Τη δεκαετία του ’80 η Πρέβεζα, όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, ήταν ένα ψαροχώρι.
Ήταν την εποχή που οι γονείς πήγαιναν στο καφενείο να παίξουν χαρτιά και στην επιστροφή θα έφερναν στο σπίτι λουκουμάκια.
Που αν ήθελες να πας κάπου, πήγαινες με τα πόδια ή το ποδήλατο…
Που τα Σαββατοκύριακα τα περνούσαμε στη Σινώπη -το χωριό της γιαγιάς- με όλα τα καλά.
Με τις αγελάδες, τα πρόβατα.
Κι εκείνη την οσμή της κοπριάς…
Που περιμέναμε τον γαλατά να του δώσουμε το γάλα που άρμεγαν από τις αγελάδες ο παππούς και η γιαγιά.
Μια μικρή επαρχία που, φυσικά, δεν έχει καμία σχέση με το σήμερα.
Μια μέρα στο χωριό, η αδερφή μου παρατήρησε ότι έκανα καλό βάδην.
«Λοιπόν, εσύ βαδίζεις ωραία»!, μου είπε την στιγμή, όταν ανεβαίναμε την ανηφόρα. «Πάμε στον Μανώλη (σ.σ. Μυλωνά) να σε δει»;
Εκείνη την στιγμή δεν της έδωσα σημασία, αλλά η παρατήρησή της μ’ έβαλε σε σκέψεις.
Σκέφτηκα ότι μπορεί και να ’μουν καλή. Η αδερφή μου έπαιζε καλό μπάσκετ κι ήταν γνωστή στην πρεβεζάνικη ομάδα.
Στο τέλος του Δημοτικού μ’ επέλεξαν να πάω στο Αθλητικό Γυμνάσιο. Όχι με την προοπτική να ασχοληθώ με το βάδην. Απλώς διέκριναν πως είχα ταλέντο στον αθλητισμό.
Ξεκίνησα με τους αγώνες δρόμου κι αργότερα μ’ έστειλαν στην σφαιροβολία, γιατί ήμουν και λίγο… στρουμπουλή.
Ακόμα με θυμάμαι στο τέλος της προπόνησης να τρέχω μόνη μου, κρυφά από τους άλλους, για να χάσω τα παρανίσια κιλά.
Μου άρεσε να τρώω. Και τώρα, μ’ αρέσει, φυσικά…
«Αθανασία, πρέπει να χάσεις μερικά κιλάκια. Είσαι δυνατή. Έχεις δυνατότητες», μου ‘λεγε η δασκάλα μου, η κ. Σιωπιλίδου, και, μόλις το άκουγα, από τη μία έδειχνα αμέσως την ενόχλησή μου, όμως, από την άλλη γνώριζα πως είχε δίκιο.
Ήμουν αντιδραστικό παιδί! Ακόμη είμαι! Μόνο που τώρα το τιθασεύω.
Όταν μεγαλώνεις, αλλάζει η φιλοσοφία και ο τρόπος σκέψης σου.
Βασικά, αλλάζει, όταν γίνεσαι γονιός. Τότε που λες «όχι» ή μαλώνεις ένα παιδί για κάτι που δε θέλεις να κάνει και μετά αναρωτιέσαι, «μα καλά, γιατί το μάλωσα τώρα;».
Διαπιστώνεις πως τα «θέλω σου» είναι πάνω απ’ τα «θέλω» του παιδιού σου, για εγωιστικούς λόγους. Και τότε, αρχίζεις να «δουλεύεις» με τον εαυτό σου. Μαθαίνεις να «καταπατάς» τον εγωισμό σου. Να γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος και περισσότερο συζητήσιμος. Όσο κι αν αντιδρούσα, όμως, μετά πείσμωνα.
Όταν γυρνούσα σπίτι, προσπαθούσα να μην τρώω πολύ κι έτρεχα μόνη μου με στόχο να χάσω τα παραπανίσια κιλά.
Αυτό το πείσμα που είχα, φάνηκε χρήσιμο στα επόμενα χρόνια, όταν άρχισα να κάνω πρωταθλητισμό. Οι συνθήκες της προετοιμασίας και τα οικονομικά δεδομένα δεν ήταν ιδανικά, για να ακολουθήσει κάποιος αυτόν το δρόμο.
Κακά τα ψέματα. Όταν ένα παιδί μπαίνει στη διαδικασία του πρωταθλητισμού, στην αρχή δεν έχει βοήθεια. Και πώς θα μπορούσε να ‘χει άλλωστε, από την στιγμή που στο ξεκίνημά του, ουδείς γνωρίζει, αν έχει ή δεν έχει ταλέντο στον αθλητισμό.
Κι όταν μιλάμε για ταλέντο, δεν αναφερόμαστε μόνο στα σωματικά προσόντα.
Μιλάμε και για το μυαλό, το οποίο είναι εξίσου απαραίτητο στον πρωταθλητισμό. Σ’ αυτό βρίσκεται το πείσμα κι ο εγωισμός.
Θυμάμαι, κάποτε ήμασταν τρεις κοπέλες στην ομάδα κι έπρεπε να μοιραστούμε τα καλά παπούτσια τού βάδην, γιατί δεν υπήρχε δεύτερο ζευγάρι. Τα φορούσαμε ανά αγώνα. Πότε εγώ και πότε τ’ άλλα κορίτσια.
Όποια τα φορούσε, είχε και το πλεονέκτημα. Οι υπόλοιπες, αν θέλαμε να έχουμε καλή επίδοση στον αγώνα, έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε το μυαλό. Να δείξουμε «τσαμπουκά». Να «βγάλουμε» εγωισμό!
Ο πρωταθλητισμός είναι σκληρός! Πρέπει να ‘χεις δυνατό κίνητρο, αν θέλεις να προχωρήσεις. Το δικό μου ήταν να ξεχωρίσω από την οικογένεια. Να τη βοηθήσω, να την ενισχύσω οικονομικά και να φύγω από την επαρχία.
Η αντίστροφη μέτρηση, για τη φυγή μου από την Πρέβεζα, άρχισε το 1997.
Λίγο μετά την ανακοίνωση της ανάθεσης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα.
Τότε που κάποια από τις αθλητικές εφημερίδες -το «Φως Των Σπορ», αν θυμάμαι σωστά- έγραψε, «η Αθανασία Τσουμελέκα είναι ταλέντο στους αγώνες αντοχής. Την περιμένουμε να τρέξει στην Αθήνα και να πάει καλά».
«Μα, καλά… Απ’ όλους εσάς που είστε εδώ, για την Αθανασία βρήκαν να γράψουν; Την πιο μικρή και πιο… στρουμπουλή;», σχολίασε -κάνοντας πλάκα- ο προπονητής μου στην Πρέβεζα, Μανώλης Μυλωνάς, για τον οποίο οφείλω να σημειώσω ότι έκανε εξαιρετική δουλειά και του οφείλω πολλές από τις επιτυχίες μου. Κι όμως! Αυτή η μικρή αναφορά ήταν το κίνητρο και η ελπίδα μου.
Η αφορμή να θυμηθώ πόσο πολύ είχα ζηλέψει -με την καλή έννοια, βέβαια- όταν έβλεπα τον Πύρρο Δήμα και τη Βούλα Πατουλίδου στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης και πόσο ήθελα να τους μοιάσω. Η ώθηση που χρειαζόμουν, για ν’ αρχίσω να προπονούμαι καθημερινά.
Μερικά χρόνια πριν, ο προπονητής μου με είχε δει να κάνω βάδην και, όταν στην πορεία χρειάστηκε να αντικαταστήσω ένα κορίτσι στην ομάδα, μπήκα στη διαδικασία να ασχοληθώ μόνο με το συγκεκριμένο άθλημα. Σύντομα, ήρθε και η πρώτη επιτυχία μου στο Πανελλήνιο Σχολικό Πρωτάθλημα, στο οποίο πήρα τη δεύτερη θέση, και στην συνέχεια ακολούθησαν οι Βαλκανικοί Αγώνες.
Το 2000 ήταν προγραμματισμένη η διεξαγωγή του Παγκοσμίου Σχολικού πρωταθλήματος. Οι αγώνες θα διεξάγονταν στην Κίνα και θα αγωνιζόμουν ως μέλος της Εθνικής ομάδας.
Ήμουν μόλις 16 ετών και για πρώτη φορά στη ζωή μου θα ταξίδευα μόνη μου!
Οι γονείς μου μού είχαν εμπιστοσύνη. Ίσως να ένιωθαν άγχος που θα έφευγα τόσο μικρή από το σπίτι και θα ταξίδευα μόνη, αλλά πιστεύω πως, από την στιγμή που γνώριζαν, πόσο ικανό παιδί ήμουν, δεν θα μου στερούσαν ποτέ αυτό το ταξίδι.
Πήρα το λεωφορείο από το ΚΤΕΛ με προορισμό για την Αθήνα.
Θυμάμαι είχε τόση κίνηση στη διαδρομή που το ταξίδι διήρκησε 11 ώρες!
Κάποιες φορές σκέφτομαι τους κινδύνους που υπήρχαν τότε κι αναρωτιέμαι πώς πήρα την απόφαση φύγω μόνη μου.
Αν και το ρίσκο ήταν μεγάλο, ποτέ δεν πήρα πίσω την απόφαση γι’ αυτό το ταξίδι. Γενικότερα, με εξαίρεση ένα προσωπικό θέμα που με απασχόλησε κάποτε και ξυπνούσα, λέγοντας μήπως δεν πρέπει να κάνω αυτό που είχα στο μυαλό μου, ποτέ δεν έχω πάρει πίσω κάποια απόφασή μου.
«Δουλεύω» μέσα στο μυαλό μου αυτό που θέλω να κάνω, το πιστεύω και το κάνω! Κι αν δεν το πετύχω, θα έχω μάθει μέσα απ’ αυτό.
Το τελευταίο, βέβαια, κάποτε δεν το ‘ξερα. Το ‘μαθα στην πορεία της ζωής μου…
Όταν έφτασα στην Αθήνα, έπρεπε να πάω στο ξενοδοχείο να βρω την υπόλοιπη ομάδα. Σ’ ένα Dorian In. Δεν ήξερα καν σε ποια περιοχή βρίσκεται!
Στάθηκα έξω απ’ τον σταθμό στον Κηφισό και περίμενα με την ελπίδα ότι θα περνούσε κάποιος γνωστός μου να με βοηθήσει.
Έτσι γινόταν στην Πρέβεζα, έτσι νόμιζα ότι θα γίνει και στην Αθήνα…
Φυσικά, αυτό δεν υπήρχε…
Ένιωθα χαμένη μέσα στο πλήθος, το οποίο περίμενε -μέσα στη βροχή- τη σειρά του να πάρει ένα ταξί.
Όταν έφτασα στο ξενοδοχείο, δεν ήξερα κανέναν και, παρά το γεγονός ότι ήμουν ένα πολύ κοινωνικό παιδί που δεν ντρεπόταν να συναναστραφεί με τους ανθρώπους, δεν μιλούσα.
Αισθανόμουν μεγάλη μοναξιά και μ’ αυτήν «ταξιδέψαμε» παρέα μέχρι την Κίνα. Πηγαίνοντας, όμως, εκεί πήρα πάλι «τα πάνω μου». Βρήκα ξανά την «Αθανασία» και πάτησα στα πόδια μου…
Ο υπεύθυνος της ελληνικής αποστολής, μάλιστα, μ’ έβαλε με το πιο ήσυχο κορίτσι στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, γιατί θεωρούσε ότι θα ήμουν λίγο… ταραξίας.
Δεν έκανα κάτι κακό. Απλά το βράδυ, όταν είχαν ολοκληρωθεί πια οι αγώνες της ημέρας, δεν έπρεπε να μαζευτούμε όλοι οι αθλητές να γίνουμε μια μεγάλη παρέα; Δεν ήταν δα και τόσο κακό…
Για μένα είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει παρέα. Όπως, επίσης, αυτή η παρέα να κάνει ευτυχισμένους τους ανθρώπους. Αυτό μου άρεσε τότε.
Όταν έβλεπα ότι κάποιος δεν ήταν καλά, ήθελα να μαζευτούμε, να τον κάνουμε να περάσει καλά, να ξεχαστεί και να μην αγχώνεται, επειδή την επόμενη μέρα είχε αγώνα.
Στη διοργάνωση πήρα την έβδομη θέση, κάτι που είχε χαροποιήσει ιδιαίτερα τους γονείς μου. Όχι, όμως, και μένα.
Ένας από τους στόχους που είχα τότε, ήταν να μπω στο πανεπιστήμιο και, για να τον πετύχω μέσω του αθλητισμού, έπρεπε να είχα πάρει μία θέση μέσα στην εξάδα.
Ως έβδομη, λοιπόν, έπρεπε να επιστρέψω στην Πρεβέζα, να αφήσω για λίγο στην άκρη τον αθλητισμό και να στρωθώ στο διάβασμα.
Τα μυαλά μου, όμως, στην Γ’ Λυκείου είχαν πάρει «αέρα» και διάβαζα μόνο τα μαθήματα της Δέσμης μου.
Έδωσα στις Πανελλήνιες Εξετάσεις τυπικά και, όταν ήρθε η ώρα της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων, είπα στους γονείς μου ότι πέρασα στη Γυμναστική Ακαδημία.
Μόνο που αυτό ήταν ψέμα…
Ήθελα τόσο πολύ να έρθω στην Αθήνα να συνεχίσω τις προπονήσεις μου που ισχυρίστηκα ότι είχα πετύχει την εισαγωγή μου μέσω της κατάκτησης της έβδομης θέσης στο Παγκόσμιο Σχολικό πρωτάθλημα. Οι γονείς μου δεν γνώριζαν για την αλλαγή που είχε γίνει. Εξακολουθούσαν να πιστεύουν πως στα πανεπιστήμια εισάγονταν οι οκτώ πρώτοι αθλητές και όχι οι έξι.
Τους είπα την αλήθεια πολλά χρόνια αργότερα. Την ημέρα του γάμου μου!
Όταν ήρθα στην Αθήνα, και καλά να σπουδάσω, πήρα μαζί και την αδερφή μου, η οποία, φυσικά, γνώριζε ακριβώς τι συνέβαινε. Βρήκε μια δουλειά και τον πρώτο καιρό τη βοηθούσα να μάθει την Αθήνα, γιατί εργαζόταν ως κούριερ και δεν γνώριζε τους δρόμους.
Της έκανα το… GPS!
Ανεβαίναμε στο μηχανάκι και -τον χάρτη στα χέρια μου- έψαχνα να βρω τους δρόμους και τις οδούς.
«Αφού σε βοηθάω», της έλεγα, «θα με βοηθάς κι εσύ οικονομικά, έτσι»;
Βλέπετε, τα χρήματα που έστελναν η μαμά και ο μπαμπάς δεν έφταναν κι εγώ δεν μπορούσα να δουλέψω, γιατί τα απογεύματα έπρεπε να πηγαίνω στην προπόνηση.
Οι γονείς μας, βέβαια, όλο αυτό το διάστημα ρωτούσαν πώς πάνε τα μαθήματα, πώς είναι το πανεπιστήμιο, κι άλλα τέτοια..
«Τέλεια», τους έλεγα! Τι άλλο θα μπορούσα να πω;
Το ψέμα δεν μπορούσε να κρατήσει πολύ ακόμα…
Αν οι γονείς μου αντιλαμβάνονταν τι συνέβαινε, θα μου… ’κοβαν τα πόδια!
Γι’ αυτό άρχισα να δουλεύω πολύ πιο σκληρά στην προπόνηση, με στόχο να πετύχω στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Νεανίδων την είσοδό μου στην εξάδα, πράγμα που αυτομάτως θα μου έδινε μία θέση στο πανεπιστήμιο. Πήγα στην Χιλή, πήρα την 4η θέση κι επιτέλους πέτυχα τον στόχο μου!
Είχα αποφασίσει να σπουδάσω Ψυχολογία, γιατί μ’ αρέσει να ψυχολογώ τους ανθρώπους, να τους «διαβάζω» και να τους ακούω. Αλλά για να δικαιολογήσω στους γονείς μου την κατάσταση, είχα το… θράσος να τους πω ότι θα άλλαζα Σχολή.
Κι από τη Γυμναστική Ακαδημία, στην οποία υποτίθεται ότι φοιτούσα, θα πήγαινα στο Πάντειο να σπουδάσω Ψυχολογία.
Ξεκίνησα να παρακολουθώ τα μαθήματα και παράλληλα συνέχισα τις προπονήσεις μου.
Στο πρώτο έτος, κάποια από αυτά αφορούσαν στα οικογενειακά θέματα και σύντομα διαπίστωσα πως κάθε μέρα επέστρεφα στο σπίτι μου έχοντας κακή διάθεση.
«Πώς είναι δυνατόν να λύσω τα προβλήματα των άλλων, από τη στιγμή που αντιμετωπίζω τα δικά μου;», αναρωτιόμουν.
Ένιωθα «πιεσμένη» εσωτερικά. Εκείνη την περίοδο, άρχισα να επισκέπτομαι και νοσοκομεία, όπου έβλεπα άρρωστα παιδιά. Ήταν κάτι που, σύμφωνα με την Σχολή, θα μας βοηθούσε.
Προσωπικά, ένιωθα πως είχα «βουτήξει» σε πολύ βαθιά νερά.
Άρχισα να επηρεάζομαι αρνητικά, περνούσαν χίλιες δυο άσχημες σκέψεις απ’ το μυαλό μου.
Και τότε, αποφάσισα να σταματήσω τις σπουδές μου και να «ρίξω» όλο το βάρος στον αθλητισμό. Άρχισα να προσβλέπω στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004.
Εκείνο το διάστημα, έγινε και η αλλαγή του προπονητή. Με ανέλαβε ο Νίκος Δημητριάδης, μετέπειτα σύζυγος και πατέρας των παιδιών μου, με τον οποίο πήγαμε μαζί στη διοργάνωση της Αθήνας.
Ανακοίνωσα στους γονείς μου τις προθέσεις μου και τον στόχο που είχα το 2004 στην Αθήνα, λέγοντάς τους ότι είχα αφήσει την Σχολή.
Ο πατέρας μου έβαλε τις φωνές, τονίζοντας πως έπρεπε να συνεχίζω τις σπουδές μου και να πάρω ένα πτυχίο. Είχα εκνευριστεί τόσο από τη συζήτηση που στο τέλος απ’ τα νεύρα μου πέταξα το τηλέφωνο στον τοίχο!
Την επόμενη μέρα, όμως, τον πήρα τηλέφωνο και του ζήτησα συγγνώμη. Δεν μπορούσα να κρατήσω κακία.
«Θα γυρίσω στο πανεπιστήμιο», του είπα.
Δεν επέστρεψα ποτέ…
Ξεκίνησα αμέσως την προετοιμασία, χωρίς προηγουμένως να γνωρίζω πού θα γίνει και πόσο καιρό θα μείνουμε. Ήταν κι αυτό ένα μέρος της τακτικής που ακολουθούσε ο προπονητής.
Ένας αθλητής που κάνει πρωταθλητισμό πρέπει να είναι προετοιμασμένος και στο μυαλό.
Πρέπει να μάθει να έχει υπομονή και να είναι στοχοπροσηλωμένος. Να είναι έτοιμος για ένα mind game, ίδιο μ’ εκείνο που παίζεται σ’ έναν αγώνα.
Δεν γινόταν να σκεφτόμασταν άλλα πράγματα, αν θα περνούσαμε π.χ. τα Χριστούγεννα ή την Πρωτοχρονιά με τους δικούς μας.
Υπήρχε ένας στόχος κι έπρεπε να τον πετύχουμε!
Μέχρι το 2002, όταν αγωνιζόμουν στην κατηγορία των Νεανίδων, δεν επιτρεπόταν η συμμετοχή μου στους αγώνες βάδην 20 χιλιομέτρων. Την επόμενη χρονιά, όμως, πήγα στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Κ23 (Μπίντγκοζ) και πήρα την πρώτη θέση. Το καλοκαίρι θα ακολουθούσε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στο Παρίσι.
Παρά το γεγονός ότι ο προπονητής με ρώτησε αν θέλω να πάμε, η Ομοσπονδία θεωρούσε δεδομένη τη συμμετοχή μου.
Κατέκτησα την 7η θέση και για πρώτη φορά άρχισα να σκέφτομαι ότι στους Ολυμπιακούς Αγώνες μπορούσα να είμαι μέσα στα μετάλλια.
Είχα σημειώσει έναν πολύ καλό χρόνο, είχα το χρυσό μετάλλιο από το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στην κατηγορία μου, επομένως διέθετα όλα τα προσόντα να διεκδικήσω κάτι παραπάνω.
Δύο μήνες πριν τη διοργάνωση, κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας μου στο Καρπενήσι, μου ήρθε η σκέψη ότι μπορούσα να κατακτήσω ακόμη και το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο.
Όπως μου ήρθε, όμως, έτσι μου την… έδιωξε ο προπονητής, λέγοντάς μου πως αυτό δεν μπορούσε να γίνει και δεν έπρεπε να είχα ως στόχο την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου. Κάτι το οποίο θεωρώ ότι ήταν λάθος… Το μόνο που έκανε στην τακτική που ακολούθησε στη διάρκεια της προετοιμασίας μου.
Μια τακτική πολύ σκληρή, με πολύ δυνατή προπόνηση, μέσα από την οποία θέλησε να με προετοιμάσει για όλα, όσα θα έβρισκα μπροστά μου το πρωινό της 23ης Αυγούστου 2004.
Στο μυαλό μου υπάρχει πάντα κι ένα περιστατικό που συνέβη εκείνη την περίοδο, το οποίο θεώρησα ότι ήταν σημαδιακό.
Θυμάμαι μια μέρα τη συζήτηση που είχα με την κυρία, στην οποία ανήκαν οι ξενώνες που μέναμε στο Καρπενήσι.
«Αθανασία, ξέρεις ότι ο αγώνας σου είναι την ημέρα του εορτασμού της Παναγίας της Προυσιώτισσας;», μου είπε, «Να πας ν’ ανάψεις ένα κερί»!
Ανέκαθεν ήμουν ενωμένη με την θρησκεία. «Θα κάνω και τάμα», της απάντησα. «Κι επειδή είμαι καλά», πρόσθεσα, «θα πάρουμε και μετάλλιο! Μπορεί να είναι και το χρυσό»!
Ο προπονητής που παρακολουθούσε τη συζήτηση, συνέστησε να μη λέω μεγάλα λόγια. «Αθανασία, μη λες πολλά, γιατί η βασικότερη αντίπαλός σου στον αγώνα, δεν έχει χάσει ποτέ», είπε. Η αντίπαλος ήταν η Ιβάνοβα από τη Ρωσία. Εγώ, όμως, ήμουν αποφασισμένη!
Η κοινωνική, «πολυλογού» και «τσαμπουκάς» Αθανασία, πλέον, είχε αλλάξει! «Κλείστηκα» στον εαυτό μου.
Περπατούσα, χωρίς να βλέπω δεξιά κι αριστερά, μ’ ένα καπέλο που μονίμως ήταν «κατεβασμένο». Ξυπνούσα, έκανα προπόνηση, έτρωγα, κοιμόμουν και το πρωί ξεκινούσαμε από την αρχή… Σταμάτησα να είμαι το παιδάκι που αντιδρούσε.
Έκανα ό,τι έλεγε ο προπονητής. Είχα γίνει ένα «σκυλάκι». Ένα πολύ καλό «σκυλάκι», το οποίο ενίοτε «αγρίευε», όταν η προπόνηση γινόταν δύσκολη. Και κάποιες φορές ήταν αρκετά δύσκολη.
Στα τελευταία χιλιόμετρα των προπονήσεων, τα οποία ήταν τα πιο δύσκολα, ερχόταν κοντά μου ο προπονητής και προσποιούταν πως ήταν η αντίπαλός μου μέσα στον αγώνα, την οποία έπρεπε να προσπεράσω. Μου έλεγε, μάλιστα, και διάφορα ονόματα.
Κι εκεί, ξεκινούσε η προπόνηση του μυαλού. Το mind game που λέγαμε.
Δεν ξέρω πόσοι έχετε δει σε επανάληψη εκείνον τον αγώνα στην Αθήνα. Όσοι τον έχετε παρακολουθήσει, ίσως έχετε παρατηρήσει το σημείο που ήμασταν όλα τα κορίτσια μαζί.
Όσο κουρασμένο κι αν είναι το σώμα σου εκείνη την ώρα, η αθλήτρια που είναι κυρίαρχος της κούρσας, πρέπει να δείχνει ξεκούραστη. Δεν πρέπει κανείς να καταλάβει την κούρασή της.
Ακόμα και την ώρα που σου ‘ρχεται να «βογγήξεις» από τη μείωση του οξυγόνου στον αέρα, πρέπει να «πνίξεις» το βογγητό σου. Να χαμογελάς, σα να μη συμβαίνει τίποτα.
Κι όταν φτάσεις στις στροφές, στις οποίες η κοινή λογική λέει πως πρέπει να κλείσεις τον δρόμο της αντιπάλου, για να περάσεις πρώτη, δεν πρέπει να το κάνεις! Πρέπει να της αφήσεις χώρο και στη πορεία, σιγά-σιγά, ν’ αρχίσεις να την «στριμώχνεις».
Αυτά εννοούμε, όταν λέμε παιχνίδι μυαλού.
Όταν ολοκληρώθηκαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, ήταν πολύ δύσκολο να βρω ξανά την Αθανασία.
Δεν ήταν εύκολο για έναν άνθρωπο που είχε κλειστεί ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα στον εαυτό του κι ένα μυαλό που είχε ξεχάσει ακόμη και το πώς θα παραγγείλει φαγητό, να χαρεί και να ζήσει την επιτυχία.
Να φανταστείτε ότι, ακόμη κι όταν ο προπονητής μου με ρωτούσε «έχεις συνειδητοποιήσει πόσο μεγάλο ήταν αυτό που πέτυχες;», είχα μια απάθεια.
Είχα φτάσει σε σημείο τέτοιο που κέρδιζα έναν αγώνα και μετά έλεγα ,«εντάξει, ήταν μια καλή προπόνηση»!
Είτε είχα κερδίσει το χρυσό μετάλλιο, είτε είχα σημειώσει μία από τις καλύτερες επιδόσεις, είτε ήμουν τέταρτη στον κόσμο, για μένα όλα ήταν το ίδιο.
Ήμουν τόσο προσηλωμένη στον στόχο μου που, όταν τον πετύχαινα, έλεγα, «ποιος είναι τώρα ο επόμενος αγώνας»;
Δεν μπορούσα να χαρώ…
Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να νιώσω και να ζήσω την επιτυχία του 2004.
Ίσως, τότε να μην ήμουν και ώριμη να τη ζήσω. Ίσως πάλι, να μην είχα καταλάβει τι είχε γίνει.
Τώρα, όμως, έχω αρχίσει να νιώθω.
Τώρα που πηγαίνω στα σχολεία και βλέπω τους μαθητές να ακούν με ενδιαφέρον την ιστορία μου. Εκεί καταλαβαίνω ότι αυτό που πέτυχα, ήταν πράγματι κάτι πολύ δυνατό!
Η μόνη στιγμή που θυμάμαι τότε ότι ένιωσα κάτι, ήταν στη διάρκεια της ανάκρουσης του Εθνικού Ύμνου. Όταν δάκρυσα στο βάθρο, αν κι έλεγα στους συναθλητές μου «εγώ δεν θα κλάψω»!
Μάλλον βγαίνουν συναισθήματα που εκείνη την στιγμή δεν τα αντιλαμβάνεσαι.
Όταν περάσουν, όμως, τα χρόνια, τα καταλαβαίνεις.
Δεν είναι κακό αυτό… Ίσως είναι και καλό.
Ξέρετε πόσο εύκολο είναι να πάρουν αέρα τα μυαλά ενός 22χρονου κοριτσιού, μετά από τόσο μεγάλες επιτυχίες;
Στη δική μου περίπτωση, έμεινα προσγειωμένη. Κι αυτό οφείλεται κυρίως στους γονείς μου, οι οποίοι θεωρώ ότι με διαπαιδαγώγησαν σωστά. Παλιά ντρεπόμουν να το πω, αλλά τώρα νιώθω πολύ περήφανη που δεν πήραν αέρα τα μυαλά μου.
Μετά το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, όλοι θεωρούσαν δεδομένο ότι θα συνεχίσω με τον ίδιο ρυθμό. Κυρίως η Ομοσπονδία… Και φυσικά ο προπονητής μου…
Κάποιες φορές σκέφτομαι πως ίσως είχαμε ερωτευτεί τόσο τη ζωή που κάναμε μέσα απ’ τον πρωταθλητισμό, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να ζήσουμε ως ζευγάρι χωρίς αυτόν.
Δεν ξέρω…
Όταν ολοκληρώθηκαν οι Αγώνες στην Αθήνα, τον Οκτώβριο ξεκίνησε αμέσως η προετοιμασία μου, ενόψει των αγωνιστικών υποχρεώσεων του 2005. Εγώ δεν ήθελα. Η επιθυμία μου ήταν να κάνω οικογένεια.
Ήταν ένα όνειρο που το έκανα από μικρή. Ήθελα να έχω μια ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή. Να μαγειρεύω μόνη μου, να καθαρίζω το σπίτι μόνη μου… Να μεγαλώνω τα παιδιά μου…
Το μετάλλιο στην Αθήνα, όμως, μ’ έβαλε σ’ ένα «μονοπάτι» με πολλά «πρέπει». Πρέπει να τρέξεις το 2005, πρέπει να αγωνιστείς και σ’ αυτήν τη διοργάνωση, πρέπει να πας κι εκεί, πρέπει να πας κι αλλού…
Με «πήρε η μπάλα». Το 2005 που έτρεξα, με ακύρωσαν. Έπιασα τους κριτές, μετά τον αγώνα, και τους ζήτησα να μου εξηγήσουν τι είχε γίνει. Ήταν ξεκάθαρα αδικία.
Μου είπαν ευθέως ότι η Ελλάδα δεν έχει μπει στο «σύστημα». Κοινώς, στον κύκλο τους… Στον κόσμο τους…
«Πρέπει να μπει, για να υπάρξει συνέχεια του αθλήματος στη χώρα σας. Πρέπει να γίνεις διεθνής κριτής», μου είπαν. Κι αποφάσισα να «μπω» στον κύκλο τους…
Συνέχισα να αγωνίζομαι, μέχρι που κάποια στιγμή είπα «Τέλος! Τώρα θέλω να σταματήσω. Θέλω να κάνω παιδί»!
Το 2006 γεννήθηκε η Στεφανία μου! Ο ερχομός της ήταν ό,τι πιο σημαντικό έχει συμβεί στη ζωή μου. Η χαρά μου ήταν τόσο μεγάλη που είχε επισκιάσει ακόμη και τη χαρά από την κατάκτηση του χρυσού ολυμπιακού μεταλλίου. Το μόνο που ήθελα εκείνη την περίοδο, ήταν να είμαι μαμά. Τίποτα άλλο!
Κατά διαστήματα, όμως, συνέβαιναν περιστατικά που μου «τσιγκλούσαν» το μυαλό και μ’ έκαναν να σκέφτομαι την επιστροφή μου στους αγώνες.
Πότε μέσα από κάποια συνέντευξη, στην οποία με ρωτούσαν αν θα γυρίσω, και πότε μέσα από την υπενθύμιση των τρίτων πως ήμουν ακόμη νέα, για ν’ αποχωρήσω.
Τελικά επέστρεψα και πήγα στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Ιαπωνίας. Ένιωσα, όμως, τόσες τύψεις, γιατί είχα φύγει κι είχα αφήσει πίσω το παιδί μου που έβαζα χίλια δυο άσχημα πράγματα με το μυαλό μου.
Το αποτέλεσμα ήταν να επηρεαστώ από τις αρνητικές σκέψεις μου και για πρώτη φορά, από τότε που είχα ξεκινήσει τον αθλητισμό, να εγκαταλείψω τον αγώνα στο 17ο χιλιόμετρο.
Δεν υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος λόγος. Απλά δεν είχα το κίνητρο και τη διάθεση να συνεχίσω. Ήθελα να βρίσκομαι αλλού. Ήθελα να είμαι κοντά στο παιδί μου.
Το 2007 είπα στους δικούς μου ανθρώπους ότι ήθελα να αποχωρήσω. Δεν με άφησαν. Υπήρχε πίεση απ’ όλους να αγωνιστώ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου.
Οι μόνοι που δεν ανακατεύτηκαν, ήταν οι γονείς μου. Πάντα ήταν αμέτοχοι. Κι αυτό το εκτίμησα πολύ…
«Εσύ ξέρεις», μου ‘λεγαν…
Πήγα στο Πεκίνο, γύρισα και, λίγους μήνες αργότερα, «μπλέχτηκα» με την υπόθεση του ντόπινγκ. Όταν μου ανακοινώθηκε ότι το δείγμα ήταν θετικό, βγήκα αμέσως και το είπα. Πριν μαθευτεί.
Σ’ αυτή την περίοδο, είχα την ευκαιρία να διαχωρίσω ποιοι ήταν οι πραγματικοί φίλοι. Ποιοι ήταν κοντά μου για την «Αθανασία» και ποιοι για την «Τσουμελέκα», την «χρυσή» Ολυμπιονίκη. Διαπίστωσα ότι οι πραγματικοί φίλοι ήταν εκείνοι που είχα πριν γίνω γνωστή.
Τον Ιανουάριο του 2009 εκδικάστηκε η υπόθεση στο ελληνικό δικαστήριο. Όλοι ρωτούσαν τι θα υποστήριζα στην εξέτασή μου.
«Την αλήθεια», απαντούσα! Αθωώθηκα…
Έχουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον όσα έγιναν στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και τι ειπώθηκε μέσα στο δικαστήριο. Τις λεπτομέρειες γι’ αυτήν την υπόθεση θα τις αναφέρω στο βιβλίο που γράφω.
Για την ώρα, το μόνο που θα πω είναι πως, όταν το θέμα έγινε γνωστό, αν και ήμουν έγκυος στο δεύτερο παιδί, πήρα την κόρη μου και πήγα στην έδρα της IAAF στο Μονακό, για να μάθω από κοντά τι είχε συμβεί.
Στη συζήτηση που είχα με ανθρώπους της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας, ειπώθηκε μεταξύ άλλων πως η Ελλάδα δεν συμμετέχει στα διεθνή μίτινγκ και δεν μπορεί να εμφανίζεται μία φορά και μετά να εξαφανίζεται.
Επέστρεψα πίσω, έχοντας την εντύπωση ότι ήθελαν να επιβάλουν κάποια μορφή τιμωρίας…
Όχι μόνο σε μένα…
Αν παρατηρήσει κάποιος, εκείνες τις χρονιές είχαν βγει πολλά σκάνδαλα για την Ελλάδα. Κι αυτή η περίοδος μάς έκανε πολύ κακό ως χώρα.
Δημιούργησε στους γονείς την εντύπωση ότι πρωταθλητισμός σημαίνει ντόπινγκ.
Όχι! Δεν είναι ντόπινγκ. Είναι μία αξία που μελλοντικά μπορεί να δώσει πολλά εφόδια στα παιδιά.
Ο καλός αθλητής φαίνεται όπως ένα όμορφο λουλούδι, όταν ανθίζει.
Δεν χρειάζεται να του δώσεις κανένα «λίπασμα», για να αναπτυχθεί!
Ξεχωρίζει!
Επιμέλεια κειμένου: Έλενα Βογιατζή
Photo Credits: Ανδρέας Παπακωνσταντίνου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Γιώργος Πομάσκι: Στη ζωή μου έμαθα τρία πράγματα / Άγγελος Παυλακάκης: Ο πιο γρήγορος Έλληνας
Αντίγονη Ντρισμπιώτη: Σταθερό Βήμα
Μιρέλα Μανιάνι: Καινούργια Εγώ
Πηγή Δεβετζή: Δέκα Χρόνια Μετά
Κωνσταντίνος Μπανιώτης: Στο τέλος του δρόμου
Κατερίνα Στεφανίδη: Βαθιά Ανάσα
Νικόλ Κυριακοπούλου: Το Άγγιγμα του Θεού