Μια ράθυμη, νυσταγμένη χώρα ήταν η Πορτογαλία εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’50.
Απομονωμένη στη ραστώνη της υπό τον παχύρρευστο μανδύα της μακράς Δικτατορίας του Σαλαζάρ, βίωνε τη ρουτίνα της άχρωμης και άοσμης καθημερινότητάς της. Άγνοια, θρησκεία, χαμηλό εισόδημα και θλιβερές αναγωγές στο ένδοξο παρελθόν, σε αυταπάτες μεγαλείου που κατέστρεψαν την ιδιοσυγκρασία ενός ολόκληρου λαού.
Η Γουινέα και η Μοζαμβίκη ήταν τα τελευταία απομεινάρια μιας πάλαι ποτέ αυτοκρατορίας που κυριάρχησε στην Αφρική, τη Νότιο Αμερική, την Ασία. Ψήγματα αντίστασης στο κυνήγι ενός θλιβερού ψέματος ενσωμάτωσης με υποχρεωτική μετεμφύτευση πολιτιστικών, θρησκευτικών και εθιμικών χαρακτηριστικών.
Μονάχα σε έναν τομέα λειτούργησε πραγματικά αυτή η προσομοίωση “ένταξης”. Στο «fùtbol», το ποδόσφαιρο.
Τα ντόπια φτωχόπαιδα, οι μιγάδες, αντέγραφαν από τους αποικιστές αυτό το απελευθερωτικό παιχνίδι και έπαιζαν ξυπόλητα στους χωματόδρομους και τις παραλίες, λαμποκοπώντας από χαρά.
Είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό στις μέρες μας, ακόμα πιο δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί το συναίσθημα χαράς και ολοκλήρωσης που μπορεί να προσδώσει ένα απλό παιχνίδι στην ψυχολογία ενός παιδιού που μέχρι πρότινος δεν είχε τίποτα και ξαφνικά απέκτησε όνειρα κι ελπίδα.
Δεν υπήρχαν “ακαδημίες”, σχολές ποδοσφαίρου, δίκτυα και “κυκλώματα” ανίχνευσης ταλέντων εκείνα τα χρόνια. Ούτε όλες οι περιπτώσεις αφορούσαν στα τόσο πιασάρικα παραμύθια ποδοσφαιρικών “Όλιβερ Τουίστ”. Οι αντιξοότητες, η ανέχεια, η αδυναμία πρόσβασης σε υπηρεσίες πρώτης ανάγκης δεν ήταν ελλείψεις. Για να μας λείπει κάτι, πρέπει να το ξέρουμε, να το έχουμε δει, να το έχουμε αγγίξει. Για κάποιους ανθρώπους η πραγματικότητα είναι μία, η ζωή που γνώρισαν την έκανε συγκεκριμένη, οι προσλαμβάνουσες διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα τους.
Η αίσθηση εκείνη την εποχή για τη Μοζαμβίκη ήταν πως αποτελούσε απλώς υπερπόντιο έδαφος της Πορτογαλίας. Οι Μοζαμβικανοί ήταν Ευρωπαίοι πολίτες, Πορτογάλοι ως προς τη νομική τους υπόσταση. Ως Έλληνες και με δεδομένη την ιστορία μας, έχουμε σαφή εικόνα για το κατά πόσον ισχύει κάτι τέτοιο. Μπορεί να έχει ξεθωριάσει, αλλά η ιστορία είναι εκεί και μας υπενθυμίζει ότι έχει πολλαπλή ανάγνωση. Για τους Πορτογάλους η Μοζαμβίκη ενείχε πάντοτε εκείνο το σκληρό «ναι μεν, αλλά», η κατάφαση λειτουργούσε μόνο για τους τυχερούς.
Χιλιάδες παιδιά έπαιζαν μπάλα, δεκάδες ανιχνευτές ταλέντων έψαχναν να βρουν το πιο προικισμένο, να το πείσουν να αφήσει την πατρίδα του και να ταξιδέψει στη Λουζιτανία για να κυνηγήσει το όνειρο. Ο Εουσέμπιο Ντα Σίλβα Φερέιρα ήταν ένα απ’ αυτά τα παιδιά, γεννημένος στις όχθες του Ινδικού Ωκεανού, στη συνοικία του Σουλ Ντο Σάβε του Λοουρένσο Μάρκες που αργότερα ονομάστηκε Μαπούτο. Ο μικρότερος από οκτώ παιδιά, χωρίς πατέρα από τα πέντε του, με μια μάνα να προσφέρει ό,τι περνούσε από το χέρι της για να επιβιώσει.
Χαμογελαστός, ξυπόλητος, ικανοποιημένος από τα λίγα, γιατί δεν διενοείτο ποτέ τα περισσότερα.
Ξυπόλητος κλωτσούσε και μια μπάλα, μόνος του “έμαθε”, χωρίς να τον διδάξει κανένας. Όλα αυτά φαντάζουν άκρως υπερβολικά στις μέρες μας, σχεδόν ψεύτικα. Στα περισσότερα αφιερώματα για τη ζωή του διαβάζουμε ότι την μπάλα την έμαθε σε μια ομάδα-φυτώριο της Σπόρτινγκ Λισαβόνας στο Λοουρένσο Μάρκες, η αλήθεια είναι ότι την μπάλα την είχε μέσα του, γεννήθηκε μαζί της, ήταν το πεπρωμένο του.
Στα 16 του τον “άρπαξε” η Μπενφίκα με ένα ποδοσφαιρικό πραξικόπημα, τον ενέταξε στο δυναμικό της, του υποσχέθηκε ότι θα του γνωρίσει και μια άλλη ζωή.
Ένας Μοζαμβικανός έφηβος στη μαγικά μελαγχολική Λισαβόνα, σε μια πόλη που διηγήθηκε ο Πεσόα, εξευμένισε ο Σαραμάγκου και τραγούδησε η Βασίλισσα του φάντο, η Αμάλια Ροντρίγκες. Ένα μυθιστόρημα, ένα ποίημα, μια μεγαλαγχολική μελωδία ήταν ο Εουσέμπιο. Σαν περίπατος στα καπνιστά σοκάκια της παλιάς πόλης, σαν μελαγχολικό ταξίδι κατά μήκος των στριφογυριστών δρόμων που διακλαδώνονται στους τέσσερεις λόφους της Λισαβόνας, αλλά καταλήγουν στη μαγεία και το απέραντο της θέας στον Ατλαντικό.
Δεν δυσκολεύτηκε να ενσωματωθεί, ούτε ποδοσφαιρικά ούτε ανθρώπινα. Αυτό που σε άλλους φάνταζε πολιτική μυθοπλασία, για εκείνον ήταν η πραγματικότητα. Δεν διείδε ούτε δεύτερα κίνητρα ούτε αισθάνθηκε ότι γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης εξαιτίας των αθλητικών του προσόντων. Ήταν Πορτογάλος πολίτης, αγωνιζόταν στη Μπενφίκα, το πιάτο στο τραπέζι της κουζίνας είχε πάψει να είναι άδειο. Δεν κατάλαβε ότι για τον υπόλοιπο κόσμο ήταν η ελπίδα προσωποποιημένη, δεν επηρεάστηκε από τα φώτα της δημοσιότητας, δεν κλήθηκε να διαχειριστεί την αλλαγή status. Ήταν όλα φυσιολογικά.
Τον αποκαλούσαν «Μαύρο Πάνθηρα», αναφορά σε ευθεία παραβολή με το «Μαύρο Διαμάντι», το προσωνύμιο του Πελέ. Ναι, του Πελέ. Για τέτοια επίπεδα μιλάμε, για τόσο ποδοσφαιρικό ταλέντο.
Και ειλικρινά, σε εκείνο το Μουντιάλ του ’66 στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο «Μαύρος Πάνθηρας» ανέβηκε στον ποδοσφαιρικό θρόνο, κράτησε τα σκήπτρα και με ένα πλατύ χαμόγελο οδήγησε το σπορ στο επόμενο επίπεδο.
Goodison Park του Λίβερπουλ, σε ένα από εκείνα αναπάντεχα επαναλαμβανόμενα βροχερά απογεύματα του Ιουλίου. Μια άυλη, μυστικιστική τελετή ποδοσφαιρικής πανδαισίας διακόπτεται βίαια.
Ο Πελέ στο λασπωμένο χορτάρι να σφαδάζει κρατώντας το γόνατό του, βαριά τραυματισμένος από το πολλοστό δολοφονικό τάκλιν. Ο Εουσέμπιο τον πλησιάζει, του χαϊδεύει το κεφάλι, ζητά συγγνώμη εκ μέρους όλων μας, εκ μέρους του ποδοσφαίρου του ίδιου. Είναι ο τρόπος που σκύβει, η γλώσσα του σώματος, η πίκρα στην έκφρασή του. Παρηγοριά και θυμός, στενοχώρια και μεγαλοπρέπεια.
Η τελευταία εικόνα του Πελέ στο τρίτο Μουντιάλ της καριέρας του δεν αφορά στον ίδιο αλλά στον άνθρωπο που ταπείνωσε την καλύτερη ομάδα όλων των εποχών, την Βραζιλία. Η “Σταχτοπούτα” Πορτογαλία, «οι Βραζιλιάνοι της Ευρώπης», είχαν σκορπίσει με 3-1 τους βεριτάμπλ Βραζιλιάνους.
Απανωτές νίκες, μια νέα πρόταση ποδοσφαίρου, το νέο, το σπουδαίο, το άφθαρτο στο προσκήνιο. Από έναν ντροπαλό υπερπαίκτη, τον πρώτο «Πάνθηρα» που δεν ήταν αιμοδιψής και τρομακτικός. Ταχύτητα και με την μπάλα και δίχως αυτήν, τεχνική, επιθετικοί ελιγμοί πρωτόγνωροι, κινήσεις που δεν είχαμε φανταστεί ότι γίνονται.
Στην πατρίδα των Beatles, οι οποίοι έφεραν την επανάσταση στη μουσική, συνέβη και η επανάσταση στο ποδόσφαιρο, η κινητοποίηση που έφερε την έκρηξη στο “Άγιο” Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 στο Μεξικό. Η διδαχή της μετατροπής μιας καταστροφής σε θρίαμβο, η μετάλλαξη του μαύρου σκοταδιού σε φως.
Στο 25ο λεπτό η Πορτογαλία χάνει από την Κορέα με 3-0, τον «Κίτρινο Εφιάλτη», όπως έλεγαν τότε, την ομάδα που “μπήκε από το παράθυρο” στο Μουντιάλ λόγω του μποϊκοτάζ των ομάδων της Αφρικής και είχε καταστρέψει τους Ιταλούς, αποκλείοντάς τους με 1-0 σε ένα ματς που δεν θα ξεχαστεί ποτέ. Ο Εουσέμπιο από το 25ο λεπτό σε άλλη διάσταση. Με την απελπισμένη βιασύνη που επιβάλλει το μειονέκτημα και την προδιαγραφόμενη καταστροφή, πασχίζει να ανατρέψει όλα τα δεδομένα μόνος του. Ήταν δεξιά, αριστερά, στο κέντρο, παντού. Γύριζε να την πάρει έξω από την περιοχή των συμπαικτών του, εν ριπή οφθαλμού βρισκόταν στην αντίπαλη περιοχή, πάσαρε, σούταρε, ντρίπλαρε, έτρεχε, διέλυε τα πάντα στο πέρασμά του. Μια έκρηξη απαλή, “ευγενής”, αιλουροειδής, όπως ακριβώς επέτασσε το προσωνύμιό του.
Τέσσερα γκολ, μια ασίστ. Το 3-0 έγινε 3-5, η Πορτογαλία, ο Εουσέμπιο για να είμαστε πιο ακριβείς, έχει κάνει τη μεγαλύτερη ανατροπή στην ιστορία των Παγκόσμιων Κυπέλλων. Ένας νεαρός Μοζαμβικανός ήρωας μιας ολόκληρης χώρας, σημείο αναφοράς για τον παγκόσμιο Τύπο, ο πρώτος ποδοσφαιριστής που κάνει το έδαφος να δονείται.
«Vibra por los goles», «ζει για το γκολ», δεν τον ενδιαφέρουν τακτική, θέσεις, διατάξεις και πλάνα. Αυτά που κάνει στο χορτάρι βγαίνουν από μέσα του, διασκεδάζει, τον κλωτσούν, τον ρίχνουν κάτω και χαμογελάει. Άτρωτος.
Ναι, σε εκείνο το χρονικό διάστημα ήταν καλύτερος από τον Πελέ. Δεν είναι ύβρις, δεν είναι υπερβολή, η διαπίστωση τονίζει την αλήθεια. Τεράστιο ρεπερτόριο, μοντέρνο, ευρύτερου φάσματος. Και όλα με χάρη, εκλεπτυσμένα, πασπαλισμένα με άγρια ομορφιά. Το ταλέντο τυφλώνει, μας αφήνει εμβρόντητους και ακίνητους στο μεγαλείο του.
Ήταν μόλις 24 ετών, “άγουρος” για την εποχή, πρωτοείσακτος στη συλλογική φαντασία. Αγωνιζόταν στη Μπενφίκα, ήταν Μοζαμβικανός, δεν είχε το παραμικρό εχέγγυο για να προσπαθήσει έστω να γράψει το όνομά του στην ιστορία. Κι όμως, η “δική του” Μπενφίκα είχε αρπάξει δυο Κύπελλα Πρωταθλητριών Ευρώπης από τη Ρεάλ του Πούσκας και του Ντι Στέφανο, “εκείνη” την Ρεάλ, τον καιρό που την έστεψε ο πλανήτης «Βασίλισσα».
Έχει τεράστια σημασία η χρονική περίοδος κατά την οποία αναδεικνύεται μια προσωπικότητα. Ο Εουσέμπιο έγινε πρωταθλητής, έγινε ο καλύτερος σε μια εποχή όπου έβγαιναν μονάχα τέτοιοι. Πρώτευσε, έχοντας απέναντί του το μεγαλείο του Ντι Στέφανο, του Χέντο, του Πούσκας, του Σανταμαρία. Επικράτησε του Αλταφίνι, του Σουάρεζ, του Γκαρίντσα, του Μπόμπι Τσάρλτον, του Μπεκενμπάουερ, του Ριβέρα, του ίδιου του Πελέ.
Όλοι τους είναι μύθοι που λείπουν από το σημερινό ποδόσφαιρο, συστατικά που έκαναν το σπορ μεγάλο, δυσθεώρητο, το δημοφιλέστερο σπορ στον πλανήτη. Δεν ήταν πάντα επιστημονικό και “συλλογικό” το ποδόσφαιρο. Είχε τους ήρωές του, τις «εποχές» του καθενός, τις ιδιαιτερότητες των λογής «σχολών» του. Είναι ρομαντικά όλα αυτά, δίχως όμως τους ξεχωριστούς ήρωες δεν θα υπήρχαν οι αξιομνημόνευτες μάχες. Δίχως τον Κρόιφ δεν θα υπήρχε το Ολλανδικό μοντέλο του Μίχελς, δίχως τον Μαραντόνα δεν θα υπήρχε η μπιλαρδική σχολή, χωρίς τους Βραζιλιάνους το «jogo bonito», χωρίς τον Εουσέμπιο δεν θα υπήρχε η απόδειξη ότι “γίνεται” και χωρίς περίβλημα.
Α-τακτικός, απροσδιόριστος, άθεσος, ανερμάτιστος. Ένας άνθρωπος που κατέκτησε 11 Πρωταθλήματα, 5 Κύπελλα, ευρωπαϊκούς τίτλους, την Χρυσή Μπάλα το 1965, ένας ποδοσφαιριστής που προσέδωσε καινούργια χροιά στην έννοια του επιθετικού. 313 γκολ σε 293 παιχνίδια με τους «Αετούς» της Λισαβόνας. Ένας απίστευτος μέσος όρος, αδιανόητος όχι μόνο στη δική του εποχή. Σε οποιαδήποτε εποχή.
Και συνάμα ντροπαλός μέχρι τα στερνά του, μαζεμένος, ταπεινός, μην έχοντας επίγνωση του μεγαλείου του. Πιο σωστά, έχοντας επίγνωση της μοναδικότητας του μεγαλείου του. Όταν σταμάτησε το 1975 και πριν ενταχθεί στην Μπενφίκα υπηρετώντας την απ’ όλα τα πιθανά πόστα, ρωτήθηκε εάν θα βγει άλλος σαν αυτόν: «Δεν βοηθάει να μείνουμε στο παρελθόν. Πρέπει να προχωρήσουμε μπροστά, οι συγκρίσεις με εμένα και την εποχή μου δεν έχουν νόημα».
Δεν έχουν σημασία τα επιστημονικά σχήματα, η ανέξοδη κουβέντα για τους καλύτερους όλων των εποχών. Καθένας είναι καλύτερος δεδομένων των συνθηκών που τον περιβάλλουν. Ο Εουσέμπιο δεν διέθετε ποτέ προστασία, “ομπρέλες” και στρατό εξειδικευμένων ανθρώπων για να επιμηκύνουν ή να μεγαλοποιήσουν την καριέρα του. Δεν το είχε ανάγκη, κανείς σαν αυτόν δεν το είχε ανάγκη. Είναι θέμα προσωπικότητας, ταλέντου, προσαρμογής στα επίπεδα “θέωσης” ανά κλάδο. Μια οικογένεια είναι στο ποδόσφαιρο όλα τα ιερά τέρατα, το προσέχουν σαν άλλοι Πατριάρχες και φροντίζουν ανά τακτά διαστήματα να εξελίσσεται, να γίνεται καλύτερο, πιο γρήγορο, πιο εντυπωσιακό. Αυτό που κινδυνεύει να χαθεί είναι το συναίσθημα, η κεντρική ιδέα, ο πυρήνας ενός σπορ που γεννήθηκε και ανδρώθηκε άσπιλο και αμόλυντο.
Στη σύγχρονη εποχή, ο «Μαύρος Πάνθηρας» θα είχε εγκλωβιστεί σε ένα κλουβί, πιθανότατα θα είχε βρεθεί ο τρόπος να ξενιτευτεί, θα είχαν αλλάξει δεκάδες ψηφία σε διάφορους τραπεζικούς λογαριασμούς, θα είχε συμβεί επικοινωνιακή κοσμογονία.
Τότε ο πατέρας Μοράτι δεν κατόρθωσε να τον πάρει στην Ίντερ, ο Μπερναμπέου δεν τον έπεισε να ξενιτευτεί στη Ρεάλ. Θα άλλαζε ο ρους της ιστορίας. Σε ένα πράγμα παραμένει ίδιο το ποδόσφαιρο, τις ισορροπίες στο τέλος τις αλλάζουν οι ποδοσφαιριστές. οι τρόποι προσέλκυσής τους είναι που εναλλάσσονται. Ο Εουσέμπιο, από την πρώτη έως την τελευταία μέρα με το κοντό παντελονάκι, παρέμεινε το μικρό αγόρι που ήρθε από την αρμύρα του Ινδικού Ωκεανού, ένας καλλιτέχνης που φώτιζε με το ταλέντο του την κατανυκτική ατμόσφαιρα στη Λισαβόνα του Σαλαζάρ.
Η Επανάσταση των Γαρυφάλλων την έδιωξε εκείνη την ατμόσφαιρα στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Νεαροί αξιωματικοί, πολλοί εκ των οποίων και από τη Μοζαμβίκη, έβαλαν λουλούδια στα όπλα τους και ξύπνησαν ένα θαμμένο χωνευτήρι ενθουσιασμού και ελπίδας που κάθε εξέγερση φέρνει μαζί της. Η Μοζαμβίκη ανέκτησε την ανεξαρτησία της, προσπάθησε να οικοδομήσει ένα αβέβαιο μέλλον, οι δεσμοί της με τη νέα Πορτογαλία δεν διακόπηκαν καθόλου. Η διαπλοκή των πολιτιστικών και των οικονομικών συμφερόντων που αφήνει πίσω της η αποαποικιοποίηση είναι πολύ πυκνή, ριζώνει βαθιά και στην ουσία δεν φεύγει ποτέ, αφήνει παντού τα σημάδια της.
Ο Εουσέμπιο ανήκει στην πολιτιστική κληρονομιά και των δυο χωρών, είναι τραγούδι στο στόμα όλων των ανθρώπων που γνώρισαν την ύπαρξή του.
Η δική του Λισαβόνα μπορεί να μην υπάρχει πια, πνιγμένη από τη νέα βία της νεωτερικότητας και από τα δεδομένα της νέας εκτίμησης της φτώχειας και της ανέχειας, από μυαλά που δεν είναι σε θέση να τοποθετήσουν σωστά τα κουτιά της ιστορίας. Γενναιόδωρες ψευδαισθήσεις μιας φευγαλέας άνοιξης, άλλοι ρυθμοί, καινούργια, δυσθεώρητα δεδομένα.
Είναι βαθύτατα θλιβερή η νοσταλγία, απίθανα δύσκολος ο διαχωρισμός του σωστού, του λάθους, της αλήθειας και του ψέματος. «Saudade» το λένε οι Πορτογάλοι, είναι μια βαθιά συναισθηματική κατάσταση νοσταλγικής ή βαθιάς μελαγχολικής διάθεσης. Εμείς θα το λέγαμε «λαχτάρα». Λαχτάρα για κάτι ή κάποιον που αγαπήσαμε, το “νιάξιμο”, η μείξη αναμνήσεων συναισθημάτων, εμπειριών, τόπων και γεγονότων που γέννησαν ενθουσιασμό, συναισθήματα, ευχαρίστηση, ευεξία και πλέον ενεργοποιούν κώδικες αποχωρισμού από όλες αυτές τις αισθήσεις.
Η αύρα του Εουσέμπιο πετάει πάνω από τον ουρανό του Da Luz μαζί με τον αετό.
Από τις 5 Ιανουαρίου του 2014 έγινε ακόμα πιο βαριά, γιατί η καρδιά του «Πάνθηρα» σταμάτησε να χτυπάει στα 71 του χρόνια.
Ένα γλυκόπικρο χαμόγελο που υποδηλώνει και χαρά και λύπη, μια φευγαλέα συνέπεια αποδοχής ότι ο έρωτας της πρώτης φοράς δεν συγκρίνεται με κανέναν.
Ο «Μαύρος Πάνθηρας» πήγε να ξεκουραστεί.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Μπενφίκα – Σάντος: Όταν ο Πελέ ντρίμπλαρε μέχρι και αστυνομικό
Πελέ: Ο Θεός είναι στις λεπτομέρειες
Φέρεντς Πούσκας, ένας μύθος που δεν σβήνει ποτέ
Φέρεντς Πούσκας: οι Άγγλοι ασθενείς (του)