Δεν υπάρχει τερματοφύλακας που δεν το έχει νιώσει.
Κάτω ακριβώς από τα δοκάρια (μπορεί να) είναι το χειρότερο σημείο να βρίσκεται ένας ποδοσφαιριστής σε ένα γήπεδο. Η προοπτική παίζει παιχνίδια που είναι δύσκολα διαχειρίσιμα. Η διάκριση, η αντίληψη έρχονται με την τριβή, με τα παιχνίδια. Πολλοί ισχυρίζονται πως η ταχύτητα με την οποία θα συμβεί αποτελεί την πρώτη ένδειξη για την καριέρα του οποιουδήποτε τερματοφύλακα.
Άγνωστο αν έλειψε στον Ματίας Όμπλακ. Σίγουρα πάντως δεν ήταν το μόνο, αφού, παρότι δήλωνε τερματοφύλακας, δεν σταδιοδρόμησε. Απόγειο της καριέρας του ήταν πως για ένα φεγγάρι αποτέλεσε στέλεχος ενός “κομήτη” στην κορυφαία κατηγορία του σλοβένικου Πρωταθλήματος, της Μέντβοντε, και αυτό όντας τρίτος στην ιεραρχία των πορτιέρε.
Τα περισσότερά του χρόνια ερασιτεχνικά τα ξόδεψε. Στη Σενκούρ, μια ομάδα τρίτης κατηγορίας, είχε κάποιον με ακόμα χειρότερη θέση από τον ίδιο στο γήπεδο. Για την ακρίβεια, κάποιον που δεν τον απασχολούσε η προοπτική του μα μόνο αυτό που έβλεπε ακριβώς μπροστά του, στην εστία.
Σε κάθε λοιπόν παιχνίδι του Ματίας, ο γιος του, ήταν δεν ήταν πέντε-έξι χρόνων, καθόταν ακριβώς πίσω από το τέρμα και αντέγραφε τις κινήσεις του. Ό,τι έκανε ο πατέρας, με χρονοκαθυστέρηση ακολουθούσε ο μπόμπιρας.
Έπεφτε στα δεξιά ο Ματίας; Στα δεξιά, στο χώμα, πίσω από το τέρμα του, έπεφτε και ο κανακάρης του. Μπάλα δεν είχε να κλωτσάει ή να αποκρούει, γι’ αυτό και οι πρώτες-πρώτες του επεμβάσεις ήταν έργα που έπαιζε ο παιδικός του νους, μια σκιαμαχία που όμως καθόρισε και τη ζήση του, μα και προσέφερε το μεγαλύτερο παράσημο καριέρας στον ίδιο τον Ματίας.
Λίγο το ‘χετε ο κατά πολλούς κορυφαίος τερματοφύλακας των ημερών μας (και αν όχι ο κορυφαίος, σίγουρα μέσα στην τριάδα αυτών), αυτό το πιτσιρίκι που έγδερνε τα γόνατά του “τρώγοντας” χώμα, προσπαθώντας να μιμηθεί ό,τι έκανε ο πατέρας του, σταματώντας μπάλες στη φαντασία του, να θεωρεί αυτόν τον άσημο, άγραφο στα ποδοσφαιρικά κιτάπια, πατέρα του ως πρότυπο και μέντορά του;
Ε, όχι δα. Για τον Γιαν Όμπλακ μιλάμε…
«Θα δείτε πόσο καλός είναι»
Εννοείται πως, όταν αποφασίστηκε να περάσει μπροστά από την εστία και να σταματήσει να αποκρούει μπάλες με τον νου του, δεν τέθηκε θέμα για την θέση στην οποία θα ξεκινούσε. Αξιοσημείωτο προφανώς, ίσως και αρχειακής αξίας, το γεγονός ότι, παρότι παιδάκι, αρχίζοντας το ποδόσφαιρο στην ομάδα της γενέτειράς του, τη Λάτσαν, δεν ήθελε να βάλει γκολ αλλά να τα αποτρέπει. Από την πατρική περπατησιά όμως ούτε επεδίωξε ούτε και μπορούσε να ξεφύγει.
Σιγά-σιγά μάλιστα εξελίχτηκε και στη μεγαλύτερη ατραξιόν των παιχνιδιών του Ματίας. Όχι μόνο για τις μιμητικές του παραστάσεις πίσω από το τέρμα μα και για το ότι στην ανάπαυλα ήταν αυτός που βοηθούσε τον πατέρα του στο “ζέσταμά” του. Σε ένα από τα παιχνίδια στο γήπεδο βρισκόταν ένας scout της Ολίμπια. Δεν ήταν μακριά, 20 χιλιόμετρα απόσταση από την πρωτεύουσα Λιουμπλιάνα.
Εντυπωσιάστηκε από όσα είδε να κάνει σε αυτό το ποδοσφαιρικό πινγκ-πονγκ μεταξύ πατέρα και γιου και ζήτησε από τον Ματίας να επιτρέψει στον Γιαν να κάνει ένα δοκιμαστικό. Ο Ματίας πείστηκε.
Ο scout ξεστόμισε στους υπευθύνους της Ολίμπια αυτό που έκτοτε συνόδευε κάθε τι στην καριέρα του Γιαν: «θα δείτε πόσο καλός είναι».
Ήταν στο δοκιμαστικό. Και εντάχθηκε στα τσικό της Ολίμπια.
Tα 40 χιλιόμετρα του πήγαινε-έλα στην πρωτεύουσα της Σλοβενίας τα έκανε, όποτε χρειαζόταν και οι καιρικές συνθήκες το επέτρεπαν, με το ποδήλατό του. Μέρος και αυτό της καθολικής αθλητικής του εκπαίδευσης και παιδείας αλλά και των γονιδίων που κληρονόμησε. Πέραν του πατέρα του και η μητέρα του, Στογιάνκα, ήταν αθλήτρια παίζοντας χάντμπολ, ενώ η αδερφή του, Τέζα, ασχολήθηκε με το μπάσκετ (εν ενεργεία διεθνής).
Δεν άφησε κανένα από αυτά. Στο Γυμνάσιο τα έκανε όλα. Και χάντμπολ και μπάσκετ, ακόμα-ακόμα και βόλεϊ. Το ποδόσφαιρο το προτιμούσε, το ξεχώριζε έτσι κι αλλιώς. Τα υπόλοιπα, όπως και το τένις, το οποίο αποτελεί πλέον το αγαπημένο του χόμπι, αφενός βοήθησαν να γίνει γρήγορα η επιλογή (όχι πως δεν ήταν καλός, ειδικά στο χάντμπολ), αλλά τον βοήθησαν και να γίνει ακόμα καλύτερος ως τερματοφύλακας.
Και ήταν τόσο καλός, ώστε ποτέ δεν ταίριαξε, ποδοσφαιρικά, με συνομηλίκους του. Πάντα έπαιζε σε ομάδες με συμπαίκτες μεγαλύτερους. Κάπως έτσι έφτασε, 15 χρόνων, να είναι μέλος της πρώτης ομάδας της Ολίμπια. Από τις κορυφαίες της Σλοβενίας, με τότε όμως φοβερά οικονομικά προβλήματα που την είχαν φέρει στην δεύτερη κατηγορία.
Πέραν της αφεντιάς του, την τριάδα των κίπερς της χρονιάς της επιστροφής στα σαλόνια (2008-2009) αποτελούσαν ο Ρόμπερτ Βολκ και ο Νταμίρ Μπάτονγιτς.
Ο πρώτος λογιζόταν ως βασικός, λειτουργώντας παράλληλα στα τελειώματα της καριέρας του και ως προπονητής τερματοφυλάκων. Ο δεύτερος, πέραν όλων των υπολοίπων, αντιμετώπιζε το ποδόσφαιρο εκείνη την εποχή και ως ψυχοθεραπεία, αφού το έβλεπε ως διέξοδο για να ξεπεράσει το δράμα που ζούσε με τον πρόωρο χαμό του αδερφού του.
Κάπου εκεί, τσόντα φαινομενικά, και ο πιτσιρίκος. Μα πρακτικά, κάθε άλλο παρά διακοσμητικός. Τόσο ώστε στο τέλος εκείνης της σεζόν, ο Βολκ πήγε στον προπονητή της Ολίμπια, τον Γιάνεζ Πάτε, και του ξεκαθάρισε πως ο μικρός είναι ο μακράν καλύτερος όλων και είναι αυτός που πρέπει να παίζει βασικός.
«Σοκαριστήκαμε, αλλά γρήγορα αντιληφθήκαμε πως ο Βολκ δεν έκανε λάθος», θυμάται ο Πάτε, ο οποίος πιστώνεται ότι έδωσε στον 16χρονο Όμπλακ την πρώτη του επαγγελματική συμμετοχή.
Δεν έμεινε στον πάγκο των «Δράκων» και την επόμενη χρονιά (2009-2010). Ούτε όμως ο διάδοχός του, ο συνεπώνυμος (καμία όμως συγγενική σχέση) του έφηβου τότε τερματοφύλακα, Μπράνκο, ούτε και οι αυξημένες απαιτήσεις από την επάνοδο στην κορυφαία κατηγορία άλλαξαν το εδραιωμένο πλέον στάτους του κάτω από τα δοκάρια. Και έτσι ο Γιαν Όμπλακ έγινε ξανά ατραξιόν, αυτή τη φορά όμως αποτελώντας τον αναντικατάστατο, έφηβο, κίπερ της ιστορικής Ολίμπια.
Μόνος του και όλοι τους
Εξέλιξη με την οποία δεν ήταν όλοι σύμφωνοι. Ο τότε βασικός μέτοχος του σλοβένικου συλλόγου, ο «βασιλιάς της μπανάνας» στη χώρα (ο μεγαλύτερος εισαγωγέας), o διαβόητος -λόγω εμπλοκής σε διάφορες άλλες δραστηριότητες, όχι πάντα νόμιμες- Ίζετ Ράστοντερ ο κυριότερος.
Αποφασίζει μάλιστα να απολύσει τον προπονητή της Ολίμπια, μεταξύ άλλων και για την επιμονή του να χρησιμοποιεί τον Όμπλακ. Έλα όμως που ούτε και ο διάδοχός του στον πάγκο -γνωρίζοντας τις συνέπειες που υπέστη ο προηγούμενος…- μπορούσε να κλείσει τα μάτια του στο προφανές.
Έβλεπαν όλοι όσοι ζούσαν καθημερινά τον πιτσιρικά και το πόσο καλός ήταν αλλά κυρίως το ποσό καλύτερος θα μπορούσε να γίνει. Κάτι που επιβεβαιωνόταν άλλωστε και από τα λαγωνικά που μυρίστηκαν ταλέντο και έσπευσαν στη Λιουμπλιάνα. Έμπολι και Φούλαμ προσφέρουν θέση κατόπιν δοκιμαστικών. Ο πατέρας Ματίας όμως δεν συμφωνεί με τα πρότζεκτς που παρουσιάζονται και τα αρνείται. Scouts της Λίβερπουλ… κατοικοεδρεύουν στην πρωτεύουσα της Σλοβενίας, η Μπενφίκα όμως είναι αυτή που κινείται πιο γρήγορα από κάθε άλλον.
Και πιο αποφασιστικά, αφού, προσφέροντας κοντά 4 εκατ. ευρώ (η Λίβερπουλ, σύμφωνα με ρεπορτάζ της εποχής, δεν ήταν διατεθειμένη να προσφέρει ούτε τα μισά), αγοράζει τον 17χρονο Όμπλακ, αμέσως μετά το τέλος της πλήρους παρθενικής επαγγελματικής του σεζόν που έφερε τη -νεοφώτιστη τότε- Ολίμπια στην τέταρτη θέση της κατάταξης, μα με το πλέον ενδεικτικό της δυναμικής του έφηβου τερματοφύλακά της έχοντας την καλύτερη άμυνα του Πρωταθλήματος.
Άλλο επίπεδο οι «Αετοί». Για ανήλικο ακόμη, εξωφρενικό έστω και να ονειρεύεται θέση στην πρώτη ομάδα. Μέρος της εκπαίδευσης και της προετοιμασίας του οι δανεισμοί. Αλλάζει τέσσερεις ομάδες στην επόμενη τριετία, με αυξανόμενο χρόνο συμμετοχής σε κάθε μία. Και πάμπολλες δυσκολίες.
Πέφτει πάνω στο ζενίθ της οικονομικής κρίσης, μένει απλήρωτος, βιώνει από πρώτο χέρι τα ζόρια της καθημερινότητας σε μικρομεσαίες ομάδες, θυμάται ακόμη να κάνει μπάνιο με παγωμένο νερό, να βλέπει στα αποδυτήρια με φακούς. Έφτασε να ξεκινάει παιχνίδι με τη Λεϊρία, να παρατάσσεται με οκτώ παίκτες, εξαιτίας απεργίας των συμπαικτών του για τετράμηνη καθυστέρηση στην καταβολή μισθών. Για την ιστορία, σε εκείνο το παιχνίδι η Λεϊρία ηττήθηκε από τη Φεϊρένεσε με 4-0, αλλά μέχρι το 65′, παίζοντας ουσιαστικά μόνος του, κρατούσε με τις επεμβάσεις του το μηδέν.
Επηρεάστηκε, απογοητεύτηκε. Κυρίως από την περιοδεία, δεξιά και αριστερά, και την καθυστέρηση μιας ευκαιρίας στο «Da Luz».
Τότε ήταν που αποφάσισε να συνεργαστεί για πρώτη φορά στη ζωή του με ατζέντη, προσλαμβάνοντας τον αλλοτινό παίκτη του χόκεϊ, Μίχα Μλάκαρ. ως εκπρόσωπό του. Επένδυση που βγήκε και στον ίδιο τον ατζέντη, αφού εξαργύρωσε την πρόοδο του Όμπλακ με μια συνεργασία με τον περίφημο Ζόρζε Μέντες και, σύμφωνα με αρχεία που δημοσιοποιήθηκαν πριν μερικά χρόνια από τα Football Leaks, με ένα εσαεί 12.5% ως ποσοστό επί των δικαιωμάτων του διεθνή Σλοβένου τερματοφύλακα.
Κλείνει η παρένθεση. Ή μάλλον όχι, αφού η πάντα καταλυτική στην Πορτογαλία (και ειδικά στις μεγάλες ομάδες) διασύνδεση με τους κατάλληλους ατζέντηδες τον βοηθάει να αλλάξει επίπεδο, αρχικά ολοκληρώνοντας την περατζάδα του ανά την χώρα, με τελευταίο -και πιο γεμάτο σε επίπεδο συμμετοχών- σταθμό τη Ρίο Άβε, έχοντας προπονητή τον Νούνο Εσπίριτο Σάντο (σ.σ. επίσης εκπροσωπείται από τον Μέντες), τον οποίο και δεν έχει κρύψει πως θεωρεί τον προπονητή που του άλλαξε, οριστικά, την πορεία της καριέρας του.
Πιστεύοντας λοιπόν πως έχει ολοκληρώσει το αγροτικό του και προφανώς επιδιώκοντας να ξεκαθαρίσει το στάτους του στην Μπενφίκα, δεν εμφανίζεται στην καλοκαιρινή πρώτη των «Αετών». Πιο σαφές δεν μπορούσε να το κάνει. Υπό διαφορετικές συνθήκες μια τέτοια κίνηση ενός 20χρονου ποδοσφαιριστή (πόσο μάλλον τερματοφύλακα), τελείως αδοκίμαστου στην Μπενφίκα, θα σηματοδοτούσε και το τέλος του με συνοπτικές διαδικασίες.
Αντ’ αυτού, υπογράφει νέο συμβόλαιο, δίνονται αμοιβαίες εξηγήσεις και εγγυήσεις, παίρνει πλέον θέση στο ρόστερ της Μπενφίκα (αρχικά στην δεύτερη ομάδα), ξεκινώντας να δουλεύει με τον άνθρωπο που ουσιαστικά “έφτιαξε” την σχολή που έχουν δημιουργήσει τα τελευταία χρόνια στους τερματοφύλακες οι Λουζιτανοί, τον Χιούγκο Ολιβέιρα.
Το τελευταίο εμπόδιο που έπρεπε να ξεπεραστεί ήταν ο Ζόρζε Ζέσους. Ούτε άκουγε τις πανταχόθεν πιέσεις ο Πορτογάλος τεχνικός ούτε και “έβλεπε” τον Σλοβένο, εμπιστευόμενος τον πολύπειρο Αρτούρ. Τα διαδοχικά, πολλά και σημαντικά όμως λάθη του Βραζιλιάνου επέσπευσαν τη νομοτέλεια, παρά ταύτα χρειάστηκε ένας τραυματισμός του Αρτούρ, ώστε να βρεθεί στην ενδεκάδα ο Σλοβένος στα μέσα Δεκεμβρίου.
Σε όσα παιχνίδια αγωνίστηκε έκτοτε ο Όμπλακ οι «Αετοί» δεν ηττήθηκαν. Πουθενά, εντός και εκτός Πορτογαλίας. Πανηγύρισαν το εγχώριο Τρεμπλ (πρώτο Πρωτάθλημα μετά από τέσσερα χρόνια και μόλις δεύτερο ως τότε στον 21ο αιώνα, Κύπελλο, League Cup), φτάνοντας και στον Τελικό του Europa League κόντρα στη Σεβίλη.
Εκεί μόνο έχασαν. Από τη «βούλα». Εκεί άρχισε να φαίνεται και για τους επικριτές του η αχίλλειος πτέρνα του, να σχηματοποιείται το δικό του χτικιό: τα πέναλτι. Τέσσερα εκτέλεσαν στην σχετική διαδικασία οι Ανδαλουσιάνοι, σε όλα ευστόχησαν και έτσι -κόντρα στα δύο εύστοχα των Λουζιτανών– πήραν το τρόπαιο.
Το χτικιό της «βούλας»
Το σκοινί το ‘χε δοκιμάσει επιτυχημένα το προηγούμενο καλοκαίρι, το έκανε κορδόνι αμέσως μετά την πρώτη του σεζόν ως βασικός στην Μπενφίκα. Ζήτησε να φύγει, επέμεινε φορτικά, αρνήθηκε μάλιστα να ενσωματωθεί στην προετοιμασία των Λουζιτάνων και -φυσικά- δικαιώθηκε. Είχε και λόγους. Κοτζάμ Πρωταθλήτρια Ισπανίας και φιναλίστ του Champions League τον ζητούσε.
Δεν είναι και λίγο για 21 χρόνων -τότε- τερματοφύλακα. Άγνοια κινδύνου ως προς το ότι προοριζόταν για διάδοχος του κοσμαγάπητου (και καταλυτικού αγωνιστικά), Τιμπό Κουρτουά, στην Ατλέτικο, το ξεκαθάρισε με το καλημέρα της παρουσίασής του από τους «Rojiblancos», οι οποίοι, καταβάλλοντας 16 εκατ. ευρώ (όσο και το buy out που είχε στο συμβόλαιό του με την Μπενφίκα), τον μετέτρεψαν στον πιο ακριβοπληρωμένο τερματοφύλακα της ιστορίας στη La Liga.
Και ύστερα από λίγες εβδομάδες μόνο βάλθηκαν να τον… ξεφορτωθούν! Ένας τραυματισμός στη μέση επηρέασε πολύ την εικόνα του στην προετοιμασία, τόσο ώστε οι Μαδριλένοι προσέφεραν στην Μπενφίκα (μαζί μάλιστα με χρήματα και έμψυχα ανταλλάγματα) την προοπτική επιστροφής του, χωρίς όμως οι Λουζιτανοί (έχοντας ψυχρανθεί και από τη συμπεριφορά του Σλοβένου) να την δεχτούν.
Το ξεκίνημα με τα «Ερυθρόλευκα» ενίσχυσε ακόμα περισσότερο την κάκιστη αύρα του πρώτου διαστήματος στην Μαδρίτη. Ντεμπουτάρει στην πρεμιέρα των ομίλων του Champions League εκείνης της σεζόν στο «Καραϊσκάκης» κόντρα στον Ολυμπιακό. Οι Πρωταθλητές Ελλάδας κερδίζουν, έχοντας το απόλυτο σε on target τελικές και γκολ. Τρεις έκαναν, ισάριθμες φορές πανηγύρισαν (3-2). Κοινώς, ό,τι πήγε στην εστία του Όμπλακ “έγραψε”.
Άλλο που δεν ήθελαν και τα ισπανικά media για να τον “σταυρώσουν” με το καλημέρα, αλλά κυρίως να αμφισβητήσουν τον Ντιέγκο Σιμεόνε για την επιλογή του. Άλλο που δεν ήθελε και ο Αργεντινός για να τον… εξαφανίσει. Για έξι μήνες στον πάγκο καθόταν, βλέποντας τον -πλασμένο για ρεζέρβα…- Μιγκέλ Ανχελ Μογιά βασικό. Μόνο σε κάτι παιχνίδια Κυπέλλου “ζεσταινόταν”. Χρειάστηκε να χτυπήσει ο Ισπανός , ώστε να επιστρέψει κάτω και ανάμεσα από τα δοκάρια στα μέσα Μαρτίου.
Έκτοτε δεν έφυγε ποτέ από εκεί…
Κέρδισε ένα ακόμα Πρωτάθλημα Ισπανίας (2020-2021), πήρε το Europa League (2018) και το Ευρωπαϊκό Super Cup (2015), πέντε φορές κατέκτησε το βραβείο «Zamora» (ονοματίστηκε από τον θρυλικό Ισπανό τερματοφύλακα, Ρικάρντο Σαμόρα, και το δίνει η ισπανική εφημερίδα «Marca» στον τερματοφύλακα που έχει την καλύτερη αναλογία παιχνιδιών/γκολ στη σεζόν στο ισπανικό Πρωτάθλημα), τρεις αναγορεύτηκε σε κορυφαίο κίπερ του Champions League και άλλες πέντε σε κορυφαίο των διοργανώσεων της UEFA, ενώ τη σεζόν 2020-2021 συνδύασε την κατάκτηση της La Liga με τον ίδιο να αναγορεύεται σε κορυφαίο του Πρωταθλήματος, έχοντας το εξωφρενικό 80% ως ποσοστό αποκρούσεων.
Έφτασε γρηγορότερα από κάθε άλλον στην ιστορία της La Liga στα 100 clean sheets (του χρειάστηκαν μόλις 182 παιχνίδια), έγινε ο τερματοφύλακας ρέκορντμαν συμμετοχών στην ιστορία της Ατλέτικο (ξεπερνώντας τον Άμπελ Ρεσίνο), φόρεσε το περιβραχιόνιο του αρχηγού των «Rojiblancos», ταίριαξε απόλυτα με το ποδοσφαιρικό στιλ που επέβαλλε ο Σιμεόνε και άλλαξε τη φυσιογνωμία και τη δυναμική τους.
Και αν μη τι άλλο αυτοί που περισσότερο από κάθε άλλον το εκτίμησαν είναι οι οπαδοί της Ατλέτικο, στα χείλη των οποίων έφτασε να γίνει σύνθημα. Στους ρυθμούς του «Djobi, Djoba» των Gipsy Kings, σε καθεμία του από τις πολλές επεμβάσεις, σε κάθε MVP του εμφάνισή, του τραγουδάνε το «Obi, Oblak, cada dia te quiero mas» («Όμπι, Όμπλακ, κάθε μέρα σε αγαπάω πιο πολύ»).
Σιγά που θα επηρεαζόταν απ’ ό,τι και όσα η… τρισκατάρατη «βούλα» (του χρεώνεται πως ακόμη) του στοιχειώνει. Αφορμή και υπογράμμιση ο Τελικός του Champions League το 2016 κόντρα στη Ρεάλ. Στο ίδιο γήπεδο, στο San Siro, όπου ο συμπατριώτης του, Ζλάτκο Ζάχοβιτς, ως παίκτης της Βαλένθια ήταν ένας από τους τρεις των Λεβαντίνων που είχε “ψαρέψει” ο Όλιβερ Καν στην διαδικασία των πέναλτι του Τελικού του 2001, χαρίζοντας στην Μπάγερν το τρόπαιο, αυτός δεν κατάφερε να κάνει το παραμικρό στην ίδια ποδοσφαιρική ρουλέτα.
Στις περισσότερες -αν όχι σε όλες- από τις πέντε εκτελέσεις των παικτών της Ρεάλ, το τίποτα είναι κυριολεκτικό. Δεν έπεσε ούτε για τα μάτια του κόσμου και, όταν το έκανε, αφενός δεν πέτυχε γωνία, αφετέρου ουσιαστικά δεν ήταν πέσιμο αλλά περισσότερο γονάτισμα, εκεί μπροστά του, αποδοχή μιας μοίρας που έφερε τους «Rojiblancos» ηττημένους από την άσπονδη συμπολίτισσα σε δεύτερο Τελικό σε μια τριετία.
Η εικόνα ήταν αυτή που περισσότερο έμεινε και προκάλεσε την κριτική, προσέφερε ένα ψεγάδι σε εκείνους που το αναζητούσαν.
Αν διάλεγε μια γωνία, ακόμα και αν πάλι δεν πετύχαινε καμία, πιθανότατα να μην άκουγε τα όσα άκουσε, να μην του χρεώνονταν όσα του χρεώθηκαν. Και ας είχε ουσιαστικά στείλει με δική του απόκρουση πέναλτι στη ρεβάνς με την Μπάγερν στο Μόναχο την Ατλέτικο στον Τελικό (1-0 το πρώτο ματς στην Μαδρίτη, προηγήθηκαν νωρίς οι Βαυαροί στον επαναληπτικό, ο Μίλερ είχε την ευκαιρία από τα 11 βήματα να κάνει το 2-0, ο Όμπλακ δεν το επέτρεψε, η Ατλέτικο έκτοτε ισοφάρισε, χωρίς να της κοστίσει η ήττα με 2-1).
Στα πέναλτι, η αλήθεια είναι πως, ακόμη δυσκολεύεται. Λες και η αξία και η επάρκεια ενός τερματοφύλακα κρίνεται σε συνθήκες τέτοιες που θυμίζουν την παιδική σκιαμαχία πίσω από την εστία του πατέρα του. Την σκιά πάντα την κυνηγάς, σπάνια την προλαβαίνεις. Στο πέναλτι ο τερματοφύλακας πάντα ακολουθεί και, αν προβλέψει, δεν είναι ικανός, αλλά -όσο και διαβασμένος και αν είναι- τυχερός στη ζαριά θα ‘ναι.
Και τούτος εδώ μόνο τυχερός δεν είναι. Δουλευταράς, με κάθε άλλη παρά βαλκάνια νοοτροπία (παρότι Σερβοβόσνιος από τη μεριά της μητέρας του), λιγομίλητος, καθόλου επικοινωνιακός σε σημείο αντικοινωνικότητας, μετρημένος σε δημόσιο και όχι μόνο προφίλ, προσηλωμένος σε ένα μονοπάτι που τον έχει φέρει στην κορυφή.
Ούτε και αυτό είναι πειστήριο αξίας, μα σε μια άκρως καπιταλιστική ως προς τις αρχές της ποδοσφαιρική αγορά είναι σίγουρα ενδεικτικό: στη Μαδρίτη βρίσκεται από το 2014 και η ρήτρα αποδέσμευσής του είναι εννιαψήφια.
Και μιλάμε για έναν τύπο που σε κλίμακα ποδοσφαιρικής ζωής για τερματοφύλακα τώρα… ενηλικιώνεται.
Τρομάζει το πού μπορεί να φτάσει.
Ίσως τελικά να μην είναι τυχαίο που στην γλώσσα του το «Oblak» σημαίνει «σύννεφο».
Το μόνο που του μένει είναι να περάσει και πάνω από δαύτα.
Και, ο αθεόφοβος, μοιάζει ικανός να το μπορέσει…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ντιέγκο Σιμεόνε, κάτι παραπάνω από ένας προπονητής
Έντερσον Μοράες: Σπάζοντας την αλυσίδα
Η Χελώνα του Σαντιάγκο Κανιθάρες
Η ανολοκλήρωτη ιστορία του Ίκερ Κασίγιας
Πίτερ Σμάιχελ, O Μεγάλος Δανός
Έντβιν Βαν Ντερ Σαρ: Rock’n’roll
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη