Λίγο λιγότεροι από 370.000 είναι. Όλοι σε ένα νησί ζουν. Στη «Γη του Πάγου», όπως μεταφράζεται το Iceland.
Πάνω-κάτω όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους. Ή έστω δεν έχουν την ανάγκη να προσδιοριστούν διαφορετικά από την χρήση των πατρωνύμων τους.
Το θέμα λοιπόν προαιώνια λυμένο. Ο γιος θα έχει ως επίθετο το όνομα του πατέρα του με κατάληξη το -son. Η κόρη επίσης το όνομα του πατέρα της (σπανιότερα χρησιμοποιείται της μητέρας) με την κατάληξη -dóttir. Κάτι άλλο δεν χρειάζεται. Είσαι, για παράδειγμα, ο Γιαν, ο γιος του Μπόλντουρ. Θα σε φωνάζουν λοιπόν ακριβώς έτσι: Γιαν Μπόλντουρσον. Αυτό φτάνει για να ξεχωρίσει ο οποιοσδήποτε σε μια περίκλειστη κοινωνία, με προφανείς καταβολές από την παράδοση των Βίκινγκς.
Και ακριβώς επειδή έτσι γίνεται η… επιθετοδοσία, υπάρχει μια πανίσχυρη επιτροπή, η Εθνική Επιτροπή Ονομάτων, που εξετάζει ακριβώς την ονοματοδοσία. Το τι δηλαδή ονόματα θα δίνονται στους Ισλανδούς και αν είναι σύμφυτα με την παράδοση της χώρας, κρίνοντας αν μπορούν να ενταχθούν και στην πολιτιστική, πολιτισμική καθημερινότητά της. Αυτονόητα σημαντικό, εφόσον από τα ονόματα προκύπτουν και τα επίθετα.
Επίθετα από την λίστα των οποίων τον τελευταίο αιώνα, από το 1925 και μετά για την ακρίβεια, ουσιαστικά δεν επιτρέπεται η χρήση οικογενειακών. Για την ακρίβεια, γίνεται μόνο κατόπιν εξέτασης (και πάλι) από ειδικούς και αρμόδιους κρατικούς φορείς, οι οποίοι σπανιότατα, πραγματικά σπανιότατα επιτρέπουν κάτι ανάλογο.
Οι εξαιρέσεις σε αυτό το διάστημα μετρημένες στα δάχτυλα των δύο χεριών. Κυρίως αφορούν σε Ισλανδούς που ζουν εκτός χώρας (εύλογο το γιατί) και είναι… δακτυλοδεικτούμενοι μεταξύ των συμπατριωτών τους. Για καλό λόγο. Ο πρώην Πρωθυπουργός Γκέιρ Χάαρντε, ο εφευρέτης Μάγκνους Σβένινγκ, ο νομπελίστας συγγραφέας Χάλντουρ Λάξνες, ο επίσης συγγραφέας Εϊνάρ Χιέρλεϊφσον, ο οποίος μαζί με τους αδερφούς του διάλεξαν να φέρουν το οικογενειακό όνομα Κβάραν.
O Άρνορ Γκούντγιονσεν θα μπορούσε να μπει στην ίδια σειρά. Ως προς τα κριτήρια τουλάχιστον της επιτροπής. Επρόκειτο για τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή που είχε βγει ποτέ από την «Γη του Πάγου».
Φορ με 23χρονη καριέρα, από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 ως και τις αρχές του 21ου αιώνα, ξεχώρισε για τη θητεία του στο Βέλγιο και την Άντερλεχτ, με τη φανέλα της οποίας έφτασε -και έχασε- σε δύο Τελικούς διεθνών διοργανώσεων.
Πρώτα, του Κυπέλλου UEFA το 1984, οπότε με δικό του -τελευταίο- χαμένο πέναλτι η Τότεναμ ήταν αυτή που σήκωσε την κούπα, και, έξι χρόνια αργότερα, του Κυπέλλου Κυπελλούχων κόντρα στη Σαμπντόρια, η οποία με δύο γκολ του Τζιανλούκα Βιάλι (κρατήστε το γι’ αργότερα…) στην παράταση κατέκτησε το τρόπαιο.
Τον γιο του λοιπόν θα έπρεπε βάσει των προαναφερθέντων ισχυόντων να τον λένε Άρνορσον. Ο γιος του Άρνορ δηλαδή. Επειδή όμως ο πατέρας του ήταν αυτός που ήταν για το Ισλανδικό ποδόσφαιρο, του επιτράπηκε (εφόσον το ήθελε) να συνεχίσει το οικογενειακό επίθετο. Το ήθελε.
Το τι αποτέλεσε αυτός με τη σειρά του, παίρνοντας την σκυτάλη από τον πατέρα του, φαίνεται από το γεγονός ότι και στους τρεις γιους του (όλοι ποδοσφαιριστές…) επιτράπηκε να συνεχίσουν να φέρουν το οικογενειακό επίθετο. Όλοι λοιπόν Γκούντγιονσεν. Βαρύ. Αφού πλέον όλος ο πλανήτης ξέρει ποιανού (εγγόνια και) γιοι είναι, χωρίς να τους ξεχωρίζουν μόνο οι πατριώτες τους.
Και η αλήθεια είναι πως βαρύτερη κληρονομιά δεν θα μπορούσαν να έχουν. Αρκεί που ο πατέρας τους λέγεται Εϊντούρ Γκούντγιονσεν…
Παράδοση-παραλαβή
24 Απριλίου 1996. Ταλίν. Η Ισλανδία κάνει περίπατο κόντρα στην Εσθονία (3-0) σε μια αναμέτρηση της τελευταίας ταχύτητας του Ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου (γιατί εκεί βρίσκονταν τότε οι νησιώτες). Απομένουν 28 λεπτά από τη λήξη και τότε γράφεται ιστορία. Ένας 36χρονος, κοσμογυρισμένος, φημισμένος παράταιρα του στάτους του αθλήματος στην χώρα του, βγαίνει από το γήπεδο.
Στη θέση του ένας ανήλικος (θα έκλεινε τα 18 του σε πέντε μήνες) που τότε ξεκινούσε την καριέρα του, έχοντας η αλήθεια είναι τόσο τα γονίδια όσο και το ταλέντο για να την κάνει ολόλαμπρη.
Ο απερχόμενος ήταν ο Άρνορ Γκούντγιονσεν. Ο νεοεισελθών ήταν ο Εϊντούρ Γκούντγιονσεν. Ο πατέρας λοιπόν αντικαταστάθηκε από τον γιο. Καλύτερη τελετή ποδοσφαιρικής παράδοσης-παραλαβής δεν θα μπορούσε να γίνει. Και ούτε έγινε ποτέ ξανά. Οπουδήποτε.
Ούτε καν οι δυο τους που την δημιούργησαν δεν κατάφεραν να την επαναλάβουν ή πόσο μάλλον να την… βελτιώσουν, συνυπάρχοντας στην ίδια ενδεκάδα και όχι ο ένας αντικαθιστώντας τον άλλον. Ο Άρνορ έναν ακόμη χρόνο συνέχισε με το εθνόσημο (και άλλα πέντε, ως τα πατημένα δεύτερα -άντα, το ποδόσφαιρο). Ο Εϊντούρ όμως ήταν τότε αβέβαιο αν θα συνέχιζε το ποδόσφαιρο.
Στα 16 του είχε αφήσει το Ρέικιαβικ και τη Βαλούρ (από τα 13 του στα τσικό της, παίζοντας αμέσως στην U16…) και είχε μετακομίσει στο Αϊντχόβεν. Η PSV τον είχε ξεχωρίσει, διόλου εύκολο τότε για ποδοσφαιριστή από την Ισλανδία, και τον προόριζε για παρτενέρ (ή έστω διάδοχο…) του Ρονάλντο, με τον οποίον πρόλαβαν να παίξουν μαζί στην επίθεση των «Μπέρεν». Το ντεμπούτο του μάλιστα το είχε κάνει στο Camp Nou κόντρα στην Μπαρτσελόνα σ’ ένα παιχνίδι του Κυπέλλου Πρωταθλητριών.
Δεν κράτησε πολύ όμως, αφού ένας φρικτός τραυματισμός διαλύει τον αστράγαλο του Γκούντγιονσεν. Οι γιατροί τού συστήνουν προσεκτική και μακριά αποθεραπεία και πρακτικά τον προτρέπουν να ξεχάσει οτιδήποτε γύρω από το ποδόσφαιρο. Λύνει το συμβόλαιο του με την PSV και επαναπατρίζεται. Όχι για να ξαναπαίξει, αλλά για να γίνει καλά.
Το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της αποθεραπείας μια ντουζίνα ομάδες προθυμοποιήθηκαν να συμβάλουν στην αποκατάστασή του, εκτιμώντας και το ταλέντο και τη δυναμική του ανεξαρτήτως τραυματισμού (18 χρόνων ήταν μόλις άλλωστε), τον κινητοποιεί. Επιστρέφει λοιπόν στα γήπεδα μετά από κοντά δύο χρόνια. Και το κάνει, ξεκινώντας -ξανά- από την (δική του ποδοσφαιρικά) αρχή. Όχι από τη Βαλούρ αλλά από την συμπολίτισσα KR.
Fire and Ice
Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει ήταν να αποδείξει πως είναι γερός. Τέτοια ήταν η φήμη που είχε χτίσει στην εφηβεία του. Τέτοιο το ταλέντο που γνώριζαν πως είχε. Τέτοια η εξέλιξη που έλπιζαν -ή έστω πόνταραν- πως θα μπορούσε να έχει.
Έξι παιχνίδια λοιπόν με την KR έφταναν. Τουλάχιστον στην Μπόλτον, η οποία το καλοκαίρι της επανόδου του (1998) αποφασίζει να ρίξει τη ζαριά της με δαύτον. Και έφερε εξάρες.
Την πρώτη του χρονιά πετυχαίνει 21 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις, οδηγώντας τους «Τρότερς» στα play off της Division 1 (η τότε Championship) και τα ημιτελικά τόσο του Κυπέλλου Αγγλίας όσο και του League Cup.
🎂 Happy Birthday to former Wanderers striker, @Eidur22Official! The Iceman turns 39 today. Thanks for the memories, Eidur! #BWFC 🐘 🏰 pic.twitter.com/FgYdazEIPQ
— Bolton Wanderers (@OfficialBWFC) September 15, 2017
Ανάλογη συνέχεια δεν είχε στο «Reebok», αλλά ήταν σαφές πως είχε περάσει στην επόμενη πίστα. Και έτσι, το καλοκαίρι του Millennium o άνθρωπος που είχε στερήσει από τον πατέρα του τον δεύτερο Ευρωπαϊκό τίτλο που διεκδίκησε, εκείνο το Κύπελλο Κυπελλούχων του 1990, ο Τζιανλούκα Βιάλι, έχοντας αναγορευτεί σε παίκτη-προπονητή της Τσέλσι, τον ντύνει στα «μπλε».
Δεν ήταν μια… blockbuster προσθήκη για τους Λονδρέζους. Και αυτό ξεκαθαρίστηκε με το welcome, αφού η πιο ηχηρή αγορά εκείνου του καλοκαιριού αφορούσε στον (προαλειφόμενο για) βασικό στην κορυφή της επίθεσής τους, τον Τζίμι Φλόιντ Χάζελμπαϊνκ. Οι δυο τους αρχικά συγχρωτίζονται εκτός γηπέδου, αφού ο Ισλανδός έρχεται από τον πάγκο (σκοράροντας παρά ταύτα αρκετά).
Τα νυχτοπερπατήματά τους θρυλικά και μνημειώδη, καθ’ όλη τη διάρκεια της συνύπαρξης τους στην Τσέλσι. Καζίνο, τζογάρισμα στο οτιδήποτε (σε σημείο που ο Γκούντγιονσεν παραδέχτηκε πως είχε φτάσει να χρωστάει περίπου μισό εκατ. ευρώ), καβγάδες σε μπαρ, με τον Ισλανδό να έχει μάλιστα συλληφθεί να οδηγεί μεθυσμένος, μερικά μόνο από το πλούσιο εξωγηπεδικό τους ρεπερτόριο.
Το εντός γηπέδου χρειάστηκε μια ολάκερη σεζόν για να δομηθεί. Ο Κλαούντιο Ρανιέρι, ο οποίος είχε εν τω μεταξύ αναλάβει την τεχνική ηγεσία της Τσέλσι, εξακολουθούσε να προτιμάει ως παρτενέρ του Ολλανδού τον Τζιανφράνκο Τζόλα. Δεν περπατούσε. Σ’ ένα Λονδρέζικο ντέρμπι με την Τότεναμ στο Stamford Bridge, ο Γκούντγιονσεν μπαίνει αλλαγή στο 88′, με τους «Μπλε» να βρίσκονται 2-1 πίσω στο σκορ. Το γυρίζουν. Σημάδι πρώτο.
Στο επόμενο, φιλοξενούν τη Μίντλεσμπρο. Ο Ρανιέρι τους βάζει μαζί. Μετά από τρία μόλις λεπτά, από λόμπα-ασίστ του Ισλανδού, ο Ολλανδός ανοίγει το σκορ. Βρίσκει λίγο αργότερα και ένα δεύτερο, η Τσέλσι κερδίζει και… αυτό ήταν. Fire and Ice. Φωτιά και πάγος. Έτσι αποκλήθηκε ένα από τα πλέον αξιομνημόνευτα επιθετικά δίδυμα της προ Αμπράμοβιτς εποχής της Τσέλσι. Προφανώς, περιττεύει η εξήγηση για το ποιος ήταν η φωτιά και ποιος ο πάγος.
«Χρειαζόμουν έναν Εϊντούρ. Δεν ήμουν τεχνίτης. Αυτός ήταν. Περισσότερο 10αρι παρά φορ. Λες και είχε μόνιμα ένα GPS στο κεφάλι του και μπορούσε να δει σε κάθε του κίνηση όχι μόνο το τέρμα αλλά και το πού βρίσκονται οι συμπαίκτες του, ώστε να κάνει την κατάλληλη πάσα την κατάλληλη στιγμή», η ανάγλυφη περιγραφή του Χάζελμπαϊνκ για τον Διόσκουρό του.
Μαζί πέτυχαν 52 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις στη σεζόν 2001-02, με τον Ολλανδό να τερματίζει ένα μακριά πίσω από τον κορυφαίο σκόρερ της Premiership, Τιερί Ανρί (24 έναντι 23), και τον Ισλανδό αξιοσέβαστα να καταλήγει στην όγδοη θέση της σχετικής λίστας με 14 τέρματα.
Οι τίτλοι στο Λονδίνο και η μεταγραφή στην Μπαρτσελόνα
Και μετά… ήρθε ο Αμπράμοβιτς. Και έφερε τον Μουρίνιο. Και αυτό που έλειπε για μισό αιώνα από το «Stamford Bridge» και πολύ λιγότερο από την καριέρα του Γκούντγιονσεν ήρθε. Τίτλοι. Δύο συνεχόμενα πρωταθλήματα (2005, 2006) το κερασάκι στην τούρτα, με τον ίδιο μάλιστα στο πρώτο αναντικατάστατο. Συνολικά εκείνη τη σεζόν (2004-’05) έκανε 57 συμμετοχές. Μόνο ο Φρανκ Λάμπαρντ είχε περισσότερες.
Στην πορεία των Λονδρέζων για τον τίτλο, σκόραρε το νικητήριο γκολ στην πρεμιέρα κόντρα στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, πέτυχε γκολ και στο Old Trafford αλλά και στο Highbury κόντρα στην Άρσεναλ, στα πλέον ξεχωριστά από τη ντουζίνα που πανηγύρισε.
Η Τσέλσι όμως είχε πλέον μπει για τα καλά στο μεδούλι της λογικής του Αμπράμοβιτς, ο οποίος ό,τι (του) γυάλιζε, φρόντιζε να το αγοράσει. Και ο ίδιος μάλλον είχε ξεθωριάσει. Μικρότερη πολύ η συμβολή του στο δεύτερο σερί πρωτάθλημα, εξελισσόμενος σε ρεζέρβα πολυτελείας, με τον ρόλο του να φαίνεται πως θα ήταν ακόμη μικρότερος στη συνέχεια.
Ο Μουρίνιο σέβεται το παρελθόν και την προσφορά του και του ζητάει να φύγει. Βγαίνει στην αγορά. Γιουνάιτεντ και Ρεάλ οι πλέον χαρακτηριστικοί μνηστήρες. Η Μπαρτσελόνα όμως αναζητά φορ. Στοχεύει στον Ντιέγκο Φορλάν, αλλά τότε η Βιγιαρεάλ αξίωνε 25 εκατ. ευρώ και η Τσέλσι 15. Προτιμάται η φθηνότερη λύση, μα και συνάμα αυτή που είχε “πονέσει” τους Καταλανούς.
Σε εκείνο το θρυλικό ματς των «16» του Champions League της σεζόν 2004-05 στο Stamford Bridge, στο παιχνίδι με το γκολ… σβήσιμο του τσιγάρου του Ροναλντίνιο, ήταν αυτός που είχε ανοίξει το σκορ για την Τσέλσι (1-2 στη Βαρκελώνη, στο πρώτο παιχνίδι) και παράλληλα και τον δρόμο για την ανατροπή και την πρόκρισή τους στα προημιτελικά.
Εκείνο το γκολ (είχε ντριμπλάρει τον Πικέ, πριν ολοκληρώσει την αντεπίθεση), εκείνο το παιχνίδι, εκείνο το παιχνίδι του είχαν μείνει στα αποδυτήρια της Μπαρτσελόνα. Κάτι λοιπόν οι κατάλληλοι (εν αγνοία του) αγγελιοφόροι που έβαλαν πλάτη, κάτι ο (Ολλανδός, πάντα τους έκανε, πάντα του έκαναν, μιλάει άλλωστε και την γλώσσα) Φρανκ Ράικαρντ που τον ήθελε και κάτι η συμφέρουσα οικονομικά περίπτωσή του, όλα συνέβαλαν στο να ντυθεί τελικά «μπλαουγκράνα».
Καρμικά δεμένος και με το Camp Nou. Παιδικό βίωμα. Ευχάριστο μα γιγάντιο. Ήταν-δεν ήταν 12 χρόνων. Και η Άντερλεχτ του πατέρα του αντιμετώπιζε την Μπαρτσελόνα στην πορεία της για να φτάσει στον Τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων το 1990. Οι «Μωβέ» έχουν ένα 2-0 από το πρώτο ματς στις Βρυξέλλες. Νωρίς στον επαναληπτικό, οι Καταλανοί ανοίγουν το σκορ και το γήπεδο… εκρήγνυται.
«Δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ τον θόρυβο. Δεν ήξερα πόσον πολύ μπορούν να κάνουν 100.000 άνθρωποι. Φοβήθηκα, τρόμαξα. Περισσότερο βλέποντας τον πατέρα μου να βάζει τα χέρια του στο πρόσωπό του. Αντανακλαστικό ήταν, είμαι σίγουρος, αλλά εκείνη την στιγμή νόμιζα πως το έκανε για να μην ακούει, γιατί δεν άντεχε ν’ ακούει».
Ο θόρυβος τελικά δεν σταμάτησε τότε την Αντερλεχτ (προκρίθηκε στην παράταση) και για τον ίδιον έγινε πλέον οικείος στην τριετία που πέρασε στη Βαρκελώνη. Δεν προβλεπόταν να έχει ρόλο βασικού. Δεν τον χάλαγε. Λειτουργικά όμως, ποιοτικά, θα διαδεχόταν τον κοσμαγάπητο στη Βαρκελώνη Χένρικ Λάρσον. Δύσκολο.
Φάνηκε να επιδιώκει τη σύγκριση, διαλέγοντας το «7» που είχε αφήσει… ορφανό στ’ αποδυτήρια ο Σουηδός. Η ιστορία βέβαια είναι κάπως διαφορετική. Παραμονές της μετακόμισής του στην Ιβηρική, τέλη Ιουνίου, κάνει οικογενειακές διακοπές στις ΗΠΑ. Παίζει χαρτιά μ’ έναν φίλο του που το «7» που έψαχνε για να κερδίσει το παιχνίδι, το βρίσκει. Επαναλαμβανόμενα μάλιστα, τονίζοντάς του συνεχώς πως ήταν ο αγαπημένος αριθμός του πατέρα του.
Το επόμενο πρωί, ο φίλος του τον πληροφορεί πως έχασε τον πατέρα του και έτσι, προς τιμήν του, στην μνήμη του, ο Γκούντγιονσεν αποφασίζει να βάλει αυτό το νούμερο στην «μπλαουγκράνα» φανέλα του.
Το κλείσιμο του κύκλου
Στην Βαρκελώνη κερδίζει. Τα πάντα. Champions League, Nταμπλ, Ευρωπαϊκό Super Cup, στην τρίτη και τελευταία του σεζόν (2008-’09). Και πρώτη του Γκουαρντιόλα. Ο χρόνος του, ο ρόλος του δεν άλλαξαν. Μπαλαντέρ μεσοεπιθετικός, γρανάζι για ό,τι τακτικά διαφορετικό, πολυτέλεια για το rotation, ο οποίος μπορεί να μην ταίριαζε φυσιογνωμικά, αγωνιστικά στο «ποδόσφαιρο Μπαρτσελόνα» (ειδικά της εποχής), μα ήταν απολύτως χρήσιμος.
Επίθετο όμως που δεν μπορούσε να τον πάει μακρύτερα στη Βαρκελώνη. Και έτσι, ο «Γκούντι» ή η «Αρκούδα», όπως τον αποκαλούσαν στα αποδυτήρια, ο «Βακαλάος», όπως του κόλλησαν οι φίλαθλοι λόγω της νησιωτικής προέλευσής του, αποχωρεί, ξεκινώντας ένα ταξίδι με πολλούς σταθμούς.
«Εδώ διαφέρω από τον τυπικό Ισλανδό. Αυτός αναζητά το σπίτι και τη ζεστασιά του. Εγώ μπαίνω μέσα και κοιτάω πότε θα φύγω ξανά, έχοντας πάντα μια βαλίτσα έτοιμη».
Τις ετοιμάζει για Γαλλία (Μονακό), Αγγλία ξανά (Τότεναμ, Στόουκ, Φούλαμ), όταν ξεμένει από επιλογές εκεί φθινόπωρο του ’11, έρχεται στην Ελλάδα, αποτελώντας την μεγαλύτερη μεταγραφή της ΑΕΚ πριν την κατάρρευσή της, με 2.500 οπαδούς να τον περιμένουν στο αεροδρόμιο. Οι τραυματισμοί, οι οποίοι τον είχαν ξεχάσει από εκείνον τον τρομακτικό στα νιάτα του, τον θυμούνται ξανά και στο πρώτο του ντέρμπι στα μέρη μας, κόντρα στον Ολυμπιακό, υφίσταται διπλό κάταγμα κνήμης και περόνης.
Ό,τι άκουσε στα 18 του, το ακούει ξανά στα 33 του. Πλήρης ποδοσφαιρικών ημερών πια, αποκατεστημένος οικονομικά, χορτασμένος, κανείς δεν θα τον κατηγορούσε. Και πάλι όμως γράφει τις ιατρικές συμβουλές στα παλαιότερα των υποδημάτων του και συνεχίζει. Λύνει το συμβόλαιο του με την ΑΕΚ και έναν χρόνο μετά τον τραυματισμό του πηγαίνει στο Βέλγιο, εκεί δηλαδή όπου ο πατέρας του είχε περάσει τα καλύτερα χρόνια της δικής του καριέρας, παρατείνοντας τη δική του περιοδεία των ποδοσφαιρικών στερνών.
Σερκλ Μπριζ, Κλαμπ Μπριζ, επιστροφή στο Μπόλτον, Κίνα. Όλες τελείες, σημάδια για τη χάραξη του κύκλου (του).
Έχοντας αντιληφθεί, βιώνοντας πλέον, την αλλαγή επιπέδου του Ισλανδικού ποδοσφαίρου, έχοντας ο ίδιος αποτελέσει τον πυλώνα για την αναβάθμιση της προσέγγισης του αθλήματος, μένει στα πέριξ μόνο και μόνο για να αποτελεί μέλος της “χρυσής” γενιάς της Εθνικής Ισλανδίας.
Φτάνει στα μπαράζ του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 2014. Δεν ήταν έτοιμη, πόσο μάλλον όταν απέναντι ήταν η Κροατία. Δύο χρόνια αργότερα όμως το ρόδι σπάει. Παρθενική παρουσία σε τελικά μεγάλης διοργάνωσης και θριαμβευτική πορεία ως τα προημιτελικά του Euro 2016, οπότε και κόντρα στη Γαλλία ο «Afi» («παππούς» στα ισλανδικά, έτσι τον είχαν καταχωρημένο οι συμπαίκτες του στο γκρουπ τους στο what’s app), φορώντας το περιβραχιόνιο στο φινάλε του παιχνιδιού, αγωνίστηκε για τελευταία φορά με το εθνόσημο.
Ακριβώς 20 χρόνια μετά το ντεμπούτο του. Λίγο πριν τη συμπλήρωση των 38 του. Το μαράζι του έφυγε, o κύκλος του ουσιαστικά είχε ολοκληρωθεί. Χάραξε τα τελευταία με ένα φεγγάρι στη Νορβηγία (Μόλντε), η χάρη του έφτασε ως και την Ινδία, τη φανέλα όμως της Πούνιε δεν την φόρεσε ούτε μια φορά, αφού ο τρίτος σοβαρός τραυματισμός της καριέρας του αποδείχτηκε και ο καταλυτικός, οδηγώντας τον στην απόσυρση, λίγο πριν σαρανταρίσει.
Η πέμπτη δεκαετία της ζωής του τον βρίσκει προπονητή. Εκκολαπτόμενο. Στα ίδια λημέρια. Βάπτισμα του πυρός ως βοηθός στην Ελπίδων, συνέχεια ως βοηθός στην Χαφναρφιόρντουρ και από τον Δεκέμβριο του 2020 βοηθός στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της Ισλανδίας, πριν την επιστροφή του ως πρώτος στην Χαφναρφιόρντουρ για μόλις 16 ματς.
Επί των ημερών του χρίστηκαν διεθνείς οι δυο μεγάλοι του γιοι. Αμφότεροι ξεκίνησαν από τα τσικό της Μπαρτσελόνα (όπως και ο βενιαμίν -γεννημένος το 2006- Ντάνιελ Τρίσταν, ο οποίος μεταπήδησε στις ακαδημίες της Ρεάλ), αμφότεροι επιθετικοί. Σβάιν Άρον ο μεγαλύτερος (γεννηθείς το 1998), Άντρι Λούκας ο νεότερος, (γεννηθείς το 2002).
Η παρακαταθήκη που κουβαλάνε λυγίζει. Ο πατέρας τους αδιαμφισβήτητα ξεπέρασε τον παππού τους και λογίζεται ο κορυφαίος της ιστορίας του ποδοσφαίρου του τόπου του, αφήνοντας ένα σκαλί πιο κάτω του τον δικό του πατέρα.
Στατιστικά, ιστορικά, φυσιολογικά είναι απίθανο να μπορέσουν να βαδίσουν την ίδια περπατησιά. Μα στο τέλος-τέλος, το μόνο που τους ζητάει η παράδοση της ποδοσφαιροφαμίλιας των Γκούντγιονσεν είναι απλώς να μπορέσουν με τα δικά τους κατορθώματα να μεταφέρουν το οικογενειακό επίθετο στους επιγόνους τους…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Άρον Γκούναρσον: Τέρμα τ’ αστεία!
Κλάουντιο Ρανιέρι: Η τέλεια μετριότητα
Τιερί Ανρί: Προσεγγίζοντας την τελειότητα
Ντιέγκο Φορλάν: Ξηλώνοντας το παλτό
Ο εύκολος δρόμος του Ζεράρ Πικέ
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη