Η εκφραστικότητά του (δεν) χωρά πολλές ερμηνείες. Είναι μάλλον επιβεβαίωση μίας διαπίστωσης τύπου «η φήμη του προηγείται…». Μονάχα που για τον Μίνο Ραϊόλα, η φήμη δεν αρκεί, από μόνη της.
Στην περίπτωσή του, προηγείται η αλαζονεία, η επιτυχία, η συχνά η απορία. Ακόμη πιο συχνά η αντιπάθεια των άλλων.
Με λίγα λόγια, ωστόσο, σε ένα δωμάτιο ή σε ένα γήπεδο εισέρχεται πρώτα η αυτοπεποίθησή του και μετά ο ίδιος, με αργό και αποφασιστικό βήμα.
Δεν έχει σημασία αν απέναντί του έχει έναν ζάπλουτο παράγοντα, έναν αστέρα των γηπέδων, έναν άτεγκτο προπονητή ή έναν περίεργο και συνάμα μπερδεμένο ρεπόρτερ.
Σπάνια όλοι οι παραπάνω θα καταλάβουν εκ των προτέρων τι σκέπτεται. Η πλειονότητα εξ αυτών, όμως, έχει αποδεχθεί πως ο ατζέντης αυτός θα πετύχει εκείνο που επιθυμεί και, συνήθως, όπως ακριβώς το θέλει. Η «βιτρίνα» δεν του αρέσει. Αν του άρεσε, δεν θα εμφανιζόταν στο πρώτο ραντεβού του με τον Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς, σε ένα ακριβό εστιατόριο, φορώντας ένα φθαρμένο παντελόνι και μία μπλούζα!
Δεν θα έβριζε τον Σουηδό επιθετικό και δεν θα τον συμβούλευε να «δώσεις σε κάποιον τα κλειδιά της Porsche σου, γιατί δεν έχεις ανάγκη ανόητες σπατάλες».
Για τον Ιταλο-Ολλανδό με το «εκκωφαντικό» πελατολόγιο, για να προηγηθούν και να ακολουθήσουν όσα οραματίζεται, σημασία έχει απλώς να έχει τον έλεγχο…
Η γεμάτη φιγούρα περιοδεία στην Ισπανία και την Αγγλία στις αρχές Απριλίου του 2021, δεν είχε σκοπό να πουλήσει την ποδοσφαιρική «πραμάτεια» του Έρλινγκ Χάαλαντ.
Αυτή, άλλωστε, δεν χρειάζεται ρεκλάμα. Το ταξίδι στην Ιβηρική και στο «νησί» δεν είχε πρόθεση ακριβώς να ακούσει τις σκέψεις των Ρεάλ Μαδρίτης, Μπαρτσελόνα, Μάντσεστερ Σίτι και Γιουνάιτεντ, Τσέλσι και Λίβερπουλ για τον Νορβηγό επιθετικό της Ντόρτμουντ.
Ο Μίνο Ραϊόλα ήθελε να υπενθυμίσει στους «μνηστήρες» ότι εκείνος ελέγχει τα πάντα. Η σύγκριση με τον χειριστή της μαριονέτας τού προκαλεί γκριμάτσες αμφισβήτησης και ενόχλησης.
Ο «δαιμόνιος» ατζέντης, ο οποίος κάποτε είχε πει πως «δεν με ενοχλεί να με αποκαλούν “δικηγόρο του διαβόλου”, γιατί έτσι προσβάλλουν τον εκάστοτε παίκτη μου και όχι εμένα», είναι ξεκάθαρος: «Είμαι απλώς δικηγόρος των παικτών μου».
Η επιρροή του είναι αδιαμφισβήτητα σημαντική, γιατί, όπως λέει, «δεν φοβάμαι να πω αυτό που σκέφτομαι. Όταν κατηγόρησα τον Πεπ Γκουαρδιόλα για τη διαχείριση του Ζλάταν στη Μπαρτσελόνα, πολλοί απόρησαν…
»Ξέρετε πολλούς που θα τα έβαζαν με τη “Μπάρτσα” με το ρίσκο να μην του ζητήσουν ξανά παίκτη του στο “Καμπ Νου”; Αν δεν το έκανα, όμως, θα είχα εκτεθεί μπροστά στον “Ίμπρα”. Δεν είμαι μάνατζερ ομάδων, αλλά των παικτών μου.
»Αυτή είναι η διαφορά μου με τους άλλους ατζέντηδες. Εκείνοι κοιτούν μόνο το κέρδος. Εγώ ενδιαφέρομαι για τον πελάτη, το φίλο μου».
Ο Χάαλαντ έχει συμβόλαιο ως το 2024 με τη Μπορούσια, με ρήτρα παραχώρησης 75 εκατ. η οποία όμως ενεργοποιείται το 2022.
Ο Μίνο Ραϊόλα, πάντως, δεν είναι από εκείνους που κάθονται και περιμένουν. Πιστεύει πως θα πείσει τους Γερμανούς να τον παραχωρήσουν το καλοκαίρι του 2021 με 150 εκατομμύρια.
Οικονομικά και αθλητικά Μ.Μ.Ε. στην Ευρώπη αναλύουν ότι το συνολικό κόστος μίας ενδεχόμενης μετεγγραφής θα ανέρχεται στα… 400 εκατομμύρια!
Στο ταξίδι του σε Ισπανία και Αγγλία, παρέα με τον πατέρα του παίκτη και παλαίμαχο αμυντικό της Λιντς, Ίνγκε Χάαλαντ, ο Ραϊόλα ζήτησε να ακούσει όχι μόνο νούμερα, αλλά κυρίως προοπτική. Τα νούμερα, ούτως ή άλλως, τα έχει ο ίδιος στο μυαλό και την ατζέντα του.
Φέρεται, για παράδειγμα, να είπε στους ανθρώπους της Μπαρτσελόνα πως αν θέλουν να έχουν τύχη, θα πρέπει να πείσουν τον Λιονέλ Μέσι να παραμείνει στην Καταλονία.
Το ποσό των 30 εκατ. για τον ετήσιο μισθό(!) του Νορβηγού δεν χωράει πολλές συζητήσεις. Όπως δεν σηκώνει πολλές κουβέντες και η προμήθεια δεκάδων εκατομμυρίων του Ραϊόλα, όπως και με την προ ετών επιστροφή του Πολ Πογκμπά από τη Γιουβέντους στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Η συμβουλή του Ιταλο-Ολλανδού μάνατζερ δεν κοστίζει και λίγα… Ποτέ δεν κόστιζε λίγα, ακόμη και όταν εργαζόταν στην οικογενειακή πιτσαρία.
Ο Καρμίνε «Μίνο» Ραϊόλα γεννήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1967 στη Νοσέρα, στην επαρχία του Σαλέρνο της Ιταλίας.
Έναν χρόνο αργότερα η φαμίλια του μετανάστευσε στην Ολλανδία. Ο πατέρας του άνοιξε στην πόλη Χάαρλεμ ένα μαγαζί που πουλούσε σάντουιτς, με το όνομα «Napoli», όπως ακριβώς έκανε και πίσω στην πατρίδα του.
Στη συνέχεια επεκτάθηκε στον κλάδο της πίτσας και η επιχείρησή του πήγε τόσο καλά που έφτασε να είναι ιδιοκτήτης 25 καταστημάτων!
Υπό τις οδηγίες του πατέρα του έκανε διάφορες δουλειές, όπως σερβίρισμα και πόστο στο ταμείο. «Ποτέ, όμως, δεν ήμουν πιτσαδόρος», όπως λένε», έχει απαντήσει. Σε κάποια από τα εστιατόρια θαμώνες ήταν επιχειρηματίες. Ο έφηβος Μίνο είχε τα μάτια και τα αυτιά του ανοικτά. Δεν τον έθελξαν τα ακριβά κοστούμια, τα διαμαντένια ρολόγια ή τα γρήγορα αυτοκίνητα στο πάρκινγκ.
Αυτό που τον τράβηξε ήταν η αγωνία στις διαπραγματεύσεις. Το σίγουρο βλέμμα, η ίντριγκα και η επιβολή. Όσο μεγάλωνε δεν χρειαζόταν να κάνει πρόβες στον καθρέφτη του. Ενίοτε έβλεπε σε εκείνους τους μπίζνεσμαν τον εαυτό του.
Οι παράλληλες ασχολίες στη Νομική και στο ποδόσφαιρο, ως παίκτης της HFC Haarlem δεν κράτησαν λίγο. Στα 19 του τα παράτησε και τα δύο.
Οι ηγετικές οργανωτικές ικανότητές του τον έκαναν υπεύθυνο στις πιτσαρίες του πατέρα του και -αφιλοκερδώς- αθλητικό διευθυντή στην ολλανδική ομάδα! Ήταν εκείνος που «έδειχναν» όλοι για λύνει τα προβλήματά τους.
Το παρουσιαστικό του μοιάζει νωθρό, ατημέλητο και βαριεστημένο, αλλά έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη στάση και τη νοοτροπία του.
Ο Μίνο ήταν ένας τύπος τον οποίο, κατά το κοινώς λεγόμενο, «δεν τον χωρούσε ο τόπος». Έψαχνε διαρκώς την επόμενη πρόκλησή του και η εμπειρία στην HFC Haarlem τον έφερε ακόμη πιο κοντά στη μετέπειτα καριέρα του.
Έγινε εκπρόσωπος Ολλανδών παικτών που αναζητούσαν ομάδες εκτός της χώρας, μέσω της φίρμας Sports Promotion, με επικεφαλής τον Ρομπ Γιάνσεν. Η ιδιότητα αυτή τον έφερε κοντά στον Άγιαξ και σε μία πρώτη γνωριμία με τον Ζλάταν πολύ αργότερα, το 2000.
Ωστόσο, η πρώτη σοβαρή συμφωνία του ήταν του Μπράιαν Ρόι στη Φότζια, το 1992. Έναν χρόνο αργότερα μεσολάβησε για τις μετεγγραφές των Ντένις Μπέργκαμπ και Βιμ Γιονγκ από τον Άγιαξ στην Ιντερ.
Ήταν η πρώτη φορά που ξεστόμισε το «σημασία έχουν οι παίκτες μου», καθώς παρά το γεγονός ότι η Νάπολι πρόσφερε περισσότερα χρήματα για τον Μπέργκαμπ, μόνο η ομάδα του Μιλάνου δεχόταν μαζί και τον Γιονγκ. Στη συμφωνία με την Ίντερ, αν και η επίσημη ιδιότητά του στο ταξίδι στην Ιταλία ήταν ως διερμηνέας, μελέτησε για μέρες τα συμβόλαια των δύο Ολλανδών, τα οποία έγιναν το «εγχειρίδιό» του.
Το «πακέτο» δεν έδειχνε ελκυστικό εκ πρώτης όψεως, όμως ήταν ολοκληρωμένο. Διάθεση για μάθηση, καπάτσος και πολύγλωσσος, καθώς μιλά αγγλικά, ιταλικά, ολλανδικά, γερμανικά, γαλλικά, ισπανικά και πορτογαλικά.
Ο ίδιος τονίζει πως «ξέρω και μία όγδοη γλώσσα, τα… ναπολιτάνικα!».
Γνωρίζοντας, δίχως καμία διάθεση μετριοφροσύνης, τις δυνατότητές του, άφησε το 1994 τη Sports Promotion και ίδρυσε το δικό του γραφείο.
Το 1996 «ενορχήστρωσε» τη μετακίνηση του φιναλίστ του Euro της Αγγλίας με την Εθνική Τσεχίας, Πάβελ Νέντβεντ, από τη Σπάρτα Πράγας στην ιταλική Λάτσιο.
Το όνομά του άρχισε να ακούγεται και να… «κρύβεται» πίσω από τις «πέτρες» σημαντικών μετεγγραφών και ήξερε ότι χρειάζεται το πρώτο πραγματικά σπουδαίο όνομα στη λίστα του.
Εντόπισε στον Άγιαξ τον Ιμπραΐμοβιτς, όμως η αρχική προσέγγιση δεν είχε αποτέλεσμα. «Να πάει να…..», φέρεται να ήταν η απόκριση του Ραϊόλα στην άρνηση του Σουηδού.
Όταν το έπεισε να συναντηθούν, ο Ζλάταν είχε μάθει για την «προτροπή» του όμως είχε περιέργεια να τον ακούσει. Στην αυτοβιογραφία του, ο «Ίμπρα» είχε γράψει πως «ξεχώριζε στο φαντεζί εστιατόριο ενός ξενοδοχείου στο Άμστερνταμ, διότι φορούσε ένα t-shirt από το οποίο διαγραφόταν η κοιλιά του και καταβρόχθιζε τα πάντα, σαν να είχε να φάει μέρες!».
Ο Μίνο Ραϊόλα ήταν από την αρχή ειλικρινής: «Είσαι πολύ καλός, όμως ο Βιέρι σκοράρει 20+ γκολ, ο Ιντζάγκι το ίδιο… Με τα δικά σου πέντε γκολ πώς μπορώ να σε “πουλήσω”; Σταμάτα να κυνηγάς τα χρήματα και παίξε μπάλα!».
Ο Ζλάταν του παρέδωσε τα… κλειδιά της Porsche και τον άκουσε. Η συνέχεια (σε Γιουβέντους, Μπαρτσελόνα, Ίντερ, Μίλαν, Παρί Σ.Ζ., Μάντσεστερ Γ., Γκάλαξι, Μίλαν) γνωστή.
Τότε ο Ραϊόλα άρχισε να ονειρεύεται και τη δική του λαμπερή πορεία.
Ο Ζλάταν τού σύστησε και έναν ψηλόλιγνο νεαρό με «εκρηκτικό» ταπεραμέντο, πολύχρωμα κουρέματα και μπόλικο ταλέντο.
Το όνομά του ήταν Μάριο Μπαλοτέλι και ο Ραϊολα έχει δηλώσει πως «αν ο Μάριο είχε το μυαλό του Ιμπραΐμοβιτς, ο Μέσι θα είχε λιγότερες “Χρυσές Μπάλες”!».
Τον Ιταλό τον στήριζε σε κάθε ατόπημα ή παρεκτροπή του. Μάλιστα ήταν ειλικρινής και δημοσίως, παρουσιάζοντας ως δικαιολογία και «άλλοθι» για την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του «Super Mario» πως «απλώς είναι ένα παιδί με πολλές ανασφάλειες».
Όταν η Λίβερπουλ ξεκαθάρισε πως δεν τον θέλει πλέον, για τον Μίνο ο Γιούργκεν Κλοπ έγινε «ένας σκ……ς άνθρωπος!».
Δεν ήταν ο μοναδικός που μπήκε στο στόχαστρό του. Εκτός από τον Γκουαρδιόλα, στη Μπαρτσελόνα, είχε κατηγορήσει και τον Γιόχαν Κρόιφ για την κριτική στον Ζλάταν. «Μπορούν και οι δύο να πάνε στον ψυχίατρο και να καθίσουν εκεί. Κανένας δεν τους έχει πει πόσο καλό θα κάνουν στην ομάδα τους και το ποδόσφαιρο αν βγάλουν τον σκασμό!».
Η βεντέτα τους για την «αθόρυβη» παρουσία του Σουηδού στο «Καμπ Νου» δεν σταμάτησε. «Δεν ξέρω τι να τους πω… Αγόρασαν μία Ferrari και άρχισαν να την οδηγούν σαν Fiat. Δεν θα κρίνω άλλο, παρά μόνο ότι αφού δεν τον υποστηρίζουν, ξόδεψαν χωρίς λόγο πάρα πολλά λεφτά».
Αν οι κατηγορίες είναι συχνά και επικοινωνιακό τρικ, ο Μίνο Ραϊόλα αποκάλεσε «αμοιβαίο και αληθινό μίσος» τη «σχέση» του με τον άλλοτε προπονητή της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Σερ Άλεξ Φέργκιουσον.
Ο Σκοτσέζος είχε αφήσει ελεύθερο το 2012 τον νεαρό τότε Πολ Πογκμπά. Τέσσερα χρόνια αργότερα, αν και ο Σερ δεν ήταν πια στον πάγκο των «κόκκινων διαβόλων», χαρακτήρισε τον Ραϊόλα «τον άνθρωπο που μισώ περισσότερο από κάθε άλλον»…
Η επιστροφή του Γάλλου στο «Ολντ Τράφορντ», από το «μηδέν» κόστος για να φύγει για τη Γιουβέντους, είχε στοιχίσει στην αγγλική ομάδα 110 εκατ. ευρώ και άλλα 30 εκατ. ως μπόνους στον Ιταλο-Ολλανδό ατζέντη!!!
Ο τελευταίος, πάντως, απάντησε στον Φέργκιουσον πως «η κρίση του για μένα είναι σαν κομπλιμέντο. Είναι ένας τύπος που έχει συνηθίσει να του λένε διαρκώς “yes sir” και αυτό που συμβαίνει είναι απλό. Δεν μπορεί ακόμη να χωνέψει το λάθος που έκανε το 2012 με τον Πολ».
Οι αντιπαραθέσεις του συνηθισμένες.
Τα αισθήματα αντιπάθειας είναι αμοιβαία και με παράγοντες των φορέων του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.
Ο Μίνο Ραϊόλα έχει αποκαλέσει «άσχετο και ανίκανο» τον άλλοτε πρόεδρο της UEFA, Μισέλ Πλατινί και «δικτάτορα» τον πρώην πρόεδρο της FIFA, Σεπ Μπλάτερ.
Όταν η παγκόσμια ομοσπονδία θέσπισε το 2020 νέους κανονισμούς ώστε να περιορίσει τη δυνατότητα των ατζέντηδων να εκπροσωπούν περισσότερες από μία πλευρά σε μία διαπραγμάτευση, ο 53χρονος έγινε έξαλλος…
«Πώς είναι δυνατόν να δεχθώ παρατηρήσεις και επιπλήξεις από έναν οργανισμό που οποίου τα μεγαλοστελέχη έχουν καταλήξει στη φυλακή, για κακοδιαχείριση και οικονομικά σκάνδαλα;», είχε απορήσει ρητορικά.
Ενώ τόλμησε να αμφισβητήσει τη FIFA, λέγοντας σε συνέντευξή του στην ιστοσελίδα The Athletic ότι «είναι καιρός να αντικαταστήσουμε την παγκόσμια ομοσπονδία με έναν νέο, σύγχρονο και ανοικτόμυαλο φορέα».
Για τον Μίνο Ραϊόλα, σημασία έχει η αφοσίωση, τόσο στο να την προσφέρει όσο και στο να την λαμβάνει.
Θεωρεί τον εαυτό του πρακτικό και «τεχνοκράτη» μόνο όταν ο αθλητής αντιμετωπίζεται ως «εμπόρευμα». Όμως αρνείται πως αυτό είναι θέμα του επαγγέλματός του «γιατί πρώτες οι ομάδες βλέπουν με αυτόν τον τρόπο τους παίκτες».
Τον ρωτούν συνεχώς για «μυστικό επιτυχίας» και η μόνιμη απάντησή του είναι πως «κάθε μέρα θα διάλεγα την προετοιμασία από την εξυπνάδα».
Το πορφόλιό του περιλαμβάνει πλέον περισσότερους από 60 παίκτες, εκ των οποίων οι μισοί τουλάχιστον ανήκουν στο τοπ επίπεδο του παγκόσμιου ποδοσφαίρου και το άθροισμα τω ετήσιων μισθών τους ξεπερνά τα 500 εκατ. ευρώ!
Ο ίδιος, ωστόσο, επιμένει πως «το θέμα δεν είναι το κέρδος, αλλά το γενικότερο αγωνιστικό συμφέρον κάθε παίκτη μου».
Ενδεχομένως να μην τον βλέπει κάποιος συχνά σε μία εξέδρα. Αλλά αντί να ζει άνετα στην έπαυλή του στο Μόντε Κάρλο, όπου βρίσκονται η σύζυγος και τα δύο παιδιά του, ταξιδεύει 300 μέρες τον χρόνο «ώστε να είμαι κοντά στους παίκτες μου και να τους ρωτάω αν είναι καλά».
Ο Μίνο Ραϊόλα δεν αναζητά «αγιογραφίες» και ξέρει πως για να φτάσει κάποιος στην κορυφή πρέπει να είναι αδίστακτος. Πρέπει να αντέχει να τον λατρεύουν (και) να τον μισούν…
Αν δεν το ήξερε, θα καθόταν απλώς αμέριμνος στην πισίνα της βίλας του στο Μαϊάμι, η οποία κάποτε άνηκε στον… Αλ Καπόνε.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Η «θορυβώδης» ζωή του Μάριο Μπαλοτέλι ήταν γεμάτη ψιθύρους
Ο Πεπ Γκουαρδιόλα μπορεί (και θέλει) να αναδείξει κάθε πλευρά του εαυτού του