Ήταν 18 Δεκεμβρίου του 1966, όταν στο μικρό μαιευτήριο της Αγίας Ούρσουλας στη Μπολόνια ο Αλμπέρτο Τόμπα είδε το πρώτο φως της ζωής.
Κανείς τότε δεν μπορούσε να φανταστεί το χρυσάφι που θα μάζευε εκείνο το μωρό. Ότι θα γινόταν ένας εκ των σπουδαιότερων αλπικών τεχνικών σκιέρ όλων των εποχών και θα κατακτούσε όλες τις κορυφές του αθλήματος (τρεις φορές Χρυσός Ολυμπιονίκης και δύο φορές Παγκόσμιος). Ωστόσο, δεν έμελλε να είναι εκείνος το πιο διάσημο μωρό στο δωμάτιο. Με διαφορά μισής ώρας, οι μαίες θα τοποθετούσαν στο ακριβώς διπλανό κρεβάτι τον Τζανλούκα Παλιούκα.
Το φοβερό ήταν πως, μεγαλώνοντας, Αλμπέρτο και Τζανλούκα έμοιαζαν σα δύο σταγόνες νερό.
Θεληματικό πιγούνι, φράτζα καστανή, παιχνιδιάρικο ερωτικό βλέμμα, σκληρή έκφραση. Το γνήσιο ιταλικό μοντέλο. Και τους δύο τούς παρομοίασαν με τον θρύλο της εποχής στη μεγάλη οθόνη, Μαρτσέλο Μαστρογιάνι. Και κάπως έτσι, αυτό που τους συνέβη ήταν το να μείνουν στην ιστορία ως «οι δίδυμοι» και να γίνουν κολλητοί φίλοι για όλη τους τη ζωή.
Οι ταλιατέλες της Μαρία Ρόζα και οι δρόμοι του Τσερότολο
Ο πατέρας, Πιερ Λουίτζι, σπάνια εμφανιζόταν στο σπιτικό τους. Οδηγός νταλίκας, έλειπε για μέρες και ήταν κάτι που του άρεσε πολύ. Τις Κυριακές όμως πάντοτε ήταν εκεί για τις τρεις μεγάλες αγάπες του. Η μία ήταν η μαμά, Μαρία Ρόζα, και οι ταλιατέλες της, η δεύτερη ο μπόμπιράς του, Τζαλούκα, και η τρίτη το ποδόσφαιρο.
Αν και μονίμως απροπόνητος, ο μύθος που πλανάται πάνω από το Τσερέτολο εξακολουθεί να αφηγείται το πώς ο Πιερ Λουίτζι Παλιούκα υπήρξε ο καλύτερος επιθετικός που έβγαλε ποτέ το μικρό αυτό χωριό στην επαρχία της Εμίλια Ρομάνα.
Επόμενο ήταν και ο γιόκας του να θελήσει να γίνει σέντερ φορ.
Εκεί στις αρχές των 70s ειδικά το Τσερέτολο παραήταν μικρό. Όλοι κι όλοι έξι δρόμοι το διαμόρφωναν και καθένας εξ αυτών είχε και τη δική του παιδική ομάδα. Ο δάσκαλος των μαθηματικών, Δον Λουίτζι Φινόκι, λάτρευε να βλέπει τα παιδιά να παίζουν και κάθε Ιούνιο, στο τέλος της σχολικής χρονιάς, διοργάνωνε το «Torneo della via» (τουρνουά του δρόμου). Και κάθε χρόνο η ομάδα του Παλιούκα ήταν η νικήτρια, με τον ίδιο να αναδεικνύεται πάντοτε πρώτος σκόρερ.
Από τα γκολ στα γκολπόστ
Με αυτή την αγωνιστική ιδιότητα πάρθηκε η απόφαση σε συμφωνία με τη μαμά. Ο μπαμπάς άλλωστε είχε φύγει καιρό από το σπίτι και είχε χρόνια να τον δει. Η ομάδα του χωριού, Τσερετολέζε, υπήρξε η αφετηρία και εκεί συντελέστηκε -η αποφασιστική για τη ζωή και την καριέρα του- αλλαγή.
«Ήμουν 14 ετών και ήταν τυχαίο. Δεν αποτέλεσε ποτέ συνειδητή επιλογή. Μου άρεσε να βάζω γκολ και όχι να τα βγάζω. Σε ένα παιχνίδι όμως χρειαστήκαμε τερματοφύλακα. Προσφέρθηκα.
Το έκανα εντελώς για πλάκα. Στα αστεία αλλά και μάλλον επειδή τρελαινόμουν να βλέπω τον Ντίνο Τζοφ. Βάλαμε στοίχημα με έναν φίλο μου ότι δεν θα δεχόμουν γκολ. Το έχασα. Μου έβαλαν τέσσερα. Διασυρμός. Για κάποιον λόγο όμως που ποτέ δεν κατάλαβε κανείς, μου άρεσε. Για τα επόμενα δύο χρόνια βέβαια έπαιζα και στο τέρμα και στην επίθεση. Όπου ήθελε ο προπονητής μου. Υπήρξε παιχνίδι που έπιασα πέναλτι στο α’ μέρος και στο β’ πήγα φορ και σκόραρα. Ήταν μία τρέλα. Τα υπόλοιπα τα γνωρίζετε», θα προσπαθήσει να εξηγήσει τα ανεξήγητα στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Πετώντας ελεύθερος».
Με παπούτσια δανεικά και μεγάλα
Στα 15 του θα αναβαθμιστεί και θα βρεθεί στα προάστια της Μπολόνια. Μόνο που δεν θα έχει παπούτσια και για ενάμιση χρόνο θα τη βγάλει με δανεικά, δύο νούμερα μεγαλύτερά του. «Τρία πράγματα θυμάμαι από εκείνα τα χρόνια. Τα μεγάλα παπούτσια, τη λατρεία για τον Τζοφ και τα αθλητικά της Κυριακής στην τηλεόραση».
Στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης, το Καστελντέμπολε, και την ομώνυμη ομάδα θα γίνει κανονικός τερματοφύλακας. Γάντια και τέλος, αυτό ήταν. Και θα ήταν πλέον για πάντα.
Ξεχωρίζει με τη μία και σε ένα τοπικό τουρνουά το 1982 θα τον δουν από την Μπολόνια και θα τον πάρουν κοντά τους.
Μόνο που τα χρήματα στη μονογονεϊκή οικογένεια δεν έβγαιναν και δεν θα μπορούσε να παίρνει κάθε μέρα το λεωφορείο για τις προπονήσεις στην πόλη. Στα 16 του πήρε ακόμα μία μεγάλη, αν και όχι τόσο δύσκολη, απόφαση. Παράτησε το σχολείο. «Τα πρωινά δούλευα στο βενζινάδικο του χωριού και τα απογεύματα ντυνόμουν τερματοφύλακας. Δεν με ενοχλούσε. Άλλωστε, ποτέ μου δεν αγάπησα τα θρανία. Τότε ακριβώς ήταν που αποφάσισα τι δουλειά θα ήθελα να κάνω, να γίνω ένας σπουδαίος τερματοφύλακας». Του βγήκε σε καλό.
Το 1982 λοιπόν θα βρει τον Τζανλούκα στους «Rossoblu». Θα είναι μία γλυκόπικρη ποδοσφαιρική χρονιά για εκείνον. «Η Μπολόνια υποβιβάστηκε και αυτό με γέμισε τεράστια θλίψη. Ωστόσο, η δεύτερη αγαπημένη μου ομάδα, η Άστον Βίλα, κατέκτησε το Πρωταθλητριών και δεν μπορούσα να το πιστέψω. Τώρα, γιατί ένας πιτσιρικάς από τη Μπολόνια υποστήριζε τη Βίλα, ούτε και σε αυτό είχα ποτέ απάντηση. Η απογείωση της χαράς θα έρθει λίγο αργότερα με την κατάκτηση του Μουντιάλ από την Ιταλία. Και μάλιστα, μία βδομάδα αφότου ο λατρεμένος μου Τζοφ σήκωνε το Παγκόσμιο Κύπελλο στον αέρα, η Μπολόνια μού ανακοίνωνε ότι προπονούμουν μερικές φορές και με τη μεγάλη ομάδα». Μόνο που με αυτήν δεν θα έπαιζε ποτέ. Στο ξεκίνημά του δεν ήταν τόσο εντυπωσιακός και δεν έκανε τη διαφορά. Τις περισσότερες φορές μάλιστα καθόταν στον πάγκο ακόμα και με τη Β’ ομάδα.
Ώσπου στα 20 του χρειάστηκε να υπηρετήσει τη θητεία του στον στρατό. Τα σημαντικότερα ήταν μπροστά του και ούτε καν μπορούσε να το φανταστεί…
Ο… πυρετός του Κυπέλλου
Από το στρατόπεδο δεν μπορούσε να παίρνει συχνά άδεια, μιας και δεν ήταν πρωτοκλασάτος στην ομάδα του. Κατάφερε όμως τον Αύγουστο του 1987 να πάρει άδεια και να βρεθεί σε ένα τουρνουά. Εκεί, στο πρώτο ματς έβγαλε τον καλύτερο εαυτό του. Γυρνώντας στο στρατόπεδο, ήταν άρρωστος, την επόμενη δεν θα έπαιζε. Του τηλεφώνησε όμως ο προπονητής του και του είπε ότι είχαν εντυπωσιαστεί οι ανιχνευτές της Σαμπντόρια και ήθελαν να τον δουν ξανά.
Είχε φτάσει η ώρα της υπέρβασης. «Είχα 38 πυρετό και καθόλου δυνάμεις. Έπρεπε όμως να αγωνιστώ και το έκανα φανταστικά. Έπιασα δύο πέναλτι και με τη λήξη χρειάστηκε να με πάνε στο νοσοκομείο. Έμεινα τρεις μέρες εκεί, αλλά όλα ήταν τέλεια. Η “Σαμπ” με ήθελε».
Τρεις μέρες αργότερα ο δανεισμός ήταν γεγονός. Η Μπολόνια άλλωστε δεν είχε σκοπό να τον κρατήσει και κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί τον ήθελαν οι Γενοβέζοι.
Μπήκε στη Β΄ ομάδα και για πρώτο ματς έπαθε σοκ. Στο Marassi, στο ντέρμπι με τη μισητή Τζένοα, είδε 25.000 κόσμο στην εξέδρα. «Αυτό ήταν. Κατάλαβα ότι εκεί ήθελα να είμαι». Η πρόταση αγοράς του έγινε αμέσως αποδεκτή, μιας και ο προπονητής τερματοφυλάκων της Μπολόνια εξήγησε στον Πρόεδρο ότι είχε άλλον νεαρό για βασικό, τον Ιβάν Γκαμπερίνι (σε όλη την καριέρα του μέτρησε μόνο δύο συμμετοχές στη Serie A).
Ήταν 6 Σεπτεμβρίου του 1987 κι εκείνος 21 ετών, όταν κλήθηκε να φορέσει τα γάντια των μεγάλων σε αγώνα Κυπέλλου. Έπαιξε σε δύο ακόμα ματς στη χρονιά, αλλά η Σαμπντόρια έφτασε στον Τελικό. Τότε υπέστη το δεύτερο μεγάλο σοκ.
Ο θρυλικός κόουτς, Βουγιαντίν Μπόσκοφ, τον πλησίασε: «Μικρέ, παίζεις». «Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Έτρεξα στην τουαλέτα και έκανα εμετό από το άγχος». Το φινάλε τον βρήκε τρισευτυχισμένο με την πρώτη του κούπα, καθώς η «Σαμπ» το πήρε σε διπλά ματς με την Τορίνο και γκολ στην παράταση εκτός έδρας.
Το καλοκαίρι θα αναγνωριζόταν και ο τσαμπουκάς του μικρού. Σε φιλικό προετοιμασίας τού μίλησε άσχημα ο Βιέρκοβουντ. Ο διεθνής Ιταλός αμυντικός δεν ήταν ο οποιοσδήποτε αλλά ένας εκ των πιο δυνατών και σκληρών παικτών της εποχής. Μόνο που ο πιτσιρικάς δεν δίστασε. Στο ημίχρονο τον έπιασε από τον λαιμό μπροστά σε όλους και του είπε ότι δεν του επιτρέπει να του μιλάει έτσι. Τους χώρισαν δύσκολα. Ο προπονητής εισηγήθηκε πρόστιμο, αλλά ο Πρόεδρος Μαντοβάνι επενέβη με επαίνους για τον Παλιούκα και την ατάκα: «Κανείς δεν είχε μέχρι τώρα το θάρρος να τα βάλει με τον Βιέρκοβουντ. Αυτό δεν είναι για πρόστιμο αλλά για πριμ». Από εκείνη τη στιγμή οι δύο παίκτες έγιναν κολλητοί.
Η μαγική «Ντόρια»
Όταν ο ιδιόρρυθμος επιχειρηματίας, Πάολο Μαντοβάνι, έγινε Πρόεδρός της το καλοκαίρι του 1979, η Σαμπντόρια βρισκόταν ήδη δύο χρόνια στη Serie B και της πήρε ακόμα τρία για να επιστρέψει στα σαλόνια. Το 1982 εκτός από το ότι ήταν γενικότερα μυθική χρονιά για το ιταλικό ποδόσφαιρο, θεωρείται και το ξεκίνημα του χτισίματος μίας εκπληκτικής ομάδας που θα έκανε σπουδαία πράγματα έως και τις αρχές της επόμενης δεκαετίας.
Τότε κάθε ιταλικό club είχε δικαίωμα για δύο ξένους και όλα έπαιρναν παικταράδες. Το Campionato ήταν το πιο συναρπαστικό Πρωτάθλημα και η «Σαμπ», αν και νεοφώτιστη, έκλεισε τους διάσημους Βρετανούς, Τρέβορ Φράνσις (δυο σερί Πρωταθλητριών με τη Νότιγχαμ Φόρεστ) και Λίαμ Μπρέιντι. Μαζί τους και έναν άγνωστο πιτσιρικά, ο οποίος όμως θα γινόταν ο ηγέτης του μέλλοντος. Ήταν ο Ρομπέρτο Μαντσίνι.
Το πρόβλημα του Μαντοβάνι ήταν ότι δεν μπορούσε να βρει τον σωστό άνθρωπο να πραγματοποιήσει το όραμά του. Η αναζήτηση σταμάτησε, όταν κατάφερε να πείσει τον Μπόσκοφ. Ο Γιουγκοσλάβος προπονητής είχε βρεθεί στο τιμόνι της Ρεάλ Μαδρίτης την τριετία 1979-1982. Η πορεία του όμως άρχισε να είναι καθοδική. Η ήττα στον Τελικό του Πρωταθλητριών του 1981 από τη Λίβερπουλ είχε επηρεάσει αρνητικά τον ίδιο και τους Μαδριλένους. Η Σπόρτινγκ Χιχόν και η Άσκολι που μεσολάβησαν μέχρι την «Ντόρια» είχαν αποτελέσει ελεύθερη πτώση για τον δάσκαλο του Νόβι Σαντ.
Η εξαετία όμως που θα ακολουθούσε θα ήταν κάτι το φανταστικό. Μετά τον Μαντσίνι, είχαν ήδη αποκτηθεί σταδιακά οι Τζανλούκα Βιάλι, Πιέτρο Βιέρκοβουντ, οι οποίοι είχαν πλαισιωθεί από τους σπουδαίους διεθνείς Τονίνιο Σερέζο (Βραζιλία) και Χανς Πέτερ Μπρίγκελ (Δυτ. Γερμανία).
Με αυτή τη βάση ήρθαν τα διαδοχικά Κύπελλα Ιταλίας (1988, 1989). Οι ξένοι αλλάχτηκαν με τους Βίκτορ Μουνιόθ (μετέπειτα προπονητής του Παναθηναϊκού), Σρέτσκο Κάτανετς και δίπλα τους βρέθηκαν οι εξαιρετικοί Ατίλιο Λομπάρντο, Τζουζέπε Ντοσένα, Αμεντέο Καρμπόνι.
Με αυτή τη σύνθεση ήρθε η πρώτη επιτυχία. Μόνο που στον Τελικό του Κυπελλούχων το 1989 η Μπαρτσελόνα του Γιόχαν Κρόιφ έχτιζε τον μύθο της “Dream Team” και πήρε την κούπα με 2-0. Δεν γινόταν ωστόσο να σταματήσει αυτό που ερχόταν. Ήταν η κατάκτηση του Κυπελλούχων κόντρα στην Άντερλεχτ, χάρη σε δύο γκολ του Βιάλι στην παράταση (1990).
Τα πάντα πλέον ήταν μονόδρομος και στόχος η απόλυτη κορυφή. Μόνο που το να πάρεις το Scudetto εκείνη την εποχή ήταν πιο δύσκολο από τα να σηκώσεις ευρωπαϊκό τίτλο. Απέναντί της η μηχανή του Μπόσκοφ είχε τη Νάπολι του Ντιέγκο Μαραντόνα, την Ίντερ των Γερμανών (Ματέους, Κλίνσμαν, Μπρέμε), την Πρωταθλήτρια Ευρώπης, Μίλαν, των Ολλανδών (Φαν Μπάστεν, Γκούλιτ, Ράικαρντ), τη Γιουβέντους του Μπάτζιο, τη Ρόμα του Φέλερ. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Κάθε ιταλική ομάδα ήταν τρομερά σκληρή και δυνατή.
Τα μεγάλα… πέναλτι
Οι μόλις τρεις ήττες στη σεζόν την είχαν κρατήσει στην κορυφή, όπου είχε αγκιστρωθεί από το τέλος του πρώτου γύρου. Τέσσερεις αγωνιστικές πριν το φινάλε, την υποδέχτηκε η Ίντερ που βρισκόταν στο -4. Με νίκη οι «Nerazzurri» έμπαιναν στο κόλπο του τίτλου, ενώ πλησίαζε ακόμα περισσότερο η δεύτερη Μίλαν.
Θα ήταν το βράδυ της ζωής του Παλιούκα. Η Ίντερ ήταν καταιγιστική. Ο Βάλτερ Τζένγκα δεν είχε ούτε μία επέμβαση, ενώ εκείνος μέτρησε 14 σωτήριες. Τα σουτ στην εστία ήταν 15-3 και τα κόρνερ 14-1. Κόντρα στη ροή του αγώνα, ο Ντοσένα έβαλε μπροστά τους «Blucerchiati» (60’), αλλά η Ίντερ κέρδισε πέναλτι. Ο κάτοχος της Χρυσής Μπάλας, Ματέους, βρέθηκε απέναντί του. Ο Παλιούκα όμως τον νίκησε και σε μία αντεπίθεση ο Βιάλι κλείδωσε το 0-2 και ουσιαστικά το Πρωτάθλημα.
«Θυμάμαι ότι έκλαιγα όλο το βράδυ και έκανα τέσσερεις μέρες να κοιμηθώ. Κανείς μας δεν μπορούσε να το συνειδητοποιήσει. Ήταν το πρώτο Πρωτάθλημα της Σαμπντόρια και το είχαμε πάρει εμείς».
Η Ιταλία τού ανήκε. Επόμενος στόχος το Πρωταθλητριών. Το πειραματικό-πρώτο Champions League με τους ομίλους. Ο Παναθηναϊκός θα την κοντράρει με δύο ισοπαλίες, αλλά εκείνη θα περάσει ως πρώτη κόντρα σε Ερυθρό Αστέρα, Άντερλεχτ. Στο Wembley την περιμένει και πάλι το ευρωπαϊκό ραντεβού με την Μπαρτσελόνα. Ο Παλιούκα θα κατεβάσει ρολά. Όχι όμως και στο ιστορικό απευθείας φάουλ του Ρόναλντ Κούμαν που θα δώσει το πρώτο μεγάλο τρόπαιο στην ιστορία της «Μπάρτσα».
Εκείνο το βράδυ θα αλλάξει τα πάντα. Ο Μπόσκοφ θα φύγει και ο Βιάλι θα πωληθεί στη Γιουβέντους. Η Σαμπντόρια δεν θα είναι ποτέ ξανά η ίδια.
Η κατάκτηση του Κυπέλλου το 1994 θα αποτελέσει μία αναλαμπή. Ο τερματοφύλακάς της όμως θα έχει καθιερωθεί ήδη για τα καλά ως ο καλύτερος στη χώρα.
Εκείνο το καλοκαίρι του 1994 θα κληθεί να κάνει το επόμενο βήμα και να αγγίξει το όνειρο. Ένα όνειρο που στο Μουντιάλ του 1990 ο ίδιος θεωρεί ότι θα έπρεπε ήδη να ήταν πρωταγωνιστής. «Το 1990 ήμουν εκπληκτικός. Ο Τζένγκα είναι σπουδαίος, αλλά εγώ ήμουν καλύτερος», θα γράψει χρόνια αργότερα, καθώς βρέθηκε αναπληρωματικός του στη «Squadra Azzurra».
Το 1994 η Ίντερ θα αναγνωρίσει την ανωτερότητά του και θα κάνει την υπέρβαση. Τα 8 εκατ. ευρώ που θα πληρώσει θα τον καταστήσουν τότε την ακριβότερη μεταγραφή τερματοφύλακα στην ιστορία. Μαζί με τα χρήματα του τρελού συμβολαίου του, θα αναχωρήσει για το Παγκόσμιο Κύπελλο της Αμερικής, όπου θα πάρει στο νήμα τα γάντια από τον μεγάλο αντίζηλό του της εποχής, τον Άντζελο Περούτσι της Γιουβέντους.
«Σε όλη μου τη νεανική ζωή θυμάμαι να είμαι φτωχός και να κάνω θυσίες. Πλέον βρισκόμουν εκεί όπου ονειρευόμουν. Πλέον ήμουν ευτυχισμένος». Η Ιταλία θα φτάσει στον Τελικό. Στον καυτό ήλιο της Πασαντένα αρχικά θα φιλήσει το δοκάρι που τον έσωσε στη βολίδα του Μάουρο Σίλβα. Η παγκόσμια κούπα θα κριθεί στα πέναλτι. «Ακόμη κλείνω τα μάτια και το σκέφτομαι. Βρίζω, θυμώνω, στεναχωριέμαι. Εγώ έκανα τη δουλειά μου. Μακάρι να τα έβαζαν και οι συμπαίκτες μου», θα εξομολογηθεί στο βιβλίο του. Ο Παλιούκα θα νικήσει τον Μάρτσιο Σάντος, θα αγγίξει εκείνο του Ρομάριο, μα οι Μπαρέζι, Μασάρο και Μπάτζιο θα λαθέψουν και στο τέλος θα πανηγυρίσει η «Seleção».
Φανταχτερός πιονέρος
Όλα αυτά φρόντισε να τα κάνει με έναν ξεχωριστό τρόπο. Ουσιαστικά υπήρξε ένας εκπληκτικός πιονιέρος σε όσα θα μιμούνταν οι μεταγενέστεροί του τερματοφύλακες.
Ο Παλιούκα είχε ένα σημαντικό μειονέκτημα, καθώς δεν ήταν αποτελεσματικός στις εξόδους. Ίσως αυτό να του στέρησε και το να φτάσει ακόμα πιο ψηλά στην ιστορική συνείδηση του πόσο καλός πορτιέρε υπήρξε πραγματικά στο σύνολό του.
Ήταν όμως ένα εκπληκτικό αιλουροειδές πάνω στη γραμμή του τέρματος. Εκτινάξεις, ένστικτο, αντανακλαστικά, ετοιμότητα, προσήλωση. Όλα στο μέγιστο. Κυρίως όμως ήταν το παιχνίδι του με τα πόδια. Η συμμετοχή του αμυντικά ως ένας έξτρα λίμπερο και επιθετικά με τον τρόπο που έστελνε συστημένες μπαλιές. Αυτό που αργότερα θα απογείωνε ο Μάνουελ Νόιερ, εκείνος το είχε κάνει σε φάση που ο ποδοσφαιρικός κόσμος παραξενεύτηκε, όταν το είδε.
Και δεν γινόταν να μην σου κάνει εντύπωση ο Παλιούκα. Με τις φανταχτερές και περίεργες χρωματικές επιλογές του. Οι άλλοτε κίτρινες, κόκκινες, μωβ, μπορντό στολές και τα φωσφωριζέ γάντια του προκαλούσαν κάθε βλέμμα, συμβάλλοντας στο χτίσιμο του μύθου του.
Ακόμα πιο σημαντική όμως υπήρξε η αγωνιστική συνέπεια και μακροημέρευσή του. Έπαιξε σε υψηλό επίπεδο μέχρι τα 41 χρόνια του. Μετά τη Σαμπντόρια, η πενταετία του (1994-1999) στην Ίντερ σημαδεύτηκε από σπουδαίες εμφανίσεις, αλλά δεν μετουσιώθηκε σε τίτλους, παρά μονάχα στην κατάκτηση του Κυπέλλου UEFA το 1998, με ένα χορταστικό 3-0 στον εμφύλιο με τη Λάτσιο.
Για τον ίδιο, εκείνη η ομάδα άξιζε πολλά περισσότερα και ειδικά το Scudetto της ίδιας χρονιάς. «Μας το έκλεψε η Γιουβέντους», εξακολουθεί να ισχυρίζεται θυμωμένος. «Εκείνο το πέναλτι που δεν μας δόθηκε στην ανατροπή του Ρονάλντο από τον Ιουλιάνο πήρε μαζί του και ένα κομμάτι της καριέρας μου. Είναι η μεγαλύτερη αγωνιστική αδικία που βίωσα».
Το 1999 ο Μαρτσέλο Λίπι θα βρεθεί στον πάγκο της Ίντερ και μαζί του θα πάρει τον Περούτσι, ο οποίος θα του πάρει τη θέση στους «Nerazzurri» και στην Εθνική για το Μουντιάλ του 1998. Ωστόσο, ένας τραυματισμός της τελευταίας στιγμής του Περούτσι θα τον θέσει ξαφνικά βασικό. Θα κάνει την απόκρουση του τουρνουά κόντρα στη Νορβηγία και στα προημιτελικά με τη Γαλλία θα πιάσει το πέναλτι του Λιζαραζού. Και πάλι όμως οι δικοί του θα αστοχήσουν και δεν θα τον αφήσουν να χαρεί.
Είναι η χρονιά που πρέπει να φύγει από το Μιλάνο και η ώρα να φορέσει τα «Gialloblu» της πρώτης αγάπης του. Η επταετία στην Μπολόνια θα του φέρει τις πιο πολλές παρουσίες στη Serie A. Το 2005 θα βιώσει την πίκρα του υποβιβασμού, αλλά θα μείνει να τη βοηθήσει στη Β’ κατηγορία.
Το 2006-2007 θα επιστρέψει στα σαλόνια. Θα παίξει μία σεζόν με την Άσκολι και εκεί θα ξεπεράσει το μεγάλο ίνδαλμά του, Ντίνο Τζοφ, καθώς θα γίνει ο πορτιέρε με τις περισσότερες συμμετοχές στο Campionato, ρεκόρ που χρόνια αργότερα θα του πάρει δικαιωματικά ο «Τζίτζι» Μπουφόν.
Κάπως έτσι λοιπόν, με θυμούς, τρόπαια, απογοητεύσεις και ευτυχισμένες στιγμές, έφτασε να είναι ο πέμπτος σε συμμετοχές (592) στην ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου αλλά και ο δεύτερος καλύτερος πεναλτάκιας (24 επεμβάσεις), μιας και του πήρε το ρεκόρ ο Σαμίρ Χαντάνοβιτς.
Πρωτότυπο…
«Στην εποχή μας ήταν ό,τι καλύτερο υπήρχε στον κόσμο. Πάντοτε αισθανόμουν ασφαλής στη σκέψη ότι μας φυλάει. Ένιωθα σε κάθε παιχνίδι ότι ξεκινούσαμε με πλεονέκτημα, επειδή είχαμε εκείνον στην εστία μας. Ο Τζανλούκα σημάδεψε μία γενιά και την ιστορία της εξέλιξης των τερματοφυλάκων».
Τα λόγια του Μαντσίνι αποτυπώνουν όσα πίστευαν για εκείνον συμπαίκτες και αντίπαλοι. Ο Παλιούκα βρήκε τον τρόπο να ξεχωρίσει σε μία σπουδαία εποχή για το άθλημα και στην καλύτερη για το Campionato. Η σπουδαία γενιά που ακολούθησε με την άφιξη των Τόλντο, Μπουφόν τον έθεσε νομοτελιακά σε δεύτερη μοίρα. Αλλά αυτό ήταν απλώς ζήτημα της εξέλιξης της ζωής και των νόμων του σύμπαντος.
Στα ντουζένια του όχι μόνο υπήρξε εντυπωσιακότερος και πιο αποτελεσματικός από τους ανταγωνιστές του αλλά ντυνόταν και καλύτερα. Και αυτό πάντα έχει αξία για κάθε Ιταλό. Το καταλάβαινες βλέποντας ότι άρχιζαν σταδιακά να τον αντιγράφουν. Στα ρούχα, στο παιχνίδι έξω από την περιοχή, σε όσα υπήρξε φανταστικός, κυρίως επειδή πάνω απ’ όλα φρόντισε να μην ακολουθεί καμία ξένη τάση.
Όπως θα συνηγορούσε και ο Τζάνι Βερσάτζε για το στιλ του, «Το σημαντικότερο σε ό,τι κάνουμε είναι να μην αντιγράφουμε εμείς. Πρέπει να δημιουργούμε τη δική μας μόδα. Να έχουμε αποφασίσει πώς θέλουμε να εκφραστούμε. Να ντυθούμε, να παίξουμε και να ζήσουμε με ένα τρόπο μοναδικό».
Και ο Τζανλούκα Παλιούκα τα υπηρέτησε όλ’ αυτά στον τέλειο βαθμό…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η μαγεία της μελαγχολίας του Ρομπέρτο Μπάτζο
Φαμπρίτσιο Ραβανέλι, Ο «Λευκός Ιππότης»
Τα post-it του Τζιανλούκα Βιάλι