Στα 23 μου πήγα στη Λάρισα, ήταν αποτέλεσμα συγκυριών και γεγονότων.
Το 1979-1980 αγωνιζόμουν στην Αναγέννηση Καρδίτσας, η οποία έπαιζε Β’ Εθνική, όπως και η Λάρισα, και τότε η ΕΠΟ διοργάνωνε τα Κλιμάκια Βορείου Ελλάδος, Νοτίου Ελλάδος κτλ.
Οι προπονήσεις γίνονταν στο Αλκαζάρ. Πήγαινα λοιπόν εκεί από την Καρδίτσα και έτυχε να έρθω πολύ κοντά με δύο παιδιά, τον Κουκουλίτσιο και τον Μουσιάρη, που έρχονταν τότε σε υποχρεώσεις της Εθνικής ομάδας. δυστυχώς, έφυγαν από τη ζωή, σε τροχαίο.
Μπαίνοντας στο Αλκαζάρ, αισθανόμουν μια ανατριχίλα, μια ποδοσφαιρική ανατριχίλα. Ήταν κάτι ανεξήγητο και προσπαθώ να εξηγήσω το γιατί.
Η Λάρισα είχε κάνει ένα βήμα παραπάνω από τις άλλες επαρχιακές ομάδες, από τα Τρίκαλα, τον Βόλο, την Καρδίτσα, είχε πάει Α’ Εθνική, ο κόσμος της, το Αλκαζάρ, όλα αυτά ήταν τα στοιχεία που σε προκαλούσαν να κάνεις όνειρα…
Εκείνο το καλοκαίρι λοιπόν ο Γιάτσεκ Γκμοχ αποφάσισε να με πάρει στην ομάδα, με δική του προτροπή με πήραν στη Λάρισα.
Πώς έγινε αυτό; Μέσω Ριζούπολης, όπου έκανε κάποιες δοκιμές ο Απόλλων Αθηνών.
Εγώ στην Καρδίτσα είχα προπονητή τον αείμνηστο Σωτήρη Καρποδίνη, έναν καταπληκτικό προπονητή και δάσκαλο, ο οποίος είχε πολύ καλές σχέσεις με τον Αλαμάνο και τον Μαρτίκο, τον Γενικό Αρχηγό, και είπε τότε ότι στην Καρδίτσα υπάρχει ένας ποδοσφαιριστής που παίζει στην Εθνική Νέων, ο Τσιώλης.
Μου έκαναν πρόσκληση και πήγα για μια εβδομάδα στην Αθήνα και προπονούμουν στον Απόλλωνα.
Ο Γιάτσεκ Γκμοχ, φεύγοντας από τα Γιάννενα, την πρώτη του ομάδα στην Ελλάδα, πέρασε για δυο-τρεις μήνες, προς το τέλος της σεζόν, από τον Απόλλωνα Αθηνών, αλλά είχε ήδη κλείσει για τη νέα περίοδο στη Λάρισα.
Όταν με τσέκαρε στον Απόλλωνα, με απέρριψε από εκεί, πράγμα που με εξόργισε εκείνο το βράδυ. Ήταν ένας εφιάλτης, πήρα το τρένο να γυρίσω πίσω στην Καρδίτσα. Και την άλλη μέρα στο σπίτι μου στην Καρδίτσα μίλησε με τον πατέρα μου.
Εν συνεχεία ήρθε η Λάρισα, έγιναν οι διαπραγματεύσεις και τότε έγινε ίσως η ακριβότερη μεταγραφή στη Β’ Εθνική, με 1.800.000 δραχμές, ρεκόρ για παίκτη της κατηγορίας!
Ακόμη δεν είχε ανακοινωθεί ότι ο Γκμοχ θα αναλάβει τη Λάρισα κι εγώ έβλεπα την ΑΕΛ μπροστά μου σαν όραμα, ήταν μια οργανωμένη ομάδα, η οποία μάλιστα προερχόταν και από έναν Τελικό Κυπέλλου Ελλάδος το 1981.
Τον έζησα το 1982-1983, μετά έφυγε και τον είχα ξανά για δύο χρόνια, 1986-1988, όταν και πήραμε και το Πρωτάθλημα Ελλάδας.
Ο Γκμοχ ήταν ένας καταπληκτικός άνθρωπος, δίκαιος σε αυτούς που δούλευαν, δεν υπήρχε περίπτωση να σε αδικήσει ποτέ, ήταν πολύ σκληρός, αυτό που έκανε όλη η ομάδα έπρεπε να το κάνει ακόμα και ο Μάικ Γαλάκος στον Παναθηναϊκό.
Είχε τρομερή πειθαρχία, ποτέ δεν καθόταν πίσω από τα ονόματα, αλλά βασιζόταν στη δουλειά του, ήταν ένας προπονητής και ένας άνθρωπος που σήμερα δύσκολα βλέπουμε στο ποδόσφαιρο.
Ήταν αξιοκρατικότατος κι εκείνη η αξιοκρατία με έκανε να σπάσω το κατεστημένο στη Λάρισα, καθώς η ομάδα είχε μόνο Λαρισαίους ποδοσφαιριστές.
Μια μεγάλη οικογένεια
Τότε στη Λάρισα υπήρχε το σύστημα της οκταετίας. Πήγαινες σε μια ομάδα και δεν έφευγες με τίποτα.
Ο Πρόεδρος δεν είχε ανάγκη να πουλήσει, να κάνει οτιδήποτε, αν και υπήρχαν προτάσεις. Ήταν ο Καντώνιας και δεν είχε θέματα οικονομικά, ώστε να ασχοληθεί με προτάσεις που του γίνονταν για μεταγραφές παικτών του σε άλλες ομάδες.
Την ομάδα την είχε πάρει για να εκπληρώσει την επιθυμία του αείμνηστου αδερφού του, Αντώνη Καντώνια, που έκανε την ομάδα της Λάρισας ΑΕΛ, και η επιθυμία του, όταν έφευγε από τη ζωή, χτυπημένος από τον καρκίνο, ήταν να οδηγηθεί η ομάδα στην Ευρώπη.
Η Λάρισα έλαμψε για περίπου μια δεκαετία λόγω συγκυριών αλλά και χάρη στη χημεία των παιδιών.
Ο Γκμοχ τότε έβαλε 10 ποδοσφαιριστές, τον Μητσιμπόνα, τον Ζιώγα, τον Κολομητρούση, τον Βουτυρίτσα, εμένα κ.ά. και μπόρεσε να σταθεροποιήσει μια “βάση”, η οποία έμεινε ίδια για οκτώ χρόνια, δεν άλλαξε κανένας, με αποτέλεσμα αυτή η χημεία να μας βοηθήσει.
Ο αείμνηστος ο Μητσιμπόνας ήταν αυτός που πέτυχε το γκολ στο Αλκαζάρ με αντίπαλο τον Ηρακλή και πήραμε το Πρωτάθλημα. Είχα κι εγώ δοκάρι πέντε λεπτά πριν το γκολ ορόσημο.
Θυμάμαι, την άλλη μέρα φεύγαμε με την Εθνική ομάδα για Αμερική.
Μιλάμε τώρα για έναν Ηρακλή με Χατζηπαναγή, με μορφές, γινόταν χαμός στο Αλκαζάρ.
Υπήρξαν πολύ σημαντικοί παίκτες στις θέσεις τους, ώστε να μπορέσει η ομάδα να φτάσει εκεί όπου έφτασε τη δεκαετία του 1980, ο Γιώργος Πλίτσης, ο Θεολόγης Παπαδόπουλος, σπουδαίος γκολκίπερ.
Η Εθνική τότε ήταν η ομάδα της Λάρισας, είχε οχτώ διεθνείς στην Εθνική Ελλάδος και μιλάμε για επαρχιακή ομάδα!
Βέβαια, ίσως ο κορυφαίος παίκτης που είχαμε ήταν ο Βασίλης Καραπιάλης, ο οποίος είχε έρθει το 1986-1987. Παίξαμε τρία τέσσερα χρόνια μαζί, ήταν πραγματικά “το” ταλέντο, ένας απίστευτος ποδοσφαιριστής.
Τεράστιο ταλέντο επίσης ήταν και ο Δημήτρης Μουσιάρης, ο Κούδας σε βελτιωμένη έκδοση, κρίμα που έφυγε τόσο νωρίς από τη ζωή.
Και ο Κολομητρούσης, ο οποίος πέρασε μετά στον Άρη, ήταν να κάνει μεγάλη καριέρα και στην Εθνική, αλλά είχε έναν σοβαρό τραυματισμό, κνήμη-περόνη, και όλο αυτό τον πήγε πίσω.
Ο Καραπιάλης ήταν μια ποδοσφαιρική ιδιοφυΐα με την μπάλα στα πόδια, το 1986 που ήρθε στην ομάδα σπάνια τον χρησιμοποιούσε, αλλά στην προπόνηση και στο παιχνίδι, όποτε πήγαινε η μπάλα στα πόδια του, ησυχάζαμε όλοι. Το 1987-1988 όλοι μας δουλέψαμε βέβαια πολύ, με πολλές συμμετοχές, και πήραμε το Πρωτάθλημα, αλλά εκείνος αποτέλεσε τον σημαντικότερο ποδοσφαιριστή, το κερασάκι στην τούρτα.
Όταν είχαν ρωτήσει τον Σενέκοβιτς, τον προπονητή της ΑΕΚ, γιατί πήρε η Λάρισα Πρωτάθλημα και όχι η ΑΕΚ, με παίκτες όπως ο Θωμάς Μαύρος, ή ο Παναθηναϊκός, με ποδοσφαιριστές όπως ο Λαλίνγκ, ένας καταπληκτικός Ολλανδός, μου απαντάει: «Σε μια έρευνα που έκανα κατά έναν τρόπο, στις 22:00 ήταν όλοι μαζί μαζεμένοι σε σπίτι ενός ποδοσφαιριστή και έτρωγαν, Παρασκευή όλοι μαζί, Σάββατο όλοι μαζί, και εγώ έψαχνα να βρω τον Δημήτρη Πίττα σε δέκα μαγαζιά της Πατησίων μετά 03:00 τα ξημερώματα! Πώς να μην πάρει η Λάρισα το Πρωτάθλημα;».
Εγώ όμως θα το πω αλλιώς.
Κάθε Πέμπτη είχαμε ρεπό, συναντιόμασταν η ίδια ομάδα και πηγαίναμε και παίζαμε μπάσκετ, για εμάς τους ίδιους, τόσο δεμένοι ήμασταν.
Μια χαρακτηριστική απόδειξη αυτού. Κάποια στιγμή πραγματοποιήθηκε ένα παιχνίδι παλαιμάχων, στην μνήμη των παιδιών που έχουν αγωνιστεί στη Λάρισα και έχουν φύγει από τη ζωή. Ήταν εκεί ο ΠΑΟΚ και ο Άρης. Στο πρώτο παιχνίδι παίζαμε με τον ΠΑΟΚ. Εκτελώ το φάουλ και λέει ο Αλαβάντας που ήξερε «προσέξτε την κίνηση του Βαλαώρα», γιατί εμείς βάζαμε συνέχεια γκολ με μια κίνηση, ο Γιάννης έφευγε από το δεύτερο δοκάρι, πήγαινε στο πρώτο, εγώ σερβίριζα την μπάλα κι έμπαινε γκολ. Και κάναμε ακριβώς την ίδια κομπίνα!
Όταν επίσης είχαν ρωτήσει τον Γκμοχ τι ήταν αυτό που χαρακτήριζε την ΑΕΛ τότε και πήρε το Πρωτάθλημα, απάντησε: «Θα πάμε σήμερα, θα βάλουμε την 11άδα στο γήπεδο, θα βάλουμε φωσφορούχες τις γραμμές της μεγάλης περιοχής, του κέντρου κτλ και επίσης θα φωσφορίσουμε και την μπάλα. Και θα παίξει η ομάδα μου. Σε κάποιο σημείο θα σφυρίξετε και θα σταματήσετε την μπάλα. Θα σας δώσω σε ένα χαρτί πού είναι ο Τσιώλης, πού είναι ο Βαλαώρας, πού είναι ο Γκαλίτσιος, πού είναι ο Βουτυρίτσας, θα ανάψετε τους προβολείς και θα δείτε ότι οι παίκτες μου ανάλογα με την μπάλα είναι εκεί».
Αγωνιστική πειθαρχία! Δεν είχαμε τρομερή τακτική τότε, αλλά είχαμε αγωνιστική πειθαρχία στο σύστημα.
Πώς γινόταν αυτό; Αξιολογώντας ο προπονητής ότι εγώ έπρεπε να παίξω “οχτάρι”, μου έδινε μάνι μάνι κατά ένα 80% τη δυνατότητα να παίξω στη φυσική μου θέση, να αξιοποιήσω το χάρισμα που μου έδωσε ο Θεός. Οι προπονητές εκείνην την εποχή ήταν καλοί στην αξιολόγηση, στο πού έπρεπε να παίξεις.
Επί οχτώ χρόνια εγώ ήξερα πού ήθελε την μπάλα ο Βαλαώρας, την ήθελε “στα πόδια”, ή ο Αντάμτσικ, ένας Πολωνός που πήραμε το 1983-1984 και ήταν πρωταγωνιστής του Κυπέλλου Ελλάδος, την ήθελε “στον χώρο”. Άρα λοιπόν, με την πάροδο του χρόνου και μέσα από την τριβή της προπόνησης, ήξερα πού έπρεπε να δώσω την μπάλα με κλειστά μάτια.
Αλλά φυσικά φοβερός ήταν ο συνδυασμός της χημεία μας με τη συγκυρία τόσο πολλά παιδιά με τόσα πλεονεκτήματα να είμαστε μαζί στην ίδια ομάδα εκείνη τη δεκαετία.
Τσίγκοφ, Μπλιώνας και “PlayStation”
Στην πολύκροτη υπόθεση «Τσίγκοφ», ήμουν στην Πολωνία με την Εθνική, είχαμε φύγει τη Δευτέρα το πρωί μετά τον αγώνα με τον Παναθηναϊκό και πήγαμε στη Βαρσοβία να παίξουμε. Δεν γνώριζα τι έγινε, εξάλλου όλη αυτή η ιστορία είχε δημοσιοποιηθεί Τρίτη.
Όταν γύρισα λοιπόν, στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης με περίμενε ένας ταξιτζής για να με πάει στη Λάρισα και με ρωτάει «Σάκη, από πού θα περάσουμε για να πάμε στην πόλη;». «Τι; Γίνονται απεργίες; Κάνουν κάτι οι αγρότες;» τον ρωτάω με τη σειρά μου και μου εξηγεί τι έχει γίνει και ότι τα Τέμπη είναι κλειστά.
Δεν ένιωσα απλώς θυμό, ένιωσα τόσο μεγάλη αδικία, δεν ήξερα αν θα συνέχιζα το ποδόσφαιρο την άλλη μέρα, μετά από αυτό που ζούσαμε με το Πρωτάθλημα. Όπως είχε πει τότε και ο αείμνηστος Πρωθυπουργός, Ανδρέας Παπανδρέου, «Αυτή η ομάδα ό,τι κέρδισε το κέρδισε στο γήπεδο. Δεν της χαρίζουμε τίποτα, παίρνει τους δικούς της βαθμούς».
Μιλάμε για έναν παίκτη ξένο, όχι ότι έχει καμιά σημασία, που έπαιξε ένα λεπτό, στο 89′, ενώ είχε ήδη διαμορφωθεί το αποτέλεσμα, το 3-1, επί του Παναθηναϊκού, και από τον οποίον ζήτησε να δώσει δείγμα κατ΄εξαίρεση ο Μπόνεφ. Αν θυμάμαι καλά, ήταν να περάσουμε ο Μητσιμπόνας κι εγώ, ανώ από την άλλη πλευρά ήταν ο Μπατσινίλας με τον Βλάχο.
Δεν τον ξαναείδαμε τον Τσίγκοφ, εξαφανίστηκε μετά το παιχνίδι…
Βέβαια, ό,τι και να γινόταν, θα δικαιωνόταν η Λάρισα (αναφέρεται πού και πού η κατάκτηση του Πρωταθλήματος ως ρετσινιά), γιατί υπήρχε το δεδικασμένο με την περίπτωση του Ίσις του ΟΦΗ, ο οποίος είχε κάνει χρήση και τιμωρήθηκε ο ίδιος, όχι η ομάδα.
Από πέντε ντοπαρισμένους ποδοσφαιριστές και πάνω, κάνοντας έλεγχο και στην προπόνηση, θα είχε επιπτώσεις η οποιαδήποτε ομάδα.
Εάν αυτή η τιμωρία μάς επιβαλλόταν τελικά, δεν ξέρω αν θα μπορούσαμε να έχουμε την ψυχολογία να στηρίξουμε μέχρι το τέλος την ομάδα. Θα κατρακυλάγαμε.
Και ενδεχομένως κανείς δεν θα θυμόταν ότι υπήρξε μια αδικία, γιατί κανείς δεν θα περίμενε στα μέσα του δεύτερου γύρου ότι η Λάρισα θα μπορούσε να πάρει και το Πρωτάθλημα.
Εμείς το πιστεύαμε, αλλά μετά τον Ολυμπιακό του Κοσκωτά και το 2-2 ταρακουνήθηκαν όλοι, κατάλαβαν ότι τα πράγματα είναι ζόρικα με την ΑΕΛ. Αν τότε αυτή η ποινή είχε ισχύσει, ίσως να μην βρίσκαμε τη δύναμη και το κουράγιο να συνεχίσουμε.
Χαραγμένη στην μνήμη μου και η τραγωδία με τον Χαράλαμπο Μπλιώνα. Ο άτυχος άνθρωπος βρισκόταν σε θύρα χωρίς φιλάθλους, ήταν μόνος του.
Εμείς κάναμε ζέσταμα, από την πλευρά του ΠΑΟΚ έφυγε αυτή η φωτοβολίδα, χτύπησε απέναντι στο κάγκελο, εξοστρακίστηκε και καρφώθηκε στον άνθρωπο. Είδα τις φωτοβολίδες, είδα και τον τραυματισμό.
Μαζεύονται και τον φέρνουν μέσα από το γήπεδο στη φυσούνα, πήγαμε όλοι και είδα να καίγεται ο λαιμός του.
Ο διαιτητής φωνάζει μέσα τους αρχηγούς και μας ρωτάει τι κάνουμε με το παιχνίδι. Με τον Κυριάκο Αλεξανδρίδη του ΠΑΟΚ ήμασταν υπέρ της διεξαγωγής του παιχνιδιού, μετά το τραγικό περιστατικό.
Τότε επιτρεπόταν να παρακολουθούν φίλαθλοι και από τις δύο ομάδες. Ήταν ήδη 4.000 ΠΑΟΚτσήδες στο γήπεδο, 17.000 Λαρισαίοι και άλλοι 10.000 μέσα στο δάσος, γεμάτο το γήπεδο και άλλοι τόσοι στο δάσος, γύρω-γύρω έκσταση, έκσταση! Πήραμε την απόφαση, γιατί, αν δεν γινόταν το παιχνίδι, θα χυνόταν πολύ αίμα.
Αποφασίσαμε να εστιάσουμε στο ματς.
Στο αγωνιστικό κομμάτι, η Λάρισα κέρδισε 2-1 σε ένα συγκλονιστικό παιχνίδι, έχω κρατήσει και την μπάλα από τότε.
Ο συγχωρεμένος έφυγε για το νοσοκομείο και μια ώρα μετά δυστυχώς επιβεβαιώθηκε ο θάνατός του.
Για πολλά χρόνια η ομάδα έπαιζε “PlayStation”.
Το 1985 ήταν η τρίτη συμμετοχή της ομάδας στον Τελικό Κυπέλλου Ελλάδος, είχαμε χάσει στις δύο προηγούμενες και είπαμε «τρίτη και φαρμακερή»! Αλλά την πιστεύαμε ακόμα περισσότερο.
Ήταν λίγο άδικο, γιατί τις προηγούμενες φορές παίζαμε με τον Παναθηναϊκό στο Ολυμπιακό στάδιο, το 1984 ο Παναθηναϊκός είχε 45-50.000 κόσμο και εμείς από τη Λάρισα είχαμε 5.000.
Στον Τελικό με τον ΠΑΟΚ είχαμε 18-20.000 εισιτήρια και άλλα τόσα ο αντίπαλος, είχαμε μοιραστεί κατά κάποιον τρόπο, ήταν λοιπόν σαν να παίζουμε σε ουδέτερο γήπεδο.
Τότε ο ΠΑΟΚ είχε πάρει και μαθηματικά το Πρωτάθλημα Ελλάδος, με τον Βάλτερ Σκότσικ, δηλαδή τον προπονητή που είχαμε εμείς την προηγούμενη χρονιά, αλλά κι εμείς βρισκόμασταν σε φοβερή κατάσταση.
Ξεκινάμε πάρα πολύ καλά, προηγούμαστε 1-0 με γκολ του Ζιώγα, αρχίζει να πιέζει ο ΠΑΟΚ, δημιουργούνταν εντάσεις και γύρω στο 30′ αποβάλλεται ο Βασιλάκος του ΠΑΟΚ με κόκκινη κάρτα, γεγονός που μας βοήθησε πολύ, έγινε πιο εύκολο το έργο μας, ενώ είχαμε και πολύ καλή αντεπίθεση τότε με τους Ζιώγα και Βαλαώρα.
Όταν σήκωσα το Κύπελλο ένιωσα έκσταση.
Θυμάμαι, την επόμενη ημέρα η Diadora μάς είχε ζητήσει να φωτογραφηθούμε με το Κύπελλο και φύγαμε κατευθείαν από το κέντρο όπου διασκέδαζε όλη η ομάδα για να πάμε στο γήπεδο.
Είχαν σταματήσει και οι αγωνιστικές υποχρεώσεις μας και στο σπίτι πρέπει να γύρισα μετά από 10 μέρες, δεν ξέρω πού ήμουν, δεν ξέρω πού βρισκόμασταν όλοι μας.
Και ο συγχωρεμένος ο Μητσιμπόνας, ο οποίος ήταν από την Ελασσόνα, είχε ένα αγροτικό και είχαμε βάλει το Κύπελλο από πίσω, οπότε στις στροφές χτύπαγε από ‘δώ και από ‘κεί.
Το βράδυ πηγαίναμε να διασκεδάσουμε και είχαμε και το Κύπελλο μαζί.
Σιγά-σιγά έχει ωριμάσει αυτή η ιστορία των επιτυχιών, γιατί από το 1982 συμμετείχαμε σε μεγάλες διοργανώσεις, σε Κύπελλα Ευρώπης, είχαμε φτάσει στους «8» του Κυπέλλου Κυπελλούχων, χωρίς βέβαια να έχουμε “ξεφύγει” και εντελώς από τις υπόλοιπες ομάδες. Πήραμε το απόσταγμα από όλα αυτά.
Μετά την κατάκτηση του Πρωταθλήματος, μας πήγαν άμαξες με άλογα στην πλατεία.
Εκεί γίναμε όλοι επίτιμοι δημότες από τον Δήμο, τα περισσότερα παιδιά από εκείνο το Πρωτάθλημα δουλεύουν στον Δήμο, στον Αθλητικό Οργανισμό, όπως ο Αλεξούλης, ο Κολομητρούσης.
Οι επιστροφές στη Λάρισα
Την πρόταση να αναλάβω προπονητικά τη Λάρισα το 2016 μου την είχε κάνει ο Αλέξης Κούγιας αλλά και οι 8.000 φίλαθλοι που είχαν απαιτήσει τότε να γυρίσω στην ΑΕΛ. Όταν ήρθε να μου μιλήσει, του είπα ότι δεν ήθελα να συνεργαστώ μαζί του, «να σου πω, ως φίλοι να μιλάμε, να τα λέμε, όποτε θέλεις. Αλλά ως συνεργάτης δεν θέλω να δουλέψω μαζί σου».
Την άλλη μέρα θα έκλεινα ξανά στον Αστέρα Τρίπολης, είχε έρθει στο σπίτι μου ο Μποροβήλος, είχα δώσει τον λόγο μου, είχα δεσμευτεί ότι θα πήγαινα εκεί.
Ήρθε το βράδυ ο Κούγιας και του λέω «δεν θα έρθω, δεν θέλω, αλλά άφησέ με να το σκεφτώ».
Αυτό ήθελα να το πω, για να προλάβω λίγο να μην βγει και πει «είπε “όχι” ο Τσιώλης» και έρθω σε αντίθεση με τον κόσμο της Λάρισας, του οποίου απαίτηση ήταν να γυρίσω πίσω. Ήθελα να προλάβω να υπογράψω στην Τρίπολη, αφού είχαμε δώσει χέρια, ώστε να εξηγήσω γιατί δεν μπορώ να γυρίσω πίσω.
Αλλά ο Κούγιας βγήκε κατευθείαν από το ραντεβού μας και το έδωσε στην «ΕΡΑ ΣΠΟΡ» λέγοντας «έκανα την απαίτηση του λαού πρόταση για να γυρίσει ο Τσιώλης!».
Και έτσι, ήμουν αναγκασμένος να γυρίσω πίσω, αλλά δεν το μετάνιωσα.
Παίρνω το Πρωτάθλημα, ανεβαίνουμε Super League, αλλά φεύγω το καλοκαίρι, γιατί ο Πρόεδρος ήθελε να επιβάλει ένα δικό του team και του λέω “άντε γεια”, με αποτέλεσμα όλην εκείνην την χρονιά να μην πάρω ένα ευρώ.
Του είχα πει «Αν δεν βγούμε, δεν θα πάρω τίποτα. Αν βγούμε, θα πάρω κάποια χρήματα, τα οποία θα τα δώσω σε ένα μοναστήρι για την μνήμη του Μητσιμπόνα». Και δεν έχω πάρει ευρώ από τότε.
Δεν δουλεύω μέχρι τον Οκτώβριο, δημιουργείται η τάση “γύρνα πίσω”, κρατάμε την ομάδα μέχρι το καλοκαίρι και μένει στη μεγάλη κατηγορία και για την επόμενη χρονιά. Τότε έφυγα οριστικά. Είχα θέματα μαζί του.
Βέβαια, βγήκε και έκανε μια δήλωση του τύπου «εγώ θέλω με τον Σάκη να συνεχίσουμε, να πάρουμε το Πρωτάθλημα στη Super League, να κάνουμε μια καινούργια ομάδα κτλ», αλλά είπα “στοπ”.
Η καινούργια Λάρισα που προπόνησα δεν είχε εκείνην την παλιά γοητεία που είχα ζήσει ως παίκτης, ήταν πολύ διαφορετικά όλα, η μυρωδιά, οι εικόνες, δεν ήταν πλέον το Αλκαζάρ, ακόμα και οι γηγενείς παίκτες ήταν ελάχιστοι.
Σίγουρα όμως, η φανέλα και ο κόσμος ήταν εκεί, αισθάνθηκα πολύ ωραία, ένιωσα την οικογένεια της ΑΕΛ να με ακουμπάει.
Ο Σάκης Τσιώλης είναι προπονητής ποδοσφαίρου, πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Σάκης Τσιώλης: Με ποιους να βγάλω άκρη;
CHECK IT OUT:
Βασίλης Καραπιάλης: Ένας Θεός Του Ελληνικού Ποδοσφαίρου
Στέλιος Βενετίδης: Όταν νιώσαμε ότι μπορούμε να ανατρέψουμε το κατεστημένο
Άγγελος Διγκόζης: Γράψαμε ιστορία