Στη μεγάλη οθόνη της διάσημης Villa Frescot του Τορίνο η Ιταλία αγκομαχά να αναχαιτίσει τις επιθέσεις των Γάλλων.
Είναι Φεβρουάριος του 1982, στο Πιεμόντε κάνει ως συνήθως πολύ κρύο και ο Τζιάνι Ανιέλι, βυθισμένος στην πολυθρόνα του, αδιαφορεί για την ήττα των «Αzzurri» και χαϊδεύει το ποτήρι με το μπράντι του. Το ενδιαφέρον του εστιάζεται στον σκόρερ του πρώτου γκολ των «Bleu», με εκείνη τη χαρακτηριστική ένρινη “γαλλίζουσα” προφορά του στρέφει το πρόσωπό του στον αδερφό του, τον Ουμπέρτο, και εντυπωσιασμένος του λέει: «Αν θυμάμαι καλά, η οικογένεια του μπαλαντέρ της Γαλλίας έχει καταγωγή από το Πιεμόντε, έχει ιταλικές ρίζες. Ο Μισέλ είναι σπάνιος, ελάχιστους έχω ξαναδεί σαν αυτόν. Πιστεύω ότι μας ταιριάζει, θα κάνει σπουδαία πράγματα, φορώντας τη φανέλα της Γιουβέντους».
Λίγους μήνες αργότερα, ο «Avvocato» επαναλαμβάνει τα ίδια σχεδόν λόγια σε συνέντευξή του στον διευθυντή της «Équipe», Εντουάρ Σιντλέρ, στο παρασκήνιο της οποίας του ζητά να οργανώσει μια συνάντηση. Το ραντεβού κανονίζεται άμεσα και σε τρεις εβδομάδες, το πρωινό της 30ης Απριλίου, ένα μικρό Cessna προσγειώνεται στο διάδρομο του αεροδρομίου Caselle στο Τορίνο. Ο Μισέλ Πλατινί είχε φτάσει στο Πιεμόντε για να διαπραγματευθεί και ενδεχομένως να υπογράψει το συμβόλαιό του με τη Γιουβέντους.
Δεν είχε ξαναζητήσει “προσωπική” μεταγραφή ο Avvocato μέχρι τότε. Ποτέ.
Ήταν αδιανόητο για έναν επιχειρηματία του κύρους και του βεληνεκούς του Ανιέλι να σηκώσει το ακουστικό, να ζητήσει ραντεβού και να γνωρίσει ο ίδιος ποδοσφαιριστή, πριν υπογράψει στη «Γιούβε».
Ήταν το αφεντικό της FIAT, διάολε, η πιο αντιπροσωπευτική φιγούρα επιτυχημένου Ιταλού επιχειρηματία παγκοσμίως, ο Πρόεδρος της Confindustria (ο δικός μας ΣΕΒ), ένας βασιλιάς χωρίς στέμμα, όπως του άρεσε να τον αποκαλούν. Κι όμως, ο «Avvocato» («Δικηγόρος»), ο οποίος δεν είχε υπερασπιστεί ποτέ κανέναν σκοπό εκτός από το δικό του, υποκλίθηκε στο μεγαλείο του «Le Roi».
«Ό,τι γίνεται καλά, μπορεί να γίνει καλύτερα», ήταν η ακριβή συμβουλή του πατέρα του, η μοναδική που προσπάθησε να υπηρετήσει κατά γράμμα στη ζωή του και καθ’ όλο το διάστημα της παραμονής του ως πατρόνου της Γιουβέντους. Στο μυαλό αυτού του ανθρώπου, ο μελαχρινός Γάλλος με τις μπούκλες στα μαλλιά ήταν η προσωποποίηση του ποδοσφαιρικά “τέλειου”.
Ο «Avvocato» ήξερε ότι τα χρήματα δεν ήταν το κύριο ζητούμενο για να πειστεί ο Πλατινί. Ήταν βέβαιος ότι αρκούσε το σαγηνευτικό προφίλ, η αύρα, η αίγλη και το προσωπικό ενδιαφέρον του πιο ηδονιστικού μεγιστάνα που γνώρισε το ευρωπαϊκό jet set. Ο Ανιέλι ήξερε πώς να ξεχωρίσει την ομορφιά, γοήτευσε γυναίκες όπως η Ανίτα Έκμπεργκ και η Ρίτα Χέιγουορθ, αλλά, εν προκειμένω, ο Πλατινί τον αποπλάνησε.
Η Γιουβέντους εκείνη την εποχή ήταν ήδη επιτυχημένη και μεγάλη ομάδα. Τρία Πρωταθλήματα σε μια πενταετία, το πρώτο ευρωπαϊκό τρόπαιο της ιστορίας της (το UEFA του 1977, όταν στα ημιτελικά του θεσμού απέκλεισε την ΑΕΚ), ακόμη όμως της έλειπε “κάτι”. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει κανένας τι ακριβώς, εκτός από τον Τζιάνι Ανιέλι. Της έλειπε ένας καλλιτέχνης, μια ιδιοφυΐα, ένας μαέστρος. Της έλειπε ο Πλατινί.
Ο Μισέλ ήταν εκείνο το κομμάτι του παζλ που θα μετέτρεπε μια στιβαρή, “γερμανικής” φιλοσοφίας, ομάδα σε κάτι άλλο, ελκυστικό, ερωτεύσιμο. Δεν διασκέδαζε στις εξέδρες του θρυλικού Comunale ο κόσμος εκείνα τα χρόνια. Δεν είχε ένα σημείο αναφοράς, έναν λόγο να συζητά όλη την εβδομάδα στα μπαρ, τη δουλειά, το σχολείο, το σπίτι. Αυτό θα έφερνε ο Πλατινί, θα ήταν κάτι σαν το μεγαλύτερο διαμάντι στην τιάρα της «Κυρίας».
Με τον Πλατινί η ομάδα θα αποκτούσε στυλ, θα μπορούσε να υπηρετήσει το δόγμα των τριών S (Semplicità, Serietà, Sobrietà – Απλότητα, Σοβαρότητα, Νηφαλιότητα) του ιδιοκτήτη της, προσθέτοντας όμως στη θαυματουργή συνταγή κι ένα γράμμα ακόμα, το F της Φαντασίας.
Ο εστέτ ιδιοκτήτης, μετά τη συλλογή έργων τέχνης με πίνακες του Μπαλτίς και του Φράνσις Μπέικον, ήταν βέβαιος ότι θα αποκτούσε και ένα αριστούργημα για το χορτάρι, το πιο εκλεπτυσμένο “δεκάρι” στην ιστορία του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.
Όταν ο Γάλλος έφτασε στο Τορίνο, ο πρώτος άνθρωπος που κλήθηκε να διαχειριστεί τις διαπραγματεύσεις για τη μεταγραφή ήταν ο τότε εκτελών χρέη Προέδρου και πιο πιστός κι αφοσιωμένος συνεργάτης του Ανιέλι, ο Τζιαμπιέρο Μπονιπέρτι.
Γεννημένος στο Μπαρένγκο, ένα ξεχασμένο χωριό στην επαρχία της Νοβάρα, μόλις 15 χιλιόμετρα από την Κοντούρμπια, τον τόπο καταγωγής της οικογένειας Πλατινί, ο Μπονιπέρτι ανέλαβε να καλωσορίσει το Μισέλ στη νέα πραγματικότητα της ζωής του. Η πρώτη γνωριμία παγωμένη. Ο Μπονιπέρτι, θρυλική μορφή και αρχισκόρερ της Γιουβέντους με 178 γκολ σε 444 παιχνίδια, κληρονόμησε ένα μείγμα πρωτόγονης σκληρότητας και λεπτής κομψότητας από τη διάδρασή του με τον Ανιέλι.
Ούτως ή άλλως, είχε ένα πρόσωπο κομμένο θαρρείς με φαλτσέτα, ένα χαμόγελο αρπακτικού και το πιο παγερό βλέμμα που μπορούσε να αντικρύσει άνθρωπος. Υποδέχτηκε το Μισέλ στο Sisport, το τότε αθλητικό κέντρο της FIAT. Ο Γάλλος βρέθηκε ενώπιον ενός μικρόσωμου, νευρικού ανθρώπου, μιας προσωπικότητας γεμάτης στερεότυπα, έτοιμης να σηκώσει το φρύδι με το παραμικρό. Παρόλα αυτά, όπως δήλωσε χρόνια αργότερα, τον συμπάθησε.
Ο Πλατινί έφτασε στο κτήριο συνοδευόμενος από τον προσωπικό του ιμπρεσάριο, Μπερνάρ Ζενεστάρ, τον Πρόεδρο του συνδικάτου των Γάλλων ποδοσφαιριστών, Φιλίπ Πιά, και δυο δικηγόρους από το Μιλάνο, απ’ εκείνους με τους ρεξ γιακάδες και τα ριγέ σταυρωτά κοστούμια. Ο Μπονιπέρτι έγινε έξαλλος, δεν ύψωσε απλώς το φρύδι, ζήτησε επί τόπου από τους δικηγόρους να πάνε σπίτι τους και από τον Πιά να περιμένει στο διπλανό δωμάτιο.
Ο Πλατινί χαμογελούσε αμήχανα, τα ιταλικά του ήταν πενιχρά, χωρίς τους δικηγόρους ήταν αδύνατον να καταλάβει τι έλεγε ο κύριος Τζιαμπιέρο. Μετά από ένα σεκσπιρικό μείγμα αγγλικής και γαλλικής συνεννόησης, ο Μισέλ συμφωνεί στα 2 εκατ. φράγκα για κάθε χρόνο συμβολαίου, τα διπλάσια από την αμοιβή του στη Σεντ Ετιέν.
Ο Μπονιπέρτι είναι πανευτυχής που μέσα σε δυο ώρες έφερε εις πέρας την αποστολή του, ανοίγει ένα μπουκάλι Asti και χρησμοδοτεί στην πρόποση: «Αυτή είναι η αρχή μιας νέας εποχής». Στη συνέχεια προσφέρεται να συνοδεύσει ο ίδιος τους «Γάλλους φίλους» στο αεροδρόμιο και μάλιστα δίνει εντολή στον οδηγό να καθίσει πίσω και να οδηγήσει ο ίδιος. Κάνει νόημα στο Μισέλ να καθίσει στη θέση του συνοδηγού, στο αίτημα του επόμενου ηγέτη της «Γιούβε» για «λίγο αέρα» ο Μπονιπέρτι απαντά φλεγματικά ότι στα θωρακισμένα αυτοκίνητα τα παράθυρα δεν κατεβαίνουν ποτέ.
Ο Πλατινί κατάλαβε ότι πλέον το επίπεδο έχει αλλάξει, αρχίζει και δίνει περισσότερη σημασία στο περιβάλλον, προσέχει τις τοξωτές πλατείες, τις σκιερές λεωφόρους, τα πορτοκαλί τραμ με τους λιγοστούς επιβάτες. Το Τορίνο δεν είναι σίγουρα η ομορφότερη πόλη του ιταλικού Βορρά, σίγουρα όμως μέσα από μια θωρακισμένη λιμουζίνα και με υπογεγραμμένο ένα συμβόλαιο 4 εκατ. φράγκων μπορεί να γίνει πολύ ελκυστικό.
Τρεις μήνες κι ένα τρελό -για την Ιταλία– Μουντιάλ αργότερα, ο Πλατινί επιστρέφει. Είναι κατακαλόκαιρο, οδηγεί το δικό του θρυλικό πράσινο Range Rover με τη χαρακτηριστική πινακίδα «42-Loire» του Σεντ Ετιέν και στο πλάι του είναι η Κριστέλ, η γυναίκα του. Στο πίσω κάθισμα ένα ξανθό ερωτευμένο ζευγάρι που αδιαφορεί για τα βλέμματα. Είναι το άλλο καινούριο απόκτημα της «Γιούβε», ο Πολωνός Ζμπίγκνιεφ Μπόνιεκ με τη σύζυγό του Βισλάβα.
Τα δυο νέα αστέρια της ομάδας ετοιμάζονται να γνωρίσουν τους νέους συμπαίκτες τους, η ιδέα να φτάσουν μαζί και να “δέσουν” είναι -ποιου άλλου;- του Τζιαμπιέρο Μπονιπέρτι. Οι “παλιοί” τούς υποδέχονται εγκάρδια, πάντοτε σε πλαίσιο πολύ υψηλού επαγγελματισμού για την εποχή. Η ομάδα θα κάνει προετοιμασία στην ορεινή Villar Perosa, 40 χιλιόμετρα νότια του Τορίνο, και μαζεύεται στο Comunale.
Οι δρόμοι είναι έρημοι, η πόλη μοιάζει να λείπει ολόκληρη για διακοπές σε κάποιο από τα θέρετρα της Αδριατικής, φτάνοντας όμως προς το γήπεδο, ο Πλατινί βλέπει ένα συγκεντρωμένο πλήθος, σαν να γίνεται κάποιου είδους διαδήλωση.
Περισσότεροι από 5.000 άνθρωποι έχουν περικυκλώσει το πούλμαν που θα μεταφέρει την αποστολή της Γιουβέντους στη Villar Perosa και ουρλιάζουν τα ονόματα του Μισέλ και του Μπόνιεκ.
Όταν το πλήθος αντιλαμβάνεται τους επιβαίνοντες στο πράσινο Range, το ακινητοποιεί και αρχίζει να το κουνάει.
Οι κυρίες πανικοβάλλονται, οι νεαποκτηθέντες σαστίζουν και με παρέμβαση του Κλάουντιο Τζεντίλε κατορθώνουν να φτάσουν περπατώντας στο πούλμαν της ομάδας. Η τρέλα του κόσμου παραπέμπει σε “ελληνικές” υποδοχές στο αεροδρόμιο, σκίζουν τη μπλούζα του Πλατινί, προσπαθούν να τον αγγίξουν, να πάρουν έστω λίγη από τη λάμψη του. Πρωτόγνωρες καταστάσεις για την ομάδα του δόγματος των τριών S, με τον Πλατινί να καταλήγει έξαλλος και πολύ ενοχλημένος στο μπροστινό κάθισμα του πούλμαν.
Όλη η προσοχή είχε πέσει επάνω του, παρά το γεγονός ότι παρίσταντο έξι Παγκόσμιοι Πρωταθλητές στο χώρο. Ντίνο Τζοφ, Μάριο Καμπρίνι, Γκαετάνο Σιρέα, Μάρκο Ταρντέλι, Κλάουντιο Τζεντίλε, Πάολο Ρόσι. Όλοι τους μύθοι, όλοι τους ακριβοθώρητοι και αληθινοί πυλώνες της μεγάλης «Κυρίας». Τον πάγο μεταξύ των μεγάλων σταρ και του Πλατινί αναλαμβάνουν να σπάσουν δυο “γερουσιαστές” της ομάδας, καθόλα σεβαστοί από ολόκληρο τον οργανισμό.
Ο ένας είναι ο Ρομπέρτο Μπέτεγκα, 32χρονος τότε bomber με το χαρακτηριστικό σταχτί μαλλί, και ο δεύτερος ο άφθαρτος Σικελός Μπέπε Φουρίνο, ένας 36χρονος περήφανος βετεράνος που κουβαλούσε την “ιστορική συνέχεια” στις πλάτες του. Συμπτωματικά, και οι δύο είναι “αδυναμίες” του «Avvocato».
Στη Villar Perosa λαμβάνει χώρα και η μυθική πρώτη επαφή με την αυτού μεγαλειότητα, τον Τζιάνι Ανιέλι. Χαράματα, ως συνήθως, ο Τζιάνι προσγειώνεται με ένα από τα ελικόπτερά του στο κέντρο του προπονητικού και αμέσως ζητά να δει τρεις μόνο ποδοσφαιριστές. Τον Μπέτεγκα, τον Μπόνιεκ και τον Πλατινί. Στέκονται απέναντί του σαν παιδάκια που περιμένουν να πουν μάθημα, το μάθημα το δίνει ο Ανιέλι. Η κατ’ ευφημισμόν ομιλία του είναι συνοπτική και ξεκάθαρη: «Φέτος η Γιουβέντους πρέπει να κατακτήσει τα πάντα. Ευχαριστώ».
Παρά την εξαιρετική προετοιμασία, η Γιουβέντους ξεκινά τη σεζόν πολύ άσχημα, χάνοντας στην πρεμιέρα από τη νεοφώτιστη Σαμπντόρια. Οι αμφιβολίες και η αμφισβήτηση εντείνονται, διότι και η συνέχεια είναι ανάλογη και η ομάδα μένει πολύ πίσω από τις πρώτες θέσεις. Το «ονειρικό ρόστερ», όπως είχε χαρακτηριστεί, πλέον θεωρείται ελλιπές, ο ενθουσιασμός της αναχώρησης για τη Villar Perosa έχει αντικατασταθεί από δυσπιστία και ερωτήματα δίχως απαντήσεις.
Ο Πλατινί πια παρκάρει το πράσινο Range ανενόχλητος στο πάρκινγκ του Comunale. Δεν τον περιμένει κανείς, μόνο ελάχιστοι περαστικοί τον ανταμείβουν με ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη και μια καλή κουβέντα. Καλά-καλά δεν τον πιστεύουν ούτε οι συμπαίκτες του. Οι συμπαίκτες του δεν του απευθύνουν το λόγο, έχει γίνει «εκείνος εκεί», όπως τον φώναζε ο Ταρντέλι.
Για τις πριμαντόνες της «Γιούβε», ο Μισέλ ήταν ο διάττων αστέρας κι εκείνοι Παγκόσμιοι Πρωταθλητές.
Το Scudetto το είχαν κατακτήσει και πριν έρθει, το UEFA το ίδιο. Συνεπώς, για το θυμικό των παλιοσειρών, «εκείνος εκεί» έπρεπε να βγάλει το κάρο από τη λάσπη.
Ο Μισέλ αισθάνεται στοχοποιημένος, η ψυχρότητα του κλίματος είναι πολύ πιο δυσάρεστη του αναμενομένου, γιατί, όπως και τρία χρόνια πριν στη Σεντ Ετιέν, ο Πλατινί είναι «ο αγαπημένος του Προέδρου» και δεν αποδίδει σύμφωνα με τη φήμη και τις προσδοκίες. Δεν αντιδρά, δεν κάνει σαν κακομαθημένο πριγκιπόπουλο, όπως στα νιάτα του. Είναι ένα πληγωμένο θηρίο που περιμένει την ευκαιρία του.
Στην πραγματικότητα, συνήθισε το πρόβλημα, αποδέχτηκε ότι δεν θα χτίσει ποτέ φιλικές σχέσεις με τους συμπαίκτες του.
Απεναντίας, από ένα σημείο κι έπειτα, ήθελε να τον μισούν, η εχθρότητα τού παρείχε το κίνητρο για να προπονηθεί καλύτερα, να δουλέψει περισσότερο, να επισπεύσει τους χρόνους κατανόησης ενός πολύ δύσκολου Πρωταθλήματος, όπως το ιταλικό.
Τον πρώτο καιρό στα ασπρόμαυρα, ο Μισέλ έγινε ακόμα πιο κυνικός, ακόμα πιο στριφνός, ακόμα πιο εσωστρεφής, σε βαθμό περιφρονητικό. Ήταν και στη Σεντ Ετιέν, ήταν και στην Εθνική Γαλλίας, στη Γιουβέντους όμως θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια στην οδό Saint-Exupéry και στο “δύσκολο” σχολείο του, το Papillon. Τότε ήταν ο μικρός διάβολος, ικανός να μεταμορφωθεί σε πολύ σκληρό και αγενές παιδί κάθε που αισθανόταν ότι απειλείται. Απλώς στη συγκεκριμένη περίσταση, λόγω ηλικίας και περιβάλλοντος, υποχρεώθηκε να επιδοθεί και σε μια πρωτόγνωρη συνεδρία αυτοανάλυσης.
Περίπλοκος και κυκλοθυμικός άνθρωπος, απρόσιτος χαρακτήρας, δυσπρόσιτος και επιδεικτικά αναιδής. Πριν την εμπειρία στο Τορίνο είχε μάθει να κάνει αισθητό τον εκνευρισμό του. Δεν τον εξέφραζε, τον έκανε απλώς αισθητό. Στη Γιουβέντους έμαθε να είναι ειλικρινής, φώναξε τα πρώτα του ειλικρινή «όχι», επιβλήθηκε, όχι επειδή θεωρούσε εαυτόν σταρ και ξεχωριστό αλλά με το χαρακτήρα.
Κάποτε ο Τζόρνταν, ένας από τους γνωστότερους bullies στην ιστορία του αθλητισμού, απείλησε τον εμπειρότερο και με απείρως περισσότερα γαλόνια, Μπιλ Κάρτραϊτ, ότι, αν δεν αρχίσει να αξιοποιεί τις πάσες στο pick ‘n’ roll, την επόμενη φορά θα του πετάξει τη μπάλα στα μούτρα. Έτσι είναι οι ηγεμόνες με το ταλέντο. Έχουν αυτήν την ανελέητη θέληση πρώτα να επιβιώσουν και κατόπιν να νικήσουν. Μόνοι τους.
Ο Πλατινί ήταν ένα μοναχικό ον, μονίμως δυσαρεστημένος από το underachieve των γύρω του, τελών σε μια κατάσταση διαχρονικής ανασφάλειας. Το χρήμα και η δόξα επέτειναν την απομόνωση, ενίσχυσαν τον εγωκεντρισμό και το σύμπλεγμα του “μόνος μου κι όλοι σας”. Η ελεγχόμενη παράνοια συχνά γίνεται μέσο προσέλκυσης και συγκέντρωσης ενέργειας. Όχι τόσο για το παρόν όσο για την ενδεχόμενη και την υποσυνείδητα προσδοκώμενη περίπτωση ανάγκης.
Αντιμέτωπος μονίμως με αυτές τις υποτιθέμενες απειλές, ο Πλατινί επέλεξε να γίνει ακόμα πιο κλειστός και να καταπιέζει τα συναισθήματά του. Στο γήπεδο μεταμφιεζόταν, έξω απ’ αυτό μαρμάρωνε σιωπηλά. Με το σφύριγμα της λήξης πάντοτε έσκυβε το κεφάλι, περπατούσε σιωπηλά, κοιτούσε τις μύτες των παπουτσιών του και διέσχιζε σαν σκιά τους παριστάμενους προπονητές, συμπαίκτες, αντιπάλους, φωτορεπόρτερ, παρατρεχάμενους. Δεν ύψωνε το βλέμμα να κοιτάξει ούτε στη θύρα των επισήμων, εκεί όπου καθόταν ο Ανιέλι.
Τους πρώτους μήνες στη Γιουβέντους κινδύνεψε να χάσει τη φλόγα, να απομακρυνθεί εντελώς από τη θυελλώδη σχέση του με το ποδόσφαιρο που είχε στο μυαλό του. Λίγο μετά τα Χριστούγεννα, μετά από μια περιπετειώδη συνάντηση με τον αλλόφρονα Μπονιπέρτι, ύψωσε το βλέμμα και επούλωσε την πληγή στον εγωισμό του. Απαίτησε από τον “συμπαθητικό κύριο” να δοθεί εντολή και να παίρνει περισσότερο τη μπάλα κι εκείνος και ο Μπόνιεκ. Συρτά, στο έδαφος, όχι στον αέρα.
Ο περίφημος ποδοσφαιρικός ρεαλισμός της «Γιούβε», το “τετράγωνο ποδόσφαιρο”, οι μεγάλες πάσες, τα γεμίσματα είχαν σκοτώσει το ταλέντο των καινούριων αποκτημάτων και είχαν κάνει την ομάδα αφόρητα βαρετή. Αυτό ισχυρίστηκε ο Πλατινί και ορθά-κοφτά είπε στον Μπονιπέρτι ότι θα επαναλάμβανε τα ίδια λόγια, ακόμα κι βρισκόταν μπροστά του ο Ανιέλι. Ο Μπονιπέρτι κοκκίνησε από θυμό, ο Πλατινί το έφτασε στα άκρα, ζητώντας να βγει ο Φουρίνο από την ενδεκάδα, γιατί στερεί οξυγόνο από τον Μπόνιεκ. “Κράμερ εναντίον Κράμερ”, ο Μπονιπέρτι ζητά την κεφαλή του Πλατινί στο πιάτο.
16 Ιανουαρίου 1983, πρώτη αγωνιστική του δεύτερου γύρου. Η Γιουβέντους έρχεται ισόπαλη 1-1 με τη Σαμπντόρια, ο «Avvocato» αποχωρεί πολύ ενοχλημένος. Κατευθυνόμενος στο αυτοκίνητό του, λίγο πριν κρυφτεί πίσω από τα φιμέ τζάμια, φροντίζει να ξεστομίσει την ατάκα που άλλαξε την ιστορία: «Δεν ήρθα στο γήπεδο για να βλέπω τη μπάλα να περνάει μονίμως από τα πόδια του Φουρίνο». Ο «Avvocato» πήρε θέση. Αυτό ήταν.
Μια εβδομάδα αργότερα, στο παιχνίδι με την Τσεζένα, ο Μπέπε Φουρίνο είναι εκτός ενδεκάδας. Η ομάδα σαστίζει, στο 20λεπτο είναι ήδη πίσω με 2-0 και προσπαθεί να συνέλθει από το σοκ. Αναλαμβάνουν ο Πλατινί και ο Μπόνιεκ, ισοφαρίζουν μόνοι τους, με τους συμπαίκτες τους να αποφεύγουν ακόμα και τη διασταύρωση στο βλέμμα. Δεν είχε όμως πλέον καμία σημασία, το ποτάμι δεν θα γύριζε ποτέ πίσω.
Η ομάδα του Πλατινί και του Μπόνιεκ αρχίζει να κερδίζει, κάποιες φορές το κάνει και εμφατικά, όπως σε εκείνο το 3-0 με τη Φιορεντίνα, στην πρώτη ολοκληρωμένη ραψωδία του Μισέλ με τη ριγέ φανέλα. Η πραγματική έκρηξη συμβαίνει στην ρεβάνς του προημιτελικού στο Κύπελλο Πρωταθλητριών με την Άστον Βίλα. Ο Πλατινί σκοράρει τα δυο από τα τρία γκολ, πασάρει, τριπλάρει, μεγαλουργεί σε κάθε σπιθαμή του γηπέδου.
Κοινό και Τύπος αρχίζουν να αναθεωρούν, κάποιοι συμπαίκτες το ίδιο. Ο Ανιέλι έχει μόλις επιστρέψει στο γήπεδο μετά από μια πολύ λεπτή καρδιοχειρουργική επέμβαση. Και πάλι περιορίζεται σε μια δήλωση, λίγο πριν χαθεί στο πίσω κάθισμα της λιμουζίνας του: «Η χειρουργημένη μου καρδιά ευχαριστεί τον Πλατινί». Στο Τορίνο γίνεται χαμός, εφημερίδες, οπαδοί, η κοινωνία ολόκληρη για πρώτη φορά αναγνωρίζει το μαρμαρωμένο βασιλιά της.
Η «Γιούβε» παίζει ελκυστικό ποδόσφαιρο, στο τέλος όμως κατακτά μόνο το Κύπελλο Ιταλίας. Το Scudetto το ράβει στο πέτο η Ρόμα του Φαλκάο, εκείνο που πονάει περισσότερο είναι το μεγάλο Κύπελλο, εκείνο «με τ’ αυτιά». Στις 25 Μαΐου του 1983 στο ολοκαίνουριο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας ο Φέλιξ Μάγκατ χαρίζει το τρόπαιο στο Αμβούργο και ο Πλατινί χάνεται στους κίονες του Παρθενώνα. Στο ματς τον έχει σχεδόν εξαφανίσει ο Βόλφγκανγκ Ρολφ με ένα εξαντλητικό “μαν του μαν”, στο τελευταίο μισάωρο παίζει ακόμα και σέντερ φορ, προκειμένου να αποφύγει τα δεσμά του, η έμπνευση όμως αποδεικνύεται μάταιη.
Σε εκείνον τον Τελικό γίνεται σαφές και στον πιο αδαή ένα οξύμωρο: η Γιουβέντους δεν είναι σε θέση να παραγάγει ποδόσφαιρο, εάν δεν περάσει η μπάλα από τα πόδια του Πλατινί. Η “κατάρα” των Γάλλων στο Κύπελλο Πρωταθλητριών διαιωνίζεται, μόνο ο μυθικός Ραϊμόν Κοπά έχει κατακτήσει το μεγάλο Κύπελλο και, αφού δεν τα κατάφερε και ο Πλατινί, δεν θα τα καταφέρει κανένας.
Η σεζόν κλείνει με πικρή γεύση στο στόμα και το θυμικό, παρόλα αυτά ο Μπονιπέρτι συνοψίζει το σύνθημα της αντεπίθεσης, λέγοντας ότι, εάν ο «Avvocato» ήταν ποδοσφαιριστής, θα ήθελε να παίζει σαν τον Πλατινί. Το μήνυμα ελήφθη απ’ όλους, ακόμα και από τον αμίλητο και σιβυλλικό Τζοφ που εθεωρείτο τεράστια φυσιογνωμία στα αποδυτήρια της «Ζέβρας».
Ο Πλατινί δεν είχε αντιληφθεί το μέγεθος της λατρείας του Ανιέλι. Χρειάστηκε να περάσουν τέσσερα χρόνια από τη λήξη της καριέρας του και πολλές ενδοσκοπήσεις για να συνδέσει τις τελείες και να συνειδητοποιήσει τη θέση που είχε στην καρδιά του Τζιάνι Ανιέλι. Τον Μάρτιο του 1991 ο «Avvocato» τον είχε καλέσει στα 70ά του γενέθλια σε ένα δείπνο στο πολυτελές Maxim’s στο Παρίσι. Στη σύντομη ευχαριστήρια ομιλία του, ο συγκινημένος Τζιάνι αναφέρθηκε σε τρία μόνο πρόσωπα. Στη νταντά που τον μεγάλωσε, στο Χένρι Κίσινγκερ και στο Μισέλ Πλατινί.
Η αποπλάνηση ενέχει υποταγή. Τελικά ο Ανιέλι δεν αποπλανήθηκε ή τουλάχιστον δεν εξελίχθηκε έτσι η σχέση του με τον Πλατινί. Ο Μισέλ ήταν ο μόνος που “τόλμησε” να του αντιμιλήσει, ο πρώτος που τα έβαλε με τον μονάρχη δίχως στέμμα, απαιτώντας αλλαγή πολιτικής, στρατηγικής, πείτε το όπως θέλετε. Ο Ανιέλι ομολόγησε ότι εντυπωσιάστηκε αμέσως από την προσωπικότητα του Πλατινί.
Εκείνον τον πρώτο καιρό που η Γιουβέντους παρέπαιε και οι δημοσιογράφοι πίεζαν τον Ανιέλι να εντάξει το Γάλλο στο κάδρο των ευθυνών, ο φλεγματικός πατρόνος είχε πει ότι θέλει χρόνο, γιατί ακόμη κάνει ένα καλό και ένα κακό ημίχρονο. Η δήλωση μεταφέρθηκε στον «Le Roi», ο οποίος απάντησε με εκείνο το μισό, αναιδές χαμόγελο: «Όχι κακό, λιγότερο καλό».
Οι Ιταλοί ζουν γι’ αυτές τις ατάκες, ειδικά οι “παγωμένοι” βόρειοι λατρεύουν αυτού του είδους το σαρκασμό, την εύσχημη ειρωνεία. Ο Πλατινί το λέει χιούμορ, ο Ανιέλι το αντιλαμβανόταν ως τέτοιο και το επέτρεπε μόνο στους ανθρώπους που αγαπούσε. Πάνω απ’ όλα λοιπόν, δεν εκτιμήθηκαν οι ποδοσφαιρικές αρετές του Πλατινί αλλά ο δυσνόητος και δύσκολος χαρακτήρας του, οι λιγοστές ανθρώπινες συμπεριφορές του.
Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, το “δύσκολο” ερωτευόμαστε, το ανέφικτο φαντασιωνόμαστε, το όνειρο κυνηγάμε. Τέτοιος ποδοσφαιριστής ήταν ο Πλατινί, αυτό το συναίσθημα εξέπεμπε. Ανόρεχτος, σνομπ, με τη φανέλα έξω απ’ το σορτσάκι, με εκείνο το χαρακτηριστικό βαθύ V στη λαιμόκοψη και τη διαβολική διαφήμιση της ARISTON στο θώρακα.
Η σχέση του Μισέλ με τον Ανιέλι ανάγεται στη σφαίρα του μεταφυσικού, ήταν αγαπημένο του παιδί, φίλος, ποδοσφαιριστής, χαρακτήρας. Είναι αλήθεια ότι ήταν συνομήλικος με τον αδικοχαμένο μοναχογιό του Τζιάνι, τον Εντοάρντο, μπορεί κι αυτό να έχει παίξει το ρόλο του.
Ο Τζιάνι υπήρξε σκληρός πατέρας. Μονίμως απών, αδιάφορος, γεμάτος απαιτήσεις και ποτέ κατανόηση. Ο Εντοάρντο τον εκνεύριζε αφάνταστα, ήταν ακριβώς ό,τι μισούσε. Αδέξιος, ντροπαλός, καθόλου αθλητικός και ρωμαλέος, ψιλόλιγνος, σχεδόν θηλυπρεπής. Στην πραγματικότητα, ο «τρελός Έντι», όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του στο φημισμένο Πρίνστον, ήταν η χαρακτηριστική περίπτωση του γόνου με αυτοκαταστροφικές τάσεις και εκείνη τη βαθιά εσωτερικότητα που μετατρέπει τη μελαγχολία σε αδιόρατη.
Είχε πολλά κοινά με τον Πλατινί, πάσχιζε να πει πολλά στον πατέρα του, αλλά δεν βρήκε ποτέ το θάρρος να τα εκφράσει. Αυτοκτόνησε, πηδώντας από μια γέφυρα το Σεπτέμβρη του 2000, ο Τζιάνι άντεξε μόνο δυόμιση χρόνια μετά και έσβησε κι εκείνος χαμένος στις τύψεις του. Ο άλλοτε παντοδύναμος επιχειρηματίας, ο διάσημος play boy, ο απευθείας συνομιλητής του Κένεντι και των μεγαλύτερων ηγετών της ανθρωπότητας, είχε ραγίσει, είχε ξεραθεί. Μόνο η φωνή του παρέμεινε ίδια, γλυκιά, εύηχη, απέπνεε συναίσθημα. Όταν μιλούσε για τον Εντοάρντο, κόμπαζε. Όταν μιλούσε για τον Πλατινί, θαρρείς και ανακτούσε γουλιές ζωής.
«Θυμάμαι το Μισέλ να συνοδεύει την κόρη του στο σχολείο το πρωί. Ήταν ένας άνθρωπος για τον οποίον σηκώθηκε ιδιωτικό αεροπλάνο το 1982, κάτι που δεν ήταν καθόλου συνηθισμένο εκείνη την εποχή, κι όμως δεν άλλαξε ποτέ. Λάτρευα να τον βλέπω στο κέντρο του γηπέδου, με τα χέρια στη μέση και τη φανέλα της ομάδας που μου κληροδότησε ο πατέρας μου. Αυτό ήταν το σημείο που σχεδίαζε την αντεπίθεση, το δικό του σκεπτόμενο χάος».
Πολλές φορές ανατρέχει σε αυτές τις δηλώσεις ο Πλατινί, παρόλο που απεχθάνεται τις βουτιές στο παρελθόν. Για τον Ανιέλι και τη Γιουβέντους επιτρέπει στον εαυτό του τις εξαιρέσεις. Θυμάται ότι ενάμιση μήνα μετά τους γκρίζους τοίχους του ξενοδοχείου Ambasciatori στο κέντρο της πόλης μετακόμισε στο Val Salice στο λόφο των ιτιών, στο “Beverly Hills” του Πιεμόντε. Θυμάται τη θέα από τη βεράντα, τον Πάδο και τις κορυφές των Άλπεων. Ένιωθε ότι μπορούσε να αγγίξει τους σκιέρ, αισθανόταν ότι στο παγωμένο και απομονωμένο περιβάλλον θα βρει τη γαλήνη του.
Πάντοτε του άρεσε να ζει στις πλαγιές των λόφων, από το σπίτι των παιδικών του χρόνων στη rue Saint Exupéry και το γραφικό Ετρά στο Σεντ Ετιέν μέχρι το Τορίνο, ήθελε να ζει μακριά από τη χάβρα των αστικών κέντρων. Του άρεσε να ζει αφοσιωμένος στην αναδημιουργία του μικρού, τακτοποιημένου κόσμου του, να ζει φυσιολογικά για τα δικά του μέτρα.
Το νοσταλγεί ακόμη εκείνο το σπίτι, γενικά εκείνη την περίοδο. Ήταν 27 ετών, στο Τορίνο βρήκε μια ομάδα αντάξια του ταλέντου του, ανακάλυψε μια ισορροπία που δεν περίμενε ότι διέθετε ως χαρακτήρας. Ακόμα και η Κριστέλ εκείνα τα χρόνια μόνο “ανέχτηκε” τη δημοσιότητα και τη δημοτικότητα του συζύγου της, διότι ήταν η πρώτη φορά που η “ενόχληση” ήταν εκλεπτυσμένη.
Οι Πλατινί ήταν ένα υπερεκτεθειμένο ζευγάρι, ελάχιστα προετοιμασμένο για την απότομη και ανθυγιεινή δόξα και αναγνωρισμότητα. Στο Τορίνο κατέληξαν να βιώσουν μια οικογενειακή επανένωση, μια πνευματική συγχορδία που τους επέτρεψε να συνεχίσουν μαζί για πολλά χρόνια. Ταξίδεψαν και στην Κοντούρμπια, είδαν τη γη των προγόνων του Μισέλ, ενδιαφέρθηκαν για τις ρίζες, το pedigree τους.
Ο Μισέλ βρήκε την ανάσα της διάσπασης της προσωπικότητάς του, μπέρδεψε τα ίχνη του, κατόρθωσε να βρει τη μοναδική γωνιά που του επέτρεπε να “μεταμφιέζεται”. Σταμάτησε να κρύβεται, να προσποιείται, να υποδύεται κάτι άλλο απ’ αυτό που πραγματικά είναι. Πέντε χρόνια απόλυτης ευτυχίας, πέντε χρόνια Γιουβέντους.
Όλα άρχισαν να λειτουργούν αρμονικά, ο αντίκτυπος ήταν άμεσος και στην ομάδα. Από την υποχρεωτική παρέα μόνο με τον Μπόνιεκ, ήρθε σιγά-σιγά και η εξομάλυνση των σχέσεων με τους συμπαίκτες. Στην αρχή ο Ρόσι, μετά ο Ταρντέλι. Σεβασμός και αλληλοεκτίμηση. Μαζί στο λεωφορείο, το αεροπλάνο, τα ξενοδοχεία, όπου υπήρχε τραπέζι και τέσσερεις καρέκλες καθόντουσαν μαζί. Ήταν αδύνατον να μην λειτουργήσει και στο γήπεδο αυτή η χημική ένωση. Έπαψε να είναι «εκείνος εκεί», έγινε ο «ένας από εμάς».
Ήρθαν οι νίκες, τα τρόπαια, ο μύθος. Στο πέρας της δεύτερης σεζόν του, κατέκτησε το Πρωτάθλημα, το Κύπελλο, το Κυπελλούχων. Ένας χρόνος χρειάστηκε μετά το ναυάγιο της Αθήνας και η Γιουβέντους, «του Πλατινί» πια, εθεωρείτο μια από τις καλύτερες ομάδες στην Ευρώπη. Με σημαία τη σοβαρότητα αλλά και πινελιές φαντασίας, με κορυφαίες φυσιογνωμίες όπως ο Γκαετάνο Σιρέα στην άμυνα, ο Πλατινί στη μέση, ο Μπόνιεκ μπροστά, η Γιουβέντους έμαθε να κερδίζει σχεδόν μηχανικά, σαν να χτυπάει κάρτα στο εργοστάσιο του «Avvocato» της.
Πιθανόν αυτή η μηχανική έφερε και το μελανό και απαράδεκτο ύψωμα του χεριού μετά το εύστοχο πέναλτι στο Heysel. Είναι το μοναδικό λάθος που δεν θα σβήσει ποτέ από την ποδοσφαιρική καριέρα του Πλατινί, το όνειδος που θα ξεπερνά πάντα τα 36 γκολ σε 58 παιχνίδια στο Πρωτάθλημα και τα επτά γκολ στους ευρωπαϊκούς αγώνες. Γιατί το ένα είναι εκείνο το πέναλτι στον Τελικό με τη Λίβερπουλ στο σκυρόδεμα του Heysel, σε έναν Τελικό που δεν έπρεπε να διεξαχθεί ποτέ.
Προτιμώ να τον φέρνω στο νου με τον κόκορα στην καρδιά στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1984, εκείνο το βαθύ μπλε που στηνόταν να εκτελέσει το φάουλ-μπανάνα έξω από την περιοχή και το κοινό αδημονούσε να κραυγάσει «γκολ». Τόσο τεχνικό, τόσο εκλεπτυσμένο χτύπημα. Μοναδικό, μονάκριβο. Εννέα γκολ σε τελικά Euro (σε μια διοργάνωση, γιατί ο Κριστιάνο έφτασε τα 11 σε πέντε) δεν έχει ξαναπετύχει ποδοσφαιριστής. Το έκανε μόνο ο Πλατινί το 1984, σαν γνήσιος προφήτης στον τόπο του.
Δυο φορές, το 1982 και το 1986, άγγιξε και το χρυσό Κύπελλο του Παγκοσμίου. Τον σταμάτησαν στον ημιτελικό, σε μια εποχή που το ποδόσφαιρο οριζόταν διαφορετικά και σε έδενε στον συναισθηματικό κάβο του πολύ πιο εύκολα. Σε αυτή την εποχή ανήκει ο Πλατινί, με εκείνες τις ρομαντικές μπούκλες, σαν να ήταν ήρωας του Βισκόντι.
Αποφάσισε να σταματήσει πολύ νωρίς, στα 32. Τα είχε κερδίσει (σχεδόν) όλα, αν και τα τρόπαια δεν τον ένοιαξαν ποτέ σε υπερθετικό βαθμό. Αγαπούσε τη διαδικασία, την αναμέτρηση με τους καλύτερους, τις επικές μάχες με τη Νάπολι του Μαραντόνα, τις δηλώσεις στον «bisteccone» Γκαλεάτσι μετά το σφύριγμα της λήξης μέσα στο γήπεδο.
Νοέμβριο του 1987, έχοντας μόλις αποχωρήσει από την ενεργό δράση, βρέθηκε χαμογελαστός και βασιλικά υποδεκτός στην τελετή κλήρωσης για το Μουντιάλ της Ιταλίας το 1990. Τον κάλεσε από το μικρόφωνο μια απαστράπτουσα Ορνέλα Μούτι, μαζί με έναν ακόμα κύριο, ο οποίος πιο πολύ έμοιαζε με συμβολαιογράφο γερμανικής σειράς του «SAT1» στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Εκείνη ήταν η πρώτη του αληθινή γνωριμία με τον Σεπ Μπλάτερ, τον άνθρωπο μαζί με τον οποίον “βασίλεψε” στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο.
Μέχρι την ημέρα που προδόθηκε από τις αντιπαλότητες και την απληστία του, μέχρι τη στιγμή που τα σκάνδαλα εμπόδισαν τη διαιώνιση του μύθου του. Το Qatar-gate, η ανάληψη του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 2022 από το μικρό Εμιράτο του Κόλπου και το ύποπτο τιμολόγιο του 1.8 εκατ. ευρώ στα Panama Papers έκαψαν το μύθο του, όπως τον Ίκαρο ο ήλιος.
Η δόξα του θόλωσε από μια απρόσμενη πικρία, σαν να πρέπει να ξαναζεί το μαρτύριο εκείνης της νύχτας στη Σεβίλλη ή την τραγική επιλογή του ματωμένου Heysel. Στιγματίστηκε, απομακρύνθηκε σαν παρίας από τον χώρο στον οποίον έγινε βασιλιάς. Ένας έκπτωτος ηγεμόνας που συνοδεύεται από ίντριγκες, ύποπτες συναλλαγές και μηχανορραφίες του παλατιού.
Σε μια στιγμή έκαψε τα φτερά του.
Αυτό δεν σημαίνει ότι τις περισσότερες δεν πέταξε πιο ψηλά απ’ όλους.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Άλεξ Ντελ Πιέρο, ο «Pinturicchio»
Παβελ Νέντβεντ: Ο Κρύσταλλος Της Βοημίας
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro