Υπάρχει μία ξεχωριστή αύρα γύρω από κάθε πορτοκαλί μπάλα που αναπηδά σε ανοικτά και κλειστά γήπεδα μπάσκετμπολ στη Λιθουανία.
Μία ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που, θαρρεί κανείς, «αιωρείται» σε εκείνα τα μέρη. Οι κάτοικοι της χώρας αυτοαποκαλούνται «ο πιο μπασκετικός λαός της Ευρώπης».
Λίγοι μπαίνουν στον κόπο να διαφωνήσουν και να σφετεριστούν αυτόν τον τιμητικό τίτλο. Αυτή η αύρα περιβάλλει και όλα τα άξια τέκνα της πλούσιας παραγωγής της χώρας. Για πολλούς αναφέρεται, δίχως «λογοτεχνική» -αλλά μάλλον κυριολεκτική- διάθεση ότι γεννιούνται μαζί με μία μπάλα στα χέρια.
Οι γονείς του Μάριους Γκριγκόνις δεν επιβεβαίωσαν (όπως και δεν διέψευσαν!) ποτέ αυτό το «παραμύθι». Ωστόσο, ο γιος τους άνοιξε τα μάτια του πριν από 26 χρόνια σε ένα περιβάλλον που αναδύει διαχρονικά τη μυρωδιά του μπάσκετμπολ.
Ο γκαρντ/φόργουορντ της Ζάλγκιρις Κάουνας θεωρείται πλέον ένα από τα νέα μεγάλα ονόματα του λιθουανικού μπάσκετμπολ και της Ευρωλίγκας.
Μονάχα που η κοινή συνισταμένη του αστείρευτου ταλέντου με άλλους σπουδαίους παίκτες που ανέδειξε η χώρα έχει και μία μεγάλη διαφορά στην πορεία τους. Ο δικός του δρόμος περιλαμβάνει έναν «κόμβο», προς Ιβηρική χερσόνησο μεριά, που πριν από επτά χρόνια έθετε σε κίνδυνο τα όνειρά του.
Ωστόσο, μέσω και Γερμανίας, ο Γκριγκόνις όχι απλώς βρήκε το μονοπάτι της επιστροφής στα αγαπημένα μέρη του, αλλά τον «έχρισε» πια και σε νέο ηγέτη.
Σε έναν ρόλο που πηγάζει αυθόρμητα από τις ικανότητες και τη νοοτροπία του, αλλά μοιάζει τελείως αντιφατικός με εκείνον τον ατίθασο έφηβο που μεγάλωνε ψάχνοντας να βρει τον εαυτό του.
Γεννημένος στις 26 Απριλίου 1994 στο «λίκνο» του λιθουανικού μπάσκετ, στο Κάουνας που λατρεύει να ζει και να αναπνέει για την πορτοκαλί μπάλα, ο Μάριους Γκριγκόνις αποδέχθηκε και λάτρεψε τη μοίρα του.
Οι γονείς του ήταν μεγάλοι φαν του αθλήματος, όπως και ο μεγαλύτερος αδερφός του.
Τα δύο πιτσιρίκια συνήθιζαν να περνούν ώρες στην αυλή του σπιτιού τους με τον πατέρα τους. Το ταλέντο του μικρού ξεχώρισε άμεσα.
Η μητέρα του είχε αναλάβει να τον πηγαινοφέρνει σε κάθε γήπεδο που ο κανακάρης της επιθυμούσε να απολαύσει το πάθος του. Ο κ. και η κα Γκριγκόνις, άλλωστε, ήταν το ίδιο παθιασμένοι με εκείνον.
Η ζωή, μάλιστα, συνέχισε να περιστρέφεται γύρω από αυτό σε κάθε βήμα του, όχι μόνο μέσα στα παρκέ.
Η σύζυγος του νέου σταρ της Ζάγκιρις, Σαλομέγια Καρβίτε, είναι εγγονή ενός εκ των πιο διάσημων ρεπόρτερ μπάσκετμπολ στη Λιθουανία.
Ο Μάριους, πάντως, δεν έδειχνε εξαρχής «ευλογημένος» από τους λιθουανικούς «θεούς» του μπάσκετμπολ. Δεν θεωρούνταν ταλέντο υψηλού επιπέδου στην αρχή της εφηβείας του και, κυρίως, δεν έμοιαζε προσηλωμένος.
Στα σχολικά χρόνια του, ο Γκριγκόνις δεν είχε καμία σχέση με τον λιγομίλητο και εργασιομανή παίκτη στον οποίο εξελίχθηκε. Ο ίδιος έχει ομολογήσει πως ήταν «ενοχλητικός». Το διάβασμα και τα μαθήματα δεν ήταν η προτεραιότητά του και αντί να μελετά, το μυαλό του «δούλευε» για κάθε επόμενη φάρσα σε συμμαθητές του ή κάποιο αστείο για τους δασκάλους του…
Όλα άλλαξαν όταν βρέθηκε στην ακαδημία μπάσκετμπολ του Άρβιντας Σαμπόνις, σε ηλικία 15 ετών.
Η Zalgiris-Arvydas Sabonis School, η οποία λειτουργεί και ως δεύτερη ομάδα του συλλόγου του Κάουνας, έγινε το 2009 το νέο «σπίτι» του μικρού και μόνο τότε αποφάσισε να αφοσιωθεί σε αυτό που πραγματικά αγαπά.
Δεν πέρασε καιρός ώστε ο θρύλος του παγκόσμιου μπάσκετμπολ, τότε πρόεδρος της Ζάλγκιρις και νυν της ομοσπονδίας της χώρας, να διαπιστώσει την προοπτική του Γκριγκόνις.
Ο Σαμπόνις είδε τον νεαρό να γίνεται άμεσα ο ηγέτης της BC Zalgiris-2 και το 2013 τού έδωσε την ευκαιρία να υπογράψει επαγγελματικό συμβόλαιο με τους πρωταθλητές, έχοντας ήδη κατακτήσει τρία μετάλλια (χαλκινο στο Μουντομπάσκετ Νέων, ασημένια στα Ευρωμπάσκετ Εφήβων και Παίδων) με τις «μικρές» Εθνικές της «Λιέτουβα».
Το (πρώτο, συλλογικό) «πράσινο» όνειρο του Λιθουανού γκαρντ/φόργουορντ, πάντως, κράτησε λίγο…
Στις 15 Μαΐου 2013, ο Γκριγκόνις συμπεριλήφθηκε στο ενεργό ρόστερ της Ζάλγκιρις για τον αγώνα με τη Νίζνι Νόβγκοροντ, για τη VTB League.
Η αρχική πρόθεση του συλλόγου ήταν να πάρει περισσότερες ευκαιρίες την επόμενη αγωνιστική χρονιά.
Ωστόσο, ούτε η αντικατάσταση του Χοάν Πλάθα από τον Ηλία Ζούρο άλλαξε τα δεδομένα για τον νεαρό, αφού προτιμήθηκε ο Τόμας Ντίμσα, που δεν κατόρθωσε να εκπληρώσει τις προσδοκίες…
Ο Μάριους αποχαιρέτησε το Κάουνας, καθώς τη σεζόν 2013-2014 παραχωρήθηκε με τη μορφή δανεισμού στην Πένιας Ουέσκα, ομάδα της LEB Oro, δεύτερης κατηγορίας της Ισπανίας. Η Ιβηρική έγινε για τον Λιθουανό η επόμενη μεγάλη ευκαιρία του. Χαμήλωσε το κεφάλι, αλλά όχι από απογοήτευση.
Παρά το γεγονός ότι δεν έκρυψε ποτέ πως του έλειπε η οικογένειά του, οι φίλοι και η κοπέλα του (αλλά και το θεωρητικά ασφαλές και γνώριμο περιβάλλον της ομάδας του Κάουνας), αποφάσισε να δουλέψει πιο σκληρά και να πείσει τους ανθρώπους της Ζάλγκιρις ότι έκαναν λάθος.
Ο κόουτς Κουίμ Κόστα βοήθησε τον Γκριγκόνις να προπονηθεί επιπλέον στα βασικά του μπάσκετμπολ αλλά και στο σουτ και ο Μάριους ολοκλήρωσε τη χρονιά με μ.ό. 13π.-2,9ριμπ., ανεβάζοντας το χρόνο συμμετοχής του και τις ευθύνες του στο παρκέ, ματς με το ματς.
Η αυτοπεποίθησή του δεν πέρασε απαρατήρητη από τα «ραντάρ» των ομάδων της ACB και η «προαγωγή» του στη μεγάλη κατηγορία της Ισπανίας ήταν θέμα χρόνου και δικής του επιλογής.
Το καλοκαίρι του 2014 υπέγραψε διετές συμβόλαιο με τη Μανρέσα, με την οποία κατέγραψε μ.ό. 7,7π. και 9,7π. αντίστοιχα, σε 21,2΄ και 25΄ συμμετοχής.
Στην πιο απαιτητική λίγκα της Ευρώπης, ο μικρός κέρδισε με την αξία του μία θέση στο ρόστερ της Λιθουανίας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016 στο Ρίο ντε Τζανέιρο.
Τρεις ημέρες πριν από τον χαμένο προημιτελικό από την Αυστραλία (17/8/16), ο Γκριγκόνις άφησε την ομάδα της Βαρκελώνης και προτίμησε τη λιακάδα των Κανάριων Νήσων, υπογράφοντας στην Τενερίφη.
Αυτή θα ήταν και η μεγάλη ευκαιρία του για το διεθνές (συλλογικό) ντεμπούτο του στο νέο Basketball Champions League, σε ηλικία 22 ετών.
Αν και ο χρόνος του μειώθηκε (σε 20.2΄, με μ.ό. 6,4π. στην ACB), ο ρόλος του στην Ευρώπη ήταν καθοριστικός.
Ο Γκριγκόνις οδήγησε την Τενερίφη στην κατάκτηση του BCL, κερδίζοντας και το βραβείο του MVP του φάιναλ φορ, με τους 18π. του στη νίκη 63-59 στον τελικό επί της τουρκικής Μπάνβιτ!
Η υπογραφή του στο τρόπαιο των Ισπανών ήταν η απόδειξη ότι είναι έτοιμος για το επόμενο βήμα, έχοντας «συστηθεί» στο ευρωπαϊκό μπάσκετμπολ.
Το ταλέντο του ήταν ευδιάκριτο με γυμνό μάτι, όμως απαιτούνταν η ματιά ενός «γκουρού» στην ανίχνευση ταλέντων όπως ο Αΐτο Ρενέσες για να συνεχίσει την εξέλιξή του.
Ο Ισπανός κόουτς τον επέλεξε για τη γερμανική Άλμπα Βερολίνου, στην οποία μετακόμισε το 2017, για να αγωνιστεί στο EuroCup (μ.ό. 11,6π.) και τη Μπουντεσλίγκα (12π.).
Από το Βερολίνο, το σπίτι του πίσω στο Κάουνας φαινόταν ακόμη πιο καθαρά. Εκεί όπου θα επέστρεφε το Ιούλιο του 2018.
Σε συνέντευξή του στην οποία είχε κληθεί να σχολιάσει την αρχική απόρριψή του από τη Ζάλγκιρις, ο Γκριγκόνις τόνισε πως «δεν έλαβα ποτέ την ευκαιρία μου να αποδείξω ποιος είμαι και τι αξίζω». Παρόλα αυτά, παραδέχθηκε ότι «τότε δεν ήμουν πειθαρχημένος όπως τα επόμενα χρόνια».
Τον Ιούλιο του 2018, πάντως, το τηλεφώνημα του τότε κόουτς της Ζάλγκιρις, Σαρούνας Γιασικεβίτσιους, δεν τον βρήκε απροετοίμαστο. «Θυμάμαι ότι κάναμε μπάρμπεκιου στην αυλή ενός φίλου και κάποια στιγμή χτύπησε το κινητό μου. Όταν είδα πως ήταν ο “Σάρας”, ζήτησε να κλείσουμε τη μουσική», αφηγήθηκε στην ίδια συνέντευξη.
«Ο Σαρούνας ήταν πάντα ένας ξεκάθαρος άνθρωπος. Μιλήσαμε και μου εξήγησε τι ακριβώς θέλει. Η ώρα της επιστροφής είχε φτάσει. Ομολογώ πως αν είχαμε προκριθεί στην Ευρωλίγκα με την Άλμπα, ίσως είχα αμφιβολίες. Εκείνη τη στιγμή, το σπίτι μου με περίμενε πίσω».
Το παιδικό του όνειρο γινόταν πραγματικότητα με τον δικό του, δύσκολο δρόμο και η Ζάλγκιρις τού πρόσφερε την ευκαιρία να αγωνιστεί για πρώτη φορά στην Ευρωλίγκα.
Δεν ήταν πλέον εκείνο το ατίθασο παιδί και ένας σημαντικός ρόλος τον περίμενε. Στην παρθενική χρονιά του στην Ευρωλίγκα, το 2018-2019, μέτρησε μ.ό. 8,7π..
Μπορεί να μη βίωσε το ρόλο του «wonderkid» του λιθουανικού μπάσκετμπολ, όμως είναι πια ο ηγέτης της Ζάλγκιρις. Ενώ και στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Κίνας, σκόραρε 10,7π. ανά αγώνα, στην 9η θέση της «Λιέτουβα».
Την ανέλιξή του δεν εμπόδισε ούτε ένας σοβαρός τραυματισμός στο πόδι τον Νοέμβριο του 2019, που τον κράτησε εκτός παρκέ για τρεις μήνες. Έμεινε δυνατός, απολαμβάνοντας παράλληλα την πατρότητα, μετά τη γέννηση του πρώτου παιδιού του.
Η άνοδός του συνεχίστηκε με σταθερό ρυθμό. Τη σεζόν 2019-2020 σημείωνε μ.ό. 11,5π. στην Ευρωλίγκα και την επόμενη χρονιά ξεκίνησε ακόμη πιο εντυπωσιακά.
Ο Μάριους Γκριγκόνις αναδείχθηκε MVP του μήνα Οκτωβρίου για την Ευρωλίγκα και στα πρώτα 12 παιχνίδια είχε μ.ό. 14,4π., με το καταπληκτικό 53,2% στα τρίποντα!
Στα μπασκετικά στέκια της Βαλτικής απορούν ήδη αν θα θελήσει να ηγηθεί της αγαπημένης του Ζάλγκιρις ή αν θα επιλέξει εκ νέου την «ξενιτιά» της Ευρώπης ή του ΝΒΑ.
Ο Γκρίγκονις, άλλωστε, επιμένει πως «σημασία έχει να θέτεις συνεχώς νέους και υψηλούς στόχους.
»Αν και πιο νέος δεν ήμουν ακριβώς παράδειγμα προς μίμηση, γιατί όλοι μας έχουμε μέσα μας μία “επαναστατική” περίοδο της νιότης μας, στην οποία αναζητούμε τον αληθινό εαυτό μας και τον δρόμο μας».
Η επιστροφή του στο Κάουνας ήταν μία προσωπική καταξίωση, ωσότου ο ίδιος ο Μάριους Γκριγκόνις επιλέξει την επόμενη πρόκλησή του.
Όπως έμαθε να κάνει από πιτσιρικάς. Όπως συνεχίζει να κάνει απερίσπαστος.
Στη λιθουανική πόλη έχουν να λένε για το ότι είναι εξαιρετικά ανέκφραστος στο παρκέ και αντέχει την ένταση με χαμηλούς σφυγμούς, σε σημείο που ο αντίπαλος δεν μπορεί να τον «διαβάσει» πνευματικά.
Αν ο Άρβιντας Σαμπόνις είχε ακόμη μουστάκια, αυτά θα… γελούσαν για την εξέλιξη ενός παιδιού που έμαθε τα μυστικά του μπάσκετμπολ στην ακαδημία του.
Για έναν νεαρό που χρειάστηκε να φτιάξει βαλίτσες για την άλλη άκρη της Ευρώπης, πριν κάνει πραγματικότητα το όνειρο της Ζάλγκιρις.
Ίσως το πρόσωπο του «Σάμπας» να μελαγχολούσε ελαφρώς, αν θυμόταν πως ο ίδιος στα πρώτα ενήλικα χρόνια του δεν είχε την ευκαιρία να φύγει για το ΝΒΑ, λόγω της απαγόρευσης του τότε σοβιετικού καθεστώτος, του οποίου ήταν και πεισματικά αρνητής.
Δεν χρειάζεται να τολμήσει κάποιος κάποια συγκριτική «ιεροσυλία» μεταξύ Σαμπόνις και Γκριγκόνις, ούτε να αναλύσει την εντός η εκτός παρκέ μπασκετική «γοητεία» τους.
Μονάχα που αμφότεροι έχουν κοινά χαρακτηριστικά το χαμηλό προφίλ, τα λίγα λόγια και τη «φλυαρία» στο παρκέ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Γιώργος Κετσελίδης: «Η Απλότητα Του Μεγαλείου» (Άρβιντας Σαμπόνις)