Το βλέμμα δεν κοίταζε πάντα ψηλά. Δεν ήταν μόνιμα αποφασιστικό. Το ντροπαλό αγόρι που είχε χαμηλά το κεφάλι δεν υπάρχει πια. Αυτό που επίσης έχει αλλάξει είναι ένα μέρος του «τελετουργικού» του, πριν από κάθε αγώνα.
Παλαιότερα ψέλλιζε απλώς μία προσευχή όταν η (κάθε) ομάδα του εισερχόταν στο γήπεδο.
Ο Σαΐντ Μπενραχμά δεν περιορίζεται, πια, σε αυτό. Πατάει χορτάρι, αρχίζει να ψιθυρίζει ευλαβικά όσα θέλει να πει και αντικρίζει τον ουρανό. Δεν παίζει μόνο για την Γουέστ Χαμ. Δεν αγωνίζεται απλώς για τον εαυτό του.
Κάθε ματς είναι μία τιμή στον αείμνηστο πατέρα του. Κάθε λεπτό στον αγωνιστικό χώρο είναι -εκτός από επιβεβαίωση ταλέντου και σκληρής δουλειάς- μία υπενθύμιση στον εαυτό του για τη γεμάτη εμπόδια πορεία του. Από ξυπόλητος παίκτης στην Αλγερία, περιζήτητος στην Πρέμιερ Λιγκ!
Από αναλώσιμος -μία λέξη τόσο συχνή και συνάμα στο «εμπορικό» όριο του πρόστυχου στα σπορ-, κάτι παραπάνω από χρήσιμος. Ο Αλγερινός μεσο-επιθετικός των Λονδρέζων δεν είναι μόνο αποδοτικός.
Είναι λόγος για να πληρώσεις εισιτήριο και να καθίσεις ανυπόμονα στην εξέδρα. Είναι ο τύπος του παίκτη που την ώρα που έχει τη μπάλα στα πόδια, δεν περιμένεις απλώς την ενέργειά του. Βάζεις, αντίθετα, το μυαλό σου στη διαδικασία της γοητευτικής απορίας να αναρωτηθείς «τι στο καλό θα κάνει μετά;».
Ο Σαΐντ Μπενραχμά ήθελε μόνο μία ευκαιρία. Και (όχι πάντα) ένα ζευγάρι παπούτσια στα πόδια του.
Τις ευκαιρίες τις έλαβε. Ωστόσο, τις συνδύασε κάποιες φορές με νοσταλγία. Ένα συναίσθημα το οποίο μπορεί να είναι παράλληλο και «ζεστό», λυτρωτικό, αλλά και αγχωτικό.
Ευελπιστούσε, από την άλλη να πάψει να είναι η τελευταία επιλογή. Το βίωνε σε συλλόγους, όμως το είχε ζήσει, εν μέρει και λόγω συνθηκών και στο σπίτι του.
Δεν τον επηρέασε πολύ. Του έδωσε μεν κίνητρο, όμως πολλές φορές το ταλέντο του «επέλεγε» την εσωστρέφεια του (αρχικού) χαρακτήρα του.
Ο Σαΐντ Μπενραχμά αποφάσισε το 2018, σε ηλικία 23 ετών, να αφήσει κάθε εσωτερική απορία ή ανασφάλεια, στην άκρη. Ήταν Ιούλιος και η Μπρέντφορντ τού χάρισε τη δυνατότητα να αγωνιστεί για πρώτη φορά εκτός της δεύτερης πατρίδας του, Γαλλίας. Τούτη τη φορά είχε αποφασίσει να μην σπαταλήσει άλλο χρόνο. Η Τσάμπιονσιπ θα ήταν το «σκαλοπάτι» να φτάσει κοντά στο όνειρο της Πρέμιερ Λιγκ.
Τρία χρόνια αργότερα, σταθερός στην ενδεκάδα της Γουέστ Χαμ δεν εντυπωσιάζει απλώς στο αγγλικό πρωτάθλημα, αλλά και στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Η φινέτσα επιβεβαιώθηκε σε σημείο… ιδιοφυΐας.
Διότι Τύπος και κοινό στην Αγγλία αυτόν τον χαρακτηρισμό χάρισαν στο δεύτερο γκολ του εναντίον της Γκενκ, το βράδυ της 4ης Νοεμβρίου 2021, για το Γιουρόπα Λιγκ.
Τρεις ημέρες αργότερα, ο Αλγερινός εξτρέμ, δίχως να σκοράρει, πρόσφερε άλλη μία «παράσταση» στον θρίαμβο των «Σφυριών» επί της Λίβερπουλ με 3-2, που έφερε την ομάδα του κόουτς Μόγες στη 2η θέση του πρωταθλήματος.
Ο Μπενραχμά μετρά στη σεζόν 2021-2022 ήδη έξι γκολ και τρεις ασίστ σε 16 ματς. Στην Πρέμιερ Λιγκ έχει καταγράψει τρία γκολ και τρεις τελικές πάσες, ενώ πέρσι είχε ένα γκολ και έξι ασίστ σε 30 συμμετοχές.
Ο Σαΐντ Μπενραχμά γεννήθηκε στις 10 Αυγούστου 1995 στην πόλη Αϊν Τεμουσέντ των 76.000 κατοίκων, στη βορειο-δυτική Αλγερία. Μεγάλωσε στην Αϊν Μπγία, στην παραθαλάσσια επαρχία Οράν, πλάι στα νερά της Μεσογείου.
Ήταν το νεαρότερο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας. Είχε έξι αδερφές και έναν αδερφό. Η ιεραρχία και η οικονομική κατάσταση της φαμίλιας του τον υποχρέωνε είτε απλώς να δέχεται τα ρούχα που «περίσσευαν» από τον αδερφό του είτε να μένει αδιαμαρτύρητα τελευταίος στις αγορές ρούχων ή παπουτσιών. Αν προλάβαινε…
Ο μικρός Σαΐντ ήταν το μοναδικό παιδί που αγάπησε πραγματικά τον αθλητισμό. Στα έξι του άρχισε να κλωτσά μία μπάλα στις γειτονιές τις Αϊν Μπγία. Δύο χρόνια αργότερα η τοπική NRB Μπετιουά τον δέχθηκε στις ακαδημίες της.
Τα πρώτα δύο χρόνια έκανε πολλές φορές προπόνηση ξυπόλητος! Ο Τουά Μοχάμεντ, ποδοσφαιριστής της ομάδας ανδρών την εποχή που ο Μπενραχμά έπαιζε στην Κ-10 του συλλόγου, θυμήθηκε στην ιστοσελίδα «The Athletic» πως «ξεχώριζε από τους άλλους όχι μόνο διότι αγωνιζόταν χωρίς παπούτσια.
»Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία κοιταζόμασταν και απορούσαμε “πώς είναι δυνατόν ένα παιδί σε αυτή την ηλικία να έχει τόσο καλό έλεγχο της μπάλας;”. Ήταν δεν ήταν εννέα ετών».
Ο πατέρας του Σαΐντ τον πήγαινε στην προπόνηση και φρόντιζε να τηρείται με κάθε ακρίβεια το αυστηρό πρόγραμμα. Ο αείμνηστος Χαμάλ Νουρεντίν, άλλοτε παίκτης της MC Oran και τότε κόουτς στην ακαδημία της Μπετιουά πίστευε στο νέο ταλέντο και χάρισε στον μικρό την πρώτη ευκαιρία του.
Ο Μπενραχμά ζούσε τότε στην Αλγερία με τον πατέρα του, οποίος ήξερε καλά ότι οι πραγματικές ευκαιρίες για τους συμπατριώτες του είναι στη Γαλλία.
Σε ηλικία 11 ετών ο Σαΐντ μετακόμισε στην Τουλούζ, ώστε να ζήσει με την μητέρα του, η οποία έμενε εκεί, και να αφοσιωθεί στο ποδόσφαιρο. Μονάχα που δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον του… Δεν του άρεσε που ήταν μακριά από τον μπαμπά του, δεν μιλούσε τη γλώσσα και σχεδόν με το ζόρι δέχθηκε να γραφτεί στην Μπαλμά, ομάδα της 5ης κατηγορίας της Γαλλίας.
Ήταν μονίμως σκυθρωπός, ντροπαλός σε σημείο παρεξήγησης και… αλαζονείας, όμως στο γήπεδο βρήκε τη διαφυγή του. Ο τότε συμπαίκτης του, Εμερί Μποντάρ, θυμάται ότι «ήταν τόσο συγκεντρωμένος, που δεν έχανε προπόνηση. Η μητέρα του τον άφηνε και τον έπαιρνε πάντα από την προπόνηση».
Μάλιστα, αποκάλυψε πως «ενώ ήταν εξαιρετικός με το δεξί πόδι, ήταν τόσο καλύτερος από όλους μας που αποφάσισε χωρίς να το πει σε κανέναν να αρχίζει να παίζει με το αριστερό! Ήθελε να το κάνει πιο εύκολο για εμάς τους υπόλοιπους…
»Μερικές φορές ήταν σχεδόν άδικο το πόσο καλός ήταν. Με την απόφαση που πήρε, κατόρθωσε να βελτιώσει την τεχνική του και να είναι εξαιρετικός και με τα δύο πόδια, κάτι που δεν μπορούν πολλοί παίκτες, παγκοσμίως».
Πολλές ομάδες της χώρας έφτασαν ως τα γραφεία της Μπαλμά με προτάσεις για τον τότε 14χρονο Σαΐντ. Η Κολομιέ ήταν εκείνη που τον «κέρδισε».
Ο κόουτς Φαμπρίς Ντιμπουά τον πήρε υπό την προστασία του, ξεχωρίζοντας το ταλέντο, τις ικανότητες και την προοπτική του. Ο Ντιμπουά του βρήκε σχολείο και νέο διαμέρισμα, ώστε να μετακομίσει με την μητέρα του.
Πέρασε πολύ χρόνο και με τους δύο, καθώς η μαμά του Μπενραχμά ήταν παρούσα σε κάθε διαδικασία. Του επέτρεψε να ακολουθήσει το ποδοσφαιρικό όνειρό του, όμως του υπέδειξε να μην παραμερίσει τις αξίες του σεβασμού, της γενναιοδωρίας και της ευγένειας που είχε μάθει από το σπίτι του.
Αυτό έκανε τον πιτσιρικά να μην φερθεί ποτέ αλαζονικά, παρότι ήταν ο κορυφαίος παίκτης και στην Κολομιέ. Ο συμπαίκτης του, Τομά Κολάρ, τόνισε στο «The Athletic» ότι «στην αρχή ήταν ντροπαλός γιατί δεν γνώριζε κανέναν.
»Ανοίχτηκε, πάντως, σχετικά γρήγορα, παίζοντας μαζί μας χαρτιά και ποδοσφαιρικά βιντεοπαιχνίδια. Στο γήπεδο ήταν πάντα γεμάτος αυτοπεποίθηση και σιγουριά για το ποιος είναι».
Λίγο πριν από την ενηλικίωσή του, το καλοκαίρι του 2013, η Νις τον απέκτησε. Ήταν η πρώτη φορά που θα ζούσε μόνος του.
Η παρουσία του κόουτς Κλοντ Πιέλ, γνωστού για τις ευκαιρίες σε νεαρούς παίκτες, του χάριζε ελπίδες για άμεση ενσωμάτωση στην πρώτη ομάδα.
Στην ομάδα νέων της Νις εντυπωσίασε άμεσα και ο Πιέλ δεν άργησε να τον βάλει με τους «μεγάλους».
Τον Οκτώβριο του 2013, στα 18 του, πραγματοποίησε ως αλλαγή το ντεμπούτο του στη Ligue-1, κόντρα στην Τουλούζ, ομάδας της πρώτης πόλης που έζησε στη Γαλλία.
Οι διαρκείς μετακινήσεις από την πρώτη στη δεύτερη ομάδα δεν τον άφησαν να αποκτήσει ρυθμό. Στην πενταετία στη Νις αγωνίστηκε σε μόλις 18 αγώνες πρωταθλήματος και πέτυχε τρία γκολ.
Το 2016 ο Λουσιάν Φαβρ αντικατέστησε τον Πιέλ και ο Μπενραχμά έχει εξηγήσει στον Guardian ότι «από την αρχή ο ένας δεν καταλάβαινε τον άλλον…».
Οι συχνοί τραυματισμοί τον άφησαν πίσω και ο Φαβρ αποφάσισε άμεσα να τον παραχωρήσει δανεικό. Κάτι που είχε σοβαρή επίπτωση στην πρόοδο του Αλγερινού. Από το 2016 ως το 2018 αγωνίστηκε σε Ανζέ, Αζαξιό, και τη σεζόν 2017-2018 στη Σατορού, όλες στη Ligue-2. Στη τελευταία επιβεβαίωσε τις προσδοκίες που είχαν αρχίζει να σβήνουν, σκοράροντας 12 γκολ σε 34 αγώνες πρωταθλήματος.
Το όνομά του ήταν στη λίστα του σκάουτερ της αγγλικής Μπρέντφορντ, Μπρένταν ΜακΦάρλεϊν, από τη χρονιά του στην Αζαξιό. Οι Άγγλοι θα το ρίσκαραν, αντί ποσού 2,7 εκατ. λιρών τον Ιούλιο του 2018 και δεν θα το μετάνιωναν.
Εκείνος δεν το σκέφτηκε ιδιαίτερα, καθώς δεν επιθυμούσε να μείνει εγκλωβισμένος σε έναν νέο μελαγχολικό «κύκλο» δανεισμών και βρέθηκε στο προάστιο του Λονδίνου.
Η σκληράδα της Τσάμπιονσιπ δυσκόλεψε αρχικά τον Σαΐντ Μπενραχμά. «Μου πήρε δύο μήνες να προσαρμοστώ», θυμάται πια, έχοντας ακολουθήσει τις εντολές του κόουτς Τόμας Φρανκ να βελτιώσει τη φυσική κατάσταση και την αυτοπειθαρχία του.
Ο Αλγερινός παραδέχθηκε πως «στην αρχή ο ρυθμός ήταν τέτοιος που νόμιζα ότι θα πάθω ασφυξία στο τέλος κάθε αγώνα! Ήταν κάτι σοκαριστικό, γιατί το τέμπο είναι τελείως διαφορετικό στη Γαλλία».
Στην Αγγλία αντιμετώπισε άλλο ένα πρόβλημα που είχε βιώσει και στα πρώτα χρόνια του στη Γαλλία. Δεν μιλούσε τη γλώσσα. Αποφάσισε αρχικά να ζήσει στο «νησί» μαζί με την μητέρα του.
Όταν βρήκε τα πατήματά του, όλα έγιναν πιο εύκολα. Σε 2,5 σεζόν στη Μπρέντφορντ σκόραρε 34 φορές και μοίρασε 27 ασίστ σε 90 ματς, ως μέλος της περίφημης τριάδας «BMW», από τα αρχικά και των Μπουεμό και Όλι Ουότκινς. Ήταν η ομάδα στην οποία «αναγεννήθηκε», αναγκάζοντας πολλούς ειδικούς να αρχίσουν να τον συγκρίνουν με τον Ριγιάντ Μαχρέζ, άλλοτε συμπαραστάτη του Τζέιμι Βάρντι στη Λέστερ και νυν παίκτη της Μάντσεστερ Σίτι.
Απασχολούσε ομάδες της Πρέμιερ Λιγκ, με έντονο ενδιαφέρον από Γουέστ Χαμ, Τσέλσι, Λέστερ και Κρίσταλ Πάλας. Τον απέκτησε η πρώτη, ωστόσο, μερικούς μήνες πριν μετακομίσει λίγα χιλιόμετρα παραπέρα, στο Λονδίνο, βίωσε την πιο δύσκολη στιγμή της ζωής του.
It's official! ✅@Benrahma2 ✍️ pic.twitter.com/HZltGfR8Pg
— West Ham United (@WestHam) January 29, 2021
Ήταν Ιανουάριος του 2020 όταν έμαθε τα τραγικά μαντάτα για τον θάνατο του πατέρα του… Στον αγώνα με τη Χαλ, του αφιέρωσε το χατ-τρικ του, αποκαλύπτοντας κάτω από τη φανέλα μία μπλούζα που έγραφε στα γαλλικά «πατέρα, σ’ αγαπώ».
Όταν βρέθηκε στη Γουέστ Χαμ, τον Οκτώβριο του 2020, δεν χρειάστηκε πολύ χρόνο για να πείσει ότι ο δανεισμός του δεν είναι αρκετός για καμία πλευρά.
Στην αρχή δυσκολεύτηκε να βρει δίχτυα και συχνά «ταλαιπωρούσε» περισσότερο από όσο έπρεπε τη μπάλα, όμως ο κόουτς Ντέιβιντ Μόγες είχε διαβλέψει την προοπτική και το τι μπορεί να προσφέρει.
Τα «Σφυριά», με παράλληλο σκοπό να κάνουν χώρο και για τον δανεισμό του Τζέσι Λίνγκαρντ από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ δέχθηκαν να καταβάλουν ποσό 25εκατ. λιρών συν άλλα πέντε εκατομμύρια με τη μορφή μπόνους απόδοσης.
Ήταν η τρίτη ακριβότερη μετεγγραφή του συλλόγου, μετά τους Σεμπαστιάν Αλέ και Φελίπε Άντερσον, όμως δείχνει ήδη να αποδίδει και να δικαιώνει διοίκηση και Μόγες.
Ο ίδιος ο Σαΐντ Μπενραχμά επιμένει πως «ακόμη δεν έχω καταφέρει τίποτα, όμως είναι όμορφο πώς αυτή η δύσκολη διαδρομή μου με έφερε ως την Πρέμιερ Λιγκ. Αυτό ήταν κάτι που κάποτε θεωρούσα απίθανο και ιδιαιτέρως μακρινό.
»Θα ήθελα να ήταν εδώ ο πατέρας μου να με βλέπει, αλλά ό,τι πετυχαίνω πλέον είναι και για εκείνον». Στη σεζόν 2021-2022, ο Αλγερινός επέλεξε το Νο22 στη φανέλα του, «που ήταν το αγαπημένο του μπαμπά μου».
Σε μία εποχή που το ποδόσφαιρο μετριέται συχνά με την άψυχη και απρόσωπη λογική των στατιστικών και των analytics, ο Σαϊντ Μπενραχμά υπολογίζει το παιχνίδι με διαφορετικό τρόπο.
Χαμογελά όχι μόνο όταν ανακαλεί στο μυαλό την πορεία του από την Αλγερία, από την απόρριψη, ως την Αγγλία και την αποδοχή, αλλά προτιμά να μετρά τις στιγμές θεάματος και, κυρίως, απόλυτης χαράς που προσφέρει στο κοινό.
Το στυλ του, η νοοτροπία του, η κάποιες φορές υπερβολή του, θυμίζει και στον ίδιο και στους θαυμαστές του ή τους οπαδούς των ομάδων του τον λόγο που ερωτεύτηκαν την ασπρόμαυρη μπάλα.
Πριν το ποδόσφαιρο γίνει μετρήσιμο μέγεθος σε χιλιόμετρα του κάθε παίκτη στο χορτάρι και πριν γεμίσει από αναλύσεις για ποσοστά σε πάσες και άλλα -πολύτιμα για τους προπονητές αλλά μάλλον βαρετά για τους φαν- στοιχεία, υπήρχαν τα παιδιά που έκλειναν την τηλεόραση και πήγαιναν στην πίσω αυλή να μιμηθούν τα είδωλά τους.
Ο Σαΐντ Μπενραχμά είναι ακόμη εκείνο το παιδί. Δεν σταματά να χαζεύει τα βίντεο των Νεϊμάρ και Χατέμ Μπεν Αρφά και να πιστεύει ότι οι ποδοσφαιρικοί ήρωες δεν κρίνονται από γκολ, νίκες ή τίτλους, αλλά από την έμπνευση που προσφέρουν και την αύρα που αφήνουν πίσω τους.
Η ζωή τού έμαθε ότι το κεφάλι το κρατάς χαμηλά, αλλά δεν το σκύβεις. Η καριέρα του ήταν αυτή που του δίδαξε να αφήνει πίσω εμπόδια και αποτυχίες και να προχωρά.
Η ψυχή του τον έκανε να πιστέψει στα όνειρά του, εξηγώντας ότι «αν δεν το κάνεις εσύ, ποιος θα το κάνει;». Και να συμβουλεύει μόνο «να μην σκέφτεστε πολύ. Βγείτε απλώς έξω και παίξτε!».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Τα (γυμνά) πόδια του Μουσά Βαγκέ στάθηκαν γερά σε κάθε ποδοσφαιρική «πατρίδα» του
Ο Τζέσι Λίνγκαρντ χτύπησε μία πόρτα που «άνοιξε» το μυαλό του
Ο μοναχικός δρόμος του Σαντιό Μανέ
Η στιγμή που διαμόρφωσε τον Όλι Ουότκινς δεν ήταν το χατ-τρικ εναντίον της Λίβερπουλ
Ο Μπρούνο Φερνάντες ήθελε πάντα να είναι «διάβολος», πριν γίνει «πολίτης του κόσμου»
Ο «καλύτερος κόσμος» του Μάρκους Ράσφορντ ήταν πάντα ένας δύσκολος δρόμος
Τον Τζέιμς Μίλνερ δεν θα τον θυμούνται πάντα, αλλά δεν θα τον ξεχνούν και ποτέ
Τζος Σάρτζεντ, ο «αθόρυβος δυναμίτης» στο πλευρό του Τζόλη
Η αφοσίωση έβγαλε τον Τζέιμι Βάρντι από τον μικρόκοσμό του
Ο Μέσι «έδειξε» στον Έμι Μπουέντια το σπίτι του, στον δρόμο για τον ποδοσφαιρικό «παράδεισό» του