«Από αυτά που κερδίζουμε, μπορούμε να ζήσουμε».
Ο Άρθουρ Ας δεν υπήρξε ποτέ άπληστος.
«Από εκείνα που μπορούμε να δώσουμε, όμως, μπορούμε να φτιάξουμε τη ζωή».
Ο Άρθουρ Ας ήταν αλτρουιστής.
Σε εποχές που ο αλτρουισμός, ο ακτιβισμός και η κοινωνική ευαισθησία των αθλητών δεν ήταν δημοφιλής ασχολία και συμπεριφορά. Δεν περιελάμβανε (δίχως καμία δόση ειρωνείας ή κριτικής) ντοκιμαντέρ, «#hashtags» ή αμέτρητα «likes» σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης…
Αποκλήθηκε «ο σκεπτόμενος άνθρωπος του τένις», από τον δημοσιογράφο και ιστορικό, Μπαντ Κόλινς. Ωστόσο, ο ίδιος ο Ας θέλησε -και πέτυχε- να μην μείνει απλώς σε φιλοσοφίες. Η σκέψη από την πράξη απέχουν συχνά πολύ περισσότερο από δύο λέξεις. Έστω κι αν για τον ίδιο άργησαν να σμίξουν.
Το 1968, ο Ας έγινε ο πρώτος μαύρος νικητής τουρνουά Γκραν Σλαμ, κατακτώντας το παρθενικό US Open και νικώντας στον τελικό τον Ολλανδό Τομ Όκερ!
Ήταν Σεπτέμβριος, μόλις τέσσερις μήνες μετά την καθιέρωση της λεγόμενης «Open Era» του αθλήματος, σύμφωνα με την οποία επαγγελματίες και ερασιτέχνες τενίστες μπορούσαν να αγωνιστούν στα ίδια τουρνουά.
Ο ερασιτέχνης Ας βρέθηκε στη Νέα Υόρκη με προσωρινή άδεια από τον στρατό. Όμως, αν και η δική του ζωή ήταν γεμάτη από αρνητικά κλισέ και στερεότυπα, εκείνος βίωσε τότε τη θετική πλευρά των κλισέ.
«Σόκαρε τον κόσμο του τένις», έγραψαν δίχως μεγάλη πρωτοτυπία, την επομένη του θριάμβου του οι εφημερίδες, Αλλά ο τότε 25χρονος ανερχόμενος σταρ δεν είχε δικαίωμα να δεχθεί το χρηματικό έπαθλο των 14.000 δολαρίων που συνόδευε το τρόπαιο, καθότι ερασιτέχνης.
Η ατάκα του προλόγου, εκείνο το «From what we get, we can make a living. What we give, however, makes a life», ήταν η απόκρισή του στην ερώτηση για το πώς αισθάνεται που δεν μπορεί να λάβει τα χρήματα…
Δεν έλεγε ψέματα, δεν εφάρμοσε ξαφνικά επικοινωνιακές τακτικές μπροστά σε κάμερες και μικρόφωνα. Ήταν η ειλικρινής απάντησή του. Διότι ήξερε από εκείνη τη στιγμή που σήκωσε το τρόπαιο στο διασημότερο κορτ της Νέας Υόρκης ότι αυτή η νίκη δεν είναι απλώς επιβεβαίωση του ταλέντου και των ικανοτήτων του.
Ήταν η πρώτη «δήλωσή» του σαν πολίτης και ακτιβιστής, στη νέα «πλατφόρμα» και το εξαιρετικό «πεδίο» που ανοίχτηκαν μπροστά του, για να συνεισφέρει στην κοινωνία (του) και να πει σημαντικά πράγματα.
Σημαντικότερα από το τένις.
Λίγο πριν από τον πρόωρο θάνατό του, το 1993, μόλις σε ηλικία 49 ετών και επτά μηνών -από AIDS, καθώς είχε προσβληθεί από τον ιό HIV από μετάγγιση αίματος σε επέμβαση καρδιάς-, ο Άρθουρ Ας, είχε τονίσει ότι «το πεπρωμένο μου ήταν κάτι περισσότερο από το να κρατώ μία ρακέτα και να χτυπώ μπαλάκια».
Μέσα από τα κοκάλινα μαύρα γυαλιά του, δεν έβλεπε απλώς την (επόμενη) κίνηση των αντιπάλων του. Δεν κοιτούσε μόνο ψηλά. Αλλά ήθελε να πει κάτι πολύ σπουδαιότερο από το «είμαι καλός στο γήπεδο».
Αυτοπεποίθηση αντίστοιχη της σιγουριάς και της κυριαρχίας του στο κορτ, αλλά σε πλήρη αντίθεση με το ντροπαλό παιδί που γεννήθηκε στις 10 Ιουλίου 1943 στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια. Σε ηλικία έξι ετών έχασε τη μητέρα του, Μάτι, και ο πατέρας του, Άρθουρ σίνιορ, επέβαλλε αυστηρούς κανόνες εκκλησιασμού κάθε Κυριακή και μοναδικής «εξόδου» τη διαδρομή σπίτι-σχολείο, ώστε οι δύο γιοι του να μην μπλέξουν.
«Ο πατέρας μάς κράτησε μακριά από κινδύνους και είχαμε μόνο 12 λεπτά για να επιστρέψουμε σπίτι μετά το μάθημα», εξήγησε αργότερα ο Άρθουρ τζούνιορ. Αποκαλύπτοντας ότι τήρησε ο ίδιος από μόνος του αυτόν τον χρονικό κανόνα και στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου.
Ο φύλακας στο επάγγελμα πατέρας του έμαθε στον γιο του την αξία της προσφοράς. Καθώς σαν υπάλληλος στο τοπικό πάρκο, έπαιρνε μαζί του τον τζούνιορ όταν -εκτός ωραρίου- συγκέντρωνε ρούχα και τρόφιμα για άστεγους ή μη προνομιούχους συμπολίτες του. Η προτεραιότητά του, όμως, ήταν να κρατήσει τα παιδιά του μακριά από συμπεριφορές που θα προκαλούσαν την τοπική οργάνωση της Κου Κλουξ Κλαν…
Ο πιτσιρικάς Ας, πάντως, είχε βρει έναν χρόνο μετά τον θάνατο της μητέρας του μία άλλη «διαφυγή», στο τένις. Όμως παρέμεινε σιωπηλός. Οι πρώτοι προπονητές του ξεχώρισαν μεν το ταλέντο του, ωστόσο του έλεγαν να κρατά τη στόμα του κλειστό για ό,τι δεν αφορά το τένις. Τον παρότρυναν να μείνει μακριά από δημόσιες συζητήσεις για διαχωρισμούς.
Ο μέντοράς του, Ρόμπερτ Ουόλτερ Τζόνσον, τον συμβούλευε να είναι «αδιάφορα ευγενικός στο κορτ και ήρεμος, ώστε οι λευκοί να μην έχουν να σε κατηγορήσουν για κάτι».
Προτίμησε τη σιωπή όταν λευκοί τενίστες τον κατηγόρησαν ότι είχε καταστρέψει μία καμπίνα την οποία είχαν διαλύσει οι ίδιοι. Η προτροπή του δασκάλου του ηχούσε ακόμη στ’ αυτιά του…
Ένας ανασφαλής και ευάλωτος πρωτοπόρος που δεν γνώριζε ακόμη την εσωτερική δύναμή των σκέψεών του και αρχικά αποκλήθηκε «Uncle Tom», από τον ομώνυμο χαρακτήρα του βιβλίου «Η Καλύβα του Μπαρμπά-Θωμά» της Χάριετ Μπίτσερ-Στόου, για έναν πιστό στον αφέντη του σκλάβο…
Μάλιστα, η ακτιβίστρια (λευκή) τενίστρια, Μπίλι Τζιν Κινγκ, δεν είχε διστάσει σε δηλώσεις της να δηλώσει πως «μα τον Χριστό, εγώ είμαι πιο… μαύρη από τον Άρθουρ»!
Όσο ο Ας «πνιγόταν» στη σιωπή, πάντως, διαμόρφωνε την κοινωνική συνείδηση και σκέψη του. Οργάνωνε όχι μόνο τον επόμενο αγώνα, αλλά και την μετέπειτα δράση του.
Η έμφυτη συστολή του και η ευγένεια προς τους μεγαλύτερους τον άφησαν εκτός των φυλετικών αγώνων από οργανώσεις στα σχολικά και πανεπιστημιακά χρόνια του, στο UCLA. Αλλά το 1968 άλλαξε τη ζωή του. Όχι γιατί πανηγύρισε τον τίτλο στο US Open, του οποίου το κεντρικό γήπεδο φέρει πλέον το όνομά του.
Εκείνη η χρονιά «σημάδεψε» τον 25χρονο Ας. Οι δολοφονίες του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ τζούνιορ, ηγέτη που θαύμαζε, και του Γερουσιαστή Ρόμπερτ Κένεντι, τον οποίο υποστήριζε ως υποψήφιο πρόεδρο των Η.Π.Α., κλόνισαν την πίστη του νεαρού προς την πατρίδα του…
Όμως, τότε, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και για πρώτη φορά βροντοφώναξε ότι αρνείται να παραδοθεί στην απογοήτευση. Αποφάσισε ότι θα σταματήσει να κοιτάζει χαμηλά και όλοι οι συνομιλητές του δεν θα αντίκριζαν το άφρο μαλλί του, αλλά μόνο τα μάτια του.
Είχε δει τους Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος να υψώνουν τη γροθιά τους στο βάθρο των Ολυμπιακών Αγώνων στο Μεξικό και ήταν η πρώτη φορά που το βλέμμα του έγινε σπινθηροβόλο μπροστά σε τρίτους.
Και αφιέρωσε τη ζωή και την καριέρα του σε έναν (φανερό) ακτιβισμό που όχι μόνο δεν ήταν συνηθισμένος για την εποχή, αλλά άφησε πίσω του και σημάδια πρωτοπορίας.
Για χρόνια η σεμνότητά του «νικούσε» ακόμη την αναγκαιότητα για κάτι σημαντικότερο. Για κάτι μεγαλύτερο από τον ίδιο. Για την κοινότητά του. Μετά την παρθενική δημόσια ομιλία του, σε φόρουμ στην Ουάσινγκτον που είχε οργανώσει ο Αιδεσιμότατος Τζέφερσον Ρότζερς, ο ρεπόρτερ Νιλ Άμντουρ είχε γράψει ότι «είδαμε τον νέο Άρθουρ Ας. Ώριμο, να αρθρώνει έντονα τον λόγο του και να δείχνει πως δεν είναι πια ικανοποιημένος μένοντας πίσω και αφήνοντας απλώς τη ρακέτα του να “μιλά”».
Δεν (του) έφτανε που ήταν ο μαύρος θριαμβευτής σε ένα σπορ που κυριαρχούσαν οι λευκοί.
Πολλά χρόνια αργότερα, ο ίδιος ο Ας επισήμανε ότι «είχα μία αίσθηση ντροπής που δεν ήμουν μαζί με άλλους μαύρους, αλλά και λευκούς, όταν αυτοί στέκονταν μπροστά στους πυροσβεστικούς σωλήνες και τα σκυλιά της αστυνομίας. Με πείραζε που δεν ήμουν απέναντι σε σφαίρες και βόμβες».
Οι αρχικές προσπάθειές του επικεντρώθηκαν στο να διευρύνει τις εκπαιδευτικές και οικονομικές ευκαιρίες των νέων μαύρων των φτωχών και αστικών περιοχών. Αλλά πολύ γρήγορα έδωσε βαρύτητα στην απελευθέρωση των μαύρων της Νοτίου Αφρικής από το καθεστώς του Απαρτχάιντ.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1992, στην 24η επέτειο της νίκης του στο US Open, συνελήφθη στο Πάρκο Λαφαγέτ της Ουάσινγκτον, απέναντι από τον Λευκό Οίκο, για συμμετοχή σε εκδήλωση διαμαρτυρίας 2.000 ανθρώπων κατά της κυβέρνησης του Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου, ο οποίος είχε αρνηθεί να πολιτικό άσυλο σε πρόσφυγες της Αϊτής.
Κατά του Μπους, τον οποίο είχε παραδεχθεί ότι ψήφισε, «αλλά έκανα λάθος» και τον κατηγορούσε για ευνοϊκότερη μεταχείριση των προσφύγων από την Κούβα.
Το 1985 είχε συλληφθεί και για διαδήλωση έξω από την πρεσβεία της Νοτίου Αφρικής στην Αμερική. Δώδεκα χρόνια νωρίτερα, την πρώτη φορά που του επετράπη η είσοδος στη χώρα, πέτυχε μία σπουδαία νίκη κατά του ρατσισμού, κατακτώντας τον τίτλο στο διπλό (μαζί με τον Ολλανδό Τομ Όκερ) στο Όπεν του Γιοχάνεσμπουργκ. Ως ο πρώτος μαύρος που κατέκτησε τίτλο στη Νότια Αφρική! Ενώ έφτασε και ως τον τελικό του μονού, χάνοντας από τον Τζίμι Κόνορς.
Επιχείρησε να αγωνιστεί και το 1974, όμως η κυβέρνηση αρνήθηκε να του χορηγήσει βίζα εισόδου… Ο Ας ανέπτυξε φιλικές σχέσεις μ’ ένα από τα πολιτικά ινδάλματά του και μετέπειτα πρόεδρο της χώρας, Νέλσον Μαντέλα, συνεισφέροντας στον αγώνα κατά του Απαρτχάιντ.
Το 1983, συνεργάστηκε με τον τραγουδιστή Χάρι Μπελαφόντε για την δημιουργία της οργάνωσης «Artists and Athletes Against Apartheid» (=«Καλλιτέχνες και Αθλητές κατά του Απαρτχάιντ»), η οποία πίεσε για δεκάδες τιμωρίες και εμπάργκο κατά της κυβέρνησης της Νοτίου Αφρικής.
Μέχρι τον θάνατό του διαδραμάτισε ενεργό ρόλο σε εκστρατείες για την μαύρη πολιτική εξουσία, για υψηλότερα εκπαιδευτικά πρότυπα για αθλητές πανεπιστημίων και κυρίως για την ισότητα των φύλων και μεταρρυθμίσεις της ποινικής δικαιοσύνης. Συμμετείχε επίσης σε πολλές φιλανθρωπικές οργανώσεις ενημέρωσης και καταπολέμησης του AIDS.
Έλαβε μετά θάνατον, καθώς ως το 1992 είχε κατορθώσει να κρατήσει κρυφή την ασθένειά του, το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας από τον Μπιλ Κλίντον. Ενώ και ο πρώην πρόεδρος, Μπαράκ Ομπάμα, είχε αναγνωρίσει τον Ας μαζί με τον Μοχάμεντ Άλι ως τα αθλητικά ινδάλματά του.
Το 1968, ο Άλι είχε ποζάρει στο εξώφυλλο του περιοδικού «Esquire», στην περίφημη φωτογράφηση με τα βέλη στο κορμί του, και ο Ας ήταν στην πρώτη σελίδα του περιοδικού «Life».
Λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, είχε καταφέρει να παραμερίσει την αθλητική φήμη του και η επιτυχία του στα κορτς δεν ήταν πλέον η κυρίαρχη πηγή της διασημότητάς του.
Όπως έχει πει και η φωτογράφος σύζυγός του, Τζίνι Μουτουσάμι, «δεν θα ήθελε να τον θυμούνται για τους τίτλους σε US Open, Όπεν Αυστραλίας (σ.σ.: 1970) και Ουίμπλεντον (1975) ή για το ότι επιλέχθηκε στο Hall Of Fame του τένις το 1985. Θα προτιμούσε να επικαλούνται το όνομά του για όσα είπε, για όσα έκανε για την κοινωνία και την κοινότητά του».
Άλλωστε, άφησε πίσω του μία κάτι παραπάνω από «πλούσια» κληρονομιά. Το 1988 δημοσιεύτηκε σε τρεις τόμους το βιβλίο του «Hard Road to Glory» (=«Ο σκληρός δρόμος προς τη δόξα») για την ιστορία των Αφροαμερικανών αθλητών, ο τίτλος του οποίου αναγράφεται και στον τάφο του. Και το 1994 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του, με τίτλο «Days Of Grace», η οποία είχε ολοκληρωθεί μερικές ημέρες πριν από τον θάνατό του.
Όσα έκανε δεν θα μπορούσαν να χωρέσουν στο ωριαίο ντοκιμαντέρ «Arthur Ashe, Citizen Of The World» (=«Άρθουρ Ας, Πολίτης του Κόσμου») της Τζούλι Άντερσον, το 1994 ή στο «More Than A Champion» (=«Κάτι περισσότερο από ένας Πρωταθλητής») του BBC.
Ήταν από τους «υπαίτιους» -και άλλοτε πρόεδρος- της δημιουργίας της Ένωσης Επαγγελματιών αθλητών τένις (ATP), το 1972, αλλά οι δράσεις του δεν σταμάτησαν εκεί.
Υλοποίησε το όραμά του για την ίδρυση της Ένωσης Αφρο-Αμερικανών Αθλητών (African American Athletic Associaton/4-A’s). Αν και το πρώτο συνέδριό της πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 1993 στο «Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν» της Νέας Υόρκης, τρεις μήνες αφότου έφυγε από τη ζωή.
Τα σημαντικότερα φιλανθρωπικά έργα του, ωστόσο, ήταν ο ίδρυμα με το όνομά του (Arthur Ashe Foundation for the Defeat of AIDS) για την καταπολέμηση του AIDS και η ενίσχυση της οργάνωσης «United Negro College Fund», η οποία συγκεντρώνει από το 1944 χρήματα για υποτροφίες πανεπιστημίων προς μαύρους μαθητές.
Ο Άρθουρ Ας δεν ήθελε ποτέ να λογίζεται ως ήρωας. Ούτε εντός ούτε εκτός γηπέδου.
Λαμβάνοντας πριν από πολλά χρόνια ένα γράμμα από έναν θαυμαστή που τον ρωτούσε «γιατί ο θεός έπρεπε να σε διαλέξει για μία τόσο σοβαρή ασθένεια;», απάντησε με αφοπλιστική ηρεμία:
«Κοίταξε, 50 εκατομμύρια παιδιά σε όλο τον κόσμο ξεκινούν να παίζουν τένις.
Πέντε εκατομμύρια μαθαίνουν να παίζουν.
Πεντακόσιες χιλιάδες καταφέρνουν να παίξουν επαγγελματικά.
Πενήντα χιλιάδες αγωνίζονται στα τουρνουά.
Πέντε χιλιάδες προκρίνονται σε Γκραν Σλαμ.
Πενήντα αγωνίζονται στο Ουίμπλεντον.
Οκτώ στους προημιτελικούς.
Τέσσερις στους ημιτελικούς.
Δύο στον τελικό.
Όταν κρατούσα το κύπελλο του Ουίμπλεντον, ποτέ δεν ρώτησα τον θεό “γιατί εμένα”; Επομένως, τώρα που είμαι στο κρεβάτι του πόνου, για ποιο λόγο να ρωτήσω τον θεό “γιατί εμένα”;».
Οι δικοί του άνθρωποι δεν έχουν, πλέον, απορίες, κοιτώντας το ύψους 3,65μ. και βάρους 44 τόνων άγαλμά του, στην γενέτειρά του, στο Ρίτσμοντ. Ένα ομοίωμα στο οποίο η φιγούρα του κρατά βιβλία στο ένα χέρι και μία ρακέτα στο άλλο, ενώ τέσσερα παιδιά τον κοιτάζουν, πάνω από μία επιγραφή από την Βίβλο που αναφέρει: «Επειδή είμαστε περιτριγυρισμένοι από ένα με τόσο μεγάλο σύννεφο μαρτύρων, ας παραμερίσουμε κάθε βάρος και αμαρτία που τόσο εύκολα μας αιχμαλωτίζει και ας τρέξουμε με αντοχή στον αγώνα που έχει τεθεί μπροστά μας».
Έχοντας συμπεράνει -και συμβουλεύσει, παράλληλα- κάποτε ότι «η επιτυχία είναι ένα ταξίδι και όχι ένας προορισμός», ο Άρθουρ Ας φρόντισε το δικό του «ταξίδι», αν και σύντομο, να είναι πηγή έμπνευσης.
Να είναι κάτι που πίσω του δεν θ’ αφήσει μόνο τρόπαια, ρεκόρ και νίκες.
Αλλά μία παρακαταθήκη που πηγάζει, αλλά είναι και πολύ σημαντικότερη, από τη δική του φήμη.
ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΚΤΙΒΙΣΜΟ