Χτισμένη στην ανατολική ακτή, η Bari Vecchia (η παλιά πόλη) αποτελεί το καμάρι όλου του Μπάρι και το κέρας του στην Αδριατική.
Η ιστορική ατμόσφαιρα και τα στενά, δαιδαλώδη σοκάκια σε μεταφέρουν κατά αντίστροφη χρονολογική σειρά… στην Αναγέννηση, τον Μεσαίωνα, την αρχαιότητα. Και είναι ακριβώς αυτά τα μαγικά -σχεδόν κλειστοφοβικά- δρομάκια που θυμίζουν λαβύρινθο, τα οποία θα σε παρασύρουν να τα ακολουθήσεις, δίχως να σκεφτείς τον προορισμό. Μπορείς απλώς να αφήσεις τον εαυτό σου να χαθεί ανάμεσα σε αγορές, τρατορίες και μπαρ.
Χάνεσαι και δεν ξέρεις πια πού βρίσκεσαι. Και, εάν είσαι πολύ υπερήφανος για να ζητήσεις πληροφορίες, απλώς συνεχίζεις τον δρόμο σου. Διαπιστώνεις πως είναι η τρίτη φορά που βρίσκεσαι μπροστά στο Teatro Margherita. Μπορεί όμως αυτήν τη φορά να μην είναι η περηφάνια που δεν σε αφήνει να ζητήσεις βοήθεια από κάποιον λόκαλ. Ίσως τελικά απολαμβάνεις αυτήν τη σύντομη, χαλαρή περιοδεία, η οποία σχεδόν σίγουρα θα οδηγήσει στο… τίποτα. Πρακτικά, απλώς διαπιστώνεις πως κάνεις κύκλους και χαζεύεις. Αλλά δεν πειράζει, μπορείς να είσαι χαρούμενος με αυτό.
Εάν είχες τη δυνατότητα μάλιστα να γυρίσεις τον χρόνο πίσω, εκεί στη δεκαετία του ’80, ανάμεσα στα ίδια σοκάκια θα έβρισκες ένα αγοράκι που χάιδευε και αγαπούσε την μπάλα σαν Βραζιλιάνος. Και γύρω του, ίσως, ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων που στοιχημάτιζαν στην ομάδα που έπαιζε: 10, 15, 20.000 λιρέτες. Το παιδί όμως, όπως του αρέσει να θυμάται με τη δική του υπερηφάνεια, καθώς τα διηγείται τώρα στα μεγάλα του, δεν ήταν χαζό και ζητούσε ποσοστό σε περίπτωση νικών. Τα χρειαζόταν εκείνα τα χρήματα με κάθε κόστος.
Και, ενώ τα υπόλοιπα πιτσιρίκια της Bari Vecchia έπαιζαν για το παιχνίδι, εκείνο μάτωνε τα γόνατά του για την επιβίωση.
Ο πατέρας του το είχε εγκαταλείψει και, βλέποντας τη μητέρα του που μετά βίας μπορούσε να ανταπεξέλθει οικονομικά, εκείνος πείσμωνε. Από τότε ο ξεχωριστός νεαρός Αντόνιο Κασάνο το είχε βάλει αμέτι μουχαμέτι. θα γινόταν, λέει, ένας μεγάλος και τρανός ποδοσφαιριστής.
Fantasista και Cassanate
Οι Ιταλοί λατρεύουν τις κατηγοριοποιήσεις και τα παρωνύμια. Στην κανονική ζωή, ως «Fantasista» ορίζεται εκείνος που μπορεί να παραγάγει φαντασία, μυθοπλασία και κάθε είδους καλλιτεχνική δημιουργία. Οπότε και στο ποδόσφαιρο τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να συμβούν διαφορετικά. Ο Κασάνο, από το πρώτο ξεπέταγμά του, δεν γινόταν να κατηγοριοποιηθεί αγωνιστικά. Το απρόβλεπτο παίξιμό του τον έστελνε στα πλάγια, τον έκανε playmaker, δεύτερο επιθετικό, “ψευτοεννιάρι”. Η ανάγκη των συμπατριωτών του για τον επόμενο εθνικό «Trequartista», και καθώς Φραντσέσκο Τότι και Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο ήταν ήδη μεγάλοι και τρανοί, τον τοποθέτησε στη λίστα των διαδόχων του θρύλου του Ρομπέρτο Μπάτζο. Μόνο που ο μικρός δεν ήταν ποτέ ακριβώς αυτό. Κατά συνέπεια, ξέμεινε με το διόλου ευκαταφρόνητο «Fantasista». Και, επειδή ήταν ξεχωριστός, φρόντισε να το κάνει ολοδικό του, ώστε να δημιουργηθεί το λήμμα με το όνομά του.
