Ο εβραϊκής καταγωγής βιβλιοπώλης, Γκουίντο, πρέπει να βρει τον τρόπο της σχεδόν απίθανης επιβίωσης.
Έτσι, κόντρα στην κάθε καταφρόνια, κατήφεια και καταστροφή αυτού του κόσμου, θα εφεύρει το πιο όμορφο παιχνίδι φαντασίας που στήθηκε ποτέ.
Στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης υπαγορεύονται οι κατανοητοί αλλά δύσκολοι κανόνες και ο μικρός γιος του απλώς θα πρέπει να μην χάσει με τίποτα. Εάν ο Τζιοζέ κλάψει, παραπονεθεί, ζητήσει τη μαμά του ή αρχίζει να πεινάει, τότε χάνει. Πρέπει να μείνει κρυμμένος. Να μην τον καταλάβουν καν. Οι Γερμανοί φύλακες αποτελούν τους κακούς χαρακτήρες του παιχνιδιού και το βραβείο του νικητή είναι να μαζέψει 1.000 πόντους και τότε θα του εμφανιστεί ένα τανκ!
Κανείς ίσως να μην κατάλαβε ποτέ εάν τελικά «η ζωή» που περιέγραψε με αυτόν τον σκληρό και παράλληλα γλυκά αλληγορικό τρόπο η ερμηνεία/σκηνοθεσία του Ρομπέρτο Μπενίνι πραγματικά «είναι ωραία». Ωστόσο, κανείς επίσης δεν γίνεται να μην σκεφτεί πως το πόσο όμορφα θα αντιληφθούμε τη ζωή μας το ορίζουμε σε τεράστιο βαθμό εμείς οι ίδιοι και δεν εξαρτάται μονάχα από το βιωματικό υπόβαθρό μας.
Φωτιά και ατσάλι
Στον επαρχιακό δρόμο που συνδέει το μικρό χωριό Μόντριτσι με την πόλη Ζαντάρ υπήρχε κάποτε ένα όμορφο, δίπατο, ξύλινο-πέτρινο σπίτι. Χρόνια τώρα το μόνο που του έχει απομείνει είναι το μαυρισμένο καμένο πέτρινο κέλυφος. Μία γκροτέσκα μαρτυρία ότι ο πόλεμος πέρασε κάποτε από εκεί.
Κρυμμένα στις πτυχές του βουνού Βελεμπίτ, κάπως απομακρυσμένα από το υπόλοιπο χωριό, δέντρα φυτρώνουν τώρα μέσα σε αυτό το ερείπιο, όπου ο Λούκα Μόντριτς πέρασε την πρώιμη παιδική ηλικία του.
Και λίγο παραδίπλα μία πινακίδα που γράφει «Μείνετε μακριά» να συνεχίζει να προειδοποιεί πως ο κίνδυνος για νάρκες υπάρχει ακόμη…
Από τις 9 Σεπτεμβρίου του 1985, οπότε η Ραντόικα έδωσε το φως της γέννησης στον Λούκα, η ίδια μαζί με τον Στίπε διέσχιζαν καθημερινά με τα πόδια τα πέντε χλμ. έως τη φάμπρικα με τα υφαντά. Ο μικρός έμενε να μεγαλώνει με τον παππού σε εκείνο το σπίτι των αναμνήσεων. Ο Ζάτον τον έμαθε να φυλάει τα πρόβατα και άφηνε τον εξάχρονο ακόμα και μόνο του στο βουνό. Κι εκείνος μπορεί ανέκαθεν να ήταν μία σταλιά, αλλά η καρδιά και το θάρρος του περίσσευαν από τότε.
«Δεν μου αρέσει να μιλάω για εκείνες τις στιγμές. Όλα αυτά ανήκουν σε ένα πάρα πολύ μακρινό παρελθόν. Σε κάτι που ίσως να συνέβη, ίσως και να μην συνέβη ποτέ. Και μπορεί ένας πόλεμος να αφήνει σκληρά σημάδια, έκανε όμως την Κροατία και όλους τους Κροάτες ακόμα πιο δυνατούς. Γι’ αυτό μάθαμε να ονειρευόμαστε και να κοιτάζουμε μόνο προς το μέλλον», ήταν η μία και μοναδική αναφορά του στο περιστατικό και συνέβη παραμονή του Τελικού του Μουντιάλ με τη Γαλλία.
Η αλήθεια είναι όμως πως για τον Λούκα τα πάντα έχουν συμβεί.
Το πιστοποιεί πάντα η εικόνα του παππού. Είναι ο μπάρμπας Ζάτον νεκρός στην άκρη του δρόμου, πυροβολημένος από τους Σέρβους αυτονομιστές της Κράινα. Είναι ο ξεριζωμός από το σπίτι και η αναγκαστική μετοίκιση στο πουθενά. Ένα απρόσωπο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου που θα φιλοξενούσε για επτά χρόνια τα φτωχά όνειρα της οικογένειας. Είναι η αγωνία για το εάν θα επιστρέψει ζωντανός ο πατέρας που έφυγε να πολεμήσει για την ανεξαρτησία.
Το πάρκιν…
Το μεγάλο κτήριο στο Καλοβάρε είχε μετατραπεί σε προσφυγικό καταυλισμό. Τα πάντα ήταν στριμωγμένα. Ωστόσο, τριγύρω υπήρχε ένα μεγάλο πάρκιν. Κι εκείνος μπορούσε απλώς να είναι χαρούμενος με αυτό. Όπως θα πιστοποιούσε κι ο Ζίγκμουντ Φρόυντ, ο Λούκα τα κατάφερε χάρη στη μητέρα του. Υπήρξε το αδιαμφισβήτητα αγαπημένο παιδί της και αυτό τον έκανε να μπορεί να διατηρεί σε όλη του τη ζωή το αίσθημα θριάμβου, την πίστη στην επιτυχία, που συχνά οδηγεί πραγματικά σε αυτήν.
Φυσικά, δεν ήταν μόνο η καλή δουλειά της Ραντόικα.
Στο πάρκιν ξεδιπλώνονταν ολημερίς όλα τα ποδοσφαιρικά όνειρα. Οι ένοικοι χάζευαν με τις ώρες τον πιο μικροκαμωμένο να ντριμπλάρει ταυτόχρονα κατεστραμμένα αυτοκίνητα και απορημένους μεγαλύτερους αντιπάλους. Το παιχνίδι διέκοπταν κάθε τόσο οι σειρήνες και οι βόμβες που έπεφταν τριγύρω. Και έπειτα από λίγο η μπάλα κυλούσε και πάλι πάνω στο τσιμέντο και γύρω από τις λακκούβες που δημιούργησαν οι οβίδες. Σε μία πόλη που πέρασε δύο χρόνια χωρίς τακτικό ηλεκτρικό και ροή πόσιμου νερού, το παιχνίδι ήταν το μοναδικό μέσο ευτυχίας.
«Με τον Λούκα ήμασταν συνέχεια μαζί σε όλην αυτήν τη διαδρομή. Στα τέσσερα χρόνια του πολέμου (1991-1994) θυμάμαι ότι κάναμε προπόνηση και τρέχαμε πρώτοι στα καταφύγια. Αλλά και αυτό ακόμα μας έγινε μέρος του παιχνιδιού. Κάποια στιγμή παύεις να τρομάζεις και γίνεται η καθημερινότητά σου. Όλα τα παιδιά της ηλικίας μου μπόρεσαν να επιβιώσουν ψυχικά χάρη στο ποδόσφαιρο», αφηγήθηκε ο πρώτος κολλητός του, Μίριαν Μπουλάτ.
