Το 2012, μπήκα στη Νομική Αθηνών, ούσα αθλήτρια στην ομάδα μπάσκετ του Γαλατσίου, με τους συμφοιτητές μου στην Σχολή να ρωτούν με απορία «Καλά, υπάρχουν επαγγελματίες παίκτριες μπάσκετ στην Ελλάδα»;
Δεν το έλεγαν ειρωνικά. Ούτε με απαξιωτικό τρόπο. Εξέφραζαν απλά την απορία τους για κάτι που δεν είχε τύχει ποτέ να ακούσουν μέχρι εκείνη την στιγμή.
Για μένα ήταν η ευκαιρία μου να τους μάθω περισσότερα για τον χώρο μας, τονίζοντας τους πάντα πως το μπάσκετ γυναικών αξίζει μεγαλύτερης προσοχής. Παράλληλα, όμως, ήταν η ευκαιρία να αποδείξω στον εαυτό μου και τους γύρω μου ότι οι σπουδές δεν σου απαγορεύουν να κάνεις ταυτόχρονα όσα επιθυμείς.
Όταν έχεις τη δύναμη της θέλησης, μπορείς!
Δεν υπάρχει «Δεν μπορώ»! Υπάρχει «Δεν θέλω»!
Βέβαια, όταν άρχισα να ασχολούμαι με το μπάσκετ, δεν το είχα στο μυαλό μου ως επάγγελμα. Προτεραιότητα για μένα είχε το σχολείο.
Σταδιακά, όμως, η ιδέα να δουλέψω περισσότερο, άρχισε να γίνεται ελκυστική. Ήθελα να δοκιμάσω τον εαυτό μου. Να δω μέχρι που μπορούσα να φτάσω και τι μπορούσα να πετύχω, χωρίς φυσικά να παραμελώ τα μαθήματά μου. Βασικός στόχος παρέμενε η εισαγωγή μου στο πανεπιστήμιο.
Στην Ελλάδα, ωστόσο, υπάρχει μια νοοτροπία που προσωπικά δεν μου αρέσει. Θεωρούν πως δεν μπορείς να κάνεις ταυτόχρονα καλά δύο πράγματα.
«Για να περάσεις στη Νομική, πρέπει να περιορίσεις τις ώρες που ασχολείσαι με το μπάσκετ», υποστήριζαν γνωστοί και φίλοι μου, προσπαθώντας -μάταια- να μου εξηγήσουν ότι ήταν σχεδόν αδύνατον να κρατήσω την ισορροπία.
Ακόμα και στο φροντιστήριο, όπου πήγαινα, με προέτρεπαν να αφήσω στην άκρη τον αθλητισμό, τουλάχιστον μέχρι την ολοκλήρωση της περιόδου των Πανελληνίων Εξετάσεων.
Εγώ, όμως, ήμουν πολύ ξεκάθαρη με τα «θέλω» μου. Στόχος μου ήταν να κάνω και τα δυο και να τα κάνω καλά!
Δεν θα πω ότι ήταν εύκολο να συνδυάσω το μπάσκετ με το σχολείο και στην πορεία το άθλημα με τις σπουδές στη Νομική. Ήταν δύσκολο! Πολύ δύσκολο! Ειδικά την περίοδο, κατά την οποία ήμουν μαθήτρια στο Λύκειο, και είχα δύο παιχνίδια (έπαιζα στις ομάδες των Νεανίδων και των Γυναικών του Γαλατσίου), τέσσερεις μέρες προπόνηση κι ένα ρεπό την εβδομάδα, πιέστηκα πολύ. Ξενυχτούσα σχεδόν κάθε μέρα για να είμαι συνεπής στις σχολικές μου υποχρεώσεις.
Δεν μ’ ενοχλούσε, όμως… Είχα πεισμώσει! Ήθελα να πάω κόντρα στη νοοτροπία και να αποδείξω ότι μπορώ. Όχι μόνον εγώ, αλλά όλοι όσοι θέτουν υψηλούς στόχους στη ζωή τους.
Αξιοποίησα το μπάσκετ στο έπακρο. Το “χρησιμοποίησα” ως ένα “εργαλείο” αλλά κι ως μέσο εκτόνωσης του άγχους, το οποίο συνήθως καταβάλει τους μαθητές, την περίοδο της προετοιμασίας για τις Πανελλήνιες.
Κι όπως αποδείχθηκε, ήταν… σωτήριο!
Ένα από τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά σ’ αυτό το διάστημα, είναι ότι έχουν πολύ άγχος. Είναι νευρικά, βρίσκονται διαρκώς σε ένταση και νιώθουν έντονη κόπωση.
Ακόμη θυμάμαι τους συμμαθητές μου που έλεγαν πόσο κουρασμένοι ένιωθαν από το διάβασμα και πόσους καφέδες έπιναν για να μην τους πάρει ο ύπνος πάνω απ’ τα βιβλία. Πόσο αγχωμένοι ήταν και πόσο αγωνιούσαν για το μέλλον τους.
Τους καταλάβαινα. Μόνο που -με εξαίρεση την αγωνία και την κόπωση- για μένα όλα τα υπόλοιπα ήταν… ξένα.
Η προπόνηση και οι αγώνες μού απορροφούσαν τόση ενέργεια, ώστε εκ των πραγμάτων το μυαλό ξέφευγε από το διάβασμα. Άλλαζα εικόνες και παραστάσεις κι αυτό μου έδινε βαθειά ανάσα για τη συνέχεια.
Οι περισσότεροι θεωρούν ότι, για να πετύχεις στις Πανελλήνιες, πρέπει μόνο να διαβάζεις. Ατελείωτες ώρες κι ασταμάτητα! Προσωπικά πιστεύω πως δεν έχει σημασία η ποσότητα αλλά η ποιότητα. Φρόντιζα να διαβάζω συγκεκριμένες ώρες και ουσιαστικά. Ήμουν πειθαρχημένη και οργανωτική. Είναι κι αυτά μερικά από τα στοιχεία που μαθαίνεις μέσα απ’ τον αθλητισμό.
Εκτός από τα προφανή οφέλη, δηλαδή την ψυχική ανάταση, την σωματική αντοχή και την καλλιέργεια του πνεύματος, ο αθλητισμός σε εκπαιδεύει να έχεις δομημένη σκέψη, πειθαρχία, οργάνωση και προγραμματισμό. Στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν εφόδιο για την περαιτέρω εξέλιξη ενός ανθρώπου.
Η ουσία είναι ότι όλα αυτά βοήθησαν, ώστε την περίοδο των εξετάσεων να παρουσιαστώ ήρεμη και χαλαρή. «Πάω να γράψω κι ό,τι γίνει!», είπα την πρώτη μέρα στον εαυτό μου. Δεν ήθελα να αγχωθώ. Θα έχετε ακούσει, άλλωστε, τις ιστορίες κάποιων μαθητών, οι οποίοι, ενώ ήταν άριστοι στο σχολείο, στις εξετάσεις έπαθαν “σεντόνι” (σ.σ. έχασαν την αυτοσυγκέντρωσή τους), χάνοντας έτσι την εισαγωγή τους στο πανεπιστήμιο.
Λίγο μετά στην ολοκλήρωση των Πανελληνίων, άρχισε και η προετοιμασία της ομάδας μου για το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Μπάσκετ. Το αποτέλεσμα, μάλιστα, των εξετάσεων το έμαθα εν μέσω της διοργάνωσης, όταν με πήρε τηλέφωνο η μητέρα μου, λίγες ώρες πριν τη διεξαγωγή ενός αγώνα.
«Πέρασες στη Νομική και είσαι μέσα στους πρώτους!» μου είπε, αλλά εκείνη την ώρα ήμουν τόσο χαμένη στον… κόσμο του μπάσκετ, ώστε δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω το μέγεθος της επιτυχίας μου.
Είχα γράψει άριστα, είχα περάσει στη Νομική Αθηνών με 19.600 μόρια, κι ακόμα και την στιγμή που η φωνή της μητέρας μου “έσπασε” από τη συγκίνηση, δεν είχα καταλάβει.
Χρειάστηκε να περάσουν μέρες, μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι το όνειρο της εισαγωγής στο πανεπιστήμιο που θα μπορούσε να εξασφαλίσει το μέλλον μου, είχε γίνει πραγματικότητα.
Το σπουδαιότερο, όμως, για μένα ήταν ότι, μαζί με την υλοποίηση του ονείρου μου, είχα καταφέρει να κάνω παράλληλα κι αυτό που αγαπούσα. Να παίζω μπάσκετ. Χαλάλι ο κόπος και η κούραση! Άξιζε! Όταν άρχισα πια να καταλαβαίνω πως ήμουν καλή και στο μπάσκετ, αποφάσισα να το κυνηγήσω επαγγελματικά, αξιοποιώντας κάθε ευκαιρία που μου δινόταν.
Ως φοιτήτρια, πλέον, δεν ήμουν τόσο πιεσμένη, επομένως, μετά την μεταγραφή μου από το Γαλάτσι στο Ελληνικό (τότε αγωνιζόταν στην Α1 κατηγορία), είχα τη δυνατότητα να δοκιμάσω τις ικανότητές μου σε υψηλότερο επίπεδο.
«Γιατί όχι να μη το δοκιμάσω επαγγελματικά;» είπα, ώσπου το 2016 ήρθε η συμφωνία με τον Ολυμπιακό. «Και τώρα τι γίνεται;», αναρωτήθηκα, όταν είδα τον εαυτό μου να βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλη επαγγελματική πρόκληση και, ταυτόχρονα, ένα βήμα πριν το φινάλε του βασικού στόχου των σπουδών.
Εννοείται πως πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη να αφοσιωθώ μόνο στο μπάσκετ!
Αν ήταν κάποια άλλη παίκτρια στη θέση μου, ίσως να το έκανε, μιας και ο Ολυμπιακός είναι ένας σύλλογος, στον οποίον οποιοσδήποτε αθλητής/τρια έχει τη δυνατότητα να εξελιχθεί και να κάνει μια σπουδαία καριέρα.
Προσωπικά, όμως, μόλις τελείωσε η αγωνιστική περίοδος, επέλεξα να κάνω την πρακτική μου εξάσκηση ως δικηγόρος (κάτι που -βάσει Νόμου- ήμουν υποχρεωμένη να κάνω) και, για να ανταποκριθώ πλήρως στις απαιτήσεις που είχα από τον εαυτό μου, συνδυάζοντας το μπάσκετ με τη Νομική, αποφάσισα να πάω στον Σπόρτιγκ ως δανεική.
Ενάμιση χρόνο μετά, αποφάσισα να συνεχίσω τις σπουδές μου, κάνοντας το Μεταπτυχιακό μου στο Εδιμβούργο. Και, εκεί, βρέθηκα μπροστά σε μία άλλη πρόκληση. Να παίξω μπάσκετ στο εξωτερικό.
Από την στιγμή που είχα καταφέρει να διατηρώ την ισορροπία και να συνεχίζω να συνδυάζω τις σπουδές με τον αθλητισμό, ήθελα να δω μέχρι πού μπορούσα να φτάσω.
Αν και η Μεγάλη Βρετανία παραδοσιακά είναι μια ποδοσφαιρική χώρα, το επίπεδο του μπάσκετ γυναικών γενικά είναι καλό. Δεν είναι, βέβαια, ανάλογο της Ιταλίας ή της Γαλλίας, αλλά το πρωτάθλημα είναι δυνατό.
Οι περισσότερες ομάδες που αγωνίζονται στην πρώτη κατηγορία, προέρχονται από τα πανεπιστήμια, με παίκτριες φοιτήτριες όλων των ηλικιών. Μάλιστα, όσα πανεπιστήμια ή κολέγια διαθέτουν οικονομική δυνατότητα, παίρνουν και Αμερικανίδες, οι οποίες βρίσκονται στη χώρα για να παρακολουθήσουν κάποιο από τα μεταπτυχιακά προγράμματα.
Στην Καλεντόνια Πράιντ, όπου αγωνιζόμουν (η μοναδική ομάδα μπάσκετ γυναικών στη Σκωτία που συμμετέχει στο Βρετανικό πρωτάθλημα), βρήκα την ευκαιρία να δουλέψω πολύ στον τομέα της τεχνικής και της ενδυνάμωσης, καθώς οι Βρετανοί παρέχουν σε όλες τις φοιτήτριες-παίκτριες τη δυνατότητα να ακολουθούν ειδικά ατομικά προγράμματα εκγύμνασης.
Το μπάσκετ είναι ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα, στο οποίο θέλουν να επενδύσουν, και, γι’ αυτόν τον λόγο, στα πανεπιστήμια δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη βελτίωση και την εξέλιξη των αθλητριών.
Υπάρχει επαγγελματική νοοτροπία.
Όταν πια ολοκλήρωσα και το Μεταπτυχιακό μου, η πρώτη σκέψη που έκανα, ήταν να παραμείνω εκτός Ελλάδας ακόμα έναν χρόνο, ώστε να αφοσιωθώ αποκλειστικά στο μπάσκετ και να ζήσω την εμπειρία της συμμετοχής σε κάποιο από τα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα.
Ο κορονοϊός, η πανδημία, η ανασφάλεια που υπήρχε για το μέλλον του αθλήματος στην Ελλάδα, και η αστάθεια που υπάρχει στην χώρα μας στον χώρο του αθλητισμού, επιτάχυναν τις διαδικασίες αναζήτησης συλλόγου στο εξωτερικό. Μέχρι που το καλοκαίρι του 2020, ήρθε συμφωνία με την βελγική Πένπιστερ.
Μπορεί η συγκεκριμένη ομάδα να μην είναι από τις κορυφαίες στη χώρα, όμως το αγωνιστικό επίπεδο του Βελγικού πρωταθλήματος είναι υψηλό (πολύ ανώτερο από αυτό της Μεγάλης Βρετανίας) κι εγώ είχα τη δυνατότητα να κάνω ένα ακόμα βήμα παραπάνω.
Στόχος μου είναι να εξελίσσομαι συνεχώς, ώστε να είμαι μία χρήσιμη μονάδα σε οποιαδήποτε ομάδα αγωνίζομαι.
Δυστυχώς, όμως, μερικές φορές, τα πράγματα δεν εξελίσσονται, όπως τα έχουμε προγραμματίσει.
Το δεύτερο κύμα του κορονοϊού που έπληξε την Ευρώπη, “παρέσυρε” και το Βέλγιο, το οποίο, μάλιστα, όταν πήγα, ήταν μέσα στις τρεις πρώτες χώρες με τον μεγαλύτερο ημερήσιο αριθμό κρουσμάτων. Η εξάπλωση και η έξαρση του ιού στη χώρα το φθινόπωρο ήταν σχεδόν αναμενόμενη, με συνέπεια, δύο μήνες μετά την έναρξη του πρωταθλήματος μπάσκετ, να αποφασιστεί η προσωρινή διακοπή του.
Σ’εκείνο το διάστημα, είχαν νοσήσει σχεδόν όλες οι παίκτριες της ομάδας μου. Δυστυχώς, δεν γλίτωσα ούτε εγώ!
Τον Νοέμβριο (2020) λύθηκαν τα συμβόλαια των ξένων και επέστρεψα στην Αθήνα, όπου, έναν μήνα μετά, πληροφορήθηκα ότι η Πένπιστερ αποφάσισε να αποσυρθεί από το πρωτάθλημα. Ο σύλλογος, δυστυχώς, δεν μπορούσε να ανταποκριθεί οικονομικά στα εβδομαδιαία τεστ Covid που έπρεπε να κάνουν πλέον τα μέλη όλων των ομάδων, και, έτσι, αποφάσισε να ολοκληρώσει την χρονιά, ξεκινώντας τον σχεδιασμό του για την επόμενη.
Κι από εκεί που η πορεία μου ως επαγγελματίας παίκτρια στο εξωτερικό είχε αρχίσει να μπαίνει σ΄έναν δρόμο, ξαφνικά ανατράπηκαν όλα! Δεν ήταν και τόσο εύκολο να διαχειριστώ την κατάσταση. Πιέστηκα ψυχολογικά και -μαζί με μένα- πιέστηκε και η οικογένειά μου, η οποία από την αρχή ήταν επιφυλακτική ως προς το να ασχοληθώ επαγγελματικά με το μπάσκετ, την στιγμή που αυτό έχει ημερομηνία λήξης. Αυτός εξάλλου ήταν και ο λόγος, για τον οποίο οι γονείς μου με ώθησαν να σπουδάσω.
Μετά το Μεταπτυχιακό, μάλιστα, περίμεναν ότι θα έβρισκα κάποια δουλειά, είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό, σχετική με το αντικείμενο που έχω σπουδάσει. Όταν τους ανακοίνωσα, όμως, ότι θα ασχοληθώ με το μπάσκετ, εμφανίστηκαν αρκετά διστακτικοί. Δεν προσπάθησαν, ωστόσο, να με αποτρέψουν. Αντιθέτως. Μου είπαν να ακολουθήσω αυτό που θα έκανε εμένα να αισθάνομαι καλά, ώστε να μη έχω κανένα απωθημένο.
Έχω την εντύπωση, όμως, ότι πρέπει να πέρασαν πολύ δύσκολα, όταν επέστρεψα από το Βέλγιο. Ειδικά, όταν τους ενημέρωσα ότι η Πένπιστερ είχε αποσυρθεί από το πρωτάθλημα, η ψυχολογία τους έδειχνε χειρότερη από τη δική μου. Βέβαια, οι ίδιοι προσπάθησαν να το κρύψουν, αλλά φαινόταν ότι ήταν πολύ προβληματισμένοι. Ίσως, γιατί έβλεπαν και μένα που δεν ήμουν καλά…
Είδαν ότι είχα βρεθεί στο σημείο, όπου δεν είχα πια κανένα κίνητρο να συνεχίσω. Αισθανόμουν “μετέωρη”.
Ήμουν μία ανενεργή παίκτρια, η οποία το μόνο που έκανε, ήταν γυμναστική στο σπίτι, και -το χειρότερο- δεν είχε κανένα κίνητρο για το μπάσκετ!
Τότε, άρχισα να σκέφτομαι εναλλακτικά σχέδια, κάνοντας πολλά σενάρια. Ανάμεσα σ’ αυτά, ήταν να σταματήσω. Οφείλω να ομολογήσω, μάλιστα, πως για κάποιο διάστημα ήταν το επικρατέστερο!
Αναζητούσα τον τρόπο να ασκήσω το επάγγελμα της δικηγόρου, αλλά, λόγω της κατάστασης, ούτε αυτό ήταν εύκολο να γίνει. Έστειλα βιογραφικά, έκανα αιτήσεις, αλλά ποτέ δεν πήρα απάντηση από κανέναν. Λογικό, εν μέρει, αν αναλογιστούμε ότι, τον Δεκέμβριο του 2020, όλοι και όλα ήταν στον αέρα! “Έβραζα” μέσα μου!
Από τη μία, αναζητούσα δουλειά, και, από την άλλη, δεν ήθελα να σταματήσω το μπάσκετ. Αισθανόμουν ότι αγωνιστικά δεν είχα φτάσει στο καλύτερο σημείο, όπου μπορούσα. Ένιωθα πως είχα πολλά να δώσω.
Δεν μπορείτε να φανταστείτε την αντίδρασή μου, μόλις με ενημέρωσε η μάνατζερ μου ότι υπήρχε πρόταση από την Γερμανία (Γκίσα Λάιονς Χάλε). Λυτρώθηκα! Και -μαζί με μένα- λυτρώθηκε και η οικογένειά μου. Είδε ότι μπορούσα να συνεχίσω να κάνω αυτό που επιθυμούσα. Θεώρησα πως ήταν ένα σημάδι να μην σταματήσω να προσπαθώ!
Δεν σας κρύβω, βέβαια, ότι, από την άλλη πλευρά, υπήρχε ένας φόβος και μια ανησυχία για την αγωνιστική μου ετοιμότητα. Όταν μια ομάδα -και μάλιστα της Bundesliga- κάνει πρόταση σε μια παίκτρια να πάει στα μέσα στης αγωνιστικής περιόδου, οι απαιτήσεις από αυτήν είναι πολύ μεγάλες. Την θέλει πανέτοιμη να κάνει τη διαφορά κι εγώ είχα ενάμιση μήνα να πιάσω την μπάλα στα χέρια μου!
Δεν άφησα, όμως, τον εαυτό μου να επηρεαστεί αρνητικά. Έφτιαξα τις βαλίτσες μου και πήγα στο Χάλε, μια περιοχή λίγο έξω από τη Λειψία. Βρήκα έναν άψογο και οργανωμένο σύλλογο, μία ομάδα με καλή χημεία κι έναν προπονητή, στον οποίον, μόλις είπα «Ηello», του εξήγησα αμέσως πώς είχε η κατάσταση.
«Δεν ξέρω τι περιμένετε από μένα, αλλά θα ήθελα να μου δώσετε λίγο χρόνο για να προσαρμοστώ», του είπα ευθέως. Ήταν υπομονετικός, αλλά, ταυτόχρονα, και αυστηρός στα πράγματα που ήθελε από μένα.
Μέχρι την στιγμή που πήγα, η Γκίσα Λάιονς δεν είχε ούτε μία νίκη. Στην πορεία, όμως, η κατάσταση άλλαξε. Οι εμφανίσεις μας βελτιώθηκαν και, έτσι, ολοκληρώσαμε το πρωτάθλημα κατακτώντας την 8η θέση.
Η επιστροφή στην Ελλάδα, μετά τη λήξη των υποχρεώσεών μου στη Γερμανία, με βρήκε ξανά στην αφετηρία της αναζήτησης για τον επόμενο σταθμό και με το μπάσκετ γυναικών στη χώρα μας να παραμένει, όπως ακριβώς το είχα αφήσει πριν από δύο χρόνια.
Δυστυχώς, πολλά πράγματα παραμένουν στάσιμα. Ένα από αυτά είναι και η νοοτροπία που υπάρχει για το μπάσκετ γυναικών.
Δεν έχω καταλάβει γιατί, ενώ το πρωτάθλημα στην κατηγορία των ανδρών είναι επαγγελματικό, στην κατηγορία των γυναικών θεωρείται ερασιτεχνικό. Την στιγμή, μάλιστα, που πολλές Ελληνίδες παίκτριες βιοπορίζονται από το μπάσκετ. Όπως οι άνδρες, έτσι κι εμείς περνάμε πολλές ώρες στο γήπεδο. Είμαστε επαγγελματίες και έχουμε τις ίδιες φιλοδοξίες.
Όπως, επίσης, δεν καταλαβαίνω γιατί οι Ελληνίδες παίκτριες δεν αντιμετωπίζονται από τους συλλόγους ισάξια με τις ξένες. Όχι από μισθολογικής άποψης. Αυτό είναι μια άλλη -πολύ μεγάλη- συζήτηση. Αναφέρομαι στο αγωνιστικό μέρος.
Όπως αποδείχθηκε την περίοδο του κορονοϊού, όπου αρκετές από τις ξένες παίκτριες που αγωνίζονταν στη χώρα μας, υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους, οι Ελληνίδες μπορούν να στηρίξουν τις ομάδες τους. Βγήκαν μπροστά και έδειξαν ότι έχουν ικανότητες.
Δεν λέω να μην ενισχύονται οι ομάδες με τις ξένες. Αντιθέτως. Πρέπει να υπάρχουν. Την ίδια στιγμή, όμως, πρέπει να δίνεται μεγαλύτερη βαρύτητα και στην εξέλιξη των Ελληνίδων παικτριών. Να τους δείχνουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη. Μόνο έτσι θα μπορέσει να υπάρξει εξέλιξη στον χώρο μας.
Προσωπικά, δεν έχω αποφασίσει ακόμα αν θα παραμείνω στη χώρα ή θα φύγω ξανά στο εξωτερικό. Δεν εξαρτάται αποκλειστικά από μένα. Παλιότερα, συνήθιζα να σκέφτομαι μακροπρόθεσμα. Να κάνω σχέδια για το μέλλον. Μέχρι που κάποια στιγμή διαπίστωσα ότι αυτή αυτή η διαδικασία “έφθειρε” το μυαλό μου. Αποφάσισα, λοιπόν, να σκέφτομαι μόνο το παρόν.
Και το μόνο σίγουρο -προς το παρόν- είναι ότι θέλω να παραμείνω στον χώρο του μπάσκετ…
Η Στέλλα Φουράκη είναι διεθνής καλαθοσφαιρίστρια, απόφοιτη της Νομικής Σχολής Αθηνών.
Επιμέλεια κειμένου: Έλενα Βογιατζή
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Παντελής Νικολάου: Οι Χήρες των Σ.Κ.
Γιώργος Νταβιώτης: Και μπάλα και Πολυτεχνείο…
Δημήτρης Καρούσος: Ένας τερματοφύλακας στοχεύει στ’ άστρα
Ελεάννα Χριστινάκη: Στρατιωτική Βάση για την Επιτυχία / Διαδρομή Απελευθέρωσης
Εβίνα Μάλτση: Γιατί Πρέπει Να Τελειώνει;» / Η Εβίνα χωρίς την Εθνική / Από τη Γουμένισσα στο Γκάρντεν» / Free Yelena!
Σαμάνθα ΜακΚέι: Αναζητώντας Ισορροπία / Ριμπάουντ Ζωής
Ιωάννα Χρονοπούλου: Ο ίδιος άνθρωπος
Κατερίνα Χατζηδάκη: Ενενήντα μέρες στην Τεχεράνη