Υπάρχει μία ανάμνηση που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τη ζωή της Χέιβεν Σέπερντ. Ένα μακάβριο περιστατικό, όμως, το οποίο η ίδια δεν έχει στο μυαλό και την ψυχή της. Δεν το απαρνείται ακριβώς. Απλώς δεν το θυμάται.
Δεν φέρνει στο αθώο βλέμμα της τη μελαγχολική προετοιμασία των βιολογικών γονιών της. Δεν ακούει ακόμη και τώρα αυτή την ανατριχιαστική στιγμή που το αυτοκόλλητο μίας βόμβας «γαντζώνεται» πάνω σε δύο νέους ανθρώπους και ένα μωρό. Δεν μπορεί να φέρει στα αυτιά της εκείνον τον κρότο που διέλυσε τα πάντα. Σχεδόν τα πάντα…
Ο εκκωφαντικός θόρυβος σκότωσε δύο ανθρώπους. «Δολοφόνησε» έναν «παράνομο» έρωτα και θέλησε να πάρει και μαζί του και τον «αμαρτωλό» καρπό του.
Ωστόσο, η τραγωδία δεν ήταν ολοκληρωτική. Μπορεί να έφερε πένθος σε δύο οικογένειες, αλλά η ζωή βρήκε τον τρόπο να «δραπετεύσει» από εκείνη την «παγίδα» αυτοχειρίας.
Η Χέιβεν Σέπερντ, 18χρονη αθλήτρια κολύμβησης ατόμων με αναπηρία, είχε τότε, το 2004, άλλο όνομα. Διέθετε, πάντως -μαζί με την απαραίτητη δόση τύχης- το θάρρος και τη δύναμη που έχει και στις μέρες μας.
Με την επιβίωσή της δεν φανταζόταν τότε πως θα φτάσει ως τους Παραολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο, 17 χρόνια αργότερα.
Σημασία είχε πως έζησε σε εκείνη την ομαδική αυτοκτονία των γονιών της. Και κατάλαβε νωρίς-νωρίς τον λόγο και τον νέο, δικό της ιερό σκοπό.
Σε αντίθεση με τους ανθρώπους που την έφεραν στη ζωή, η Χέιβεν επιλέγει πάντα τη ζωή.
Η Ντο Τι Τχου Πχιονγκ γεννήθηκε στις 10 Μαρτίου 2003 στην επαρχία Κουανγκ Ναμ του Βιετνάμ.
Ήταν το κορίτσι δύο νέων, ενός 18χρονου αγοριού και μίας 17χρονης κοπέλας, οι οποίοι άρχισαν από τότε να εμπιστεύονται το ένστικτο και το συναίσθημα, εναντίον της λογικής.
Τα δύο παιδιά ήταν παντρεμένοι με άλλους και, επιπλέον, οι οικογένειές τους, είχαν αναπτύξει μεγάλη έχθρα μεταξύ τους.
Γνωρίστηκαν, αγαπήθηκαν και αποφάσισαν να ρισκάρουν τα πάντα. Μέχρι που αυτό το ρίσκο έγινε ασήκωτο βάρος. Μέχρι που αυτό το ρίσκο τους αφαίρεσε, οικειοθελώς, τη ζωή τους… Το διαζύγιο δεν ήταν απλώς ταμπού στη μικρή κοινωνία τους. Ήταν και κάτι που οι φαμίλιες τους δεν θα ανέχονταν ποτέ.
Το ζευγάρι απομονώθηκε χωρίς να το θέλει. Οι γείτονες τους κοιτούσαν με μισό μάτι. Κανένας εργοδότης δεν τους πρόσφερε εργασία.
Ο πατέρας της Χέιβεν δεν τολμούσε να ζητήσει βοήθεια από την οικογένειά του. Αυτό που μέχρι τότε του χάριζε ζωή και όραμα, ελπίδα, τον «πλάκωσε».
Η κατάθλιψη έγινε η δεύτερη «ερωμένη» του. Μία παρέα την οποία πάσχιζε να αποτάξει, αλλά δεν τα κατάφερνε. Η πρόταση στη σύντροφό του ήταν αποκαρδιωτική, όμως τη θεωρούσε λιγότερο «βαριά» από τη ζωή που ζούσαν.
Έφτιαξε μόνος του δύο βόμβες, τις «έδεσε» πάνω σε εκείνον και την αγαπημένη του και έβαλε ανάμεσά τους το μωρό τους… Ήταν 19 Ιουλίου 2004. Η πυροδότηση του εκρηκτικού μηχανισμού ήταν και ο ακαριαίος θάνατός τους.
Η Ντο Τι, όμως, αφού βρέθηκε σχεδόν δέκα μέτρα μακριά, έζησε!
Το 14 μηνών κορίτσι επέζησε, αλλά δεν βγήκε από όλο αυτό χωρίς απώλειες.
Οι γιατροί, που αρχικά δεν πίστευαν πως το βρέφος κατόρθωσε να ζήσει, εξήγησαν στους παππούδες και τις γιαγιάδες (που υποχρεώθηκαν να βάλουν για λίγο στην άκρη την έχθρα) ότι τα δύο ποδαράκια του πρέπει να ακρωτηριαστούν.
Τα πόδια της μικρής σταματούν πλέον στο γόνατο. Όχι, όμως, και η όρεξη για κανονική ζωή.
Η μία φαμίλια δεν θέλησε να αναλάβει την ανατροφή της, υπό το «σκοτάδι» του καθωσπρεπισμού. Η άλλη δεν μπορούσε να μεγαλώσει το παιδί, λόγω φτώχειας…
Την κανονική ζωή την πρόσφερε στην Ντο Τι μία οικογένεια από το Μιζούρι των Η.Π.Α.. Όταν η Σέλι και ο Ρομπ Σέπερντ ταξίδεψαν ως το Βιετνάμ, έχοντας ήδη δει φωτογραφίες του κοριτσιού, την αγάπησαν με την πρώτη ματιά. Την πήραν μαζί τους στην Αμερική και άρχισαν έναν νέο κύκλο εξετάσεων και θεραπειών στο Κάνσας. Όλα κύλησαν ομαλά.
Ονόμασαν το μωρό Χέιβεν και του χάρισαν όσα πρέπει κάθε παιδί να βιώνει και να απολαμβάνει. Αυτά δεν είναι υλικά αγαθά, αλλά αγάπη, φροντίδα και αποδοχή.
Η υιοθεσία της Χέιβεν βοήθησε τον Ρομπ Σέπερντ να ξεπεράσει δικές του ψυχολογικές δυσκολίες, καθώς μερικά χρόνια πριν έχασε τον πατέρα του και τον αδερφό του. Ο δεύτερος καταπλακώθηκε από μία δεξαμενή που ρυμουλκούσε με το φορτηγό του…
Ρομπ και Σέλι Σέπερντ είχαν ήδη έξι παιδιά, ωστόσο ήταν και κοινωνικά ευαισθητοποιημένοι και η υιοθεσία της Χέιβεν αποδείχθηκε πως έβγαλε τον νέο πατέρα της από τη μελαγχολία.
«Ο σύζυγός μου υπέφερε σιωπηλά», είχε εξηγήσει η Σέλι στο δίκτυο BBC.
Οι νέοι γονείς της την ώθησαν στα σπορ. Αρχικά, ως την ηλικία των εννέα ετών, η Χέιβεν ασχολήθηκε με τον στίβο.
Κάποια στιγμή, όμως, το τρέξιμο με τα προσθετικά μέλη την κούραζε πολύ. Δεν άντεχε ούτε τη διαδικασία του να φορέσει και να βγάλει τα τεχνητά μέλη ούτε, όπως έλεγε, «τον αφόρητο ιδρώτα».
Η Σέλι και ο Ρομπ την στήριξαν στην απόφασή της, αλλά θέλησαν να της δείξουν έναν άλλον αθλητικό δρόμο. Η κολύμβηση έγινε η «διαφυγή» της, καθώς από μικρή λάτρευε τις βουτιές στην πισίνα του σπιτιού της.
Κάθε φορά που κοίταζε τις αδερφές της, τους έλεγε πως «είμαι ένα “παιδί-θαύμα”! Αστειευόμουν, ωστόσο το πίστευα». Από την εφηβεία είχε καταλάβει πως «έλαβα στη ζωή μου μία δεύτερη ευκαιρία. Δεν σοκαρίστηκα ποτέ που έχασα τα δύο πόδια μου. Θα μπορούσα να είχα χάσει τη ζωή μου…».
Από τα δέκα της άρχισε να κολυμπά και το 2016 βρέθηκε στο «ραντάρ» της Παραολυμπιακής ομάδας των Η.Π.Α.. Δεν χρειάστηκε παρά μερικούς μήνες προπονήσεων για να τονίσει με αυτοπεποίθηση πως «σύντομα θα αγωνιστώ στους Παραολυμπιακούς Αγώνες».
Το πέτυχε και βρέθηκε στο Τόκιο, όπου τερμάτισε 5η στα 200μ. μικτής ατομικής, ενώ δεν κατόρθωσε να προκριθεί στον τελικό στα 100μ. ύπτιο. Είχαν, πάντως, προηγηθεί δύο χρυσά στο παγκόσμιο πρωτάθλημα Para Swimming του 2018.
Από το ταξίδι της έλεγε πως «σημασία δεν έχει τόσο το μετάλλιο όσο το ότι κατάφερα να είμαι εδώ».
Για την Χέιβεν Φέιθ Σέπερντ, το μεσαίο όνομά της («Faith» = «Πίστη»), δεν είναι απλώς συμπλήρωμα στην ταυτότητά της.
Είναι μία λέξη που επιθυμεί ο κόσμος, και κυρίως τα νεαρά κορίτσια, να σκέφτονται όταν διαβάζουν ή ακούν την ιστορία της. Άλλωστε, επιμένει πως «όταν έχεις πίστη, μπορείς να προχωρήσεις και να προσπεράσεις κάθε δυσκολία».
Έγινε το κεντρικό πρόσωπο διαφημιστικής καμπάνιας της Tommy Hilfiger, από τα εφηβικά χρόνια της δίνει ομιλίες έμπνευσης και παρακίνησης και επισήμανε ότι «μετά την εμπειρία ως μοντέλο συνειδητοποίησα πως δεν υπάρχει τέλειο σώμα.
»Αν κοιτάξουμε γύρω μας, όλοι μας έχουμε τις ατέλειες και τους “μώλωπές” μας. Είμαι ευλογημένη που με όσα λέω ή κάνω μπορώ να δείξω στους ανθρώπους πως ο καθένας μπορεί στην κυριολεξία να κάνει τα πάντα».
Η παραλίγο τελευταία ημέρα της ζωής της, σε ηλικία μόλις 14 μηνών, έγινε τελικά η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής της. Της πορείας που η ίδια θέλησε να χαράξει για τον εαυτό της, με τη βοήθεια της νέας οικογένειάς της.
Έχει ξεκαθαρίσει ότι η αυτοκτονία των βιολογικών γονιών της «δεν με έκανε να αισθάνομαι κακία για εκείνους… Δεν νιώθω κάτι για εκείνους που με γέννησαν, αλλά χάνοντας οι ίδιοι τη ζωή τους μου έδωσαν την καλύτερη ζωή που θα μπορούσα να φανταστώ».
«Χάνεται» στο όπως αποκαλεί «τίποτα του νερού», όπου δεν έχει ανάγκη τα προσθετικά μέλη της. Και επιμένει πως «έχω πάψει να έχω υψηλές προσδοκίες. Όταν τις θέτεις, αποκλείεται να μην απογοητευτείς.
»Θέλω απλώς να είμαι ο εαυτός μου, να απολαμβάνω αυτό που κάνω. Έχω αποδεχθεί ότι υπάρχουν πράγματα και καταστάσεις που δεν μπορώ να αλλάξω και επικεντρώνομαι στα θετικά της ζωής».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Αλεξάνδρα Σταματοπούλου: Η αποδοχή αρχίζει από μέσα σου
Δημοσθένης Μιχαλεντζάκης: Από τον Έβρο μέχρι το Τόκιο
Ανδρέας Κουτσούρης: Πέρα Από Τα Όρια / Στέλιος Μαλακόπουλος: Δεύτερη Ευκαιρία!
Παναγιώτης Κοντογιάννης: Αθλητές, όχι ήρωες / Ιωάννα Χρονοπούλου: Ο ίδιος άνθρωπος
«Ποιος είπε ότι δεν μπορεί» ο Ρομπ Μέντεζ; / Στο ποδόσφαιρο υπάρχουν (και) αληθινοί ήρωες
ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡ / ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΛΥΜΒΗΣΗ