εύκολα στον «κύκλο» του.
Μου το ‘χε πει και ο αείμνηστος Παύλος Γιαννακόπουλος όταν είχα πάει στο γραφείο του να συζητήσουμε για τη συνεργασία μας, αναφέροντάς ως παράδειγμα τη δική του περίπτωση και πόσα χρόνια περίμενε έως ότου μπει στο διοικητικό συμβούλιο του Ερασιτέχνη.
Μιλώντας με τον Παύλο για το οικονομικό μέρος της συνεργασίας, υπήρξε μεν πρόβλεψη για πριμ εισόδου στην τετράδα, όμως, εκείνο που έχει μείνει στη μνήμη μου ήταν η ερώτηση που μου έκανε:
«Μπορείς να κερδίσεις έστω μία φορά τον Ολυμπιακό; Καταλαβαίνω -μου είπε- ότι σου ζητάω δύσκολα πράγματα, αλλά, μπορούμε να το κάνουμε; Και στην πορεία θα φτιάξουμε σιγά-σιγά την ομάδα, ώστε κάποια στιγμή να μπει στην τετράδα».
Όταν ανέλαβα την ομάδα, στην αρχή της θητείας μου, ο κόσμος ήταν δύσπιστος.
Ίσως να έχετε διαπιστώσει πως ο Παναθηναϊκός, ακόμα και στις μέρες μας, θεωρεί υποχρέωσή του να βοηθάει πρώτα τα «δικά» του παιδιά. Να δίνει, δηλαδή, τη δυνατότητα σε αθλητές που έχουν περάσει από το σύλλογο, να εργαστούν ως προπονητές, βοηθοί προπονητών ή σε άλλες θέσεις της ομάδας.
Εκείνη την εποχή, όμως, δεν είχε γίνει κάτι τέτοιο.
Οι φίλοι του Παναθηναϊκού είδαν να κάθεται στον πάγκο της ομάδας τους, ένας πρώην παίκτης του Ολυμπιακού!
«Γαύρο» με ανέβαζαν, «γαύρο» με κατέβαζαν!
Όταν, όμως, στην πορεία φτάσαμε να έχουμε συνολικά δώδεκα νίκες επί του Ολυμπιακού σε ισάριθμους αγώνες, από «γαύρος», έγινα «γαυροκτόνος».
Οφείλω να ομολογήσω ότι οι φίλαθλοι του Παναθηναϊκού μου ‘δωσαν πολύ αγάπη, την οποία θα έλεγα ότι ακόμα απολαμβάνω, παρόλο που οι «δρόμοι» μας έχουν χωρίζει πάνω από είκοσι χρόνια.
Θα τονίσω δε ότι, όχι μόνο ο Παύλος και ο Θανάσης Γιαννακόπουλος δεν πίστευαν την κατάκτηση των δυο συνεχόμενων πρωταθλημάτων, που θα ήταν πολλά περισσότερα αν δεν είχαν γίνει τα γεγονότα της τρίτης χρονιάς, αλλά, ούτε και ο πιο αισιόδοξος φίλαθλος του Παναθηναϊκού περίμενε πως θα πετύχουμε κάτι τέτοιο, απέναντι στον Ολυμπιακό που εκείνη την εποχή είχε τριπλάσιο μπάτζετ.
Μετά την ολοκλήρωση της πρώτης θητείας μου στον Παναθηναϊκό και την αποχώρησή μου το 1997, τον χειμώνα του 1999 επέστρεψα ξανά σ’ αυτόν για μερικούς μήνες, και το καλοκαίρι του ίδιου έτους, αποφάσισα να πάω στην ΑΕΚ.
Ο έφορος τότε της ΑΕΚ, το ‘χε βάλει σκοπό της ζωής του να με πάει στον σύλλογο! Επί ένα μήνα, κάθε βράδυ, ήταν έξω από το σπίτι μου!
Εκείνο που μπορώ να σας πω με βεβαιότητα για την ΑΕΚ, είναι πως σ’ αυτήν την ομάδα κυριαρχεί το συναίσθημα!
Στα νιάτα μου, συνήθιζα να παρακολουθώ κάθε παιχνίδι της ποδοσφαιρικής της ομάδας.
Είχα κι έναν θείο, Σκλαβούνο τον έλεγαν, που κάποτε είχε παίξει ως τερματοφύλακας σ’ αυτήν, και θεωρούσε «ιερή υποχρέωσή» του να με κάνει υποστηρικτή της.
Τις Κυριακές «έτρωγα» όλο το χαρτζιλίκι μου στο γήπεδο, ενώ κάποια περίοδο, είχα φτάσει στο σημείο να πηγαίνω ακόμα και στις προπονήσεις. Ακόμα θυμάμαι τους παίκτες της εποχής του Τσάκναντι!
Αν δεν έπαιζα στη συνέχεια στον Ολυμπιακό, θα μπορούσα κάλλιστα να είχα εξελιχθεί σε οπαδό της ORIGINAL!
Η συμφωνία μου με την ΑΕΚ, η οποία οφείλω να παραδεχτώ ότι περίμενε υπομονετικά την απόφασή μου μιας κι εκείνο το διάστημα ήμουν εν αναμονή των εξελίξεων στον Παναθηναϊκό, θεωρήθηκε μεγάλη επιτυχία.
Το τμήμα βόλεϊ του συλλόγου είχε συγκεντρώσει τόσο κόσμο στην συνέντευξη Τύπου για την επίσημη παρουσίασή μου, που στην αίθουσα του ξενοδοχείου “Holiday In”, είχε δημιουργηθεί το αδιαχώρητο!
Πόση αγάπη πήρα κι απ’ αυτήν την ομάδα! Κι από τους φιλάθλους της, βεβαίως!
Το πρώτο σοκ, με την καλή έννοια, νομίζω ότι το έπαθα όταν οι «οργανωμένοι» μου ζήτησαν να δώσω συνέντευξη στο κανάλι τους. Βρισκόταν σε ένα ημι-υπόγειο στη Νέα Ιωνία, κι εγώ, συνηθισμένος από την χλιδή των προηγούμενων καταστάσεων, όταν είδα το χώρο, δεν πίστευα στα μάτια μου.
Ήταν, όμως, όλα τόσο αγνά και τόσο όμορφα, που δεν με ένοιαζε.
Στην ΑΕΚ, άλλωστε, δεν είχαν τις απαιτήσεις που υπήρχαν στον Ολυμπιακό ή τον Παναθηναϊκό.
Τους αρκούσε το γεγονός ότι ένας «παλιός ΑΕΚτζής», είχε γυρίσει σπίτι του!
Την επόμενη μέρα της συνέντευξης, οι φίλοι της ομάδας με πήγαν σ’ ένα ταβερνάκι στη λεωφόρο Δεκελείας να μου κάνουν το τραπέζι.
Καθίσαμε σ’ ένα σημείο όπου στον τοίχο υπήρχε μία τεράστια αφίσα της Κωνσταντινούπολης με την Αγία Σοφία, κι εκεί που συζητούσαμε, ξαφνικά άρχισαν να τραγουδούν! Ήταν απίστευτο αυτό που συνέβαινε! Ήταν πρωτόγνωρα πράγματα για μένα!
Το σύνολο του συλλόγου της ΑΕΚ, από τον πρόεδρο και τη διοίκηση της ΠΑΕ, μέχρι τον Ερασιτέχνη και τους δύο μεγάλους οργανωμένους συνδέσμους φιλάθλων, ήταν πολύ ενθουσιασμένοι με τον ερχομό μου.
Οι παράγοντες με βοήθησαν με το μέγιστο των δυνατοτήτων τους ώστε να πλαισιωθώ από καλούς συνεργάτες και να έρθουν στην ομάδα σημαντικοί αθλητές της εποχής.
Ο Γιούρι Φιλίποφ, ο Χατζηαντωνίου, ο Ανδρεόπουλος και άλλοι, με τους οποίους δημιουργήσαμε μια ομάδα που κατάφερε να πετύχει τη μεγαλύτερη διάκριση του τμήματος βόλεϊ αλλά και τη δική μου σε συλλογικό επίπεδο: Την κατάκτηση του χάλκινου μεταλλίου στο Κύπελλο Κυπελλούχων.
Η συνέχεια αυτής της χρονιάς, που πήγε περισσότερο καλά απ’ όσο ήλπιζαν αρχικά οι παράγοντες, δεν ήταν ανάλογη. Κυρίως γιατί δεν υπήρχε το οικονομικό υπόβαθρο.
Υπήρχε ψυχή, αλλά, δεν υπήρχαν λεφτά!
Πριν ξεκινήσει, λοιπόν, η δεύτερη σεζόν, κάναμε μια έντιμη συζήτηση με τους ανθρώπους του συλλόγου και διακρίναμε πως η επιθυμία μας να πετύχουμε πορεία ανάλογη με εκείνη της αγωνιστικής περιόδου 1999-2000 ήταν ανεδαφική, με τόσα συσσωρευμένα χρέη που υπήρχαν από μία μόνο χρονιά…
Έτσι, αποφάσισα να φύγω…
Το τέλος της προπονητικής μου καριέρας σε συλλογικό επίπεδο, «γράφτηκε» στα μέσα της δεκαετίας του 2000 στον Ολυμπιακό
Εκεί όπου είχα αγωνιστεί στο παρελθόν για μια ολόκληρη δεκαετία και γνώριζα πολύ καλά, τόσο τη νοοτροπία, όσο και τις απαιτήσεις που υπήρχαν.
Ο Ολυμπιακός είναι ένας σύλλογος που κάνει πρωταθλητισμό εξ ορισμού!
Αν ηττηθεί σε οποιοδήποτε άθλημα, τότε θα περάσει από «λαϊκό δικαστήριο» στο Πασαλιμάνι. Οι φίλαθλοι του, δεν… σηκώνουν ήττες.
Γι’ αυτό θεωρώ πως δεν απευθύνεται σε όλους τους αθλητές και τους προπονητές. Απευθύνεται μόνο σ’ εκείνους που αντέχουν! Κι όποιος δεν το αντιλαμβάνεται, μάλλον, δεν ξέρει πού πατά και πού βρίσκεται.
Κάποιες εξωαγωνιστικές συνθήκες δεν μας επέτρεψαν να υλοποιήσουμε τον μεγαλεπήβολο στόχο της κατάκτησης ευρωπαϊκών τίτλων που είχαμε θέσει. Είμαι κάτι παραπάνω από σίγουρος ότι θα μπορούσαμε τότε, να τον έχουμε πετύχει.
Είχαμε κάνει το μεγαλύτερο μέρος των μεταγραφών και ήταν ο μόνος σύλλογος που μπορούσε να υλοποιήσει εκείνη την εποχή τόσο μεγάλα όνειρα. Κυρίως γιατί είχε την οικονομική δυνατότητα αλλά και την μεγάλη αγάπη για το τμήμα του βόλεϊ, που ξεκινάει από τη δεκαετία του ’60 και διαρκεί μέχρι σήμερα.
Η συνεργασία μου και με τους τρεις συλλόγους ήταν τόσο εποικοδομητική, που είμαι ευγνώμων για όλα όσα μου έδωσαν.
Τελικά, διαμόρφωσαν ένα κομμάτι του ανθρώπου που είμαι σήμερα.
Αυτό, ήταν κι ένας από τους βασικούς λόγους για τον οποίο δεν μπήκα ποτέ στη διαδικασία να διεκδικήσω τα χρήματα που μού όφειλαν. Και μου οφείλουν -και οι τρεις- πολύ σοβαρά ποσά. Είχα πάρει, όμως, τόσα υλικά και άυλα αγαθά, που θεωρούσα άκομψο να βρεθώ με αυτές τις ιστορικές ομάδες στις αίθουσες των δικαστηρίων.
Εκείνα τα χρόνια, στα μικρά διαστήματα που είχα μείνει εκτός γηπέδων, είχα βρει την ευκαιρία να ταξιδέψω δύο φορές στην Αμερική, όπου παρακολούθησα την τελική φάση της προετοιμασίας της Εθνικής ομάδας Ανδρών των Ηνωμένων Πολιτειών ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων της Ατλάντα και του Σίδνεϋ.
Οι καλές σχέσεις που διατηρούσα με τον προπονητή και αργότερα πρόεδρο της ομοσπονδίας βόλεϊ της χώρας, Νταγκ Μπιλ, βοήθησαν ώστε να συμμετέχω – περίπου πάνω από έναν μήνα κάθε φορά- σαν μέλος της προπονητικής ομάδας των Η.Π.Α,, και να δω προγράμματα, προβληματισμούς και το βαθύτερο αίτιο των προπονήσεων μέσα στα Ολυμπιακά κέντρα προετοιμασίας, τόσο του Σαν Ντιέγκο όσο και του Κολοράντο.
Θεωρώ ότι ήταν μια πολύ σημαντική εμπειρία που με βοήθησε στη διαμόρφωση της προπονητικής μου σκέψης. Ιδιαίτερα στον τετραετή κύκλο της δικής μας ομάδας, στην πορεία της για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.
Ο ίδιος, ως προπονητής, είχα πάντα τη δική μου ταυτότητα. Δεν υπήρξα ποτέ οπαδός της τακτικής «προπόνηση μέχρι τελικής πτώσης».
Αρκετοί προπονητές, όταν τους ρωτούν για το μυστικό τους, απαντούν με στόμφο «η πολύ δουλειά». Αυτό αρέσει σε δημοσιογράφους και στους προέδρους των ομάδων, όμως, προσωπικά ποτέ δεν χρησιμοποίησα αυτή την «πιασάρικη» φράση. Παρόλο που πολλές φορές, κάναμε προπόνηση 5 και 6 ώρες την ημέρα.
Η Ελλάδα προπονητικά, εκείνη την εποχή τουλάχιστον, ήταν «παιδί» του Ανατολικού μπλοκ.
Θέλετε, η θέση της στα Βαλκάνια; Οι επιδράσεις της Ανατολής όπου ευνοούνται οι αυταρχικότητες; Η Ορθοδοξία ίσως;
Πάντως, κυριαρχούσαν προπονητές με βασική σκέψη τα προπονητικά μυστικά, την πειθαρχία, και την υποταγή των παικτών σε μία και μοναδική αλήθεια: αυτή του Δεσπότη προπονητή. Όσο και να ακούγεται παράξενο σήμερα, αυτό άρεσε και στους αθλητές. Ίσως γιατί τους έπαιρνε ένα μέρος της ευθύνης. Ο ορισμός του καλού αθλητή τότε, ήταν αυτός που απλά εκτελεί τις εντολές.
Θεώρησα ότι η μίμηση του μοντέλου αυτού δεν θα είχε τύχη.
Είναι γνωστό ότι δίμετρους στην Ελλάδα θα βρεις από την Λάρισα και πάνω. Όπως επίσης είναι γνωστό, ότι αυτοί, έχουν πρώτη επιλογή τους το μπάσκετ, με εξαίρεση την περιοχή Έβρου όπου το άθλημά μας διαλέγει πρώτο!
Δυστυχώς ταλέντα που στο βόλεϊ θα είχαν κάνει διεθνή καριέρα, κατέληξαν χρυσές μετριότητες στο μπάσκετ, σωματικά και πνευματικά.
Με αυτό τον περιορισμό, ότι στη χώρα μας δεν υπάρχει η απέραντη δεξαμενή της Ρωσίας και οι Σλαβικοί σωματότυποι, δεν απέκλεια ποτέ ένα χαρισματικό παίκτη λόγω ύψους.
Παράλληλα, προσάρμοσα στο άθλημα στοιχεία από άλλους χώρους και από άλλα αθλήματα.
Μου φάνηκαν πολύ χρήσιμα, π.χ. συγγράμματα για μάνατζμεντ επιχειρήσεων, πολεμικές ιστορίες στρατηγών, ιδιαίτερα, όμως, ο κόσμος της τεχνολογίας.
Κάμερες υψηλής ευκρίνειας συνδυασμένες με την στατιστική, εκτοξευτήρες μπάλας, πιστόλια ραντάρ της τροχαίας για την μέτρηση ταχύτητας της μπάλας και τόσα άλλα, που με βεβαιότητα μπορώ να πω ότι σ’ αυτό τον τομέα είχαμε μεγάλη απόσταση απ’ όλα τα αθλήματα.
Ακόμη και ο χώρος της Τέχνης συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας διαφορετικής φιλοσοφίας, όσο τρελό και να ακούγεται.
Για μένα η ομάδα δεν ήταν μάζα.
Ήταν δώδεκα ξεχωριστοί παίκτες – χαρακτήρες. Δώδεκα άνθρωποι που τους έβλεπα τον καθέναν ή την κάθε μία, όταν εργαζόμουν σε γυναικείες ομάδες, ξεχωριστά, και προσπαθούσα να βρω, βάσει της προσωπικότητας, του ταλέντου και της ικανότητάς τους, ισάριθμους τρόπους προσέγγισης ώστε να φτάσουν στο καλύτερο, για τον καθένα, αποτέλεσμα.
«Έραβα» το δικό του/της «κοστούμι» έχοντας ως τελικό στόχο τη δημιουργία ενός αρμονικού συνόλου. Η διαφορετικότητά τους ήταν το μεγάλο μου όπλο, ώστε να δημιουργήσω ενδιαφέρουσα τακτική.
Αυτόν τον τρόπο προπονητικής σκέψης τον εφάρμοσα και στην Εθνική ομάδα Ανδρών την οποία ανέλαβα το 2000, με σκοπό να την καθοδηγήσω στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.
Δεν θα κρύψω ότι η μόνη προϋπόθεση που μου ετέθη για το τετραετές μου συμβόλαιο (2000- 2004) ήταν να με πλαισιώσουν στο προπονητικό τιμ άνθρωποι που είχαν γράψει Ιστορία στο άθλημα. Το αποδέχθηκα επειδή το όραμα ήταν μοναδικό και ξεκινήσαμε την προετοιμασία, έχοντας ως αποκλειστικό στόχο να μπούμε στην οκτάδα των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.
Πράγμα πολύ δύσκολο για τα δεδομένα της εποχής, καθώς, όταν ανέλαβα την εθνική, η ομάδα ήταν στο Νο44 της παγκόσμιας κατάταξης.
Σ’αυτήν την πορεία των τεσσάρων χρόνων, υπερβήκαμε και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις. Ακόμα και τις δικές μου!
Δημιουργήθηκε η καλύτερη ομάδα της ιστορίας του αθλήματος η οποία έφθασε να είναι μέσα στη 10άδα των καλύτερων ομάδων του Κόσμου.
Σε κάθε διοργάνωση, ήμασταν μέσα στην οκτάδα. Από το World League μέχρι το Παγκόσμιο και το Πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα.
Οι συνεχόμενες επιτυχίες μάς οδήγησαν από το Νο 44 στο Νο9 του World Ranking, ενώ, η Ελλάδα καθιερώθηκε στον παγκόσμιο χάρτη του βόλεϊ ως μία υπολογίσιμη δύναμη.
Δεν θα διστάσω να πω ότι είχα κι έναν πρόεδρο με τεράστια αγάπη για την Εθνική ομάδα: Τον Θανάση Μπελιγράτη. Μου έδωσε τη δυνατότητα να κάνω τις προετοιμασίες που ήθελα, να έχω προπονητικό τιμ με καλούς γυμναστές, στατιστικολόγους, τεχνικούς, ιατρικό επιτελείο, μάνατζερ κ.λπ. Βέβαια τα ίδια και περισσότερα είχε κάνει και με τους δύο προκατόχους μου τον Κουβανό και τον Ιταλό.
Είχαμε βάλει στόχο, μέχρι τους Ολυμπιακούς αγώνες, να κερδίσουμε έστω μία φορά τις μεγάλες δυνάμεις του αθλήματος. Το πετύχαμε, με εξαίρεση την Βραζιλία.
Κερδίσαμε πολλές φορές τις Ρωσία, Γαλλία, Σερβία, Πολωνία, ΗΠΑ, ομάδες με χρυσά Ολυμπιακά μετάλλια, κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η υπερηφάνεια και ο αθλητικός εγωισμός που ήταν πολύτιμος για τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Έτσι στη διοργάνωση της Αθήνας το 2004, μετά τις τεράστιες νίκες επί των Πολωνών και Γάλλων, η ομάδα έπιασε και τον στόχο της τετραετίας που ήταν η είσοδος στην οκτάδα.
Ώσπου, φτάσαμε στην υπέρβαση…
Στον περιβόητο αγώνα νοκ άουτ με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Εκεί όπου παιζόταν η πρόκρισή μας στην ημιτελική φάση.
Ήμασταν τόσο κοντά… Μία ανάσα. Παραπάνω από μία ανάσα, θα έλεγα…
Αν και το παιχνίδι είχε ξεκινήσει άσχημα για εμάς, ανακατέψαμε την τράπουλα. Με αλλαγές, μη αναμενόμενες από τον αμερικανικό πάγκο, μπήκαμε ξανά στον αγώνα και κάναμε απροσδόκητη ανατροπή, με αποτέλεσμα οι Αμερικανοί να χάσουν κάθε οργάνωση, όπως είχε επαναληφθεί και δύο χρόνια πριν, στο Μπουένος Άιρες.
Θα μπορούσαμε σ’ εκείνο το σημείο που πήραμε το πάνω χέρι να ‘χαμε «τελειώσει» το ματς με 3-1 σετ, όμως, στη συνέχεια έγινε ένα λάθος.
Λίγο πριν την ολοκλήρωση του τέταρτου σετ και με «χαοτική» διαφορά υπέρ μας -για το ανδρικό βόλεϊ- 21:12, δέχθηκα πίεση από τους βοηθούς μου να μην ξεχάσουμε να βοηθήσουμε με συμμετοχή έναν παίκτη για την εισαγωγή του στα πανεπιστήμια, δίνοντάς του χρόνο, που σίγουρα δεν θα είχε στα επόμενα παιχνίδια.
Η αλήθεια ήταν ότι εκείνη την στιγμή, δεν ήθελα να κάνω την αλλαγή.
Ακόμα θυμάμαι το αρνητικό συναίσθημα όταν ζήτησα από την γραμματεία να την κάνω.
Τελικά, αυτή η απόφαση ήταν λάθος… Το παραδέχομαι!
Στη συνέχεια, κι ενώ η λογική έλεγε ότι μετά από την αναπάντεχη ισοφάριση των Αμερικανών, στο 5ο σετ η ομάδα δεν θα τα κατάφερνε εξαιτίας της απογοήτευσης που υπήρχε, φτάσαμε με τεράστια ψυχική προσπάθεια να κάνουμε την ανατροπή, να μπούμε σε παρατάσεις και να φέρουμε τον αγώνα στο match–ball.
Σ΄αυτό το σημείο, στο σερβίς, ήταν ο Αντρέι Κράβαρικ. Με κοιτάει και με ρωτάει:
«Κόουτς, πού να κάνω το σερβίς;»
«Στην καλή σου γωνία, στο 1», τού απαντάω.
Βλέπει τους Αμερικανούς «υποδοχείς» να τον περιμένουν, και την ίδια στιγμή, στα δευτερόλεπτα που κυλούσαν, έριξε «φευγαλέα» το βλέμμα του στην κερκίδα.
Εκεί, είδε τον μάνατζέρ του με την ελληνική σημαία στα χέρια του, να την κουνάει και να ετοιμάζεται να του τη δώσει για να κάνει, μετά τη λήξη του ματς, τον γύρο του θριάμβου…
Τότε, σ’ αυτά τα ελάχιστα δευτερόλεπτα, πήρε την απόφαση να κάνει ένα δώρο στην ομάδα: Έναν ατομικό πόντο.
Βλέποντας άδειο τον αγωνιστικό χώρο στην ευθεία και τους τρεις Αμερικανούς της υποδοχής να τον περιμένουν στο σημείο που ήξεραν ότι είναι το καλό του σερβίς, αποφασίζει να τους ξαφνιάσει. Παρόλο που ήθελα σίγουρο “πέρασμα”, γιατί είχαμε τρεις πολύ καλούς μπλοκέρ, ένα γήπεδο «κόλαση» και μία ατμόσφαιρα νίκης…
Τελικά δεν τους ξάφνιασε. Η μπάλα βγήκε πέντε πόντους άουτ…
Κι εκεί, ουσιαστικά τελείωσε το παιχνίδι.
Ο Κράβαρικ βέβαια, ουδεμία ευθύνη έφερε. Ξέρετε, πολλές φορές, οι παίκτες παίρνουν σωστές πρωτοβουλίες γιατί συνυπολογίζουν και άλλα πράγματα πέραν της προπονητικής σύστασης, κι από αυτές τις πρωτοβουλίες, ενίοτε γίνεται ήρωας και ο προπονητής…
Όταν μίλησα με τον Αντρέι γι’ αυτήν τη φάση, μου είπε την ιστορία για τη σημαία, για το δώρο που ήθελε να κάνει στη χώρα που αγάπησε και τον είχε αγαπήσει, και πώς σε εκείνα τα κλάσματα δευτερολέπτου, έβλεπε τον εαυτό του τυλιγμένο με την Ελληνική σημαία να πανηγυρίζει και να κάνει το γύρο του θριάμβου.
Έχουν περάσει 16 χρόνια από εκείνο το ματς και ποτέ μέχρι σήμερα δεν το ‘χω δει σε επανάληψη.
Δεν έχω νιώσει την επιθυμία να το δω. Ίσως να είναι μια άμυνα του οργανισμού μου…
Δεν ξέρω τι θα γινόταν στην πορεία αν η ομάδα κέρδιζε και έμπαινε στην 4άδα, αλλά η 5η θέση που τελικά κατέλαβε στους Ολυμπιακούς Αγώνες, ήταν κάτι παραπάνω από τους στόχους της.
Κι αυτή η διοργάνωση, ήταν κομβικό σημείο στην Ιστορία του ελληνικού βόλεϊ.
Δυστυχώς, η ομάδα που «χτίστηκε», αντί να συνεχίσει τη μεγαλειώδη πορεία που ξεκίνησε και να μαζέψει μετάλλια στις επόμενες μεγάλες διοργανώσεις, διαλύθηκε! Κι αυτό είχε επιπτώσεις!
Το ζητούμενο στα ομαδικά αθλήματα, δεν είναι να κάνεις μόνο μια μεγάλη νίκη, όπως έγινε στην περίπτωση του ποδοσφαίρου στο Euro 2004. Το ζητούμενο είναι να καθιερωθείς. Στην Ελλάδα, καθιερωμένα αθλήματα θεωρούνται, βάσει των επιτυχιών που έχουν σημειώσει και της παρουσίας που έχουν στη διάρκεια των χρόνων, είναι το μπάσκετ και το πόλο.
Η επιθυμία μου ήταν να καθιερωθεί και το βόλεϊ και το ‘χε καταφέρει για πρώτη φορά στην ιστορία του. Είχε πετύχει να βρίσκεται πάντα μέσα στο «κόλπο» της διεκδίκησης των μεγάλων διακρίσεων. Είμαι σχεδόν σίγουρος, αν δεν διαλυόταν εκείνη η ομάδα, θα ήταν συνέχεια στην παρέα των «μεγάλων».
Θεωρώ τραγικό λάθος που δεν προστατεύτηκε…
Μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ζήτησα από κάποιους καθηγητές των ΤΕΦΑΑ να μεταφέρω τον όγκο των εμπειριών μου από την Ολυμπιακή προετοιμασία στους φοιτητές της ειδικότητας βόλεϊ, θεωρώντας βασική μου υποχρέωση να μιλήσω για τις λεπτομέρειες, το «κρυφό» γιατί, τις βασικές αρχές και τη φιλοσοφία εκείνης της τετραετίας.
Δυστυχώς δεν προσκλήθηκα ποτέ, αλλά είχε κι αυτό το καλό του. Πήρα την απόφαση να γράψω ένα βιβλίο που εκτός από τις 600 σελίδες με προπονητικά προγράμματα που είχα είδη τακτοποιήσει, θα ανέλυε το βαθύτερο αίτιο και τις πηγές ανατροφοδότησης ενός προπονητή. Μόνο που δεν βρήκα τον χρόνο να το εκδώσω και φοβάμαι ότι τώρα πια «το πάλιωσε» κι ο χρόνος…
Πολύ νωρίτερα, ωστόσο, είχα προσπαθήσει να μεταδώσω την προπονητική σκέψη και την εμπειρία μου στους νέους Έλληνες προπονητές, μέσα από τη δημιουργία ενός δικού μου «παιδιού»: Του ΣΕΠΠΕ. Του Συλλόγου Ελλήνων Προπονητών Πετοσφαίρισης. Ήθελα οι νεότεροι στο χώρο να συμπληρώσουν τον τρόπο σκέψης των ΤΕΦΑΑ και με άλλες νεωτερικές ιδέες, και κυρίως, να κατανοήσουν ότι την καινοτομία στο χώρο σου δεν θα την φέρεις αν ασχολείσαι μόνο με όμοιους σου, της προπονητικής και του αθλήματος.
Κάποια στιγμή, το ταξίδι στο χώρο της προπονητικής, για μένα έφτασε στο τέλος του. Όχι γιατί θεώρησα πως χρονικά έπρεπε να τελειώσει. Αντιθέτως. Αν συνέχιζα μέχρι σήμερα, πιστεύω πως θα ήμουν στην καλύτερη κατάσταση από ποτέ.
Τελείωσε γιατί όταν έχεις περάσεις από τους τρεις ισχυρούς συλλόγους της Αθήνας, έχεις καθοδηγήσει την Εθνική ομάδα, έχεις λάβει θέση προέδρου στην ομοσπονδία Βόλεϊ, τομεάρχης αθλητισμού πολιτικού κόμματος και τόσα άλλα, νιώθεις ότι δεν μπορείς να μπεις ξανά για προπόνηση.
Η σκιά σου θα είναι βαριά και κινδυνεύει να μην είναι ο αθλητής ο σταρ, αλλά ο προπονητής.
Κι αυτό θα ήταν λάθος.
Σταρ είναι ο αθλητής. Όχι ο προπονητής.
Επιμέλεια κειμένου: Έλενα Βογιατζή
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Στέλιος Προσαλίκας: Ελευθερία, Αξιοπρέπεια, Υπερηφάνεια!
Αθηνά Παπαφωτίου: Ένα Μεγάλο Φωτείνο Καλοκαίρι
Κώστας Παπαδόπουλος: Μένουμε Σπίτι!
Παναγιώτης Πελεκούδας: Θα σας πω ένα μυστικό