Και τους δύο τους τσέκαρε καθημερινά ο Ντόμαγκοϊ Μπάσιτς. Ο προπονητής στις ακαδημίες της Ζαντάρ είχε την οικογένειά του στο ξενοδοχείο και χάζευε με τις ώρες τον μπόμπιρα να κάνει πλάκα σε όλους. Για τα επόμενα δύο χρόνια θα τον έπαιρνε μαζί του σε ένα άλλο ξενοδοχείο και θα τον έριχνε στις ακαδημίες του club. Απαιτούταν όμως και ένα μικρό οικονομικό αντίτιμο. Θα το αναλάμβανε ως από μηχανής θεός ένας μακρινός θείος από το Σπλιτ.
«Ήταν τόσο φτωχός ο Λούκα, ώστε τους τρεις πρώτους μήνες έκανε προπόνηση φορώντας κάτι ξύλινες επικαλαμίδες που του είχε φτιάξει ο πατέρας του. Αυτό όμως δεν είχε καμία σημασία. Από την πρώτη στιγμή έγινε ο καλύτερος όλων», θυμάται ο αδελφός του Ντόμαγκοϊ, Τόμισλαβ Μπάσιτς, ο οποίος θα εξελισσόταν στον απόλυτο μέντορα του Μόντριτς. Οσο για το ίδιο το παιδί, μόλις είχε ανοίξει μπροστά του αυτή η μεγάλη πόρτα. Εκείνη που εμφανίζεται πάντα, σε όλους στην παιδική ηλικία και επιτρέπει στο μέλλον να εισχωρήσει…
Απόρριψη και εξιλέωση
Το 1999, στα 14 του, ο Μπάσιτς τον πήγε να δοκιμαστεί στη μεγάλη αγάπη του. Ο Λούκα λάτρευε δύο πράγματα, τη Χάιντουκ και τον Ζβόνιμιρ Μπόμπαν που μεσουρανούσε στη Μίλαν. Η εξόφθαλμη τεχνική του δεν ήταν αρκετή ώστε να τους πείσει. Η αιτιολόγηση της απόρριψης φάνηκε αυτονόητη. Το σώμα του είναι πολύ αδύναμο και δεν θα καταφέρει να σταθεί σε υψηλό επίπεδο. Ο μικρός δεν φαινόταν να έχει το potential για να γίνει επαγγελματίας. Η δεύτερη επιλογή ήταν οι ανταγωνιστές. Δύο χρόνια αργότερα στη Ντιναμό Ζάγκρεμπ τον λάτρεψαν με την πρώτη ματιά.
Το 2003 είχε φτάσει η στιγμή για να πάρει αγωνιστικό χρόνο. Ο δανεισμός του στη Ζρίνσκι του Μόσταρ θα τον σμίλευε σε μεγάλο βαθμό. Χρόνια αργότερα, καθώς μετακόμιζε στην Premier League και τον ρωτούσαν εάν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει δυναμικά, η γεμάτη αυτοπεποίθηση απάντησή του θα πήγαζε από εκείνη την πρώτη εμπειρία: «Δεν έχετε ιδέα τι με ρωτάτε. Κάποιος που έχει βιώσει τη σκληρότητα του βοσνιακού Πρωταθλήματος μπορεί να παίξει παντού»! Εκείνη η σεζόν ήταν αρκετή ώστε να αναδειχτεί κορυφαίος παίκτης της σεζόν στη Βοσνία και την επόμενη χρονιά να επιστρέψει στην Κροατία και πάλι με δανεισμό στην Ίντερ Ζάπρεσιτς. Την οδήγησε στη δεύτερη θέση και στα προκριματικά του Europa League.
Πλέον τα πάντα ήταν έτοιμα. Το 2005 επέστρεφε στη Ντιναμό, υπέγραφε 10ετές συμβόλαιο και ξεκινούσε το ταξίδι. Με το δίδυμο Εντουάρντο-Μάντζουκιτς μπροστά του, το μόνο που του έμενε ήταν να μοιράσει τέλεια το παιχνίδι. Εκείνο το διάστημα βρέθηκε να είναι ένας κανονικός playmaker και η ομάδα σάρωνε.
Τρία διαδοχικά Πρωταθλήματα, έξι συνολικά τίτλοι, συμμετοχή στο Champions League, MVP της σεζόν 2007-2008, με την Ντιναμό να παίρνει τον τίτλο με 28 βαθμούς διαφορά και τον Μόντριτς το περιβραχιόνιο σε ηλικία 22 ετών, έστρεψαν πάνω του το ενδιαφέρον όλου του καλού κόσμου.
Μπαρτσελόνα, Άρσεναλ, Τσέλσι τον άγγιξαν, αλλά η Τότεναμ ήταν που θα πλήρωνε τα 20 εκατ. ευρώ και θα τον καθιστούσε την πιο ακριβή μέχρι τότε αγορά της ιστορίας της.
London calling…
Η άφιξη του Χουάντε Ράμος στον πάγκο των «Spurs» πριμοδοτήθηκε με πολλές μεταγραφές. Ρόμπι Κιν, Ζερμέν Ντεφό, Ρόμαν Παβλιουτσένκο, Βέντραν Τσόρλουκα και Γουίλσον Παλάσιος μετοίκησαν στο Λονδίνο μαζί με τον Μόντριτς.
Μόνο που ο τελευταίος δυσκολευόταν πολύ. Υπήρχε ένα ξεκάθαρο πρόβλημα. Κάπου, κάπως δεν ταίριαζε και δεν καταλάβαινε κανείς πού θα έπρεπε να παίζει. Αρχικά κάποιοι μυϊκοί τραυματισμοί και εν συνεχεία η λανθασμένη επιμονή του Χουάντε Ράμος να τον βάζει δεύτερο επιθετικό πίσω από τον Ντεφό ή τον Παλάσιος έκαναν τον νεαρό Κροάτη να χάνεται στο γήπεδο.
«Αυτό που συμβαίνει με το ταλέντο του Λούκα, να παίζει σε κάθε θέση, είναι ευλογία και κατάρα», θα αναγνωρίσει ο συμπαίκτης του, Τομ Χάντλστοουν.
Η αλλαγή προπονητή και η άφιξη του Χάρι Ρέντναπ θα αλλάξει τα πάντα. Εκείνος είναι που θα τον επαναφέρει σε ρόλο 10αριού, όπως έπαιζε στη Ντιναμό, και μετέπειτα λίγο πιο πίσω, αφήνοντας την οργάνωση στον Ράφαελ Φαν Ντερ Φάαρτ. Πλέον ο Λούκα ήταν έτοιμος για την απογείωση. «Είναι ό,τι καλύτερο έχω δει. Στις προπονήσεις δουλεύει σαν διάβολος και στα ματς παίζει σαν άγγελος», ήταν η απόλυτη αποθέωση του προπονητή του.
Η σεζόν 2010-2011 θα τον βρει με τον τίτλο του παίκτη της χρονιάς για το club αλλά και με υπέροχες εμφανίσεις σε Αγγλία και Ευρώπη. Το επόμενο καλοκαίρι η Τσέλσι θα κάνει πρόταση 50 εκατ. ευρώ, αλλά τελικά η Τότεναμ θα προτιμήσει να πάρει τα 40 εκατ. της Ρεάλ Μαδρίτης, ώστε να μην τον στείλει στους μισητούς συμπολίτες. Πλέον το όνειρο βρισκόταν όλο στα πόδια του…
Η χειρότερη μεταγραφή
Όσο φανταστικός ποδοσφαιριστής κι αν είναι ο οποιοσδήποτε, η Ρεάλ αποτελεί πάντοτε την πλέον ξεχωριστή περίπτωση. Μιλάμε για οπαδούς και Τύπο που έχουν κράξει τους πάντες, εκτός του Αλφρέδο Ντι Στέφανο και του Ραούλ. Όλοι οι άλλοι έχουν δεχτεί τρομερά σκληρή κριτική.
Κάπως έτσι, αν και ο Λούκα ξεκίνησε με κόρνερ-ασίστ στον Σέρχιο Ράμος για την κατάκτηση του Super Cup κόντρα στην Μπαρτσελόνα, στο φινάλε της περιόδου βρήκε την εφημερίδα «Marca» να τον ανακηρύσσει τη χειρότερη μεταγραφή της σεζόν και μία εκ των πιο λανθασμένων της δεκαετίας.
Ο Ζοσέ Μουρίνιο έσπευσε να τους εξηγήσει το λάθος τους, «Δώστε του λίγο χρόνο. Έχει μοναδικά χαρακτηριστικά και σύντομα θα τον λατρέψετε όπως τον λατρεύω εγώ»!
Η αλήθεια ήταν όμως πως πρωτίστως το λάθος το έκανε ο ίδιος ο «Special One». Ο Μόντριτς βρέθηκε στη Μαδρίτη να αντιμετωπίζει ακριβώς το ίδιο πρόβλημα που είχε και στην αρχή του στην Τότεναμ, δεν έπαιζε στην πιο αποδοτική του θέση. Στο 4-2-3-1 του Ζοσέ ήταν ο παρτενέρ του Τσάμπι Αλόνσο. Μόνο που αυτοί οι δύο deep-lying δημιουργοί είχαν κοινά χαρακτηριστικά και αυτό εμφάνιζε ένα πρόβλημα. όταν ο Τσάμπι Αλόνσο ανέβαινε, ο Λούκα εγκλωβιζόταν ως καθαρός αμυντικός χαφ. Όταν συνέβαινε το αντίθετο, ο πιο αργός Βάσκος δεν μπορούσε να καλύψει το κενό.
Το «χριστουγεννιάτικο δέντρο» και τα δώρα
Η κατάσταση θα άλλαζε υπέρ του Μόντριτς με την έλευση του Κάρλο Αντσελότι. Απόφοιτος της σχολής του Κοβερτσιάνο, ο Καρλέτο επέβαλε το αγαπημένο του «χριστουγεννιάτικο δέντρο». Σε αυτό το 4-3-2-1 ο Κροάτης βρέθηκε ακριβώς εκεί όπου ονειρευόταν. Με τον οπισθοχωρημένο Άνχελ Ντι Μαρία να εναλλάσσεται μαζί του, ο Λούκα απέκτησε χώρο να ξεδιπλωθεί επιθετικά και δημιουργικά, δίχως να αμελεί ποτέ τα ανασταλτικά καθήκοντά του. Κάπως έτσι κάλυπτε στα πλάγια δεξιά τις επελάσεις των Γκάρεθ Μπέιλ και Χάμες Ροδρίγκες, αλλά αποκτούσε και κάθετη πρόσβαση για να διαρρήξει με κάποια επέλαση την αντίπαλη άμυνα.
Το τέλος του 2013-2014 θα τον βρει με δικό του κόρνερ-ασίστ στον Σέρχιο Ράμος να ισοφαρίζει στις καθυστερήσεις του Τελικού του Champions League και τελικά την 10η κούπα στη Μαδρίτη. Τα πάντα πλέον είχαν πάρει τον δρόμο τους.
Ο περαστικός Ράφα Μπενίτεθ και μετέπειτα ο μαγικός Ζινεντίν Ζιντάν όχι μόνο δεν θα τον έπαιρναν ποτέ ξανά από τη θέση του αλλά ο «Ζιζού» θα έστηνε πάνω τη μαγική τριάδα του κέντρου, μία από τις κορυφαίες στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Η απόκτηση του Τόνι Κρόος και η τοποθέτηση του Καζεμίρο λίγο πίσω τους χάρισαν στον Μόντριτς τις συνεργασίες και την ασφάλεια που χρειαζόταν ώστε να γίνει ακόμα πιο ουσιαστικός κι επιθετικός.
Με αυτή τη βάση στη μεσαία γραμμή τους οι Μαδριλένοι θα γιγάντωναν ακόμα περισσότερο τον μύθο τους με τις τρεις διαδοχικές κατακτήσεις της «Κούπας με τα μεγάλα αφτιά» (2016-2018), φτάνοντας προσωπικά, μαζί με αυτή του 2021, τα πέντε τρόπαια στον θεσμό (σε όλες αυτές τις σεζόν στην All Star 11άδα της UEFA).
Σε αυτό το διάστημα θα ανέλθει τους 21 τίτλους, έχοντας τόσο κομβικό ρόλο στην ομάδα, μερικές φορές μεγαλύτερο κι από εκείνον του Κριστιάνο Ρονάλντο, του Σέρχιο Ράμος ή μετέπειτα του Καρίμ Μπενζεμά. «Με ρωτάνε συχνά εάν ο Λούκα είναι καλύτερος από τον Πίρλο. Ο Αντρέα ήταν ξεχωριστός, αλλά είχε συγκεκριμένη θέση. Ο Λούκα μπορεί να κάνει πιο πολυσύνθετα πράγματα στο γήπεδο», ήταν η αποθέωση του Αντσελότι προς το πουλέν του. Ουσιαστικά ο Καρλέτο αναγνώρισε πιο ένθερμα ό,τι και ο υπόλοιπος ποδοσφαιρικός κόσμος, που θα τον έστελνε στην κορυφή του σύμπαντος.
Το χρυσό τέλος της διαρχίας
Από το 2007 και την βράβευση του Κακά, όλες οι Χρυσές Μπάλες κατέληγαν με εναλλαγές στους Λιονέλ Μέσι, Κριστιάνο Ρονάλντο. Ο Μόντριτς φρόντισε να βάλει τέλος σε αυτή τη διαρχία και αυτό από μόνο του είναι ένα τεράστιο επίτευγμα.
Το μαγικό 2017-2018 η κατάκτηση του Champions League αλλά κυρίως όσα έκανε το καλοκαίρι στη Ρωσία τον τοποθέτησαν για πάντα στο Πάνθεον των κορυφαίων που έτρεξαν ποτέ στις μεσαίες γραμμές του παιχνιδιού.
Στο Μουντιάλ ξεκίνησε με τη βολίδα στον διασυρμό της Αργεντινής (3-0) και δεν σταμάτησε να μοιράζει, να τρέχει, να κάνει τάκλιν (κάτι σπάνιο για εκείνον) και να καθοδηγεί με μαεστρία τους συμπαίκτες του.
Στον Τελικό εκείνη η Γαλλία ήταν αξεπέραστος αντίπαλος. Για τους Κροάτες όμως είχε ούτως ή άλλως συντελεστεί η υπέρβαση. Μία υπέρβαση που έστησε αρχικά εκείνος και τον ακολούθησαν άπαντες.
Άλλωστε, εάν ο ίδιος ως αρχηγός δεν είχε γκρινιάξει ανοικτά στα προκριματικά του Μουντιάλ ώστε να απολυθεί ο εκλέκτορας, Αντρέ Κάτσιτς, τίποτα όμορφο δεν θα είχε συμβεί. Ο Ζλάτκο Ντάλιτς, ο οποίος τον αντικατέστησε, φημολογείται ότι υπήρξε δική του πρόταση προς την Ομοσπονδία, κάτι που φυσικά ο ίδιος διέψευσε. Ούτε η ήττα στον Τελικό στάθηκε εμπόδιο στη βράβευσή του ως MVP του Παγκόσμιου Κυπέλλου, κάτι που επίσης του έχει συμβεί στο Μουντιάλ Συλλόγων δύο φορές (Χρυσή μπάλα το 2017, Ασημένια το 2016).
«Mezzala», η ιταλική αργκό που τον περιγράφει
Το πρώτο κοντρόλ και η άμεση περιστροφή γύρω από τον άξονά του. Ένας άξονας που δημιουργεί μία βαρύτητα στον χώρο. Είναι λες και δεν μπορεί να τον πλησιάσει κανείς και να του την κλέψει. Λες και αυτός ο άξονας περικλείει ένα αόρατο μαγνητικό πεδίο. Στην Κροατία ακόμη το πιστεύουν. Πως όλη αυτή η αέρινη κίνηση και η ευκολία στις εναλλαγές κατευθύνσεων, η μισή στροφή που του απελευθερώνει χώρο και του δίνει χρόνο, οφείλονται ακριβώς στην εποχή που ντρίμπλαρε τα αυτοκίνητα στο πάρκιν του ξενοδοχείου.
Η ευχή και κατάρα του να είναι πολυθεσίτης τελικά του βγήκε σε καλό. Ο Μόντριτς δεν γίνεται να μπει σε καλούπι. Δεν μπορείς να εκφράσεις ή να περιγράψεις με ακρίβεια το τι ακριβώς κάνει στο γήπεδο. Είναι τόσα πολλά και άλλα τόσα που δεν μπορεί να αντιληφθεί ένα απαίδευτο μάτι. Κεντρικός μέσος, playmaker, deep-lying playmaker, box-to-box ή όπως αλλιώς θέλει να τον αποκαλέσει κάποιος.
Πιο ωραία θα μπορούσαν να τον κατονομάσουν οι παλιοί ποδοσφαιρικοί Ιταλοί. Στην προπολεμική εποχή κιόλας μία ποδοσφαιρική αργκό στη χώρα είχε μιλήσει για τον «Mezzala». Με αυτόν τον όρο περιγράφεται ο πολυσύνθετος μέσος, με κάπως πιο επιθετικό προσανατολισμό, ο οποίος μπορεί να κινηθεί και στα πλάγια αλλά και να πατήσει στην αντίπαλη περιοχή.
Τον έχουν συγκρίνει με τους Πίρλο, Τσάβι, Σκόουλς, αλλά εκείνος δεν είναι το ίδιο. Ο Μόντριτς πιο απλά θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας χορευτής. Κάποιος που έχει τον ρυθμό μέσα του, στο κορμί και το μυαλό. Ο τρόπος που κατευθύνει τις αντεπιθέσεις, που θα ντριμπλάρει και θα κινηθεί στους μικρούς χώρους, που θα χτυπήσει την μπάλα με αυτό το μαγικό εξωτερικό φαλτσάκι, που θα χτίσει την ασφάλεια στη δική του πλευρά και την ανασφάλεια στους αντιπάλους, θα μπορούσε να του αποδώσει δικτατορικές συμπεριφορές στο χορτάρι.
Και το φοβερό είναι πως, καθώς μεγαλώνει, γίνεται ακόμα καλύτερος, αξιοποιεί πιο ιδανικά τους συμπαίκτες του και κάνει και τους γύρω του να τον ακολουθούν σε κάθε τέτοια υπέρβαση.
«Υπήρξαμε αρκετοί που θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήμασταν οι καλύτεροι που παίξαμε το παιχνίδι γι’ αυτή τη χώρα. Ωστόσο, όποιον δεν παραδεχτεί ότι ο Μόντριτς μάς έχει ξεπεράσει όλους, θα τον αποκαλούσα αλαζόνα και εγωιστή», ήταν η παραδοχή όχι οποιουδήποτε αλλά του θρυλικού μάγου, Ρόμπερτ Προσινέτσκι, και η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν βγήκε να τον διαψεύσει. Πώς θα μπορούσε άλλωστε;
Η μοναδική μουτζούρα
Εκτός από τη Μαδρίτη, εννοείται ότι τον λατρεύουν οι συμπατριώτες του. Μόνο που η σχέση του μαζί τους φάνηκε να κλονίζεται ελάχιστα πριν το Μουντιάλ του 2018.
Η μοναδική λακκούβα στην υστεροφημία του δημιουργήθηκε, όταν εκείνος κλήθηκε ως μάρτυρας σε υπόθεση φοροδιαφυγής. Κατηγορούμενος ήταν ο πρώην ιδιοκτήτης της Ντιναμό Ζάγκρεμπ. Ο διαβόητος Ζντράβκο Μάμιτς κατηγορήθηκε ότι απέκρυψε τεράστια ποσά από το κράτος κυρίως μέσω μεταγραφών (όπως συνέβη και με την πώληση του Λούκα στην Τότεναμ) αλλά και τα ποσά στα συμβόλαια που υπέγραφε.
Ο Μόντριτς τον στήριξε, αλλά στο δικαστήριο αποκαλύφθηκε πως είπε ψέματα. «Ήρθα εδώ για να πω την αλήθεια και η συνείδησή μου είναι καθαρή», δήλωσε. Ωστόσο, στο φινάλε της δίκης βρέθηκε να κινδυνεύει και ο ίδιος με ποινή φυλάκισης για ψευδομαρτυρία.
Η στάση του κατακρίθηκε έντονα στη χώρα, αν και στο φινάλε αποσύρθηκαν οι βασικές κατηγορίες και κλήθηκε να πληρώσει μόνο κάποιο πρόστιμο στην εφορία. Τρεις μήνες αργότερα θα οδηγούσε την Εθνική στον Τελικό με τη Γαλλία και κανείς δεν θα θυμόταν ξανά εκείνη τη δίκη.
Αντί υπόκλισης…
Όταν η Ακαδημία Κινηματογράφου προσκάλεσε τον Τσάρλι Τσάπλιν στο Χόλυγουντ για να του παραδώσει το τιμητικό βραβείο της για την εκπληκτική προσφορά του στην Έβδομη Τέχνη, εκείνος φρόντισε να δώσει ακόμα μία παράσταση. Απόλυτα συγκινημένος στον λόγο, προσέφερε ένα μάθημα ύπαρξης: «Η ζωή σε περιγελά, όταν είσαι δυστυχισμένος. Η ζωή σού χαμογελά, όταν είσαι ευτυχισμένος. Αλλά η ζωή σού υποκλίνεται, όταν κάνεις άλλους ευτυχισμένους». Άπαντες σηκώθηκαν και του χάρισαν ένα έντονο ovation για 12 λεπτά.
Ο Λούκα Μόντριτς, χωρίς να το γνωρίζει, ακολούθησε πιστά το ίδιο ακριβώς δόγμα του Σαρλό. Άφησε ξοπίσω του τη δυστυχία που βίωσε, έγινε ευτυχισμένος μέσα από την μπάλα υπό οποιανδήποτε συνθήκη και με την αγωνιστική μαγεία του έκανε όλους δίπλα του να χαμογελάνε.
Για εκείνον, η ζωή υπήρξε πάντοτε εκείνο το παιχνίδι που ο Γκουίντο έμαθε στον Τζιοζέ. Και μάλιστα κατάφερε να μαζέψει όλους τους πόντους, να βρει το δικό του τανκ που τον οδήγησε στο άπειρο.
Που του δίδαξε και που μας διδάσκει πως τελικά η ζωή είναι ωραία…
Πως ποτέ δεν είναι αργά για να έχεις μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία…
CHECK IT OUT: EURO 2020 Face Control: Λούκα Μόντριτς
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Μάριο Μάντζουκιτς: Ατενίζοντας το «Μπλε Πεδίο»
Ρόμπερτ Προσινέτσκι: Στο άδειο μου πακέτο