Δεν χρειαζόταν τη διαφορετική αμφίεση για να ξεχωρίσει. Δεν την είχε ανάγκη. Ήταν απλώς τυχερός που τον είχαν αφήσει να παίξει «έτσι».
Ήταν φθινόπωρο του 2001 και ένας 11χρονος στεκόταν σε ένα γήπεδο μπάσκετμπολ όπως είχε κοιταχτεί το πρωί στον καθρέφτη του. Όπως είχε μπει στην τάξη του γυμνασίου Αρόγιο, στο Σαν Λορένζο της Καλιφόρνια.
Τούτη τη φορά η συνηθισμένη απροσεξία του είχε «τιμωρηθεί» από τον αδερφό του. Ο μικρός Ντέιμιεν Λίλαρντ, πάντα ξεχασιάρης, είχε αφήσει για άλλη μία φορά την τσάντα με τη φανέλα και τα παπούτσια του στο σπίτι.
Όταν η μητέρα του κάλεσε τον αδερφό του, Χιούστον, και του ζήτησε να του την πάει στο γυμναστήριο του σχολείου, εκείνος άργησε επίτηδες, ενοχλημένος από τη νέα αγγαρεία…
Φτάνοντας στο γήπεδο, είδε τον Ντέιμ να παίζει με παντελόνι, με polo μπλουζάκι και με παπούτσια Steve Madden! Είχε ήδη σκοράρει μία ντουζίνα πόντους. Όταν φόρεσε και τα «ρούχα της δουλειάς», πέτυχε 37!
Το «μάθημα» από τον αδερφό του δεν άργησε να το καταλάβει. Κανένα από αυτά δεν το μάθαινε με καθυστέρηση, είτε είχε να κάνει με τη συμπεριφορά του είτε με τη «σκληρή» γενέτειρά τους.
Από τα πρώτα χρόνια της εφηβείας του, άλλωστε, στεκόταν ήρεμος σε κάθε «χάος» που ή προκαλούσε άθελά του ο ίδιος ή καλούνταν να βιώσει και να αντιμετωπίσει…
Το Όκλαντ της Καλιφόρνια είναι μία ζόρικη πόλη. Αλλά οι «σφραγισμένες» πόρτες, οι προσβολές και κυρίως ένα «γκανγκστερικό» σκηνικό μόνιμα «στημένο» στην περιοχή δεν φόβιζαν ένα παιδί από το κακόφημο Μπρούκφιλντ Βίλατζ.
Ο Ντέιμιεν Λίλαρντ δεν κοίταξε ποτέ την πόλη του με απέχθεια. Η μεταγενέστερη απάθεια ήταν μόνο η τακτική της «επιβίωσής» του.
Δεν τον τρόμαξε τίποτα, εξαρχής. Λίγο πιο δίπλα από τα αρχηγεία των Hells Angels, της διάσημης ομάδας μοτοσικλετιστών που ιδρύθηκαν στη γειτονική Φοντάνα, ο «Dame» αποφάσισε από μικρός να μην μεγαλώσει με δισταγμούς, αλλά να αφήσει ακόμη και τις «μουντζούρες» της πόλης να του δείξουν από τι είναι «φτιαγμένος»
Αντικρίζοντας εμπόρους ναρκωτικών στη γειτονιά του, δεν ξεροκατάπινε και δεν κόμπιαζε. Δεν ήθελε με τίποτα να αφήσει να «αποκαλυφθεί» φόβος από μέσα του. Ακούγοντας πυροβολισμούς, όταν έπαιζε στην αυλή της γιαγιάς του, δεν «πεταγόταν»…
Παρακολουθώντας το αγαπημένο wrestling δεν ενθουσιαζόταν με τις νίκες των «ηρώων» του. Σκοράροντας ένα μεγάλο καλάθι στο high school δεν αισθανόταν μεγάλος και τρανός.
Νικώντας τον Απρίλιο του 2019 την Οκλαχόμα Σίτι στα πλέι οφς με ένα σουτ από τα 11 μέτρα, δεν ξέσπασε. Εκεί, μέσα στον πανζουρλισμό, τις κραυγές, τις αγκαλιές, τα φλας, ο σούπερ σταρ των Μπλέιζερς στάθηκε σχεδόν αδιάφορος.
Η αντίδρασή του, με τα καρφωμένα στην κάμερα μάτια του, με το κλειστό στόμα και το κάτι μεταξύ σεμνότητας και αλαζονείας «ακινητοποιημένο» βλέμμα του έγινε τόσο κλασική όσο και το σουτ του!
Ο Ντέιμιεν Λίλαρντ γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου 1990 στο Όκλαντ, το οποίο εκείνη την περίοδο ήταν ένα από τα πιο επικίνδυνα μέρη στις Η.Π.Α..
Η αστυνομική διαφθορά ήταν δύσκολο να καταγραφεί σε μία τηλεοπτική σειρά χωρίς την ενστικτώδη αντίδραση της υπερβολής στη ματιά του τηλεθεατή.
Η αρίθμηση πτωμάτων σε καθημερινή βάση ήταν η μελανή αναφορά σε όσα το γεμάτο συγγραφείς και ζωγράφους γειτονικό Σαν Φρανσίσκο ήθελε να πρεσβεύει.
Ο Λίλαρντ αποκαλούσε πάντα τη γενέτειρά του «cool», παρά τις «ανορθογραφίες». Όχι διότι αδιαφορούσε για όσα συμβαίναν, αλλά γιατί αυτά -ή, μάλλον, ακόμη και αυτά- τον διαμόρφωσαν.
Τον Δεκέμβριο του 2019, σε ένα κείμενό του στην ιστοσελίδα «The Players Tribune» με τίτλο «Αφοσίωση πάνω απ’ όλα», αφηγήθηκε τη ζωή του. Γλαφυρά, χωρίς καθωσπρεπισμούς ή περιττά «πασαλείμματα», εξήγησε ποιος είναι αλλά και πώς έγινε αυτός που είναι. Η εξιστόρηση ήταν από την πρώτη λέξη δυνατή και περιγραφική…
Ήταν απόγευμα, στο Νοτιοανατολικό Όκλαντ, στη γωνία της 106ης οδού και της Μπάνκροφτ. Δύο παιδιά κατευθύνονται στο σπίτι της γιαγιάς τους. Κάθε βήμα στην περιοχή μπορούσε να γίνει ένα μάθημα που δεν θα ξεχάσεις ποτέ.
Και ο Ντέιμιεν Λίλαρντ το αποτύπωσε θαρρεί κανείς σαν να συνέβη χθες…
Δύο αδέρφια, ο ηλικίας 13 ετών Χιούστον και ο 10χρονος Ντέιμ περπατούν, αλλά όχι ακριβώς αμέριμνοι.
«Ένας τύπος έβγαλε όπλο από μαξιλαροθήκη. Έβγαλε όπλο από μαξιλαροθήκη και σημάδεψε τον τύπο. Όλα άρχισαν από το τίποτα», έγραψε στην πρώτη πρόταση του κειμένου του.
«Η γειτονιά της γειτονιάς. Ακριβώς έξω από το σπίτι της γιαγιάς μας. Εγώ και ο αδελφός μου, Χιούστον, καθ’ οδόν για το σπίτι, από το κουρείο. Μιλάμε για διάφορα. Είμαι δέκα. Εκείνος είναι 13. Οπότε, πιθανότατα μιλάμε για WWE…
»Στρίβουμε από τη γωνία, δυο τετράγωνα από το σπίτι της γιαγιάς μας. Δυο αυτοκίνητα είναι στη μέση του δρόμου. Δυο άνδρες. Ο ένας βγαίνει από το αμάξι και λέει διάφορα τρελά. Ο άλλος βγαίνει επίσης από το αυτοκίνητο και του λέει “θα σε σκοτώσω”!
»Αυτές είναι καταστάσεις που δεν ξεχνάς, το καταλαβαίνετε; Ακόμα ακούω τις φωνές αυτών των τύπων…».
Ο Λίλαρντ επισημαίνει πως «οι αισθήσεις του αδελφού μου “κουρδίζονται”. Μου τραβάει τη μπλούζα σαν να μου λέει “πάμε να φύγουμε”. Αλλά μεγαλώνω, έτσι; Δεν προσπαθώ να τρέξω. Προσπαθώ να δω τι θα γίνει. Ο αδελφός μου συνεχίζει να με τραβάει».
Η περιέργεια του μικρού Ντέιμιεν δεν τον αφήνει να φύγει…
Ο Αμερικανός γκαρντ αφηγείται πως «ο αδελφός μου αρχίζει να τρέχει. Έχει ξαναδεί αυτή τη σκηνή, καταλαβαίνετε τι εννοώ; Λειτουργεί αντανακλαστικά.
»Εγώ “παγώνω”. Είμαι σαν υπνωτισμένος. Σαν να με “τραβάει” το θέαμα. Θέλω να δω τι θα συμβεί. Το μόνο που θυμάμαι είναι ο ήχος από τα βήματα του αδελφού μου. Επιστρέφει για εμένα και φωνάζει “δεν θες να το δεις αυτό”. Με αρπάζει από την μπλούζα και αρχίζει να με τραβάει!
»Γυρίζουμε και αρχίζουμε να τρέχουμε προς το σπίτι της γιαγιάς. Είναι 3 το μεσημέρι. Απόλυτη ησυχία. Ο ήλιος λάμπει. Οι σκύλοι είναι στις αυλές. Εμείς τρέχουμε. Δεν κοιτάμε πίσω. Περιμένουμε να ακούσουμε τον ήχο…».
Το δίδαγμά του είναι πως «ο κόσμος πιστεύει ότι ξέρει πόσο βαθιά χαράσσονται μνήμες σαν αυτή. Αλλά δεν έχει ιδέα. Ό,τι είμαι σήμερα έχει τη βάση του στο από πού προέρχομαι».
Καταλήγοντας πως «αυτή η ιστορία δεν είναι για όλους. Συνήθως δεν μιλάω κατ’ αυτόν τον τρόπο, αλλά αφηγούμαι αυτήν την ιστορία για τους ανθρώπους που ξέρουν τι σημαίνει να πουλάς γλυκά για χρήματα μετακίνησης».
Και εξηγώντας πως για να μάθει κάποιος την ιστορία του «πρέπει να γυρίσει πολύ πίσω και πριν από το μπάσκετμπολ».
Η σκληράδα του Λίλαρντ δεν οφείλεται απλώς στη στάση του ή στον ατρόμητο χαρακτήρα του μπροστά σε σκηνικά που θα έκαναν έναν συνομήλικό του να το βάλει στα πόδια.
Με τον Χιούστον «μοιραζόμασταν το ίδιο δωμάτιο ως το γυμνάσιο» και κάθε βράδυ έστηναν έναν αγώνα wrestling! «Ο αδελφός μου ήταν πιο μεγαλόσωμος από εμένα. Τον έβαζα να με αντιμετωπίζει γονατιστός», εξιστόρησε ο Ντέιμ.
«Κάθε βράδυ του έκανα επίθεση ενώ ήταν στο κρεβάτι, χαλαρός, φορώντας τη μάσκα μου. Δεν πιστεύω ότι τον νίκησα ποτέ. Το σκορ πρέπει να ήταν 900-0!».
Στο ίδιο κείμενο στο «The Players Tribune» ένα κομμάτι ανήκει στον Χιούστον Λίλαρντ, ο οποίος ομολόγησε ότι… «τον έδερνα κάθε βράδυ! Έπρεπε να τον προετοιμάσω. Μεγαλώνοντας στο Όκλαντ, όταν βγαίνεις από το σπίτι, πρέπει να έχεις δεμένα τα κορδόνια σου ή αλλιώς χάνεις το φαγητό που έχεις για το σχολείο. Δεν ήθελα να έχω έναν μαλθακό μικρό αδελφό».
Ο ανταγωνισμός που αναπτύχθηκε μεταξύ τους έγινε χαρακτηριστικό του Ντέιμιεν κι εκείνο που τον έκανε να ασχοληθεί με το μπάσκετμπολ.
Αποκάλυψε ότι σε μία κοπάνα από το σχολείο, είδαν με τον Χιούστον παιδιά να παίζουν, τον άφησαν να αγωνιστεί στο «μονό», ωστόσο δεν έκρυψε πως «με διέλυσαν! Αυτό άλλαξε τη ζωή μου γιατί ήμουν ανταγωνιστικός και αποφάσισα να αφιερώσω των ζωή του στο άθλημα».
Στη γειτονιά του δεν υπήρχε ανοικτό γήπεδο, όμως στην αυλή του σπιτιού «διαπίστωσα πως ένα κλαδί είχε σχηματίσει κάτι σαν καλάθι με τον κορμό». Αυτό ήταν το «γήπεδό του».
Ο αυστηρός παππούς του είχε παραγγείλει μία πορτοκαλί μπάλα από ένα περιοδικό και ο Ντέιμ δεν την αποχωριζόταν. Την «έσκαγε» στον δρόμο, κάποιες φορές μέσα στο λεωφορείο και ο Άλεν Άιβερσον είχε αντικαταστήσει τους πρώην πια «ήρωές» του από το WWE, στη φαντασία του.
Στα δέκα του, όμως, επιστρέφοντας ένα μεσημέρι από το σχολείο, η γιαγιά του αποκάλυψε στα παιδιά πως ο δήμος είχε περάσει και είχε κόψει το δέντρο… Η μητέρα του, Τζίνα, ανέφερε πως «τα έχασε και νόμιζα πως θα πάθει νευρικό κλονισμό».
Ο Λίλαρντ, τον οποίο συγγενείς του… ορκίζονται ότι τον είχαν δει να γελά, αλλά σπανίως(!), εξήγησε στο κείμενό του πως «ήμασταν 12-13 ξαδέρφια και όταν έσβηναν τα φώτα δεν επιτρεπόταν να τριγυρίζουμε στους δρόμους». Ο παππούς του, όμως, είχε μία λύση.
Κάρφωσε ένα πλαστικό κιβώτιο σε στύλο των τηλεπικοινωνιών και του έφτιαξε ένα νέο «καλάθι»! Το δικό του γήπεδο προσέλκυε ακόμη και «βαποράκια» που άφηναν τα ναρκωτικά στις τσέπες και του ζητούσαν να σουτάρουν.
Άρχισε να κερδίζει τον αδερφό του και παραδέχθηκε ότι «όταν τον νικούσα έτρεχα να γλιτώσω! Αλλά αυτό είναι το πραγματικό μπάσκετμπολ στο Όκλαντ και αυτό με “δημιούργησε”».
Ο Ντέιμιεν Λίλαρντ άρχισε να παίζει οργανωμένα στο γυμνάσιο Αρόγιο. Μετά την πρώτη σεζόν του ζήτησε μετεγγραφή σε άλλο σχολείο γιατί αποχώρησε ο προπονητής του.
Μεταφέρθηκε στο Σεντ Τζόσεφ Νορτ Ντέιμ στην Αλαμέδα, στο ίδιο ιδιωτικό στο οποίο είχε αγωνιστεί στο παρελθόν ο παλαίμαχος πια γκαρντ του ΝΒΑ και νυν κόουτς των Ντάλας Μάβερικς, Τζέισον Κιντ. Δεν κάθισε ούτε εκεί για δεύτερη χρονιά…
Ο λίγος χρόνος και οι σχεδόν καθόλου ευκαιρίες τον έκαναν να απαιτήσει νέα μετεγγραφή και συνέχισε στο Όκλαντ Χάι, για τον κόουτς Ορλάντο Ουότκινς. Στην προτελευταία τάξη κατέγραψε μ.ό. 19,4 πόντους και ως τελειόφοιτος μέτρησε 22,4 πόντους.
Τα μεγάλα πανεπιστήμια, πάντως, δεν έκαναν «ουρά». Όμως αποδείχθηκε πως λίγοι διέβλεψαν την περίφημη «Dame Time», την ικανότητα του Λίλαρντ να καθορίζει αγώνες στα κρίσιμα σημεία τους.
Πριν δεχθεί την υποτροφία στο Ουέμπερ Στέιτ, ήταν ένας σεμνός αντί-σταρ στο AAU, το πρωτάθλημα ανεξάρτητων ομάδων. Ήταν, κοινώς, όπως στις μέρες μας. Για την ακρίβεια όχι αντί-σταρ, αλλά ο λιγότερο αλαζόνας από τους κορυφαίους παίκτες στο ΝΒΑ…
Η «Dame Time» δεν «γεννήθηκε» στα παρκέ της Λίγκας, αλλά σε κάποια στενά γυμναστήρια της Δυτικής όχθης των Η.Π.Α.. Ήταν κάτι που έκανε πριν από τα «θανατηφόρα» σουτ με τη φανέλα των Μπλέιζερς.
Πριν αρχίσει να προκαλεί παραλήρημα, από το οποίο ο ίδιος «δραπέτευε».
Ο Λίλαρντ δεν θυμάται απλώς το πρώτο καλάθι του, στο κορμό του δέντρου στην αυλή του σπιτιού του. Δεν αναπολεί μόνο το αυτοσχέδιο καλάθι του παππού του.
Όλα άρχισαν σε ένα γυμναστήριο στην Σάντα Κλάρα της Καλιφόρνια το 2005, στο παρθενικό «νικητήριο» της ζωής του. Σε ένα χαοτικό ματς AAU, από το οποίο ο ίδιος αποκάλυψε στο Sports Illustrated πως «με έμαθε να αντιδρώ τόσο ήρεμα ακόμη και σε κάτι μεγάλο».
Οι αναμνήσεις από εκείνο το ματς παραμένουν θολές. Ο Ντέιμ πιστεύει ακόμη πως ήταν τότε 13 ετών. Ο συμπαίκτης του στους Όκλαντ Ρέμπελς, Πι Τζέι Τέιλορ, επιμένει ότι ήταν 15…
Αμφότεροι διαφωνούν και για το ποιο τουρνουά ήταν. Μάλλον μικρή σημασία έχει. Οι κόουτς λένε πως ήταν στο γήπεδο του πανεπιστήμιου της Σάντα Κλάρα, αλλά ο Λίλαρντ είναι βέβαιος πως έπαιζε στο παρκέ του γειτονικού γυμνασίου.
Βίντεο δεν υπάρχει και, συνεπώς, τα στοιχεία και οι «αποδείξεις» δεν είναι ξεκάθαρες. Κινητά με κάμερες δεν είχαν γίνει της μόδας και το σουτ δεν «ανέβηκε» αμέσως στα social media.
Ο Αμερικανός γκαρντ δεν ήταν ακόμη σταρ. Τον αποκαλούσαν «ένα κοκαλιάρικο παιδί» και σε εκείνο το τουρνουά τα βλέμματα ήταν στραμμένα στον Τζέριντ Μπέιλες των Μπέι Έρια Μάτζικ, ο οποίος το 2008 επιλέχθηκε στο Νο11 του ντραφτ από την Ιντιάνα και έγινε γυρολόγος στο ΝΒΑ σε οκτώ ομάδες.
Όμως ο Dame δεν τον φοβόταν και όταν τον παρακολούθησε από την εξέδρα σε ένα προηγούμενο ματς, είπε: «Φίλε, δεν είναι και το τόσο καλός όσο λένε… Τον “έχω”!».
Οι Ρέμπελς έμειναν πίσω με 18 πόντους διαφορά στο πρώτο ημίχρονο. Το «παραμύθι» αυτής της ιστορίας θα ήταν ένα «τρελό» comeback με τον Λίλαρντ να σκοράρει στο τέλος για τη νίκη. Ωστόσο δεν συνέβη ακριβώς αυτό.
Λιγότερο από ένα λεπτό για τη λήξη, η διαφορά ήταν στους δύο πόντους. Ο Ντέιμ έκλεψε τη μπάλα, όμως ένας συμπαίκτης του αστόχησε. Ο Λίλαρντ πήρε το ριμπάουντ και η ιστορία γίνεται, όπως και στην αρχή της, και πάλι θολή από εκείνο το σημείο…
Ο σταρ του Πόρτλαντ επιμένει πως πήρε το ριμπάουντ και πήγε προς τη δεξιά γωνία. Ο Τέιλορ θυμάται πως έμεινε στην κορυφή της ρακέτας. Το μόνο βέβαιο είναι ότι το τρίποντό του πέρασε μέσα από το διχτάκι και οι Ρέμπελς προηγήθηκαν με έναν!
Απέμεναν δύο δευτερόλεπτα, όμως μέσα στο πανδαιμόνιο όλοι έγιναν μάρτυρες της πρώτης και τελευταίας φοράς που ο Dame έχασε την ηρεμία του.
Τη στιγμή που οι αντίπαλοι ετοιμάζονταν να επαναφέρουν τη μπάλα, όλοι είδαν τον Λίλαρντ να στέκεται εκστασιασμένος με τη φανέλα στο χέρι του και ακούστηκε ένα σφύριγμα του διαιτητή. Οι φωνές «βάλε τη φανέλα σου» ήταν αργοπορημένες, όπως και η αντίδραση του νεαρού. Μέχρι να το δοκιμάσει, ο ρέφερι τον είχε χρεώσει με τεχνική ποινή…
Οι Μάτζικ ευστόχησαν στις δύο βολές και η «έκρηξη» χαράς του Λίλαρντ μετατράπηκε σε απόγνωση. «Τα έκανα θάλασσα», σκέφτηκε από μέσα του και δεν έκρυψε πως ντράπηκε για αυτό το σφάλμα. Βίωσε μία διδακτική στιγμή ώστε να μην κάνει πάλι αυτό το λάθος.
Το πραγματικό πρώτο νικητήριο καλάθι του το πέτυχε στην προτελευταία τάξη του γυμνασίου, στο Όκλαντ Χάι.
Στα κολεγιακά χρόνια του στο Ουέμπερ Στέιτ είχε άλλη μία στιγμή μαγείας, κόντρα στο Νόρθερν Κολοράντο.
Όμως εκείνο το «παραλίγο» winning-shot στη Σάντα Κλάρα ήταν μία γοητευτική και συναισθηματική στιγμή μαζί με ένα πρώιμο μάθημα.
«Αυτό που έμαθα δεν ήταν μόνο να ελέγχω το συναίσθημα», εξήγησε. «Μερικές φορές κάνουμε λάθη και τα πράγματα δεν πάνε όπως τα θέλεις. Αυτό που έχει σημασία είναι να μπορείς να επιστρέψεις από κάθε αναποδιά και να μπορείς να αποδεχτείς την ευθύνη όταν προκαλείς πόνο στους άλλους».
Η παροιμιώδης ηρεμία του είναι πλέον το αποτέλεσμα εκείνης της ανεξέλεγκτης στιγμής στην εφηβεία του.
Η καριέρα του στο ΝΒΑ δεν συνοδεύεται (τουλάχιστον ως τώρα) με τίτλους ή πολλά ατομικά βραβεία, όμως θεωρείται ένας εκ των κορυφαίων παικτών, με αμέτρητες σπουδαίες στιγμές μπασκετικής τελειότητας
Ο ίδιος, πάντως, εξηγεί ότι «όταν με ρωτούν πώς μένω ήρεμος στα νικητήρια σουτ, τους απαντώ ότι προέρχεται από εκείνο το σουτ που μπήκε, αλλά από δικό μου λάθος μετά μας κόστισε τον αγώνα».
Λέγοντας πια πως «αν υπήρχε βίντεο θα το πλήρωνα ώστε να το παρακολουθήσω πάλι και απλώς να πω: “Διάολε, αυτό συνέβη πραγματικά”».
Συχνά απορούσε αν, επίσης, πράγματι συνέβησαν και διάφορα άλλα περιστατικά στην εφηβεία του.
Στο «The Players Tribune» αποκάλυψε και την ιστορία με την… κάννη στο πρόσωπό του. Ένα βράδυ επέστρεφε από την προπόνηση όταν «είδα τρεις τύπους να κατευθύνονται προς τη στάση του λεωφορείου, προς εμένα».
Είχε δίκιο να ανησυχεί… «Ο ένας μου φώναξε “άδειασε τις τσέπες σου!”. Σκεφτόμουν ότι “τους έχω” γιατί σήκωνα βάρη κάθε μέρα». Όμως ήταν τρεις.
Ο Ντέιμιεν Λίλαρντ θυμάται πως «ο ένας τράβηξε το λουρί από την τσάντα μου. Δεν είχα πολλά μαζί μου. Μόνο 15 δολάρια και μία τηλεκάρτα. Το επόμενο πράγμα που είδα ήταν τον τύπο να βγάζει ένα όπλο και να το φέρνει στο πρόσωπό μου… Τα μάτια μου ήταν “κολλημένα” στην κάννη και “πάγωσα”».
Ο Ντέιμ φοβήθηκε γιατί «σκέφτηκα τι θα γίνει αν πανικοβληθεί και πυροβολήσει; Και όλα αυτά για το τίποτα; Όταν άδειασαν την τσάντα μου έμεινα ακίνητος για δέκα λεπτά. Ήμουν σαν ζόμπι όταν πήγα στα McDonald’s να ζητήσω να κάνω ένα τηλεφώνημα».
Ο πρώτος που σκέφτηκε ήταν ο -ουσιαστικά- παιδικός ήρωάς του. Κάλεσε τον αδερφό του, Χιούστον, ο οποίος σπούδαζε στο πανεπιστήμιο του Μιζούρι. Εκείνος θυμήθηκε πως «πριν φύγω είχε έρθει και με παρακάλεσε να μην το κάνω. Αυτή την εικόνα θυμήθηκα όταν μου είπε πως τον έκλεψαν».
Το Όκλαντ είχε δώσει άλλο ένα σκληρό μάθημα στον Ντέιμιεν Λίλαρντ.
Εκείνο το πιτσιρίκι που δεν τρόμαζε εύκολα, μεγάλωσε γρήγορα. Το έκανε και στο Ουέμπερ Στέιτ, όταν ως πρωτοετής έσπασε το πόδι του…
Πριν βγάλει τον γύψο πήγαινε στο γήπεδο και έκανε 400 σουτ καθιστός! Όταν τον έβγαλε σούταρε 200 φορές στο ένα πόδι. «Αυτό με βοήθησε να βάλω περισσότερη καμπύλη στο σουτ μου», ανέφερε.
Καμία αναποδιά δεν θα «πλήγωνε» την αυτοπεποίθησή του και δεν θα επηρέαζε την αποστολή που είχε αποκαλύψει στην, δακρυσμένη όταν τον άκουσε, μητέρα του: «Μαμά δεν θέλω να ανησυχείς. Θα φτάσω στο ΝΒΑ, θα γίνω καλύτερος ρούκι της σεζόν, All-Star και θα βγάλω χρήματα ώστε να μην αγχώνεσαι για τίποτε άλλο».
Εκπλήρωσε την υπόσχεσή του. Μετά την επιλογή του στο Νο6 του ντραφτ του 2012, αναδείχθηκε κορυφαίος ρούκι το 2013. Είναι οικογενειάρχης, ράπερ και αφοσιωμένος στο Πόρτλαντ.
Τον Μάρτιο του 2021 αποκάλυψε στην ιστοσελίδα «The Athletic» ότι σε διάστημα 18 μηνών έχασε έξι δικούς του ανθρώπους.
Το 2020 βρήκε το πτώμα του 35χρονου ξάδερφού του, ο οποίος ήταν και προσωπικός σεφ του… Φίλος του έχασε τη ζωή του από τον κορονοϊό και μία θεία του από καρκίνο.
Και όταν άλλαξε η χρονιά, άλλος ξάδερφός του έπεσε θύμα πυροβολισμών και ένας αδερφικός φίλος του με τον ξάδερφό του δεν γλίτωσαν από σφαίρες στο Δυτικό Όκλαντ…
Ο Ντέιμιεν Λίλαρντ, όμως, έμαθε να ζει με τον (βουβό) πόνο. Έμαθε να ζει με το Όκλαντ μέσα του. Το Ανατολικό Όκλαντ, που «μου έδειξε να διαχωρίζω το σωστό από το λάθος».
Αλλά του δίδαξε και να μένει πάντοτε αφοσιωμένος και στωικός, σε κάθε «χάος» που καλείται να αντιμετωπίσει.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Ο Άλεν Άιβερσον έγινε σύμβολο μίας κουλτούρας που δεν του στέρησε τη μπασκετική «αθανασία»
Η αβάσταχτη απλότητα του (περίπλοκου) εαυτού του Ντένις Ρόντμαν