Το Πάσχα του 1996 ήμουν στη Μυτιλήνη για προετοιμασία από τη Μεγάλη Εβδομάδα και έμεινα και την επόμενη.
Ανάσταση έκανα στο γυναικείο μοναστήρι του νησιού και πήγα και στην εκκλησία των Ταξιαρχών Μανταμάδων με τη θαυματουργή εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ.
Ήμασταν μαζί με τον προπονητή μου, την οικογένειά του και δύο ακόμα αθλητές.
Την Κυριακή του Πάσχα σουβλίσαμε, αλλά μη νομίσει κανείς ότι τρώγαμε και πολύ, προσέχαμε.
Κρατήσαμε τα έθιμα, τσουγκρίσαμε τα αβγά, τα κάναμε όλα όσα συνηθίζονται, μάλιστα τη Μεγάλη Εβδομάδα είχα νηστέψει.
Ένας γνωστός μας φυσικοθεραπευτής, ο οποίος ήξερε τα μέρη, μας πήρε και πήγαμε πάνω ψηλά σε ένα βουνό στο γυναικείο μοναστήρι.
Πήγαμε εκεί από το απόγευμα, κάναμε Ανάσταση με τις καλόγριες και μετά γυρίσαμε πίσω.
Τότε κάποιοι με αναγνώριζαν και μου έλεγαν «καλή επιτυχία στην Ατλάντα».
Αν και βέβαια δεν πίστευε κανείς τότε ότι θα πάρω μετάλλιο!
Πρώτη φορά που έφυγα από το σπίτι μου την περίοδο του Πάσχα για μεγάλο διάστημα λόγω προετοιμασίας ήταν στην Α’ Λυκείου, είχαμε πάει στην Κρήτη, στα Χανιά, με το κλιμάκιο των αλμάτων.
Από τότε και τουλάχιστον για τα επόμενα 16-17 χρόνια δεν ξαναέκανα Πάσχα με την οικογένειά μου. Πηγαίναμε συνέχεια προετοιμασίες.
Πρώτη φορά οικογενειακό Πάσχα έκανα όταν γέννησα τα παιδιά μου και μετά το 2000 πλέον.
Όλο αυτό το διάστημα δεν υπήρχαν και διακοπές το καλοκαίρι.
Πρώτη φορά που πήγα ήταν μετά το 1996.
Ως αθλήτρια, έκανα πολύ συγκεκριμένα πράγματα, είχα συνήθειες και πειθαρχία.
Γι’ αυτό, με τον κορωνοϊό και τα λοκντάουν δεν επηρεάστηκα, αυτό το “κλείσιμο” ήταν συνηθισμένο για μένα.
Επειδή έχω περάσει και πολύ χρόνο μοναχικότητας λόγω του πρωταθλητισμού, ξέρω πώς να το διαχειρίζομαι αυτό όλο, να διαβάζω, να ασχολούμαι με άλλα πράγματα, όταν είμαι μες στο σπίτι, δεν με ενοχλεί το να μην βγω έξω.
Εκείνο ήταν ένα Πάσχα κομβικό, όπως ήταν και όλη εκείνη η χρονιά για εμένα.
Τον προηγούμενο χρόνο έκανα προπονήσεις στη Γερμανία, μετά γύρισα, άλλαξα προπονητή, ήμουν πιο συνειδητοποιημένη πλέον. Λίγο πιο μικρή ήμουν και λίγο “στην κοσμάρα μου”.
Το 1996 ήταν η χρονιά μου και είχε ξεκινήσει πολύ καλά από την αρχή.
Βράδυ, 2 Αυγούστου 1996, παραμονή του Τελικού, πήγα νωρίς στο δωμάτιο, δεν έβγαινα και πολύ έξω.
Επειδή ήμουν η τελευταία που αγωνιζόταν, οι περισσότεροι έβγαιναν τα βράδια και πήγαιναν βόλτες.
Είχαμε και πολλά άδεια κρεβάτια στο διαμέρισμα. Μάλιστα η συγκάτοικός μου, η Όλγα Βασδέκη, νομίζω πήγε σε άλλο δωμάτιο. Μέναμε σε ένα διαμέρισμα με έξι δωμάτια και είχαν φύγει τα περισσότερα κορίτσια.
Δεν ήταν ψυχοφθόρο εκείνο το βράδυ, εγώ ήξερα για ποιον λόγο πήγαινα εκεί, ήμουν έμπειρη αθλήτρια και ήξερα να τα διαχειρίζομαι όλα αυτά.
Είχα ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα, κοιμόμουν συγκεκριμένη ώρα, δεν πολυέβγαινα εκτός δωματίου πολλές ώρες, έπαιρνα βιβλία μαζί μου και διάβαζα, άκουγα μουσική.
Είχα πάρει και τον Αλχημιστή του Πάολο Κοέλιο, τον οποίον παρεμπιπτόντως έξι μήνες μετά γνώρισα και από κοντά στην Αθήνα.
Θυμάμαι τελευταίο τηλεφώνημα την παραμονή πριν κοιμηθώ ήταν στον φίλο μου, αλλά είχα μιλήσει και με την αδερφή μου και τους γονείς μου.
Είχαμε στο διαμέρισμα μια τηλεόραση και παρακολουθούσαμε τους αγώνες, έπιανε ΕΡΤ και παρακολουθούσαμε τις γιορτές και τους πανηγυρισμούς για τις επιτυχίες κάποιων αθλητών και αθλητριών που είχαν επιστρέψει πίσω στην Ελλάδα.
Και εγώ είχα πει «δεν μ’ αρέσουν καθόλου αυτά και δεν θέλω να κάνουν τα ίδια και με τη Λαμία και τους δικούς μου ανθρώπους, σε περίπτωση που πάρω μετάλλιο».
Τελικά βέβαια, όχι απλώς έκαναν τα ίδια αλλά και ακόμα περισσότερα!
Είχα προειδοποιήσει τους δικούς μου από πριν να είναι πολύ σοβαροί, να μην βγαίνουν να μιλάνε στην τηλεόραση, γιατί οι δημοσιογράφοι θα μπορούσαν να τους κάνουν κάποιες ερωτήσεις και να νιώσουν άβολα, να μην ξέρουν τι να απαντήσουν, ή οι πανηγυρισμοί να γίνουν αντικείμενο “εκμετάλλευσης”.
Και… δεν πέτυχα τίποτα από όλα αυτά, ίσα-ίσα που έγιναν ακόμα περισσότερα στην περίπτωσή μου!
Στον ύπνο μου εκείνο το βράδυ είχα δει όνειρο, το θυμάμαι αμυδρά, ήμουν -λέει- σε κάτι ουρανοξύστες και πηδούσα από τον έναν στον άλλον, κάτι τέτοιο!
Για την άλλη μέρα είχα βάλει ξυπνητήρι, όπως πάντα, αλλά ξύπνησα από μόνη μου το πρωί, πρέπει να ήταν γύρω στις 07:30, γυμνάστηκα λίγο, έκανα διατάσεις και μετά πήγα για πρωινό.
Και, πηγαίνοντας για πρωινό, άκουσα μια φωνή να μου λέει ότι θα βγω δεύτερη! Ήταν ο αρχηγός της Εθνικής πάλης. Μου έλεγε ότι έβλεπε ένα όνειρο ότι θα βγω δεύτερη! Και του λέω «μόνο μην το φωνάζετε και μην το λέτε, γιατί θα μας κοροϊδεύουν, πείτε το μόνο σε εμένα, δεν χρειάζεται να το πείτε σε κανέναν άλλον».
Είχα πάει να φάω κάτι πολύ ελαφρύ για πρωινό, έπρεπε να φάω πολύ νωρίς το μεσημέρι, καθώς ο αγώνας μου ήταν στις 18:00.
Τα νύχια μου τα είχα βάψει μπλε στον προκριματικό και μάλλον τα ξανάφτιαξα και στον Τελικό. Δεκαπέντε μέρες πριν είχαμε βγει έξω, εκτός χωριού, και πήγαμε σε ένα εμπορικό κέντρο, όπου ψώνιζαν οι αθλητές, να πάρουμε κάποια δώρα. Εκείνη την εποχή στην Ελλάδα δεν ήταν πολύ της μόδας να φτιάχνεις τα νύχια σου και να τα βάφεις με έντονα χρώματα, στην Αμερική όμως, η οποία φημίζεται για τα προϊόντα νυχιών, είχαμε βρει πολλά χρώματα. Στο διαμέρισμα αλλάζαμε χρώμα κάθε μέρα. Εγώ λοιπόν αποφάσισα να τα βάψω μπλε.
Αγωνιζόμενη στις 18:00, έπρεπε να είμαι στο στάδιο 15:30 και φύγαμε 14:30 από το Ολυμπιακό Χωριό.
Μέσα στο λεωφορείο ο Γιάννης Κουτσογιαννόπουλος, ο προπονητής μου, καθόταν απέναντί μου και πήγαινε το πόδι του πάνω-κάτω, δείχνοντας εκνευρισμό.
Του λέω να… ηρεμήσει και κάποια στιγμή, όταν φτάσαμε στο στάδιο, έφυγα και πήγα να καθίσω μόνη μου. Είναι και ένας τρόπος συγκέντρωσης, δεν ήθελα και πολλά-πολλά, δεν ήθελα να πολυμιλάω.
Γούρι δεν είχα πάνω μου, αλλά είχα κάποιες συγκεκριμένες κάλτσες, οι οποίες ήταν κοντές και άσπρες, το λάστιχο τους ήταν χαλαρό, με βόλευαν πολύ με τα παπούτσια, γιατί ήταν λεπτές, αλλά… μου γλίστραγαν στο πόδι.
Μπήκα στον αγωνιστικό χώρο, μισή ώρα πριν ξεκινήσει ο Τελικός.
Η πρώτη μου εντύπωση ήταν πάρα πολύ καλή.
Το στάδιο ήταν γεμάτο από κόσμο, ένα στάδιο πολύ ανοιχτό, ήταν γήπεδο μπέιζμπολ, νομίζω, το οποίο είχε τρία διαζώματα που άνοιγαν προς τα πάνω, δεν ήταν κλειστά, και έβλεπες τον άλλον από πάνω. Υπήρχαν και σημαίες ελληνικές, γιατί μαζί με εμένα αγωνιζόταν και ο Γκατσιούδης.
Δεν πηδούσα από τις πρώτες, νομίζω ήμουν όγδοη-ένατη και συνολικά ήμασταν 15 άτομα.
Με την Στέφκα Κονσταντίνοβα μιλήσαμε τόσο στην αρχή όσο και κατά τη διάρκεια του αγώνα. Όταν περνούσα κάποια ύψη, μου έλεγε «Μπράβο, Νίκη», μου έκανε σήμα με το χέρι.
Το 2.01 και το 2.03 δεν το είχα περάσει ποτέ στην προπόνηση, το περισσότερο που είχα περάσει στη προπόνηση ήταν 1.95.
Δεν ήμουν αθλήτρια που πηδούσε στην προπόνηση, αλλά, όταν περνούσα πχ το 1.95, σήμαινε 10 πόντους πάνω. Όταν πηδούσα 1.85 στην προπόνηση, θα πηδούσα 1.95 σε αγώνα. Εμένα με ανέβαζε ο αγώνας, δεν με ενδιέφερε η προπόνηση, εκεί έκανα πιο πολύ άλματα γύρω στο 1.90 και δούλευα την τεχνική μου.
Πριν κάνω το 2.03, έλεγα-ψιθύριζα «θα το περάσω, θα το περάσω, θα το περάσω».
Κάποια στιγμή, ενώ ξεκίνησα πολύ καλά τον Τελικό, πέρασα το 1.90 και 1.93 με τη δεύτερη, γιατί δεν είχα μετρήσει τόσο καλά τη φορά μου και μου έβγαινε λίγο μακριά. όταν πατάς πολύ μακριά είναι σαν να κάνεις βουτιά μέσα, δεν προλαβαίνεις να σηκωθείς πολύ πάνω.
Και στο 2.03 πάτησα λίγο μακριά από τον πήχυ και ένιωσα να σπρώχνει και… το μικρό μου δάχτυλο, το καταλάβαινα.
Αλλά εγώ ήξερα από πριν ότι θα το περάσω.
Μιλάμε για μια φορά που είναι 20 μέτρα -ίσως και δεκαπέντε- και όλο αυτό δεν κρατάει ούτε τρία δευτερόλεπτα. Εκεί οι σκέψεις είναι πολύ γρήγορες.
Όταν περνούσα από πάνω, κατάλαβα ότι ήταν πετυχημένο το άλμα.
Με το που τελειώνει ο αγώνας και είμαι δεύτερη, με φωνάζουν κάποιοι από τις κερκίδες που δεν τους ήξερα και μου πετάνε ένα δάφνινο στεφάνι, το παίρνω και το φοράω.
Μου πετάνε και μια σημαία, εκείνη την ώρα λέω μέσα μου «να κάνω τον γύρο του θριάμβου με τόσο πολύ κόσμο;».
Και έρχεται η Κονσταντίνοβα, με πιάνει απ’ το χέρι και βάζω τη σημαία στην πλάτη. Αλλά δεν την βάζω σωστά, την βάζω όπως την έπιασα, με τον Σταυρό προς το κάτω.
Τρέχω και, όταν το συνειδητοποιώ, την βάζω σωστά. Είναι πολλοί οι φωτογράφοι και σε κάποιες φωτογραφίες την κρατάω λάθος.
Κάναμε λοιπόν τον γύρο του σταδίου και θυμάμαι ότι εκείνη την ώρα γίνονταν και τα 400μ. αντρών, όπου έτρεχε ο Μάικλ Τζόνσον, ο «Πάπιας», ο οποίος είχε ήδη κάνει Παγκόσμιο ρεκόρ στα 200μ. και γινόταν χαμός μέσα στο γήπεδο.
Σ’ εμάς, στο ύψος, άρχισε να ξεκαθαρίζει το κομμάτι που αφορά στα μετάλλια, όταν ο πήχυς ανέβηκε και πήγε στο 2.03.
Πέρασαν όλες πάνω από το 1.93, όλες όμως. Οι μισές και πλέον πέρασαν το 1.96 και κάποιες από αυτές έκαναν ένα άλμα στο 1.99, δεν το πέρασαν, το άφησαν και πήγαν στο 2.01.
Στο 2.03 συνεχίσαμε μόνο τρεις, εγώ, η Κονσταντίνοβα και η Μπαμπάκοβα, δεν υπήρχε άλλη. Το 2.01 νομίζω δεν το πέρασε καμία.
Τα έχω κρατήσει όλα από εκείνο τον Τελικό, τα ρούχα, την εμφάνιση, τη φόρμα, εκτός από κάτι που έχω δώσει στο Ολυμπιακό Μουσείο της Αθήνας. Το μετάλλιό μου το είχα δώσει για λίγο στο Μουσείο της Αρχαίας Ολυμπίας, αλλά τώρα το έχω σε θυρίδα.
Φοβερές αναμνήσεις…
Παλιότερα έβλεπα ξανά και ξανά αυτό το άλμα μου. Πλέον, αν καμιά φορά είμαι πεσμένη, το βάζω να το δω, έτσι για να θυμάμαι λίγο τι είχα κάνει και “ανεβαίνω”…
Η Νίκη Μπακογιάννη είναι Ασημένια Ολυμπιονίκης στο άλμα εις ύψος.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Άγγελος Παυλακάκης: Ο πιο γρήγορος Έλληνας
Γιώργος Πομάσκι: Στη ζωή μου έμαθα τρία πράγματα / Γιώργος Παναγιωτόπουλος: Δύο Κόσμοι
Αθανασία Τσουμελέκα: Περπατώντας Στην Άγρια Πλευρά / Ο Άλλος Εαυτός
Μιρέλα Μανιάνι: Καινούργια Εγώ
Πηγή Δεβετζή: Δέκα Χρόνια Μετά
Αντιγόνη Ντρισμπιώτη: Σταθερό Βήμα
Κωνσταντίνος Μπανιώτης: Στο τέλος του δρόμου
Αντώνης Μέρλος: Επιστροφή Στο Μέλλον
Τατιάνα Γκούσιν: Με λένε Τατιάνα Γκούσιν
Ελένη Κλαούντια Πόλακ: Άλμα Πάνω Από Τον Πήχη
Κατερίνα Στεφανίδη: Βαθιά Ανάσα
Νικόλ Κυριακοπούλου: Το Άγγιγμα του Θεού
Σπυριδούλα Καρύδη: Ψήφος Εμπιστοσύνης