Στα παιδικά μάτια, οι φαβέλες στη Βραζιλία δεν κρύβουν κακουχίες, αλλά ανεμελιά. Προϊδεάζουν, ωστόσο, και για πρόωρη σκληρότητα. Μία σκληράδα που δεν συνάδει με νεανικές σκέψεις.
Τα ξυπόλητα πιτσιρίκια που είτε κυνηγούν μία μπάλα ποδοσφαίρου είτε τρέχουν να κρυφτούν από σφαίρες, υποχρεώνονται να ωριμάσουν γρήγορα. Κάποια άλλα, πάντως, ή δεν επιθυμούν επίμονα να «μεγαλώσουν» ή να δείχνουν σκληρά, χωρίς να είναι. Ή τουλάχιστον χωρίς να θέλουν να είναι.
Ο μικρός Αντριάνο δεν αγάπησε απλώς το ποδόσφαιρο, παρότι το έκανε κυρίως για χάρη του πατέρα του. Λάτρεψε, κυρίως, τον τρόπο ζωής του. Οι φαβέλες στα δικά του μάτια δεν ήταν κατάντια, ήταν περηφάνια.
Τόση, μάλιστα, που ακόμη και όταν άρχισε να απολαμβάνει τα (όχι όμως δίχως προσωπικό κόστος) προνόμια του παρωνύμιου «Αυτοκράτορας» που έλαβε, εκεί θέλησε απεγνωσμένα να επιστρέψει.
Οι κακόφημες φτωχογειτονιές του Ρίο ντε Τζανέιρο ήταν για πάντα το δικό του ασφαλές μέρος. Το μέρος που τίποτε δεν είχε σημασία. Το μέρος όπου όλα είχαν σημασία…
Το σπίτι του, όπου κανένας δεν τον έκρινε. Κανένας δεν έκανε τις εύκολες σκέψεις περί «βολεμένου» και λίγοι τον έβλεπαν ως το «νέο Ρονάλντο», ο οποίος «όφειλε» να εκπληρώσει τις προσδοκίες άλλων.
Εκεί, στα δικά του λημέρια, μπορούσε και πάλι αυθόρμητα να πει την ιστορία του. Την ιστορία όχι τις για τρύπες στους τοίχους των παραγκουπόλεων από τις σφαίρες, αλλά την «τρύπα» στην ψυχή του…
Οι λέξεις είναι από την αρχή σκληρές.
«Είπαν ότι εξαφανίστηκα. Ο Αντριάνο απομακρύνθηκε από τα εκατομμύρια. Ο Αντριάνο έπεσε στα ναρκωτικά…
»Ο Αντριάνο εξαφανίστηκε και κρύφτηκε στις φαβέλες. Ξέρετε πόσες φορές έχω δει αυτούς τους τίτλους; Σ…ά. Λοιπόν, εδώ είμαι. Χαμογελαστός μπροστά σας.
»Θέλετε να ακούσετε την αλήθεια; Την αλήθεια απευθείας από εμένα; Χωρίς αηδίες… Λοιπόν, πάρτε μία καρέκλα, γιατί ο Αντριάνο έχει μία ιστορία για εσάς».
Ο πρόλογος στο συγκλονιστικό κείμενό του στην ιστοσελίδα The Players Tribune ήταν άμεσος, «κοφτός». Η συνέχεια το ίδιο.
«Οι φαβέλες… Ακόμη και αυτή τη λέξη ο κόσμος την εκλαμβάνει λανθασμένα. Όσοι είναι εκτός, απλώς δεν την καταλαβαίνουν. Όπως όταν μιλούν για τη Βραζιλία και τα μικρά παιδιά στις παραγκουπόλεις. Πάντα “σχεδιάζουν” μία σκοτεινή εικόνα. Πάντα περιλαμβάνει πόνο και δυστυχία, μιζέρια, φίλε. Μπορεί κάποιες φορές να είναι έτσι, όμως είναι πιο περίπλοκο.
»Όταν θυμάμαι τα χρόνια που μεγάλωσα στη φαβέλα, στην πραγματικότητα αναπολώ το πόσο διασκέδαζα. Θυμάμαι χαρταετούς και το να κλωτσάω μία μπάλα σε κάποια αυλή. Αληθινά παιδικά χρόνια, όχι αυτές τις βλακείες με τα “ταπ-ταπ” σε οθόνες που κάνουν τα παιδιά σήμερα… Δεν υπέφερα. Έζησα».
Ο παλαίμαχος σταρ των Φλαμένγκο, Ίντερ, Φιορεντίνα, Σάο Πάουλο, Κορίνθιανς δεν αναπολεί τα χρόνια στο χορτάρι. Το ποδόσφαιρο ήταν ένα σημαντικό, αλλά όχι το σημαντικότερο κομμάτι της πολυτάραχης ζωής του.
Και έσβησε μέσα του, όταν ο πατέρας του άφησε την τελευταία πνοή του, εκείνο το θριαμβευτικό αλλά συνάμα -και κυρίως μελαγχολικό- καλοκαίρι του 2004.
Ο Αντριάνο Λέιτε Ριμπέιρο γεννήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 1982 στη Βίλα Κρουζέιρο, σε μία φαβέλα στα βόρεια του Ρίο ντε Τζανέιρο. Σε μία από τις 650 φαβέλες της πόλης.
Η δική του είχε ταυτόχρονα το «παράσημο» αλλά και το «στίγμα» πως άνηκε στις πιο επικίνδυνες όλης της χώρας. Το παρατσούκλι της Βίλα Κρουζέιρο ήταν «εμπόλεμη ζώνη»…
Στα στενά της δεν συναντούσες μόνο συγγενείς, παιδία με όνειρα να ξεφύγουν από εκεί και να κλωτσήσουν μία μπάλα κάπου στην Ευρώπη. Συνήθως στους ανηφορικούς δρόμους της στριφογύριζαν έμποροι ναρκωτικών και σπάνια η αστυνομία.
Ο μικρός Αντριάνο και η φαμίλια του δεν είχαν αυτά που κάπου αλλού θεωρούνταν αυτονόητα. Δεν μελαγχόλησε ποτέ από την έλλειψη ρεύματος ή νερού. Το απλησίαστο «προνόμιο» ενός ζευγαριού παπούτσια δεν τον κρατούσε ντροπαλό στο σπίτι. Ένα ξυπόλητο πιτσιρίκι ήταν κάτι φυσιολογικά στα μέρη του.
Χωρίς παπούτσια άρχισε να παίζει και οργανωμένο ποδόσφαιρο. Αυτό που του δεν έλειπε ποτέ από το γήπεδο ήταν το… ποπκόρν που έφερνε μαζί της η γιαγιά του σε αγώνες και προπονήσεις, ώστε σχεδόν να τον ταΐζει στο στόμα!
Από αυτό του «κόλλησαν» και το παρωνύμιο «popcorn boy» οι συμπαίκτες του, πριν η ποδοσφαιρική οικουμένη τον γνωρίσει ως «Αυτοκράτορα».
Η οικογένεια του στάθηκε στο πλάι του στην επιδίωξη του αθλητικού ονείρου του. Κυρίως ο πατέρας του.
Σε ηλικία 16 ετών, ο Αντριάνο βρέθηκε στις ακαδημίες της Φλαμένγκο.
Αντί να κομπάσει μπροστά στους συνομηλίκους του, δεν ξεχνούσε πώς βρέθηκε εκεί. Σε μία συνέντευξή του επισήμανε πως «ο πατέρας μου στερήθηκε τα πάντα για να είμαι στο γήπεδο…
»Τον θυμάμαι να στεναχωριέται που δεν μπορούσε να μου αγοράσει τα ρούχα και τα παπούτσια που ήθελα. Μου έλεγε πως ακόμη και αν χρειαστεί εκείνος να μην έχει φαγητό στο τραπέζι, θα μου βρει ομάδα να παίξω».
Παρατηρώντας τους κόπους των γονιών του, του τεχνικού γραφείου πατέρα του και τη θυσία της μητέρας του, η οποία αν και μοδίστρα στο επάγγελμα έκανε και άλλες δουλειές, ο Βραζιλιάνος αποφάσισε πως θα τα καταφέρει και θα τους προσφέρει μία άνετη ζωή.
Στα 17 του έγινε μέλος της πρώτης ομάδας της Φλαμένγκο και σε λιγότερο από δύο χρόνια το όνομά του ήταν στα μπλοκάκια των σκάουτερ της μισής Ευρώπης.
Πιο γρήγορα κινήθηκε η Ίντερ, η οποία τον απέκτησε το 2001, με αντάλλαγμα τον Βαμπέτα και άλλα 3,5 εκατ. για να καλύψει την αξία των 13,1 εκατ. που είχε ορίσει η βραζιλιάνικη ομάδα.
Τη σεζόν 2001-2002 πέτυχε ένα γκολ σε οκτώ αγώνες με τους «νερατζούρι» και πέρασε την επόμενη διετία δανεικός σε Φιορεντίνα και Πάρμα.
Το καλοκαίρι του 2004 επέστρεψε στο Μιλάνο.
Εκείνη η εποχή ήταν η πιο περίεργη στη ζωή του Αντριάνο.
Σκόραρε στον τελικό του Κόπα Αμέρικα κόντρα στην Αργεντινή στις καθυστερήσεις και ισοφάρισε, πριν η «σελεσάο» κατακτήσει το τρόπαιο στη διαδικασία των πέναλτι και ο ίδιος αναδειχθεί πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης με επτά γκολ!
Στην πατρίδα του «έτριβαν τα χέρια τους» για τον νέο μεγάλο στράικερ. Ο Αντριάνο το επιβεβαίωσε με τον τίτλο του πρώτου σκόρερ και στο Κύπελλο Συνομοσπονδιών του 2005, όμως μέχρι τον στόχο του Μουντιάλ, συνέβησαν πολλά.
Τόσα πολλά που δεν διέλυσαν απλώς την καριέρα του, αλλά και τη ζωή του.
Στις 4 Αυγούστου 2004, εν μέσω της προετοιμασίας με την Ίντερ, του τηλεφώνησαν πως ο πατέρας του άφησε την τελευταία πνοή του σε ηλικία μόλις 45 ετών… «Δεν κατάλαβα τι συνέβη όταν τον είδα να κάνει κομμάτια το κινητό του στον τοίχο και να αρχίζει να ουρλιάζει… Ακόμη θυμάμαι τις κραυγές του», εξιστόρησε ο συγκάτοικός του, Χαβιέ Ζανέτι.
Ο μεγάλος «capitano» της ομάδας του Μιλάνου, σε συνέντευξή του στο «Tutto Mercato» παραδέχθηκε πως «από εκείνη τη στιγμή φοβόμουν πως θα μπλέξει. Ο πατέρας του ήταν εκείνος που τον πρόσεχε…
»Από την αρχή με τρόμαζε το υπόβαθρό του, το ότι προερχόταν από μία φτωχική φαβέλα, γιατί είχα δει τι μπορεί να κάνει το γρήγορο χρήμα σε νέους που μεγάλωσαν χωρίς να έχουν τίποτα».
Ο Αντριάνο είχε αφιερώσει τον τίτλο του Κόπα Αμέρικα στον πατέρα του, λέγοντας ότι «χωρίς εκείνον είμαι ένα τίποτα».
Ο θάνατός του καταρράκωσε τον νεαρό επιθετικό. Ο Ζανέτι και ο πρόεδρος της Ίντερ, Μάσιμο Μοράτι, αποφάσισαν, όπως εξηγούσε ο πρώτος, «να γίνουμε ο δεύτερος πατέρας του. Θα γινόμασταν ο άλλος Αλμίρ, διότι γνωρίζαμε πόσο ανάγκη το είχε ο μικρός».
Στο χορτάρι έδειχνε ορεξάτος, όμως έξω από τις τέσσερις γραμμές ο «Αυτοκράτορας» έκανε χρήση των προνομίων του… Γυναίκες, ποτά, ατελείωτα ξενύχτια και μία ζωή που πίστευε πως θα καλύψει το κενό της μεγάλης απώλειάς του.
Ο Αντριάνο, πάντως, δεν κρυβόταν. Οι ενδείξεις ήταν εκεί, τα αποτελέσματα θα φαίνονταν άμεσα στο γήπεδο και ο ίδιος, έχοντας αποχωρήσει από την ενεργό δράση, ομολόγησε το 2017 στο περιοδικό «R7» πως «αισθανόμουν μόνος, θλιμμένος και χωρίς ελπίδα στο Μιλάνο… Τότε άρχισα να πίνω».
Εξήγησε ότι «το ποτό με βοηθούσε να ξεχνώ και να είμαι χαρούμενος. Ή, τουλάχιστον, να νομίζω πως ήμουν χαρούμενος. Όταν ένιωθα έτσι, δεν σταματούσα να πίνω μέχρι να τελειώσει ό,τι υπήρχε».
Τόνισε επίσης πως «δυστυχώς, κανένας δεν με σταματούσε. Κάποια στιγμή, αργά όμως, κατάλαβα ότι οι φίλοι μου απλώς με συνόδευαν σε πάρτι. Ήθελαν ένα κομμάτι μου, αυτό που “τραβούσε” τις κοπέλες και το αλκοόλ».
Η μεγάλη ευκαιρία του, το Μουντιάλ του 2006 στη Γερμανία, θα γινόταν ουσιαστικά η αρχή του τέλους της καριέρας του…
Οι τίτλοι του κορυφαίου σκόρερ σε Κόπα Αμέρικα του 2004 και Confederations Cup του 2005 έκαναν τους φαν της «σελεσάο» να πιστεύουν πως θα πετύχει το ίδιο και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006.
Πριν τη διοργάνωση, όμως, φωτογραφίες του σε συναθροίσεις γεμάτες όχι μόνο με κόσμο, αλλά και ποτό, είχαν δημοσιευτεί. Ο Αντριάνο είχε υποσχεθεί ότι αν η πατρίδα του κατακτήσει το Μουντιάλ, θα πάει το τρόπαιο στις φαβέλες. Δεν το κατάφερε.
Στη Γερμανία η χαμένη αύρα του «κρύφτηκε» και στο πλάι των «λαμπερών» Ρονάλντο, Ροναλντίνιο και Κακά… Είχε προσθέσει βάρος στο κορμί του, όχι όμως και στους ώμους του.
Σκόραρε δύο φορές, η «σελεσάο» δεν τα κατάφερε και ο 24χρονος φορ διαπίστωσε, δίχως είναι η αλήθεια με παράλληλη όρεξη για αλλαγές, πως «όσοι ήταν γύρω μου δεν με βοηθούσαν».
Πίσω στο Μιλάνο είχαν καταλάβει πως ο παίκτης που περίμεναν ως «Μεσσία», είχε εξελιχθεί σε μπελά… Οι παράγοντες της ομάδας τον έβλεπαν μεθυσμένο στις προπονήσεις και όταν εκεί βρίσκονταν δημοσιογράφοι, τον «έκρυβαν» στο φυσιοθεραπευτήριο. Εκεί κοιμόταν, όσο οι υπεύθυνοι επικοινωνίας αναζητούσαν κάθε φορά μία άλλη δικαιολογία και επινοούσαν έναν νέο «τραυματισμό».
Κάθε άδεια που λάμβανε μετατρεπόταν σε σίριαλ όταν έφτανε η ώρα της επιστροφής. Το 2008 παραχωρήθηκε δανεικός στη Σάο Πάουλο, ώστε να βρει τον εαυτό του στη χώρα του.
Το κατάφερε προσωρινά, μέχρι να χτυπήσει αντίπαλο σε αγώνα και να βρίσει έναν φωτογράφο… Τον Δεκέμβριο του 2009, η βραζιλιανικη ομάδα τον έστειλε στην Ιταλία.
Ζήτησε μία ακόμη άδεια να ταξιδέψει στην πατρίδα. Δεν τήρησε το χρονοδιάγραμμα, όσο φωτογραφίες του από πάρτι του καρναβαλιού εμφανίζονταν στο Τύπο της χώρας του.
Κανένας από το Μιλάνο δεν τον έβρισκε ούτε στο τηλέφωνο και στα τέλη Απριλίου 2009 προχώρησαν σε διακοπή του συμβολαίου του.
Δύο εβδομάδες αργότερα επέστρεψε στην πρώτη ομάδα του, τη Φλαμένγκο. Φάνηκε να βρίσκει τον εαυτό του και το 2010 γύρισε στην Ιταλία για μία δεύτερη ευκαιρία, με τη φανέλα της Ρόμα και μάλιστα με ετήσιο μισθό πέντε εκατομμυρίων ευρώ!
Ο θάνατος του πατέρα του, όμως, τον επηρέαζε ακόμη. Τον Μάρτιο του 2011 η Ρόμα τον έδιωξε και το BBC έγραψε πως «ο Αντριάνο φοβόταν να γίνει ο άντρας της οικογένειάς του…
»Η απώλεια του πατέρα του ήταν κάτι που του στέρησε και το κίνητρο να παίζει ποδόσφαιρο. Για εκείνον αγωνιζόταν, εκείνος ήταν η έμπνευσή του. Ο Βραζιλιάνος έπαιζε για τον Αλμίρ και για τα χρήματα.
»Πλέον, με τον πατέρα του να μην είναι στη ζωή και τον λογαριασμό του στην τράπεζα γεμάτο, δεν είχε κανέναν λόγο να προσπαθεί και να συνεχίσει τις θυσίες του επαγγελματισμού.
»Γιατί να πηγαίνει στην προπόνηση όταν μπορούσε απλώς να πίνει όλη μέρα και να θρηνεί τον πατέρα του; Είχε πολλά χρήματα για να κάνει ό,τι θέλει».
Τη σεζόν 2011-2012 βρέθηκε στην Κορίνθιανς όμως ένας σοβαρός τραυματισμός στον αχίλλειο δεν του επέτρεψε να παίξει περισσότερα από τέσσερα ματς.
Κάποια στιγμή παράτησε και την αποθεραπεία και πήγαινε σε πάρτι ακόμη και το πρωί! Μερικούς μήνες μετά υπέγραψε και πάλι στη Φλαμένγκο, με την οποία δεν αγωνίστηκε σε επίσημο παιχνίδι.
Τον Φεβρουάριο του 2014 βρέθηκε στην Ατλέτικο Παραναένσε, τη φανέλα της οποίας φόρεσε μία φορά. Αποδεσμεύθηκε τον Απρίλιο και έμεινε δύο χρόνια εκτός.
Η τελευταία προσπάθεια δεν είχε καλύτερο αποτέλεσμα. Τον Ιανουάριο του 2016 βρέθηκε στις Η.Π.Α. και τη Μαϊάμι Γιουνάιτεντ, ωστόσο αποχώρησε τον Μάιο της ίδιας χρονιάς χωρίς να παίξει.
Σε κάθε διάλειμμά του εμφανιζόταν στην πατρίδα και στο σπίτι του στη φαβέλα. Εικόνες τον έδειχναν πλάι σε όπλα και ναρκωτικά. Έλεγαν πως είναι αρχηγός της συμμορίας «Comando Vermelho». Στην εξομολόγησή του στο The Players Tribune πρόσθεσε πως «ήθελα απλώς να επιστρέψω στους ανθρώπους μου, στην κοινότητά μου. Δεν μου άρεσε να ζω σε ένα “κάστρο”».
Ο Αντριάνο εξήγησε ότι «το να είμαι ο “Αυτοκράτορας” είχε πολλή πίεση. Όμως εγώ ήμουν ένα παιδί που ερχόμουν από το τίποτα και ήθελε απλώς να παίζει ποδόσφαιρο. Να παίζει και να βγαίνει μετά με τους φίλους του να πιεί.
»Σ’ αυτό είμαι ειλικρινής. Ποτέ μου δεν έπαψα να είμαι εκείνο το πιτσιρίκι από τη φαβέλα».
Στην εξιστόρησή του δεν παρέλειψε να μιλήσει για τον Αλμίρ. «Από τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου, η αγάπη μου για το άθλημα δεν ήταν ποτέ η ίδια. Αγαπούσα το ποδόσφαιρο γιατί το λάτρευε εκείνος…
»Αυτό μου άφησε μία τρύπα στην ψυχή και με ώθησε στην κατάθλιψη. Ξέρω πως λόγω των επιλογών μου έχασα εκατομμύρια. Όμως ήθελα να γυρίσω σπίτι μου για να βρω τουλάχιστον τον εαυτό μου».
Τον Φεβρουάριο του 2020 η φήμη ότι είναι νεκρός έκανε άμεσα τον γύρο του κόσμου… Με ένα μήνυμά του στο Instagram ξεκαθάρισε πως αυτό ήταν ψέμα. «Ο μόνος άνθρωπος που έβλαψα ήταν ο εαυτός μου», ήταν η μόνιμη απάντησή του σε όσους τον κατηγορούσαν για τις αποφάσεις του.
Τον αποκάλεσαν «Αυτοκράτορα». Ωστόσο, ο ίδιος αποκρινόταν πως «ο Αντριάνο δεν φορά στέμμα. Έζησα μία γ….η ζωή, όμως ο “Αυτοκράτορας” δεν υπάρχει χωρίς τον πραγματικό Αντριάνο.
»Ο Αντριάνο δεν θέλει στέμμα, γιατί είναι ένα φτωχό παιδί από τις παραγκουπόλεις, στο οποίο ο θεός έβαλε μία μπάλα στα πόδια του. Και έτσι, μη λέτε ότι υπέφερα. Απλώς έζησα».
Για να καταλήξει πως «ακούστε. Κέρδισα πολλά χρήματα στην καριέρα μου. Όμως πόσα χρήματα θα δίνατε εσείς για να έχετε ξανά εκείνη την ευτυχία σας; Καταλαβαίνετε τι εννοώ;»…
Ο Αντριάνο δεν εξαφανίστηκε στις φαβέλες. Απλώς επέστρεψε στο σπίτι του.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Ο Ρονάλντο έχασε ένα Μουντιάλ, αλλά κέρδισε τη ζωή του
Το «τρόπαιο» της καριέρας του Ζο ήταν η «νίκη» επί του αλκοολισμού
Γκαμπριέλ Μπαρμπόσα, μια ιστορία προσωπικής λύτρωσης