Οι αποφάσεις ζωής και η μοίρα είναι προφανώς βαθυστόχαστα θέματα. Η οπτική μου επιμένει πως το ιδανικό είναι να δίνεις πάντα τον καλύτερο εαυτό σου σε ό,τι κάνεις. Έπειτα από αυτό, όποιο κι αν είναι το πεπρωμένο σου, θα σου αποκαλυφθεί με αυτό τον τρόπο.
Είναι σημαντικό πώς αλληλοεπιδρούμε μεταξύ μας για να διασφαλίζουμε πάντα ότι κάνουμε το καλύτερο δυνατό στο μπάσκετ και τη ζωή. Στο τέλος της ημέρας, είναι ο μόνος τρόπος για να προχωρήσουμε. Η μοίρα μας είναι εκεί.
Δεν είμαι σίγουρος πόσο σκέφτηκα το πεπρωμένο στη ζωή μου. Είναι υπέροχο όταν μπορούμε να αναζητήσουμε τα χαρίσματά μας. Πρέπει να βρούμε με αυτό τον τρόπο τον δρόμο μας.
Φυσικά, υπάρχει αποτυχία η οποία δεν μας ωριμάζει απαραίτητα, όμως μας κάνει τον καλύτερο που μπορούμε να γίνουμε. Όλοι έχουμε ατομικά ταλέντα, ως αθλητές ή πολιτικοί, ως γιατροί ή ό,τι κι αν είναι αυτό που ακολουθούμε.
Το κυριότερο είναι να βρεις το πάθος, την αποστολή σου. Κατέληξα να ανακαλύψω τα χαρίσματά μου στο μπάσκετ, διότι πολύ καιρό πριν μισούσα το παιχνίδι! Δεν πίστευα ότι ήταν για μένα.
Μεγαλώνοντας αποφάσισα να εμπιστευτώ τις ικανότητές μου, τους προπονητές μου και άρχισα να το απολαμβάνω πραγματικά. Όταν το συνειδητοποίησα, προσπαθούσα πάντα να είμαι ο καλύτερος εαυτός μου.
Ίσως το να αγωνιστώ στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ήταν κάτι σαν πεπρωμένο για μένα. Τώρα το πιστεύω πραγματικά.
Είχα μία μεγάλη διαδρομή στην Αμερική, όπου έδωσα τον καλύτερο μου εαυτό ως το NCAA. Αλλά η μπασκετική μοίρα μου ήταν μάλλον το ευρωπαϊκό μπάσκετ.
Η ελληνική εμπειρία μου ήταν εκπληκτική! Τη θεωρώ ως ένα από τα καλύτερα πράγματα που μου συνέβησαν.
Το να παίζω στον ΠΑΟΚ ήταν ένα σπουδαίο ταξίδι, ακόμα κι αν δεν ήταν η παρθενική στάση της καριέρας μου στην Ευρώπη. Ξεκίνησα να αγωνίζομαι στην Ιταλία.
Έπαιξα για μια σπουδαία ομάδα όπως η Τρέισερ Μιλάνο και στη συνέχεια μετακόμισα στο Ισραήλ, σε έναν άλλο μεγάλο σύλλογο, στη Μακάμπι Τελ Αβίβ. Αμφότερες ήταν υπέροχες αναμνήσεις, ωστόσο βρήκα πραγματικά ένα νέο σπίτι στον ΠΑΟΚ. Εγώ και η ομάδα «μεγαλώσαμε» και ωριμάσαμε με θετικό τρόπο. Ήμουν νεαρός παίκτης στο Μιλάνο, αλλά όταν έφτασα στη Θεσσαλονίκη ήμουν πιο ώριμος και ο σύλλογος μού ταίριαξε εξαιρετικά.
Θυμάμαι επίσης, τότε, πώς οι οπαδοί της Αθήνας πανηγύριζαν για τον ΠΑΟΚ και τον Άρη, στα ευρωπαϊκά ματς τους. Υποθέτω ότι αυτό συνέβη επειδή η αντιπαλότητα μεταξύ Παναθηναϊκού και Ολυμπιακού δεν ήταν τόσο μεγάλη και τεταμένη εκείνες τις μέρες…
Θυμάμαι πόσο υποστήριζαν, για παράδειγμα, και τον Ντέιβιντ Ίνγκραμ, γκαρντ του Ηρακλή, ακόμη και στην Αθήνα!
Μίλησα με τον Ντέιβιντ πριν από λίγες μέρες. Παίζει μπάσκετ κάθε μέρα. Ήταν ένας καταπληκτικός σκόρερ και μαχητής και δεν το λέω απλώς επειδή είναι φίλος μου και τον αγαπώ.
Μετά την αποφοίτησή μου από το πανεπιστήμιο Νοτρ Ντέιμ, είχα ένα τροχαίο ατύχημα με τον φίλο και πρώην συμπαίκτη μου, Ντέιβιντ Ρίβερς. Ο Ντέιβιντ έπαιξε επίσης στην Ελλάδα, στον Ολυμπιακό, με τον οποίο κατέκτησε το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα το 1997.
Το ατύχημά μας, στα τέλη Αυγούστου 1986, ήταν μια τρομερή μέρα… Εγώ οδηγούσα. Ένας άλλος οδηγός, ο οποίος ήταν μεθυσμένος, δεν σεβάστηκε την πινακίδα για να σταματήσει το όχημά του, μας χτύπησε και μας έκανε να στριφογυρίσουμε. Το αυτοκίνητό μας αναποδογύρισε. Αναποδογύρισε δύο ή τρεις φορές και ο Ντέιβιντ πετάχτηκε από το παράθυρο… Είχε ένα βαθύ κόψιμο 25 ή 30 εκατοστών στο στομάχι του.
Όταν πήγα να του μιλήσω στο σημείο που έπεσε, έδειχνε φυσιολογικός. Ήταν, όμως, πολύ σκοτεινά και όταν προσπάθησα να τον βοηθήσω να σηκωθεί, μου είπε ότι πονούσε πάρα πολύ.
Σήκωσα το πουκάμισό του και κοίταξα. Το σώμα του ήταν «ανοιχτό» και γεμάτο αίματα. Δεν μπορούσα να πιστέψω πώς μιλούσε σε αυτήν την κατάσταση. Ήταν πολύ ήρεμος ακόμη και όταν άρχισε προσωρινά να χάνει τις αισθήσεις του.
Το ασθενοφόρο έφτασε, του πρόσφερε την απαραίτητη ιατρική βοήθεια και κατάφερε να συνέλθει. Γιατί πρέπει να παραδεχτώ ότι φοβόμουν πως δεν θα μπορούσε να ξαναπαίξει μπάσκετ.
Ήταν μια φρικτή στιγμή και κατάσταση.
Θυμάμαι ότι πολλοί προσπαθούσαν να μας ρίξουν το φταίξιμο. Έλεγαν ότι είχαμε καταναλώσει αλκοόλ.
Ο Ντέιβιντ είπε, πριν από τα αρνητικά τεστ μας, ότι αυτό ήταν προσβλητικό. Ακόμα και στα μεγάλα αθλητικά δίκτυα στις Ηνωμένες Πολιτείες, ανέφεραν στην αρχή ότι δεν μπορούν να αποκλείσουν το ενδεχόμενο περί ναρκωτικών και αλκοόλ.
Όμως αυτό δεν ήταν αλήθεια ακόμη και εκείνη τη στιγμή, επειδή είχαμε κάνει εξετάσεις αίματος και είχαμε δώσει δείγμα ούρων πριν από τις αντίστοιχες επεμβάσεις μας. Εγώ έκανα μια πλαστική επέμβαση στον αστράγαλο και ο Ντέιβιντ ήταν στο χειρουργείο για έξι ή επτά ώρες. Ήξεραν ήδη ότι δεν είχαμε κάνει χρήση καμίας ουσίας.
Γνωρίζουμε ότι μερικές φορές τα ΜΜΕ προτιμούν τις φήμες από την αλήθεια.
Το να ακούμε ανθρώπους να λένε ότι μπορεί να είχαμε χρησιμοποιήσει κάτι, ήταν, πάντως, κάτι που μας πλήγωσε ιδιαιτέρως, γιατί κανένας από εμάς δεν πίνει.
Ο άλλος οδηγός ήρθε πάνω από το αυτοκίνητό μας, μια κυρία από ένα γειτονικό σπίτι ήρθε επίσης σε εμάς, όμως δεν έκανε ποτέ αναφορά στην αστυνομία ότι ήταν εκεί. Το έκανα εγώ, αλλά δεν με πίστεψαν.
Όταν είδα τον Ντέιβιντ τραυματισμένο δεν μπορούσα να το πιστέψω. Εκείνος ήταν που μου είπε να ηρεμήσω! Πρέπει να ξεστόμισε κάτι σαν «δεν θέλω να πεθάνω». Ήμασταν τυχεροί που το ασθενοφόρο ήρθε σε πέντε λεπτά. Ένα ατύχημα σαν αυτό είναι σίγουρα ένα περιστατικό που σου αλλάζει τη ζωή. Πριν από αυτό, όμως, ο Ντέιβιντ Ρίβερς και εγώ ήμασταν πολύ προσγειωμένοι και ξέραμε ποιοι είμαστε ως άνθρωποι και όχι μόνο ως παίκτες του μπάσκετ.
Και οι δύο είμαστε γεμάτοι σε πνευματική ζωή και σεβασμό προς τον θεό και αισθανόμαστε ευλογημένοι που δεν σκοτωθήκαμε εκείνη την ημέρα. Όταν το βαν μας αναποδογύρισε, σκέφτηκα σίγουρα ότι απείχαμε δευτερόλεπτα από το να πεθάνουμε…
Είναι μία κατάσταση στην οποία αισθάνεσαι τελείως αβοήθητος. Ακόμη και μετά το ατύχημα, κι εγώ και ο Ντέιβιντ Ρίβερς ήμασταν ευγνώμονες και αυτό μας χάρισε βαθύτερη εκτίμηση για τη ζωή.
Ποτέ δεν θεώρησα ότι αυτό το περιστατικό είχε να κάνει με το ότι δεν έπαιξα επαγγελματικά μπάσκετ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ήταν περισσότερο θέμα μπίζνες.
Οι Λέικερς με επέλεξαν στον πρώτο γύρο του ντραφτ το 1986, στο Νο23, αλλά έγινα ανταλλαγή στους Ατλάντα Χοκς. Αρχίσαμε τις διαπραγματεύσεις, ωστόσο δεν καταφέραμε να φτάσουμε σε συμφωνία.
Είχα ήδη βρεθεί στην Ευρώπη και γνώριζα το επίπεδο και την υψηλή ποιότητα του αθλήματος εκεί. Εκείνη τη στιγμή, κανείς δεν πίστευε ότι θα φύγω για την Ευρώπη. Οι Χοκς μού πρόσφεραν εγγυημένο συμβόλαιο, όμως το προσπέρασα.
Ήταν εύκολη απόφαση να υπογράψω στην Τρέισερ Μιλάνο το 1986. Είμαι ρεαλιστής ως άνθρωπος. Πιστεύω στο ταλέντο μου και τη μοίρα μου και ήμουν πάντα έτοιμος να κάνω αντίστοιχες επιλογές.
Όταν ο ατζέντης μου με ενημέρωσε για την προσφορά από την Ιταλία, σκέφτηκα ότι ίσως αυτή η αγορά είναι καλύτερη όχι μόνο για τα χρήματα, αλλά περισσότερο λόγω της ευκαιρίας να παίξω.
Πρέπει να παίζεις για να συνεχίσεις να έχεις ομάδα και δουλειά. Εάν δεν βρίσκεις χρόνο στο παρκέ, η αξία σου μειώνεται και είναι δύσκολο να έχεις νέες ευκαιρίες για την καριέρα σου.
Πριν από τη μακρόχρονη πορεία μου στην Ευρώπη ήμουν μέλος του ντραφτ του ΝΒΑ το 1986. Το επονομαζόμενο «καταραμένο ντραφτ», με παίκτες όπως ο Λεν Μπάιας, ο Ρόι Τάρπλεϊ και ο Ντράζεν Πέτροβιτς, οι οποίοι έχουν φύγει από τη ζωή …
Με παίκτες όπως ο Κρις Ουάσμπερν, ο Ουίλιαμ Μπέντφορντ και άλλοι που, λόγω εθισμών ή τραυματισμών, δεν ανταποκρίθηκαν ποτέ στις υψηλές προσδοκίες τους. Αλλά αυτή είναι η κακή πλευρά αυτής της «Τάξης». Η καλή πλευρά ήταν οι Ντένις Ρόντμαν, Τζεφ Χόρνασεκ, Ότις Σμιθ. Παίκτες που τα κατάφεραν ακόμη και ως χαμηλές επιλογές στη διαδικασία.
Είναι πάντα ευκολότερο να επισημαίνουμε την κακή πλευρά. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι σκάουτερ του ΝΒΑ έκαναν τόσα πολλά λάθη σε ό,τι αφορά στον χαρακτήρα των παιδιών.
Ο Τάρπλεϊ ήταν φοβερός παίκτης. Ο Μπέντφορντ και ο Ουάσμπερν ήταν στο ίδιο επίπεδο ταλέντου. Αλλά ο Λεν Μπάιας, το Νο2 για τους Μπόστον Σέλτικς, ο οποίος πέθανε σε ένα πάρτι δύο ημέρες μετά την επιλογή του, ήταν ο καλύτερος παίκτης του ντραφτ.
Φαίνεται τραγικό, αλλά στην άλλη πλευρά υπήρχαν παιδιά που έπαιξαν εξαιρετικά καλά στο ΝΒΑ, για χρόνια.
Αγωνίστηκα εναντίον του Μπάιας στο κολέγιο, του Τάρπλεϊ στο πανεπιστημιακό πρωτάθλημα και στην Ελλάδα και απέναντι στον Ντράζεν σε αγώνες επίδειξης στην Ευρώπη. Αυτοί οι τύποι ήταν «δολοφόνοι»! Υπάρχουν καλοί παίκτες, αλλά και εξαιρετικοί μπασκετμπολίστες αθλητές. Εκείνοι οι τρεις ήταν το κάτι άλλο.
Η αγαπημένη μου μπασκετική ατάκα ανήκει στον Ντράζεν… Τον ρώτησαν κάποτε για το παρωνύμιό του, το «γιος του διαβόλου». Αποκρίθηκε πως «αν είμαι ο “γιος του διαβόλου”, ο Νίκος Γκάλης είναι ο ίδιος ο διάβολος»! Τι σπουδαία φιλοφρόνηση!
Όταν παίξαμε για πρώτη φορά αντίπαλοι, ήμασταν και οι δύο 18 ή 19 ετών. Το Νοτρ Ντέιμ ταξίδεψε στην Ευρώπη για φιλικά ματς και αντιμετώπισε την εθνική ομάδα της Γιουγκοσλαβίας.
Σκέφτηκα, όπως το είχα κάνει και για τον Λεν Μπάιας, ότι αυτός ο τύπος είναι πραγματικά πολύ καλός! Οι Ντράζεν, Τάρπλεϊ, Μπάιας ήταν ήδη στο επίπεδο των σούπερ σταρ.
Ο Πέτροβιτς ήταν στη λίστα «στρατολόγησης» του κολεγίου μου. Ο «Ντίγκερ» Φελπς, προπονητής του Νοτρ Ντέιμ από το 1971 έως το 1991, έφερνε νέους Γιουγκοσλάβους παίκτες στην πανεπιστημιούπολη το καλοκαίρι και μας πήγαινε στη Γιουγκοσλαβία για φιλικά παιχνίδια κάθε τέσσερα χρόνια.
Γνώριζε για τον Ντράζεν από τότε που ο «Πέτρο» ήταν 15 ή 16 ετών. Τον ήθελε πολύ. Θα ήμασταν μια ομάδα με τους Ντέιβιντ Ρίβερς, Ντράζεν, εμένα, τον Ντόναλντ Ρόαγιαλ -που αργότερα έπαιξε σε πέντε ομάδες του NBA και στη Μακάμπι Τελ Αβίβ- και τον Τιμ Κέμπτον, ο οποίος έγινε στην πορεία μέλος δέκα ομάδων του NBA και αγωνίστηκε και σε Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία και Τουρκία.
Θα ήταν μια ομάδα που θα μπορούσε να κατακτήσει τον πανεπιστημιακό πρωτάθλημα.
Το επίπεδο του ανταγωνισμού που συνάντησα στην Ευρώπη ήταν μια ευχάριστη έκπληξη.
Η μεγαλύτερη έκπληξή μου, όμως, ήταν το πρώτο ταξίδι στη Θεσσαλονίκη, για να παίξω κόντρα στον Άρη στο «Παλέ ντε Σπορ». Ο Νίκος Γκάλης σκόραρε 47 πόντους και έλεγα κάτι σαν «ω, θεέ μου!». Μας κέρδισαν με 30 πόντους διαφορά!
Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ήταν σοκαριστικό, όχι απλώς για τους σπουδαίους παίκτες που βρήκα εκεί, αλλά για τον ενθουσιασμό των οπαδών. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα πήγαινα σε ένα γήπεδο με τέτοια ατμόσφαιρα. Ήταν μια μεγάλη και διδακτική εμπειρία.
Έπαιζα ήδη στην Τρέισερ με τον σπουδαίο Μπομπ ΜακΑντου, τον οποίο ήξερα. Στο ιταλικό πρωτάθλημα βρίσκατε τότε τους Τζορτζ Γκέρβιν, Όσκαρ Σμιντ, αλλά και τοπικούς παίκτες όπως ο Βάλτερ Μανίφικο στο Πέζαρο, ο Ρομπέρτο Μπρουναμόντι στη Μπολόνια και ένας άλλος συμπαίκτης μου, ο Αντονέλο Ρίβα.
Στα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα αντιμετωπίζαμε τους Άρβιντας Σαμπόνις, Ντράζεν, Κέβιν ΜακΓκι. Ήταν πολύ υψηλό επίπεδο μπάσκετ και δεν νομίζω ότι οι άνθρωποι στην Αμερική το κατάλαβαν ποτέ πραγματικά. Ήξερα ότι το επίπεδο ήταν καλό, αλλά δεν είχα συνειδητοποιήσει πως ήταν τόσο υψηλό.
Ήταν μια σπουδαία εμπειρία και η προσφορά της Τρέισερ Μιλάνο είναι μια ιστορία στην οποία αναφέρομαι στο βιβλίο που μόλις έγραψα και θα κυκλοφορήσει τις επόμενες εβδομάδες.
Θα σας αφήσω να διαβάσετε το βιβλίο για να διαπιστώσετε πόσο ξεχωριστός ήταν ο ΜακΑντου. Δεν θα μπορούσα να ζητήσω έναν καλύτερο συμπαίκτη για να με καθοδηγήσει. Ήταν 35 ετών στο Μιλάνο, αλλά είχε το ίδιο πάθος να κερδίσει, έπειτα από βραβεία MVP και τίτλους κορυφαίου σκόρερ στο ΝΒΑ!
Θυμάμαι ότι μιλούσα στον Μπομπ για τον Γκάλη και για το πόσο καλός ήταν. Το γνώριζα, αλλά όταν τον αντιμετώπισα κι εγώ, ανακάλυψα πόσο υπέροχος και απίστευτος ήταν ο Νικ. Και πόσο «ζεστό» ήταν το κοινό του Άρη, αλλά και γενικά η ελληνική εξέδρα!
Αυτό δεν είναι αστείο. Νομίζω ότι στο «Αλεξάνδρειο» δεν υπήρχαν γυναίκες. Υποθέτω ότι υπήρχαν επτά χιλιάδες άντρες που κάπνιζαν τσιγάρα και «ταρακουνούσαν» το γήπεδο! Ο Γκάλης ήταν πάντα ένας σκληρός αντίπαλος και οι προπονητές με «έριχναν» πάνω του. Νομίζω όμως ότι ο Όσκαρ Σμιντ ήταν ο πιο δύσκολος. Τον αντιμετώπισα στο ιταλικό πρωτάθλημα.
Είναι ένας τύπος που άγγιζε τη μπάλα σε κάθε κατοχή και προσπαθούσε να σκοράρει κάθε φορά που έπαιρνε την μπάλα. Το ίδιο πράγμα, φυσικά, ίσχυε και για τον Γκάλη.
Είναι δύσκολο να αμυνθείς απέναντι σε παίκτες που έχουν την ικανότητα, το ταλέντο και το δικαίωμα, την ευχέρεια να σουτάρουν κάθε φορά. Ο Όσκαρ ήταν έξυπνος, ψηλός, εξαιρετικά επιδέξιος. Λέω ότι ήταν ο πιο σκληρός γιατί μερικές φορές έπρεπε να τον αντιμετωπίσω στα πλέι οφς τρεις συνεχόμενες φορές και δεν μπορούσα να πάρω ανάσα.
Ο πιο δύσκολος στην άμυνα ένας εναντίον ενός, πάντως, ήταν ο Ουόλτερ Μπέρι. Ο Μπέρι ήταν «μάγος». Είναι καταπληκτικό!
Γνώριζα ότι στο 90% των περιπτώσεων που πήγαινε αριστερά, είχε αυτή την κίνηση δισταγμού και διάβαζε την άμυνα τόσο καλά, που θα κατέληγε να πάει δεξιά. Είχε εκείνο το ανορθόδοξο στυλ και τον τρόπο στο σουτ που το καθιστούσε σχεδόν αδύνατο να το σταματήσεις ή περιορίσεις.
Αντιμετώπισα τους Γκάλη, Τόνι Κούκοτς, Σμιντ, ΜακΑντου. Είναι όλοι τους μέλη του Hall Of Fame! Το λέω σε ανθρώπους συνεχώς, αν και όχι για να περηφανευτώ για τον εαυτό μου.
Όταν πρέπει να παίξεις τον Κούκοτς και στο επόμενο παιχνίδι να αντιμετωπίσεις τον ΜακΑντου και τα άλλα αστέρια, είναι δύσκολο. Ο προπονητής μου στη Μακάμπι μού έλεγε μια μέρα πριν τα παιχνίδια με τον Άρη ότι «θα παίξεις άμυνα στον Γκάλη». Απαντούσα, με ειλικρίνεια, «έλα κόουτς, δεν θέλω να ξαναπαίξω τον Νικ!».
Ήταν μια εποχή που οι ψηλοί φόργουορντ δεν χρησιμοποιούνταν για να μαρκάρουν τους κοντούς γκαρντ. Στην εποχή μου στο Τελ Αβίβ, ο κόουτς μου πίστευε ότι ήμουν ο καλύτερος αμυντικός, επομένως έπρεπε να αντιμετωπίσω τον Γκάλη.
Ήταν μια πρόκληση, αλλά μία δύσκολη πρόκληση. Ήταν προικισμένος αλλά, το πιο σημαντικό, ο Γκάλης ήταν πάντα πνευματικά δυνατός και έτοιμος να παίξει.
Στα ματς, στο στυλ παιχνιδιού, πίσω στην εποχή μου, το μπάσκετ ήταν πιο σκληρό. Μιλώντας για σπουδαίους παίκτες δεν συμπεριέλαβα καταπληκτικούς ψηλούς όπως ο Βλάντε Ντίβατς ή ο Όντι Νόρις.
Υπήρχε εκείνη η ομάδα της Γιουγκοπλάστικα με τους Ντίνο Ράτζα, Ζόραν Σάβιτς και Γκόραν Σόμπιν. Ήταν μια εποχή σκληρού, αλλά και γεμάτου ταλέντο μπάσκετ.
Υπήρχε ισορροπία μεταξύ των γκαρντ και των ψηλών. Έπαιξα με τους Ντόρον Τζάμσι, Μπάνε Πρέλεβιτς, Μάικ Ντ’Αντόνι και Ρομπέρτο Πρεμιέρ. Όλες οι καλές ομάδες, όμως, είχαν ξεχωριστούς φόργουορντ ή σέντερ, όπως ο Ντίνο Μενεγκίν στο Μιλάνο.
Το παιχνίδι ήταν δυνατό αλλά και πολύ επιδέξιο, όπως το ΝΒΑ στη δεκαετία του ’80 και του ’90. Σήμερα βλέπουμε πιο εξειδικευμένους παίκτες. Το μπάσκετ επικεντρώνεται περισσότερο στα σουτ και δεν υπάρχει καλή ισορροπία κοντών και ψηλών.
Το παιχνίδι είναι πιο σοφτ… Δεν παρακολουθώ τόσο τα ευρωπαϊκά παιχνίδια, αλλά στο ΝΒΑ προσπαθούν να περιορίσουν τους τραυματισμούς και τους καυγάδες…
Υπήρχαν τόσοι πολλοί καυγάδες στις Η.Π.Α. και στην Ευρώπη τότε.
Την τελευταία μου χρονιά στη Μακάμπι, τη σεζόν 1989-1990, έκανα χειρουργική επέμβαση στο γόνατο. Έπαιξα μεν, αλλά όχι στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο.
Στο τέλος της σεζόν, είπα στον ατζέντη μου ότι ήθελα να επιστρέψω στην Ιταλία. «Βρες μου μια καλή ομάδα εκεί», ήταν τα λόγια μου, αλλά δεν προέκυψε κάτι ενδιαφέρον.
Τότε τηλεφώνησε ο ΠΑΟΚ και ο ατζέντης μου μού έδωσε κάποιες πληροφορίες, γιατί ήξερα περισσότερα για τον Άρη στην Ελλάδα. Μου είπε για μια ομάδα με καλούς παίκτες, η οποία προσπαθούσε να προσπεράσει τον Άρη.
Η σεζόν είχε ήδη ξεκινήσει και ο εκπρόσωπός μου είπε επίσης ότι αν με ενδιέφερε, θα πρέπει να υπογράψω και να παίξω με τον Άρη σε τρεις ημέρες. Δεν ήταν θέμα, γιατί γνώριζα τι εστί Άρης και «Παλέ». Έφτασα την Τρίτη ή την Τετάρτη στη Θεσσαλονίκη και το Σάββατο παίξαμε με τον Άρη. Ηττηθήκαμε με ένα πόντο. Ήταν η εποχή που στην Α1 τα παιχνίδια της κανονικής περιόδου μετρούσαν και υπολογίζονταν και στα πλέι οφς.
Χάσαμε τα δύο ματς της κανονικής περιόδου με συνολικά δύο πόντους και ξεκινήσαμε τους τελικούς πίσω με 2-0. Κερδίσαμε τα δύο πρώτα παιχνίδια στους τελικούς και ισοφαρίσαμε τη σειρά σε 2-2. Στη σημερινή κατάσταση, θα είχαμε προηγηθεί 2-0.
Σε αυτή τη σειρά έκανα λάθος στο 5ο ματς και ο Παναγιώτης Γιαννάκης πέτυχε ένα σουτ από τα εννέα ή δέκα μέτρα για να κερδίσει το ματς για τον Άρη. Με «σκότωσε», γιατί χάσαμε τον τίτλο.
Ο Μπραντ Σέλερς, που έπαιζε στον Άρη και είναι καλός μου φίλος, ήρθε κοντά μου, όμως δεν ήθελα να του σφίξω το χέρι … «Καλά, είμαστε φίλοι εδώ και 15 χρόνια και δεν μπορείς να μου δώσεις το χέρι σου, φίλε;», με ρώτησε. Αυτός το λάθος, όμως, με είχε «σκοτώσει».
Πριν από τους τελικούς με τον Άρη, κατακτήσαμε το Κύπελλο Κυπελλούχων του 1991 με τον ΠΑΟΚ.
Τι εξαιρετικό συναίσθημα! Ένιωθα πιο υγιής από ό,τι στη Μακάμπι. Ήμουν πιο δυνατός, κερδίσαμε και ήμουν χαρούμενος όχι μόνο για τον ΠΑΟΚ, αλλά και για το ελληνικό μπάσκετ. Ήταν ο πρώτος ευρωπαϊκός τίτλος για τη χώρα έπειτα από 23 χρόνια.
Θυμάμαι κόσμο που γιόρταζε στη Θεσσαλονίκη και πηδούσε στη θάλασσα! Κατάλαβα πόσο ιδιαίτερη στιγμή ήταν και για μένα και για το ελληνικό μπάσκετ. Δεν μπορώ να ξεχάσω το σπασμένο τρόπαιο μετά τον τελικό. Νομίζω ότι ο Παναγιώτης Φασούλας το έσπασε, σωστά;
Μου άρεσε να παίζω για εκείνη την ομάδα. Αποκτήσαμε εξαιρετική χημεία και ισορροπία. Ο Φασούλας ήταν ένα μεγάλο μέρος αυτού. Συνήθιζε να κάνει έξαλλους τους ανθρώπους γύρω του όλη την ώρα, αλλά ήταν εξαιρετικός συμπαίκτης.
Μου άρεσε να παίζω μαζί του. Χτίσαμε κάτι ξεχωριστό και ήταν θέμα χρόνου να γίνουμε η Νο1 ομάδα και στην Ελλάδα.
Ήξερα από την πρώτη χρονιά μου στον ΠΑΟΚ, μετά την κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων και την ήττα στους ελληνικούς τελικούς, ότι μπορούμε να νικήσουμε τον Άρη.
Αποκτήσαμε αυτοπεποίθηση, το πιστέψαμε και το τάιμινγκ ήταν τέλειο. Ήμασταν ενθουσιασμένοι και ανυπόμονοι για τη σεζόν 1991-1992. Πιστεύαμε ότι είχαμε μια μεγάλη ευκαιρία. Κατά τη διάρκεια της σεζόν, παίζαμε ένα βιντεοπαιχνίδι με τον Τζον Κόρφα και τον Πιτ Παπαχρόνη. Το όνομα του παιχνιδιού ήταν Castlevania.
Ασχολούμασταν με αυτό στις πτήσεις, στα ξενοδοχεία. Η στρατηγική ήταν να σκοτώσεις έναν Δράκουλα και να καταλάβεις ένα κάστρο.
Μας πήρε σχεδόν όλη τη σεζόν για να μάθουμε πώς να το κάνουμε. Λίγο πριν από τα τελικά της Α1, «ρίξαμε» το κάστρο!
Όλα τα μέλη της ομάδας άρχισαν να λένε ότι «τώρα θα “ρίξουμε” και το “κάστρο” του Άρη»! Αυτό ήταν πραγματικά συμβολικό. Ήταν κάτι ανάλογο να κατακτήσουμε τον τίτλο, μετά την κυριαρχία του Άρη στην Α1 για χρόνια.
Το καταφέραμε και ήμασταν πρωταθλητές Ελλάδας. Το επόμενο βήμα ήταν το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Ξέρω ότι οι οπαδοί του ΠΑΟΚ είναι ακόμα πληγωμένοι για το φάιναλ φορ του 1993, στην Αθήνα… Μπορώ να αισθανθώ αυτή την απογοήτευση. Οι ίδιοι οι παίκτες ακόμα νιώθουμε το ίδιο.
Μερικές φορές, υπάρχουν απροσδόκητα πράγματα στο μπάσκετ. Ο Μαουρίτσιο Ραγκάτσι, που δεν αγωνιζόταν πολύ, μπήκε στο παρκέ και πέτυχε ένα κρίσιμο σουτ που «ρούφηξε» την ενέργεια του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας, αλλά και της ομάδας μας.
Η Μπενετόν Τρεβίζο ήταν πολύ καλή, όμως εξακολουθώ να πιστεύω ότι ήμασταν καλύτεροι. Παίζαμε στην Αθήνα και πίστευα ότι είχαμε ένα μικρό πλεονέκτημα στον ημιτελικό.
Αλλά στον αθλητισμό υπάρχει πάντα η πιθανότητα να ηττηθείς με έναν μόνο πόντο. Το παιχνίδι κατέληξε σε κάτι τέτοιο. Ήταν καταστροφικό. Είχαμε μια μεγάλη ομάδα, έναν σπουδαίο προπονητή όπως ο Ντούσαν Ίβκοβιτς, αλλά όχι μεγάλο «βάθος» στον πάγκο.
Όταν, λίγο πριν από το φάιναλ φορ ο Χρήστος Τσέκος τραυματίστηκε σε τροχαίο ατύχημα, χάσαμε έναν από τους δύο παίκτες του πάγκου που μας έδιναν ενέργεια. Ο άλλος ήταν ο Νίκος Μπουντούρης.
Ήμασταν μόλις επτά έτοιμοι παίκτες, αλλά ήμασταν υπέροχοι επτά παίκτες! Όλοι μας έχουμε ακόμα πόνο για την απώλεια αυτού του τίτλου.
Μεγάλο μέρος της ενέργειας της ομάδας είχε χαθεί μετά την ήττα από την Μπενετόν. Αυτό μας κόστισε τον ελληνικό τίτλο κόντρα στον Ολυμπιακό. Χάσαμε κάτι στην Αθήνα εκείνη τη χρονιά και παρουσιαστήκαμε «άδειοι» στα πλέι οφς της Α1.
Η ήττα στο φάιναλ φορ του 1993 ήταν μια πολύ δύσκολη στιγμή για όλους μας. Μπορώ, πάντως, να μιλώ μόνο για μένα.
Η ήττα από την Μπενετόν για ένα σουτ μοιάζει με «σημάδι» με «ουλή». Αντιμετωπίσαμε τον Ολυμπιακό στους τελικούς της Α1. Μια καλή ομάδα, με τους Ζάρκο Πάσπαλι, Ουόλτερ Μπέρι και Ντράγκαν Ταρλάτς και έναν σπουδαίο προπονητή σαν τον Γιάννη Ιωαννίδη, που όμως πάντα τρόμαζε τους διαιτητές.
Προσπαθούσαμε να βρούμε την ενέργειά μας και η εντός έδρας ήττα έμοιαζε περισσότερο με αγώνα πυγμαχίας, παρά με μπάσκετ… Ένα παιχνίδι με χαμηλό σκορ και όταν έχεις τόσο μεγάλες προσδοκίες και χάνεις, είναι δύσκολο μα το διαχειριστείς.
Πρέπει, βεβαίως, να επιστρέψεις. Αυτό κάνουν οι μεγάλες ομάδες, οι σπουδαίοι προπονητές και ξεχωριστοί παίκτες. Αν είχαμε κερδίσει το ελληνικό πρωτάθλημα εκείνη τη σεζόν, θα μπορούσαμε να έχουμε την ευκαιρία να προσπαθήσουμε ξανά στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα.
Στήριζα πάντα το προπονητικό στυλ του αείμνηστου Ντούσαν Ίβκοβιτς. Ήταν μια πολύ δυνατή προσωπικότητα και δεν περίμενε τίποτα λιγότερο από το καλύτερο από κάθε παίκτη, ακόμη και έπειτα από μια ήττα. Ο στόχος του ήταν να αναγεννήσει την ομάδα και να μας επαναφέρει σε υψηλό επίπεδο, ώστε να είμαστε έτοιμοι και μαχητικοί. Σεβάστηκα πολύ τον «Ντούντα». Ήταν καταπληκτικός κόουτς και σπουδαίος άνθρωπος.
Είμαι γενικά ένας φιλικός τύπος, αλλά παράλληλα και ιδιαιτέρως προσανατολισμένος άνθρωπος. Ήμουν πολύ σοβαρός στην καριέρα μου στο μπάσκετ και με τον Ίβκοβιτς είχαμε την ίδια προσωπικότητα.
Πρέπει να είσαι σε θέση να αποκλείεις τους εξωτερικούς περισπασμούς, να κάνεις τη δουλειά σου και να παλεύεις για τη δουλειά σου. Μοιραζόμασταν αυτή τη νοοτροπία με τον «Ντούντα» και τους Πρέλεβιτς, Κλιφ Λέβινγκστον και Τζον Κόρφα.
Το δύσκολο κομμάτι είναι να αγωνίζεσαι όταν είσαι πληγωμένος και εμείς πληγωθήκαμε μετά την ήττα από τη Μπενετόν… Ήταν, τελικά, ένα δύσκολο «βουνό» για να το σκαρφαλώσουμε.
Έπαιξα για μερικούς σπουδαίους προπονητές. Ποτέ δεν μου άρεσε να τους κατατάσσω, όμως ο Ντούσαν Ίβκοβιτς είναι στην κορυφή. Ήξερα ότι με εμπιστεύεται και υπήρχαν παιχνίδια που πραγματικά το αισθανόμουν. Σχεδίαζε συστήματα για μένα, όταν χρειαζόμασταν ένα κρίσιμο καλάθι. Ένιωθα την εμπιστοσύνη του σε μένα και πάντα το εκτιμούσα.
Μία από τις πιο αστείες στιγμές, νομίζω το ’92, πάντως, ήταν όταν παίζαμε με τον Άρη. Το ντέρμπι ήταν ένα κλειστό παιχνίδι και σε τάιμ άουτ έδωσε εντολή «να δώσουμε τη μπάλα στον Κεν».
Ο Μπουντούρης την πάσαρε αρχικά στον Πρέλεβιτς και ο Μπάνε δοκίμασε ένα σουτ από το κέντρο του γηπέδου! Σκέφτηκα «τι έγινε;». Υποτίθεται ότι θα έπαιρνα εγώ την μπάλα. Δεν είχε σημασία, πάντως, γιατί κερδίσαμε το παιχνίδι.
Η εμπιστοσύνη με τον κόουτς Ίβκοβιτς ήταν αμοιβαία και ως παίκτης εκτιμάς έναν προπονητή ο οποίος σου δείχνει αυτοπεποίθηση και εμπιστεύεται το παιχνίδι σου. Σε κάνει καλύτερο παίκτη και καλύτερο άνθρωπο. Και ο Ντούσαν μπορούσε να το κάνει αυτό.
Πάντα το αισθανόμουν αυτό μαζί του. Αν μου ζητούσε να πηδήξω από την οροφή του σταδίου, θα το έκανα για εκείνον!
Μοιράστηκα πολλές από αυτές τις αναμνήσεις και τις εμπειρίες με τον γιο μου, Κέλσι, ο οποίος επίσης παίζει μπάσκετ και αγωνίστηκε στην Ελλάδα πριν από μερικά χρόνια.
Όταν πήγε να παίξει στα Τρίκαλα, τον συμβούλευσα να μην πάει! Του είπα: «Άκου, αν πας εκεί, σε μια μικρή πόλη, θα είναι πολύ δύσκολο όταν θα παίζεις κόντρα στον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό».
Είναι όμως ατρόμητος. Θυμάται από παιδί την ατμόσφαιρα σε ένα αντίπαλο γήπεδο, αλλά δεν φοβάται να παίξει παντού.
Ο Κέλσι αγωνίστηκε επίσης στην ΑΕΚ και θα ήταν φοβερό να παίξει και στον ΠΑΟΚ. Όχι μόνο λόγω του δικού παρελθόντος μου στην ομάδα, αλλά επειδή γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, το 1991. Τώρα παίζει στην Αργεντινή.
Του αρέσουν οι προκλήσεις και είναι πάντα έτοιμος για την επόμενη.
Μοιράζομαι κάποιες άλλες αναμνήσεις μου και στο επερχόμενο βιβλίο μου. Η ιδέα γεννήθηκε κυρίως για την ιστορία του πώς αγωνίστηκα στην Ιταλία το 1986 και κέρδισα το Κύπελλο Πρωταθλητριών το 1987.
Το βιβλίο αφορά το πώς ήμουν σε θέση να αποφασίσω να παίξω στην Ευρώπη, ακόμη και όταν το ΝΒΑ και οι Ατλάντα Χοκς μού πρόσφεραν ένα εγγυημένο συμβόλαιο. Αποκαλύπτω στους αναγνώστες πώς προετοιμάστηκα να κάνω μια τέτοια επιλογή.
Γιατί οι περισσότεροι Αμερικανοί παίκτες δεν θα είχαν πάρει την ίδια απόφαση. Όταν επέλεξα να το κάνω είχα πολύ λίγες πληροφορίες για τους παίκτες της Ευρώπης και των Η.Π.Α. που ταξίδευαν και αγωνίζονταν εκεί.
Ο Μπομπ ΜακΑντου ήταν ένα μεγάλο κομμάτι της απόφασής μου. Η Τρέισερ Μιλάνο ένας μεγάλος σύλλογος και το απόλαυσα, όπως έκανα και στο Ισραήλ και στη Θεσσαλονίκη.
Η συγγραφή του βιβλίου ήταν διασκεδαστική. Δεν ήθελα να το κάνω στην αρχή, όμως όταν άρχισα να γράφω, ήταν μια μεγάλη εμπειρία.
Ανυπομονώ να δημοσιευτεί και θα προσπαθήσω να το φέρω και στην Ελλάδα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
THE ENGLISH VERSION: Kenneth Barlow: “Follow your symbolisms”
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Νίκος Χατζής: «Ο Τρόπος Του Ντούντα» / Ντούσαν Ίβκοβιτς, ο Σέρβος δάσκαλος που λάτρευαν οι Κροάτες
Για το τώρα, το πριν και το πάντα (Μπάνε Πρέλεβιτς)
Τζορτζ Παπαδάκος: «Ρόι»/«Νίκη με κάθε κόστος» (Γιάννης Ιωαννίδης)
Τζο Αρλάουκας: «Το Διήμερο Της Δόξας» / «Δώστε μου τη μπάλα»
Γιώργος Κετσελίδης: «Η Απλότητα Του Μεγαλείου» (Άρβιντας Σαμπόνις)
Ζάρκο Πάσπαλι, ο «σημαδεμένος» / Ο Έντι Τζόνσον εκτελούσε πιο γρήγορα από τον ίσκιο του
Ο Μαχμούντ Αμπντούλ-Ραούφ άλλαξε όνομα, θρησκεία, αλλά όχι πίστη και ιδανικά
Ο «πολίτης του κόσμου», Ντομινίκ Ουίλκινς, ήταν κυρίαρχος του κόσμου του