«Cidade Maravilhosa». «Θαυμάσια πόλη».
Πεζόδρομοι με μαυρόασπρα μωσαϊκά, δεκάδες χιλιόμετρα αμμουδιάς, μουσική, χορός, χαλαρή διάθεση, πολυπολιτισμικότητα, ανισότητες, όνειρα. Ειδικά τα τελευταία στο Ρίο Ντε Τζανέιρο είναι στερεοτυπικά και επαναλαμβανόμενα. Στην Catete, μια γειτονιά προλετάριων στα νότια της αχανούς Μητρόπολης, ένας πιτσιρικάς, γιος ενός πυροσβέστη και μιας δασκάλας, ονειρεύεται ότι το χαμόγελό του θα διαρκέσει για πάντα.
Χαμογελά, γιατί έχει βρει τον τρόπο να συνάψει σχέση με το χάος γύρω του, αυτό το απίθανο μείγμα σιωπής, μουσικής, χαράς, θρήνου και νόμων του δρόμου. Τα έχει δει όλα στο δρόμο. Φως και σκοτάδι, άσπρο, μαύρο και γκρι. Περνά τη μέρα του περιπλανώμενος στη γειτονιά, παρατηρεί το χάος, αποκτά εικόνες. Από κλοπές στις υπόγειες διαβάσεις μέχρι τις ομορφότερες και πιο δύσκολες ποδοσφαιρικές τρίπλες.
Σε αυτόν τον τόπο ανάγεται κυριολεκτικά στην τυχαιότητα η κατάληξη του κάθε παιδιού, εκτός εάν βρεθεί κάποιος να του δώσει το πρώτο κομμάτι του παζλ. Το παιδί μετά πάντα ξέρει, πάντα τον δρόμο θα τον βρει.
Ο Πέδρο Βιέιρα Ντα Σίλβα Φίλιο είναι ο άνθρωπος που έδωσε την ψυχή του για να ξεκινήσει να συμπληρώνει ο εγγονός του ο Μαρσέλο το δικό του παζλ. Τον καθοδήγησε στο μονοπάτι του ποδοσφαίρου, τον βοήθησε να ερμηνεύσει θεμελιώδεις συμπεριφορές, του έμαθε τη σημασία της αναζήτησης της ευτυχίας.
Δυο και τρεις δουλειές έκανε ο Πέδρο, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στο μικρό να παίξει ποδόσφαιρο, επιλέγοντάς το από δεκάδες σκοτεινά ερεθίσματα. Τον έβαζε στο VW Variant και τον πήγαινε στο γηπεδάκι. Επειδή ο μικρός ανταποκρινόταν, οι απαιτήσεις αυξάνονταν, το πρόγραμμα επιβαρυνόταν, ο ελεύθερος χρόνος λιγόστευε.
Το Variant ξεψύχησε, δεν άντεξε στην υπερχρήση. Ο παππούς δεν πτοήθηκε, έδινε ακόμα πιο πολλά. Χρειαζόταν 15 ρεάλ (το νόμισμα της Βραζιλίας) την ημέρα για να παίρνει το λεωφορείο και να αγωνίζεται, να μαθαίνει, να βελτιώνεται σε διάφορες σάλες της περιοχής.
Κι ο μικρός από αδιάφορος, χαρωπός και ολίγον απρόσεκτος εξελίχθηκε κι έφτασε βαθμηδόν για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα να λογίζεται ως ο καλύτερος μπακ στον κόσμο.
Αρχηγός της Ρεάλ Μαδρίτης, ο ποδοσφαιριστής που ξεπέρασε το αδιανόητο ρεκόρ τίτλων του θρύλου Πάκο Χέντο. Με το χαμόγελο να μην φεύγει ποτέ από το πρόσωπό του, με τη βεβαιότητα ότι ο παππούς Πέδρο τον παρακολουθεί ακόμη από “κάπου” και εξακολουθεί να του δείχνει τα ελάχιστα υπολειπόμενα κομμάτια του παζλ.
Ατέλειωτες ώρες παιχνιδιού, ασταμάτητη διασκέδαση, μυριάδες όνειρα. Ρομάριο, Ρονάλντο, Ριβάλντο, Ρομπέρτο Κάρλος, Καφού, Κακά, Ροναλντίνιο, κάθε φορά ονειρευόταν ότι ήταν κι άλλος.
Πάντοτε όμως στο τέλος πανηγύριζε, ύψωνε το κύπελλο στον ουρανό, έψαχνε με το βλέμμα να βρει στην κερκίδα τη λάμψη στο πρόσωπο του Πέδρο. Κανείς άλλος δεν τον ενθάρρυνε τόσο να κυνηγήσει τα όνειρά του, κανείς άλλος δεν τον έκανε να τα πιστέψει αληθινά.
Το κατάλαβε πρώτη φορά στα 15 του, όταν κλήθηκε να δοκιμαστεί από τη Φλουμινένσε. Δυο ώρες απέχει το Xerem, το προπονητικό κέντρο της Φλου, απ’ το Catete του Ρίο, με δεδομένες τις διπλές προπονήσεις που ζητήθηκαν από τους προπονητές και τους παιδαγωγούς των «Tricolor», ο Μαρσέλο έπρεπε να αποχωριστεί βωμούς και εστίες.
Του στοίχισε πολύ, ήταν ίσως η μοναδική περίοδος που αμφέβαλε γι’ αυτό που ήθελε να κάνει. Είναι πολύ σκληρός ο αποχωρισμός, η έλλειψη της οικογένειας, των φίλων, της γειτονιάς του. Απελπίστηκε, αλλά και πάλι ο Πέδρο ήταν εκεί και του έδωσε και το επόμενο από τα χιλιάδες κομμάτια του παζλ. Η κραυγή του παππού, τα δάκρυα που κύλησαν στα μάτια του, η θέρμη με την οποία υποστήριζε το ταλέντο του εγγονού του έκαναν το Μαρσέλο να αναθεωρήσει.
Δίχως να το πάρει είδηση πέρασαν δυο ολόκληρα χρόνια, στα 17 έκανε ντεμπούτο στο πιο αγαπητό και μισητό συνάμα γήπεδο για το βραζιλιάνικο λαό. Μπήκε τρακαρισμένος, πολύ γρήγορα αντιλήφθηκε ότι υπερέχει. Σ’ αυτή τη χώρα, σε αυτόν τον τόπο χρειάζονται πραγματικά πολύ λίγα για να σε προσέξουν, όταν παίζεις εντυπωσιακό ποδόσφαιρο.
Η πρόταση του Μαρσέλο για το ρόλο του αριστερού μπακ είναι βάλσαμο στην ιδιότυπη θεώρηση των Βραζιλιάνων για το ποδόσφαιρο. Εκλεπτυσμένη τεχνική, “γλυκό” αριστερό, ψυχραιμία αντιστρόφως ανάλογη με την ηλικία και δυνατότητα ελιγμών σε μικρούς χώρους. Αυτό ήταν το μεγάλο μυστικό, η “προίκα” από το ποδόσφαιρο σάλας της πρώτης νιότης, η τρέλα και το χαμόγελο. Και στο ποδόσφαιρο, είναι γνωστό τοις πάσι, ότι χαμόγελα χαρίζει απλόχερα η επίθεση.
Ο Μαρσέλο ήθελε να επιτεθεί, να σκοράρει, να ξεσηκώσει, να δώσει χαρά. Λίγη τακτική, πολλή χαρά. Δεν υπάρχουν ενδιάμεσα στάδια. Από την πρώτη στιγμή φάνηκε ότι “είναι για παραπάνω”. Κι αν για πολλούς νεαρούς και τακτικά απαίδευτους Νοτιοαμερικανούς η προσγείωση στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα οφείλει τρόπον τινά να σχεδιάζεται μέσω συλλόγων μεσαίου επιπέδου, για τον Μαρσέλο λειτούργησε η μοίρα.
Και η ΤΣΣΚΑ Μόσχας και η Σεβίλλη είχαν εκδηλώσει έμπρακτο ενδιαφέρον για την απόκτησή του, οι προοπτικές για διαφορετικούς λόγους δεν τον άφηναν αδιάφορο, αλλά το κισμέτ του ήταν η διαδοχή του ιερού τέρατος της Ρεάλ Μαδρίτης, του Ρομπέρτο Κάρλος.
Από τα 15 ρεάλ του λεωφορείου για το ποδόσφαιρο σάλας στη Ρεάλ Μαδρίτης. Στα 19, σε ηλικία που η λάμψη της λευκής φανέλας τυφλώνει και λυγίζουν ακόμα και οι πιο ταλαντούχοι. Μόλις 38 ματς είχε προλάβει να κάνει με τη φανέλα της Φλου, όλα κι όλα έξι γκολ μετρούσε. Κι όμως, βρέθηκε Γενάρη μήνα στα ίδια αποδυτήρια με αστέρια του διαμετρήματος του Ζιντάν, του Ραούλ, του Κασίγιας.
Κάνει φλας μπακ σε εκείνη τη στιγμή και συνειδητοποιεί ότι από εκείνον τον Ιανουάριο του 2007 το παζλ σχεδόν συμπληρώθηκε, τα κομμάτια μπήκαν στις σωστές θέσεις, τα τρόπαια και οι διακρίσεις το έκαναν μονάκριβο. Για χρόνια ο Μαρσέλο ήταν η εξαίρεση, η “ανωμαλία”, η τακτική αυθαιρεσία. Τόσο διαφορετικός, τόσο έντονα επιθετικός, ώστε στο απαίδευτο μάτι φαινόταν ακατάλληλος. Προσπάθησαν να τον κάνουν χαφ, να τον μετατοπίσουν πιο μπροστά στο γήπεδο, να απαλείψουν το ρίσκο και τους κινδύνους που εκπορεύονταν από την τρέλα του. Το πλέον παράδοξο είναι ότι ο μοναδικός προπονητής που τον αποδέχτηκε γι’ αυτό που ήταν είναι ο Μουρίνιο.
Η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τους κανόνες του «Μου», η παρέκκλιση της μανιακής προσήλωσης στην κάλυψη της άμυνας. «Η επανάσταση του Μαρσέλο επαναπροσδιόρισε το ρόλο του πλάγιου μπακ», είπε ο Ρομπέρτο Κάρλος, ο οποίος δεν δίστασε ποτέ να τον χρίσει εν τοις πράγμασιν διάδοχό του.
Δεκάδες πλάγιοι μπακ διεκδίκησαν το θρόνο που άφησαν κενό ο Κάρλος και ο Καφού. Άλεξ Σάντρο, Μαϊκόν, Ντάνιελ Άλβες. Δεν είχε σχέση με κανέναν τους ο Μαρσέλο. Εμπνευσμένος, με άγνοια κινδύνου, παντελή έλλειψη φοβίας. Ανεβοκατέβαινε σαν θηρίο την πλευρά, πρόσφερε απλόχερα στον οπαδό της ομάδας του τη δυνατότητα να τον ερωτευθεί και να τον μισήσει μέσα σε ελάχιστα λεπτά.
Η κοσμοθεωρία του συνοψίζεται σε μια φαινομενικά απερίσκεπτη ατάκα μετά από ένα στραπάτσο της Ρεάλ στο Calderón: «Όταν παίζεις πίσω είναι το πρόβλημα, όχι όταν τρως γκολ. Το γκολ που δέχεσαι διορθώνεται, το καταλαβαίνεις και εντείνεις τις προσπάθειες για να ανταποδώσεις.
Πρώτα επιτίθεμαι, μετά δημιουργώ, στο τέλος κερδίζω».
Ελευθερία, παράφορη λατρεία στο ποδόσφαιρο αναρχίας, έργο τέχνης σε ακατάστατο καμβά. Ακόμα και με έναν αντιδιαισθητικό και δυνητικά αντιπαραγωγικό τρόπο για την ομάδα. Αυτά είναι όρια που σε ένα υπερτακτικό και σχεδόν μπλοκαρισμένο στις μέρες μας ποδόσφαιρο θα τα θεωρούσαμε ανυπέρβλητα ή απαράδεκτα. Όλα στην υπηρεσία του αποτελέσματος, τα πάντα υποταγμένα στην αποφυγή του ρίσκου.
Έχουμε ξεχάσει την πολιτισμική σημασία που μπορεί να έχει ένας παίκτης με τα χαρακτηριστικά του Μαρσέλο για το ποδόσφαιρο, έχουμε λησμονήσει τη σύλληψη του σπορ ως θέαμα, ως φορέα χαράς και ευτυχίας. Το πείσμα του Πέδρο, η μοίρα, η ικανότητα των σκάουτ της Ρεάλ, η επιμονή του ίδιου του Μαρσέλο να μείνει και να παλέψει με τα θηρία, αντί να πάει δανεικός και να εξασφαλίσει φερειπείν μια μόνιμη κλήση στην Εθνική, συνέθεσαν το μύθο του σήμερα.
Μόνο στη Ρεάλ ήταν εφικτό να επιβιώσει και να μεγαλουργήσει ο συγκεκριμένος ποδοσφαιριστής. Μόνο με αυτή τη φανέλα θα μπορούσε να γράψει το επιθετικό του μανιφέστο σε επίπεδο Champions League, εναντίον των καλύτερων που υπήρξαν και υπάρχουν. Συνεχόμενα τρόπαια, τελικοί, πρωταθλήματα, παραστάσεις ανά τον κόσμο.
Στο άκρο η ατραξιόν με το φουντωτό μαλλί, με το χαμόγελο στα χείλη και την υπερφυσική τεχνική κατάρτιση. Ο άνθρωπος που παίρνει τα ρίσκα για να βρεθούν σε πλεονεκτική θέση οι συμπαίκτες του, ένας πλάγιος μπακ που διαβάλλει ένα άκαμπτο σύστημα που ενισχύει την ποιότητα, αντί να αποθεώνει την καταστροφή στο ίδιο το σπορ.
Ο Μαρσέλο πρεσβεύει ένα ποδόσφαιρο που σιγά-σιγά ξεχνάμε, εντάσσεται σε ένα πλαίσιο τουλάχιστον φαινομενικά πιο ελεύθερο, το οποίο απαιτεί από τους καλύτερους παίκτες να διοχετεύουν το ταλέντο τους όχι σε ορισμένες στιγμές του αγώνα αλλά καθ’ όλη τη ροή του.
Η θετικότητα, βάσει της οποίας ερμηνεύει την ίδια τη ζωή, ισιώνει όλα όσα θα μπορούσαν να πάνε στραβά. Καλλωπίζει ακόμα κι εκείνα που πήγαν στραβά, όπως η μεταγραφή του στον Ολυμπιακό, γιατί οι καλές προθέσεις ευλογούν το δίκαιο.
Ήρθε, έζησε μια απίθανη υποδοχή, έκανε τους Έλληνες φιλάθλους να ονειρεύονται, αλλά είχε πάψει να θυμίζει ποδοσφαιριστή. Δεν περιποιεί τιμή στο όνομά του, στη διαδρομή του, η βραχύβια παρουσία του στην Ελλάδα. Δεν έφταιξε μόνο η αλλοπρόσαλλη σεζόν των ερυθρολεύκων με τις αλλαγές προπονητών και τη σύμπτηξη τριών μεταγραφικών περιόδων σε μια.
Ο Μαρσέλο δεν ήταν ούτε ο μισός παίκτης του παρελθόντος, ακόμα και τα τρία γκολ που σκόραρε πιθανότατα δεν θα τα θυμάται κανείς, θα γίνουν αντικείμενο trivia για τον ιστορικό του μέλλοντος. Έλυσε το συμβόλαιό του το Φεβρουάριο, αποχώρησε αθόρυβα, σε ευθεία αντιδιαστολή με τον εκκωφαντικό κρότο της έλευσής του.
Επέστρεψε στη “Flu” στην ομάδα που ξεκίνησε, σε φίλιο περιβάλλον, εκεί που συγχωρούνται και τα παραπανίσια κιλά και η ανέμελη συμπεριφορά.
Γι’ αυτό χαμογέλασε ξανά. Επειδή επέστρεψε στο σπίτι του, στο αγαπημένο του Ρίο ντε Τζανέιρο, εκεί όπου τον αγαπούν παθολογικά και τού συγχωρούνται τα πάντα.
Το παζλ συμπληρώθηκε, λείπει μόνο το κομμάτι στο κέντρο. Πίσω στο Catete ο Πέδρο είχε φτιάξει κάτι σαν ιερό βωμό, μια “Αγία Τράπεζα”, όπου διατηρούσε ευλαβικά όλα τα κειμήλια που σχετίζονται με τα ανδραγαθήματα του εγγονού του. Ο παππούς δεν υπάρχει πια κι ο Μαρσέλο πήρε το γιο του, τον Έντσο, κάθισαν πλάι στα κειμήλια και συζήτησαν για το ταξίδι, τις στενωπούς, τα σημαντικά και τ’ ασήμαντα.
Ένα πράγμα θέλει ο Μαρσέλο για να συμπληρώσει το παζλ και δεν είναι πια οι τίτλοι, απ’ αυτούς είναι υπέρ το δέον χορτασμένος. Να αντέξουν τα πόδια του και να προλάβει να παίξει μαζί ή αντίπαλος με το γιο του. Γι’ αυτό το κυνηγάει ακόμη στη Φλουμινένσε, για να τιμήσει το μύθο του.
Και τότε θα ξέρει ότι το δικό του τελευταίο κομμάτι θα είναι το πρώτο στο παζλ του επόμενου.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ρομάριο: Λανθασμένες Πεποιθήσεις
Ρομπέρτο Κάρλος, η φάλτσα σφαίρα
Κακά, τον Θεό δεν τον έχει δει κανένας
Η λάμψη στο σκοτάδι του Ροναλντίνιο
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro