Το πάντα καλλιτεχνικό Σαν Φρανσίσκο δεν τον είχε επηρεάσει ακόμη, στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Ο «Χέρσαλ» δεν έκανε ήδη πρόβες του μελλοντικού εαυτού του.
Για την ακρίβεια, δεν το έκανε ποτέ, για κανέναν εαυτό του. Λάτρεψε στην πορεία κάθε «ρόλο» του ως παιδί και ως έφηβος, δίχως να φαντάζεται πρόωρα την πορεία ή την αποθέωση.
Δεν έκανε «μπόγο» τις κάλτσες του, ώστε να τις σουτάρει σε μία μικροσκοπική μπασκέτα στο δωμάτιό του, «υποδυόμενος» τον «ήρωα» του νικητήριου σουτ. Δεν στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη του, προβάροντας τον λόγο του στα Όσκαρ.
Όλα αυτά, πάντως, τα βίωσε μεγαλώνοντας. Τα έζησε, τα απόλαυσε, μέχρι -όπως πάντα- να πάρει την απόφαση που θέλει. Εκείνο το παιδί κάποια στιγμή άλλαξε το όνομα και το επώνυμό του, ήξερε πως μπορεί να διαμορφώνει το όραμά του, χωρίς να αλλάζει η ουσία της ζωής του.
Το μπάσκετμπολ, ωστόσο, έγινε και το πρώτο «καταφύγιό» του και το «εισιτήριό» του για τον «έξω κόσμο». Έγινε η αρχική διαδρομή του, πριν αρχίσει να κοιτά τη φημισμένη πινακίδα «Hollywood» στο Λος Άντζελες και να γίνει μέρος της «λάμψης» της
Τότε που, όταν έβγαλε τη φανέλα, πέταξε την πετσέτα από τον ώμο του και έλυσε τα κορδόνια του, «φόρεσε» έναν άλλον «μανδύα» και για μία ακόμη φορά άφησε πίσω του μία πορεία, επιλέγοντας (πετυχημένα) μία άλλη.
Ο Μαχέρσαλα Αλί δεν υποδύεται απλώς χαρακτήρες και ρόλους. Έχει να διηγηθεί και την αρχική ιστορία του, χωρίς σμόκιν και περπάτημα στο «κόκκινο χαλί»…
Ο Μαχέρσκαλχασμπαζ Γκίλμορε γεννήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 1974 στο Όκλαντ της Καλιφόρνια και μεγάλωσε στη γειτονική πόλη, Χέιγουορντ.
Ο πατέρας του, Φίλιπ, ήταν ένας ηθοποιός που είχε καταφέρει να φτάσει ως το Μπρόντγουεϊ. Η μητέρα του, Ουίλισια Γκόινς, η οποία είχε αποφασίσει και το… 18 γραμμάτων μικρό όνομα (Mahershalalhashbaz) του κανακάρη της, ήταν χειροτονημένη ιερέας της εκκλησίας των Βαπτιστών και μεγάλωσε τον γιο της με θρησκευτικές αρχές.
Το Μαχερσκαλχασμπάζ, το οποίο προέρχεται από το όγδοο κεφάλαιο του Βιβλίου του Ησαΐα, ήταν δύσκολο για όλους, εκτός από την Ουίλισια. «Οι φίλοι μου με φώναζαν απλώς “Χέρσαλ”», θυμάται ο 47χρονος πρώην παίκτης μπάσκετμπολ στο NCAA και νυν βραβευμένος ηθοποιός.
Στην πρώτη κινηματογραφική απόπειρά του, στην ταινία «Η απίστευτη ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον», το όνομά του συμπεριλήφθηκε ολόκληρο στους τίτλους τέλους!
Ο ίδιος δεν πιστεύει ακόμη ότι κανένας ατζέντης δεν τον συμβούλευσε να το «κουρέψει». Μέχρι που έλαβε ο ίδιος αυτή την απόφαση, όσο κι αν γνώριζε ότι θα στεναχωρήσει την μητέρα του.
Αποκάλυψε πως έβλεπε στον ύπνο του ότι «κόβει» γράμματα. Σκέφτηκε πάλι το «Χέρσαλ», με το οποίο τον ήξεραν οι δικοί του άνθρωποι. Όμως κατέληξε στο Μαχέρσαλα. Λίγο νωρίτερα, το 2000, είχε αλλάξει και το επώνυμό του από Γκίλμορ σε Αλί, όταν ασπάστηκε το Ισλάμ.
Η μαμά του, πάντως, δεν μελαγχόλησε. Ήξερε ότι ο γιος της μπορεί να ακολουθήσει τη δική του πορεία, τη δική του ζωή, με τις δικές του επιλογές.
Την παραμονή πρωτοχρονιάς του 2000 η τότε κοπέλα του και μετέπειτα σύζυγός του, Αμάτους Σάμι-Καρίμ, μουσουλμάνα, τον πήρε μαζί της σε ένα τζαμί, στη Φιλαδέλφεια.
Ο 26χρονος Μαχέρσαλα παραδέχθηκε σε μεταγενέστερη συνέντευξή του πως «αν και δεν καταλάβαινα λέξη από τις προσευχές, αισθάνθηκα άμεσα κάτι έντονο μέσα μου. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα…
»Κατάλαβα αμέσως πως αυτή την πνευματική επαφή όφειλα να την εξερευνήσω». Ούτως ή άλλως, από το σχολείο άρχισε να αμφιβάλει για τη θρησκεία του, λέγοντας πως «δεν έμαθα ποτέ γιατί μου έδειξαν να προσεύχομαι στον Ιησού και όχι στον θεό».
Ακολούθησε τη σύντροφό του στο Ισλάμ και άλλαξε το επώνυμό του σε Αλί. Κάτι, πάντως που έγινε σε μία εποχή που η Αμερική είχε αποκτήσει ψύχωση με καθετί μουσουλμανικό, μετά τις επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης. Ο Μαχέρσαλα τόνισε πως «μετά το χτύπημα, ένιωθα διαρκώς βλέμματα πάνω μου. Στις πτήσεις χρειαζόμουν ένα εικοσάλεπτο περισσότερο από τους άλλους, στον έλεγχο.
»Είχα μεγαλώσει ως μαύρος και γνώριζα από διακρίσεις. Όμως, δεν πίστευα ποτέ ότι θα με σταματούσαν και βλέποντας την ταυτότητά μου θα με ρωτούσαν αν είμαι τρομοκράτης ή προαγωγός! Με έχουν ψάξει εκατοντάδες φορές…
»Η σύζυγός μου φορά μαντίλα και ξέρω καλά ότι δεν ήταν εύκολο για ένα ζευγάρι σαν εμάς να περπατάμε καν στους δρόμους και τις λεωφόρους της Νέας Υόρκης».
Άρχισε πάλι να αμφισβητεί πρόσωπα και καταστάσεις, όπως όταν αποφάσισε να παρατήσει το μπάσκετμπολ, το οποίο τον συντρόφευσε ως το κολέγιο.
Ο Αλί έπαιξε αρχικά μπάσκετμπολ στο γυμνάσιο Χέιγουορντ Χάι και το 1989 πήρε μετεγγραφή στο Μάουντ Ίντεν. Παρότι εκεί αγωνιζόταν ερχόμενος από τον πάγκο, βρήκε ευκολότερα την μπασκετική ταυτότητά του.
Η αλλαγή ήταν μία απόφαση του πατριού του, ο οποίος επιθυμούσε να δει τον Χέρσαλ να αναπτύσσει και το ταλέντο αλλά και τη «φωνή» του στα αποδυτήρια.
Εκτός από την ικανότητα με τη μπάλα στα χέρια, ο νεαρός γκαρντ διέθετε μία εντυπωσιακή κορμοστασιά. Έχοντας καταλάβει ότι η πορτοκαλί «θεά» ήταν το «διαβατήριό» του για μία πανεπιστημιακή υποτροφία, ο Μαχέρσαλα επικεντρώθηκε σε αυτό. Στο Όκλαντ, ο τοπικός Τύπος ανέφερε ότι «η προσωπικότητα του Γκίλμορ και η ηγετική φυσιογνωμία του αξίζουν περισσότερο από το σκοράρισμά του».
Το Μάουντ Ίντεν έπαιζε ένα πιο «ρομποτικό» μπάσκετμπολ, σε αντίθεση με το ελεύθερο και πιο άναρχο παιχνίδι του Χέιγουορντ. Στο πρώτο μεταξύ τους ματς, ο Αλί πέτυχε 14 πόντους κόντρα στην πρώην ομάδα του.
Άλλοτε προπονητές του θυμήθηκαν ότι «όταν έφτασε στο κολέγιο Σεντ Μέρι’ς της Καλιφόρνια, ήταν σαν τον ΛεΜπρον Τζέιμς. Είχε ήδη το κορμί ενός άνδρα και όχι ενός 18χρονου».
Ο τότε κόουτς του πανεπιστήμιου, Έρνι Κεντ, πάντως, παραδέχθηκε ότι «προσπαθήσαμε να τον κάνουμε πόιντ-γκαρντ, όμως μάλλον θα ήταν καλύτερο να τον αφήσουμε έναν off-guard»…
Το 1992, ο Μαχέρσαλα ήταν ο καλύτερος αμυντικός μίας ομάδας η οποία δεχόταν μόλις 46,5 πόντους ανά ματς,
Ο Άλι ήταν επιθετικός, σκληρός, αποφασισμένος και ποτέ παθητικός. Έλεγαν ότι παίζει σαν αθλητής του αμερικανικού φούτμπολ και αυτά τα στοιχεία έκαναν πραγματικότητά το όνειρό του για μία πανεπιστημιακή υποτροφία.
Στο Σεντ Μέρι’ς έγινε άμεσα αγαπητός στους συμπαίκτες του. Συνήθιζε να τους κουρεύει αντί πέντε δολαρίων, ντυνόταν πάντα καλά και είχε ενδιαφέροντα έξω από το παιχνίδι. Στα τέσσερα χρόνια στο κολέγιο είχε καλύτερη επίδοση τους μ.ό. επτά πόντους ως τεταρτοετής.
Παράλληλα, διάβαζε πολύ και έγραφε ποιήματα. Λίγο πριν αποφοιτήσει, όμως, έχοντας καταλάβει πως η επαγγελματική καριέρα δεν θα είναι εύκολη στα παρκέ, διαπίστωσε πως «δεν έβλεπα πλέον τον εαυτό μου ως αθλητή»… Οι επιπτώσεις της πίεσης στην προπόνηση και τον αγώνα δεν του έκαναν καλό. «Κάποια στιγμή έφτασα κοντά στο να μισήσω το παιχνίδι. Αντίκριζα παιδιά που ήταν στα όρια της κατάθλιψης και τους ισοπέδωναν την προσωπικότητα», είχε εξηγήσει.
Κατάλαβε καλά πως «δεν είχα το απαιτούμενο πάθος για να κάνω καριέρα στο μπάσκετμπολ. Δεν ήθελα να γίνω καλύτερος, να ξεπεράσω τα όριά μου. Το άθλημα ήταν μεν η κύρια ασχολία μου ωστόσο χρειαζόμουν κάτι άλλο για να εκφραστώ. Κάτι που τα σπορ δεν μου επέτρεπαν. Όλα γίνονταν στο όνομα της νίκης και της παραγωγικότητας».
Αποφοίτησε to 1996 με πτυχίο Επικοινωνίας και αποφάσισε να ταξιδέψει ως την άλλη ακτή των Η.Π.Α., για μεταπτυχιακό Καλών Τεχνών στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, την επόμενη χρονιά.
Η ιδέα του θεάτρου και της ηθοποιίας δεν του ήταν άγνωστη. Από το δεύτερο έτος στο Σεντ Μέρι’ς είχε αφήσει το μάθημα των ισπανικών και το αντικατέστησε με υποκριτική.
Ο τρόπος έκφρασής του, τόσο σημαντικός για τη ζωή και την καθημερινότητά του, είχε αλλάξει για τα καλά. Παράλληλα με την ηθοποιία ασχολήθηκε για λίγο με τη ραπ μουσική και κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Curb Side Service», δίχως πάντως να το στηρίξει με περιοδεία ή live εμφανίσεις.
Αφοσιώθηκε στην υποκριτική. Έκοψε το όνομά του όταν του είπαν ότι τα 18 γράμματα… δεν χωρούσαν στην αφίσα της ταινίας «The Place Beyond The Pines»!
Δεν τον ενόχλησε… «Λεπτομέρειες», σκέφτηκε από μέσα του, Σημασία, πλέον, είχε η σύντροφός του, η θρησκεία του και η έκφραση μέσω των ρόλων που υποδυόταν.
Ήταν ο τρόπος να απελευθερώσει τον Μαχέρσαλα. Τον παίκτη που «εγκλωβιζόταν» σε ένα σύστημα μπάσκετμπολ ή στις απαιτήσεις των σπορ. Να «σπάσει» στα δεσμά» του Αλί, που μετά την 9/11 αισθανόταν ξένος στη χώρα του.
Το 2017 κέρδισε το πρώτο Όσκαρ Β΄ Ανδρικού Ρόλου για το φιλμ «Moonlight». Στον λόγο του, στην απονομή, επισήμανε πως «αυτό που έμαθα στην ταινία, παίζοντας έναν τζέντλεμαν του οποίου ο γιος “κλείνεται” στον εαυτό του όταν τον καταδιώκει η κοινότητά το, ήταν τι συμβαίνει όταν “κυνηγάς” ανθρώπους».
Και θύμισε ότι «η μητέρα μου είναι ιερέας κι εγώ έγινα μουσουλμάνος. Δεν επιχείρησε να με μεταπείσει. Βάλαμε στην άκρη αυτή την παράμετρο και η αγάπη μας μεγάλωσε».
Το 2019 κέρδισε δεύτερο Όσκαρ, επίσης Β΄ Ανδρικού Ρόλου, για την ταινία «Green Book»!
Για τον Μαχέρσαλα Αλί, η μετάβαση από αθλητή σε ηθοποιό δεν ήταν δύσκολη. Παραδέχεται ότι «από τη στιγμή που έλαβα την κολεγιακή υποτροφία δεν είχα κίνητρο να βάλω σκληρούς όρους και αυστηρούς στόχους στον εαυτό μου».
Όλα άλλαξαν όταν ένας καθηγητής τού πρόσφερε έναν ρόλο σε θεατρικό έργο. Του πρόσφερε, για την ακρίβεια, ένα νέο όραμα και μία καινούρια ζωή.
Χάνοντας την όρεξη για μπάσκετμπολ, δεν έκρυψε ότι «αισθανόμουν σαν προϊόν. Ειδικά εμείς οι μαύροι αθλητές νιώθουμε συχνά σαν προδομένοι…». Παρότι έχει ομολογήσει πως «δεν έχω κρατήσει πολλά από τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο, εκεί έμαθα να κατανοώ την αρχή, τη μέση και το τέλος των πραγμάτων. Αυτό σε βοηθά να φτάνεις στο τέλος πολλών καταστάσεων και αυτό είναι ισχυρό και χρήσιμο στον “αληθινό” κόσμο».
Ρίσκαρε, άλλαξε, όμως στην κυριολεξία δεν άλλαξε. Έμεινε ο εαυτός του. Εκείνος που πάντα αναζητούσε, που δεν εφησύχαζε.
Κάθε ρόλος είναι ένα ρίσκο, ένα μάθημα, μία υπενθύμιση. Οι αθλητικές «παραστάσεις» του, ωστόσο, αν και δεν τον γέμιζαν από ένα σημείο και έπειτα, είναι σημείο αναφοράς του.
Άλλωστε, όπως επαναλαμβάνει ο Μαχέρσαλα Αλί, η ζωή του μπασκετμπολίστα τού χάρισε ένα μεγάλο πλεονέκτημα έναντι των συμμαθητών του στις τάξεις της υποκριτικής. Κι ας ήταν ο πρώτος πρωταγωνιστικός ρόλος του, δίχως βραβεία…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Μπατούλι Καμαρά: «Οι ευκαιρίες αλλάζουν τον κόσμο»
Γιώργος Παυλίδης: «Δύο καριέρες, μία ζωή» / Κώστας Χαρίσης: «Η άλλη ζωή»
Ανδρέας Γλυνιαδάκης: «Κυνήγησε το όνειρό σου» / Αβραάμ Καλλινικίδης: «Μη μένεις αμέτοχος»
Χάρης Γιαννόπουλος: «Μίλα, εκφράσου!»: Σκέψεις ενός 30χρονου μπασκετμπολίστα…
Angel City FC: Μία ομάδα… αγγελικά (και «χολιγουντιανά») πλασμένη