Η ιστορία του «Fantantonio» μόλις είχε γεννηθεί.
Μόνο που, εάν αυτός υπήρξε ο απόλυτος τίτλος ποδοσφαιρικής τιμής, πολύ σύντομα θα πλαισιωνόταν από την ειρωνεία. Ένα διορατικά αρνητικό συνώνυμο που θα αντιμαχόταν το ταλέντο του και που ο ίδιος θα έτρεφε ακόμα περισσότερο σε σχέση με τις φανταχτερές ενέργειές του στο χορτάρι. Άστοχες δηλώσεις, εύστοχοι παραλληλισμοί, ντροπιαστικά μαλώματα και μία διαρκής έκθεση στον κίτρινο Τύπο θα έχτιζαν τις διαβόητες «Cassanate». Ένα κράμα συμπεριφορών ενός ανώριμου, απαίδευτου, ακριβοπληρωμένου, ασεβή -προς τους πάντες και το ίδιο το άθλημα- νεαρού. Λίγα χρόνια μετά θα τον μιμούνταν ο Μάριο Μπαλοτέλι, ο οποίος με τις δικές του φασαρίες θα έχτιζε την διάδοχη κατάσταση των ταλαντούχων “επαναστατών χωρίς αιτία” και μαζί τις περίφημες «Balotellate».
Από το… ποίημα στο κατεστραμμένο είδωλο
Ο Κικέρων μπορεί να πίστευε πως «η αρχή όλων των πραγμάτων είναι μικρή», μα εκείνος ο 17χρονος ήταν τρομερά θρασύς και φιλόδοξος, ώστε να αφήσει να επιβεβαιωθεί ο αρχαίος Λατίνος φιλόσοφος. Από το ξεκίνημά του τα ήθελε όλα να είναι ασυμβίβαστα εντυπωσιακά. Καθώς βλέπεις σε λούπα το βιντεάκι με την έμπνευσή του, συνειδητοποιείς πως μόνο ένα “άρρωστο” μυαλό θα μπορούσε να μετατρέψει αυτή τη σύλληψη στο τέλειο χορευτικό. Ήταν 18 Δεκεμβρίου του 1999 και ο Κασάνο βρισκόταν μόλις μία βδομάδα στην πρώτη ομάδα.
Στο 88′ του Μπάρι-Ίντερ μάζεψε τη μακρινή μπαλιά με το τακούνι, την πήρε μπροστά με το στήθος και το αμέσως επόμενο που σκαρφίστηκε ήταν να αφήσει στην άκρη ταυτόχρονα τον αρχηγό της Παγκόσμιας Πρωταθλήτριας Γαλλίας, Λοράν Μπλαν, και τον Κριστιάν Πανούτσι των Champions League με Μίλαν και Ρεάλ Μαδρίτης.
Άδειασε με μία κίνηση δύο εκ των κορυφαίων αμυντικών του κόσμου και το έκανε με τον ίδιο τρόπο της αλάνας. Τότε που στο σούρουπο η μαμά του του φώναζε από το μπαλκόνι να επιστρέψει σπίτι.
Η δεύτερη σεζόν στην Μπάρι τον βρήκε με το χρίσμα του κορυφαίου πιτσιρικά της Serie A και μαζί με δύο τεράστιες προτάσεις. Γιουβέντους και η Πρωταθλήτρια Ρόμα τον κάλεσαν κι εκείνος επέλεξε να πραγματοποιήσει ένα όνειρό του. να παίξει στο πλευρό του Φραντσέσκο Τότι: «Ήταν και θα είναι για πάντα ο κορυφαίος που έχω δει και αυτό δεν αλλάζει ούτε από τη μεταξύ μας κακή σχέση», εξηγούσε στην αυτοβιογραφία του, «Dico tutto».
Η πρώτη χρονιά τους θα είναι ονειρική για τον ίδιο, ενώ ο «Capitano» δεν σταματάει να τον αποθεώνει. Μόνο που η αγάπη θα κρατήσει μόλις μία σεζόν.
Οι κακές συνήθειές του, η αλαζονική συμπεριφορά στα αποδυτήρια και ο άσχημος τρόπος με τον οποίον απαίτησε περισσότερα χρήματα θα οδηγήσουν τον Τότι στο να του μιλήσει αυστηρά.
Θα λάβει μία απάντηση που θα τους κάνει να μην ξαναμιλήσουν ποτέ για τα επόμενα τρία χρόνια. Προς το τέλος της συνύπαρξής τους θα συμβιβαστούν σε μία τυπική σχέση.
Στον Γαλαξία των 93 κιλών
Στη Ρώμη την τριετία 2002-2005 θα παίξει ίσως το καλύτερό του ποδόσφαιρο. Είναι ακόμη μικρός. Ο οργανισμός του αντέχει την ταυτόχρονη καταπόνηση από τα ξενύχτια και την μπάλα. Την επόμενη όμως χρονιά τούς έχει ήδη κουράσει όλους. Θέλουν να τον ξεφορτωθούν. Ο Φλορεντίνο Πέρεθ αποφασίζει να πάρει το ρίσκο για μόλις 25 εκατ. ευρώ. Στην τελευταία χρονιά του πριν την πρώτη αποχώρησή του, τον Γενάρη του 2006, τον προσθέτει στους «Galácticos». Ο Κασάνο θα χρειαστεί μόλις τρία λεπτά για το πρώτο γκολ και ενάμιση συνολικά χρόνο για να βάλει ακόμα δύο και να προσθέσει τρεις ασίστ.
Ο Τύπος τον γλεντάει. Καθώς ο Ρονάλντο, «το Φαινόμενο», είναι ο «Gordo» («Χοντρός»), ο Ιταλός επιθετικός, ο οποίος έχει φτάσει τα 93 κιλά με ύψος 1.75, θα γίνει ο «Gordito» («Χοντρούλης»).
Η επανασύνδεση με τον Φάμπιο Καπέλο, ο οποίος αναλαμβάνει τη Ρεάλ το 2006, θα ολοκληρώσει την καταστροφή. Αν και θα χάσει 10 κιλά, σε ένα ματς Κυπέλλου με την Ταραγόνα, ενώ ο κόουτς τού είχε πει ότι θα ξεκινούσε, τον αφήνει στον πάγκο. Ντέιβιντ Μπέκαμ, Ραούλ και Ρονάλντο παρακολουθούν έκπληκτοι τους δύο Ιταλούς να βρίζονται, έχοντας κολλήσει τα πρόσωπά τους. Είναι το τέλος, σε μία κατάκτηση Πρωταθλήματος σε ρόλο κομπάρσου.
Σεξ, σεξ, σεξ, ασχήμια, φιλοδώρημα και αυτογνωσία
Λίγα χρόνια αργότερα θα αποκαλύψει τα πάντα και θα παραδεχτεί την υπαιτιότητά του, δίχως ωστόσο ίχνος μετάνοιας.
«Έχω συνευρεθεί με περισσότερες από 600 γυναίκες. Μπορεί να είναι και 700. Έχω παίξει όμως πολύ μεγάλα ματς, έχοντας ξενυχτήσει κάνοντας σεξ το προηγούμενο βράδυ. Στη Ρόμα, στην Trigoria (σ.σ.: το προπονητικό κέντρο) είχα ένα αντικλείδι για το πίσω μέρος των αποδυτηρίων, στην αίθουσα του μασάζ. Το έκανα μέχρι τις 06:00 και, όταν πήγαινα να φύγω, η κοπέλα μου ζητούσε ακόμα έναν γύρο. Τι να έκανα, να έφευγα; Ξέρετε ότι δεν γίνεται αυτό. Βέβαια, αν θυμηθείτε εκείνο το 4-0 επί της Γιουβέντους, όπου έπαιξα το καλύτερο ματς μου ever (δύο γκολ, κερδισμένο πέναλτι), ήμουν εντελώς άυπνος. Ήμουν νέος και δεν με πείραζε τίποτα. Ήθελα απλώς να κάνω σεξ και να τρώω λιχουδιές.
Κοιτάξτε, όταν είσαι 20 ετών, το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι τα όμορφα κορίτσια. Κι εγώ υπήρξα στερημένος στην εφηβεία μου. Μπορώ να το παραδεχτώ. Είμαι άσχημος. Εάν δεν ήμουν διάσημος ποδοσφαιριστής με χρήματα, ούτε η μάνα μου δεν θα γύριζε να κοιτάξει αυτήν τη μουτσούνα!
Στη Μαδρίτη είχα περισσότερα κορίτσια και από τον Μπέκαμ. Καλά, ας μην ήταν παντρεμένος βέβαια και θα βλέπαμε. Σε κάθε αγώνα, νοίκιαζα ένα δωμάτιο στον κάτω όροφο του ξενοδοχείου όπου διαμέναμε. Εκεί έφερνα φίλους, κορίτσια και κάναμε πάρτι. Πλήρωνα και φιλοδώρημα 50-100 ευρώ και τα είχα όλα στα πόδια μου. Άλλωστε εκεί δεν με ένοιαζε. Ήξερα ότι ούτως ή άλλως θα ήμουν στον πάγκο».
Το λιμάνι της ηρεμίας και η Ίντερ πάνω από τον ουρανό
Το 2007-2008 θα μετακομίσει στη Σαμπντόρια. Εκεί θα γνωρίσει τη γυναίκα της ζωής του και θα ηρεμήσει. Τουλάχιστον στο κομμάτι του σεξ. Θα του φέρουν στο πλευρό του από την Φλωρεντία τον Τζαμπάολο Πατσίνι, τον καλύτερο συμπαίκτη που ο ίδιος θεωρεί ότι είχε ποτέ, και μαζί θα κάνουν μαγικά. Η «Ντόρια» θα βγει ακόμα και στο Champions League και στο Luigi Ferraris θα θυμηθούν το δίδυμο Βιάλι–Μαντσίνι. Η Γένοβα θα αποτελέσει για λίγο το λιμάνι της ηρεμίας του. Και πάλι όμως θα βριστεί με τον Πρόεδρο κατά τη διαδικασία επέκτασης συμβολαίου, θα σκίσει τη φανέλα μπροστά σε διαιτητή και θα πιαστεί στα χέρια με συμπαίκτη του.
Η Μίλαν θα σπεύσει να αδράξει την ευκαιρία.
«Είναι σαν να βρίσκομαι στον ουρανό», θα πει κατά την παρουσίασή του. Όταν όμως θα ερωτηθεί για το πώς λέει κάτι τέτοιο, ενώ είναι οπαδός της Ίντερ από μικρό παιδί, θα απαντήσει με πλήρη ειλικρίνεια: «Η Ίντερ είναι πάνω από τον ουρανό»!
Το scudetto με τους «Rossoneri» θα φέρει ευτυχία και αποδοχή. «Ποιον Τέβες; Δεν θέλω κανέναν άλλον δίπλα μου. Εδώ υπάρχει ο Αντόνιο και είναι ο ιδανικός συμπαίκτης». Τα λόγια του Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς θα φέρουν αγαλλίαση στην ψυχή του. Για λίγο όμως, μην φανταστείτε.
Το 2012 θα τον βρει λίγο παραδίπλα. Το παιδικό όνειρο της Ίντερ θα γίνει πραγματικότητα. Το φοβερό είναι ότι θα αποτελέσει ανταλλαγή με τον αγαπημένο του Πατσίνι. Εκεί όλα θα πάνε λάθος.
Έχοντας πιάσει τον -μετέπειτα προπονητή του Παναθηναϊκού- Αντρέα Στραματσόνι από τον λαιμό, αποκαλώντας τον «Μουρίνιο της πλέμπας», θα αποχωρήσει πρόωρα, αφήνοντας τους «Nerazzurri» στην ένατη θέση.
Μετά την Ίντερ, η διαφυγή στην Πάρμα θα τον βοηθήσει πολύ. Θα χάσει 10 κιλά, θα σκοράρει με συνέπεια και θα θυμίσει σε όλους ότι παραμένει σπουδαίος. Μόνο που η ομάδα έχει οικονομικά προβλήματα, τον αφήνει απλήρωτο κι εκείνος δεν θα το διαπραγματευτεί.
Ένα τελευταίο, σχεδόν αόρατο πέρασμα από τη Σαμπντόρια θα αποτελέσει ουσιαστικά το κύκνειο άσμα.
Όλα λάθος…
Ο «Στράμα» απλώς θα αποτελέσει ένα ακόμα αντιδραστικό κεφάλαιο με τους προπονητές. Η αρχή είχε γίνει από τα 19 του, όταν ο Κλαούντιο Τζεντίλε τον άφησε στον πάγκο σε ένα ματς της Εθνικής U19 κι εκείνος έφυγε και δεν επέστρεψε ποτέ. Μένοντας εκτός από το Euro 2002, θα απασφαλίσει, αποκαλώντας «losers and fools» την «Squadra». Τον Τζεντίλε θα ακολουθήσουν οι πάντες.
Από τον Καπέλο στον Σπαλέτι, από τον Ματσάρι στον Ντελνέρι, από τον Ντοναντόνι στον Πραντέλι και από τον Φέλερ στον Λίπι, θα μαλώσει με όσους τον κοουτσάρισαν.
Ειδικά αυτό με τον Λίπι θα του στοιχίσει πραγματικά, καθώς θα τον αφήσει εκτός από την Ιταλία του 2006 και θα χάσει το στέμμα του κόσμου.
Στο Euro 2012 θα είναι εκεί και θα είναι καλός. Θα παίξει στον χαμένο Τελικό, αλλά και πάλι θα αφήσει το αρνητικό στίγμα του με τον χείριστο τρόπο. «Ελπίζω να μην έχουμε ομοφυλόφιλους παίκτες στην Εθνική. Δεν θα μου άρεσε καθόλου αυτό. Θα ένιωθα άσχημα και άβολα», θα είναι το ομοφοβικό σχόλιό του, το οποίο θα επιφέρει και την τιμωρία της UEFA.
Με την Εθνική γενικότερα θα παίξει λίγο και σε Μουντιάλ θα μπει μόλις δύο φορές αλλαγή το 2014. Αυτό και τέλος.
«Αν είχα ακούσει τον Καπέλο, έναν από τους καλύτερους προπονητές όλων των εποχών, θα είχα κάνει πιο σημαντικά πράγματα. Τον συνάντησα για πρώτη φορά το 2001, με ήθελε με κάθε τρόπο στη Ρώμη και με έκανε να αρνηθώ τη “Γιούβε”. Ακόμη και σήμερα λέω ότι έκανα την καλύτερη επιλογή. Το πρόβλημα είναι ότι τότε έκανα καταστροφές. Δεν ήμουν κακός τύπος αλλά μάλλον κάπως τεμπέλης. Ο προπονητής μού ζήτησε να προπονηθώ κι εγώ έκανα το αντίθετο. Εκμεταλλεύτηκα πάρα πολύ το ταλέντο μου. Θα μπορούσα να στήσω μία συγκλονιστική καριέρα, αλλά δεν ζω με τύψεις. Στη Μαδρίτη έφτασα με 93 κιλά πάνω μου. Με τον Καπέλο αμέσως έχασα 10. Εκεί όμως πρέπει να διαλέξεις. να προπονηθείς στο 100% και να παίξεις ή να ζήσεις την ξέφρενη ζωή εκτός γηπέδου και να μείνεις στον πάγκο. Κι εγώ πάντα επέλεγα το δεύτερο και έμενα έξω μέχρι τις έξι το πρωί…»!
Σταματάω, συνεχίζω, σταματάω, συνεχίζω… σταμάτησα
Το φινάλε δεν θα γινόταν να μην επέλθει με μία ακόμα «Cassanata», τη μεγαλύτερή του. Ήθελε να παίξει λίγο ακόμα. Στα 35 του ένιωθε ότι αντέχει. Και έτσι έκανε το εξής.
Στις 10 Ιουλίου 2017 υπέγραψε στη Βερόνα. Εμφανίστηκε σε δύο φιλικά προετοιμασίας και οκτώ ημέρες αργότερα μάζεψε τους δημοσιογράφους και τους ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από την ενεργό δράση, επειδή δεν έβρισκε πλέον κίνητρο. Ωστόσο, την ίδια ακριβώς ημέρα τους ξανακάλεσε και ανακάλεσε. Θα έπαιζε κι άλλο τελικά, λέγοντας μάλιστα ότι ανυπομονεί για μία τρελή σεζόν. Έξι ημέρες από την ατάκα εκείνη ανακοίνωσε μέσα από το προφίλ της συζύγου του στα social media ότι άλλαξε ξανά γνώμη και ότι σταματάει, ώστε να αφοσιωθεί στη γυναίκα και τα παιδιά του, ζητώντας συγγνώμη από την πόλη της Βερόνα και τους οπαδούς της.
Μόνο που η τρέλα εκείνου του καλοκαιριού δεν είχε σταματημό. Στις 31 Ιουλίου ανακοίνωσε ότι ξαναλλάζει γνώμη και ότι αναμένει προτάσεις από ομάδες που ενδιαφέρονται. Καμία δεν ανταποκρίθηκε. Λογικό. Τον Σεπτέμβριο ξεκίνησε αυστηρό ατομικό πρόγραμμα, όμως δεν ασχολήθηκε κανείς μαζί του. Για κάποιον λόγο το τηλέφωνό του χτύπησε τον Αύγουστο του 2018. Ήταν από τη Βίρτους Εντέλα της Serie C. Υπέγραψε, ξεκίνησε προετοιμασία και ακριβώς πέντε ημέρες μετά είπε το οριστικό και αμετάκλητο αντίο. Ένα τέλος που επιβαλλόταν να μπει έτσι, με τον δικό του θεόμουρλο και χαοτικό τρόπο.
Το μαργαριτάρι στο μελαγχολικό φίλτρο του χρόνου
Το πιθανότερο είναι ότι ο ίδιος ο Κασάνο, ίσως κάθε φορά που έχει επέτειο η στιγμή, να επιστρέφει για να δει εκείνο το γκολ. Είναι το γκολ που, σύμφωνα με τον ίδιο, τον έσωσε από την παραβατικότητα, τη μιζέρια, την καταστροφή. Που τον οδήγησε πρώτα ως ιππότη στη Ρόμα του Φάμπιο Καπέλο και μετά τον έχρισε «Γαλαξιακό» στη Ρεάλ Μαδρίτης. Ίσως να υπάρχει μία υπερβολή σε αυτό. Ίσως να έχει μία προκλητική χροιά. Ίσως, μα δεν γίνεται να μην το πιστεύουμε πραγματικά. Όσα μεγάλα βήματα κι αν έκανε μετέπειτα, εκείνη η γκολάρα στο Μπάρι-Ίντερ υπήρξε η κορύφωσή του. Και όχι επειδή, ίσως, ήταν το καλύτερό του ή το πιο σημαντικό. Ήταν το αποκορύφωμά του. Επειδή σε αυτό το γκολ όλοι είχαν δει ένα χρυσό μέλλον. Το μέλλον ενός Πρωταθλητή και ο Κασάνο δεν έδωσε ποτέ, μα ποτέ ξανά μία τόσο σίγουρη εικόνα του εαυτού του, όσο σε εκείνο το πρώτο ρεσιτάλ της διάσημης ζωής του.
Το φινάλε δυστυχώς ήταν άδοξο. Είδαμε το τελευταίο παιχνίδι του, χωρίς όμως να το δούμε ποτέ. Χωρίς καν ένα αντίο. Είδαμε το ταλέντο του, αλλά την ίδια στιγμή κατάφερνε να μας το κρύψει. Δεν το έκανε επίτηδες. Ο Αντόνιο Κασάνο ήταν μονίμως και τα δύο πρόσωπα μαζί. Το παιδί που κάνει μαγικά στα σοκάκια και το άτομο που κάθε φορά χάνεται στα στενά δρομάκια της πόλης του. Φταίει που είναι πολύ περήφανος για να πιστεύει ότι δεν είναι αρκετά καλός και αρνείται να ζητήσει βοήθεια. Την ίδια στιγμή είναι και πολύ τεμπέλης για να αναζητήσει την έξοδο.
Και πάνω από όλα, στο τέλος επανέρχεται πάντα στο ίδιο σημείο. Μένει εκεί, ακόμη. Στον δικό του λαβύρινθο του Πάνα. Στην αγάπη της Bari Vecchia και στο δαιδαλώδες μυαλό του. Εκεί όπου ήταν Πρωταθλητής και θα είναι πάντα. Ένα ακατέργαστο μαργαριτάρι που θα νικάει και θα νικιέται παντοτινά από το μελαγχολικό φίλτρο που έχει προσθέσει ο χρόνος!
«Το έχω σκεφτεί πολλές φορές. Δεν είναι τυχαίο ότι τα μεγαλύτερα ινδάλματά μου, ο Φέντερερ και ο Βαλεντίνο Ρόσι, βρίσκονται σε ατομικά αθλήματα. Έχω πρόβλημα με την ομαδικότητα, μάλλον. Εκείνοι, όπως κι εγώ, έχουν άπειρο ταλέντο. Εγώ έχω όμως λιγότερη δίψα για επιτυχία και δόξα. Εκείνοι λοιπόν κέρδισαν τα πάντα, ενώ εγώ απλώς ήθελα να είμαι ο εαυτός μου. Ένα παιδί που δεν θα μεγαλώσει ποτέ. Θέλω να είμαι ο Πίτερ Παν, για πάντα»…!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: