Σουρουπώνει, στις 23 Ιουνίου του 2003. Το άγαλμα της Κυβέλης είναι ντυμένο στα λευκά κασκόλ.
Η παραδοσιακή πλατεία Cibeles γεμίζει από οπαδούς που κορνάρουν και ουρλιάζουν στιχάκια, εκκρίνοντας ντοπαμίνη, σεροτονίνη και κάθε μία από τις υπέροχες ορμόνες της ευτυχίας. Η Ρεάλ Μαδρίτης μόλις έχει κατακτήσει τη La Liga για 29η φορά και η ομάδα σπεύδει να σκαρφαλώσει στη μαρμάρινη προτομή του αρχαιοελληνικού συμβόλου της ισορροπίας και της δικαιοσύνης.
Εκείνος δεν λαμβάνει μέρος στη φιέστα. Όπως δεν το έκανε ποτέ, σε κανένα από τα επτά ασημικά που ο ίδιος επιμελήθηκε ώστε να προστεθούν στη «Βασιλική» τροπαιοθήκη. Τη στιγμή που άπαντες τραγουδούν τον ύμνο, ο Βιθέντε Ντελ Μπόσκε στέκει στο παρασκήνιο.
Εάν δεν τον γνώριζες, δεν θα σκεφτόσουν ποτέ ότι εκείνος την οδήγησε σε ακόμα έναν θρίαμβο. Περισσότερο σου αφήνει την εντύπωση ενός θείου που παρευρέθηκε άθελά του σε έναν γάμο. Που δεν βρήκε να φορέσει παρά ένα κακό, ξεχασμένο και ασύμμετρο κοστούμι. Που απλώς κοιτάζει διαρκώς το ρολόι του και στο πρόσωπό του σχηματίζεται η απόγνωση ενός ανθρώπου που αναζητά μία δικαιολογία για να φύγει νωρίς.
Οι οπαδοί θα φωνάξουν όμως το όνομά του. Θα τον αναζητήσουν και θα του αποδώσουν μερίδιο μικρότερο από αυτό που του αναλογεί στην επιτυχία. Ο ίδιος θα προσπαθήσει να ανταποδώσει με κάτι σε χαμόγελο, το οποίο όμως το παχύ, γκριζωπό, ατημέλητο και αντιτουριστικό μουστάκι του δεν θα επιτρέψει να φανεί.
Από ένα μπαλκόνι λίγο πιο ψηλά ο Φλορεντίνο Πέρεθ παρακολουθεί ατάραχος. Η στιγμή, η εικόνα νιώθει πως επιβεβαιώνει την ειλημμένη απόφασή του. Ακριβώς ένα 24ωρο αργότερα το τηλέφωνο στην οικία Ντελ Μπόσκε θα ηχήσει. Ο Πρόεδρος δεν θα τον καλέσει καν να του το πει από κοντά. Η απόλυση θα τον βρει αγκαλιά με το Πρωτάθλημα και την ασέβεια της τηλεφωνικής απόλυσης. Μαζί του, με τον ίδιο τρόπο, με λίγα λεπτά διαφορά θα ακολουθήσει και το τέλος της συνεργασίας με τον αρχηγό. Έπειτα από 14 χρόνια ο Φερνάντο Ιέρο θα διωχθεί με μία ατιμωτική κλήση στο κινητό του.
Για τον Βιθέντε είναι ένα τέλος που δεν περίμενε αλλά και μία αρχή για κάτι που δεν θα μπορούσε καν να ονειρευτεί…
Στις… ράγες
Όταν ένα τρένο τροχοδρομεί, δεν υπάρχει καμία δύναμη που να μπορεί να το βγάλει από τις ράγες. Μοιάζει εκείνη τη στιγμή να αντλεί ορμή μέσα από την καρδιά και επεκτείνεται στο διηνεκές, χωρίς τη θέληση να σταματήσει. Η ενασχόληση με τον σιδηρόδρομο οπότε καθίσταται για όσους ασχοληθούν μαζί του ένα παραμυθένιο ταξίδι και δημιουργεί συναισθήματα απλότητας και αρχοντιάς.
Τουλάχιστον έτσι τα περιέγραφε ο παππούς Μανούελ Ντελ Μπόσκε στα μικράτα των Βιθέντε και Φερμίν. Τα εγγόνια άκουγαν τις ιστορίες, τις οποίες σιγοντάριζε, όποτε μπορούσε, και ο πατέρας Βιτορίνο, ο οποίος συχνά έλειπε από το σπίτι. Ο τελευταίος δεν εγκατέλειψε ποτέ τις σοσιαλιστικές ανησυχίες του που μετά τον ισπανικό εμφύλιο τον βρήκαν στην πλευρά των ηττημένων και σε τριετή φυλάκιση.
«Μεγαλώνοντας, το τρένο βρισκόταν πάντα μέσα στην ψυχή μου, έτρεχε στις φλέβες μου, όπως οι ρόδες του στις ράγες. Στις γραμμές του μάθαμε να κλωτσάμε το τόπι και να το ψάχνουμε κάτω από τα σκουριασμένα βαγόνια.
Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από την παιδική ηλικία μου, αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι την πρώτη μπάλα μας τη βρήκαμε πεταμένη εκεί. Ήταν Πρωτοχρονιά και μας την είχε αφήσει δώρο κάποιος Άγιος Βασίλης των φτωχών. Από τότε δεν σταμάτησα να την κλωτσάω ποτέ ούτε να δίνω οδηγίες από κάποιον πάγκο ή να φωνάζω μόνος μου στην τηλεόραση. Το τρένα, πάντα αυτό. Ακόμα και η γυναίκα που παντρεύτηκα, η μονάκριβή μου Μαρία, είναι κόρη μηχανοδηγού».
Ο ποδοσφαιριστής
Και μιας και η μπάλα δεν αποχωρίστηκε ποτέ από τα πόδια του, το 1966, στα 16 του, ο Βιθέντε βρέθηκε να παίρνει τις πρώτες συμμετοχές με τη Σαλαμαντίνο, τη Β’ ομάδα της πόλης του, Σαλαμάνκα. Αν και ξεκίνησε ως σέντερ φορ, γρήγορα βρέθηκε να οπισθοχωρεί ως ενδιάμεσος. Ψηλός και δυνατός, με καλή αίσθηση του χώρου και επιθετικές αρετές, δεν άργησε να ξεχωρίσει.
Στα 17 του, έπειτα από φιλικό σε τουρνουά που παρακολούθησαν άνθρωποι της Ρεάλ, του δόθηκε ένα εισιτήριο για να ταξιδέψει με το τρένο στη Μαδρίτη. Εκείνη την εποχή οι Μαδριλένοι δεν είχαν Β’ ομάδα αλλά μία θυγατρική, την Καστεγιόν. Εκεί δόθηκε δανεικός αρχικά, για να ακολουθήσει μία σύντομη εμπειρία με την Κόρδοβα και ξανά η επιστροφή στην Καστεγιόν.
«Είχα στοιχεία που θα έβρισκες αργότερα στον Φερνάνδο Ρεδόνδο, αν κι εκείνος ήταν αρκετά πιο εκλεπτυσμένος. Ίσως να με παρομοίαζα περισσότερο με τον Σέρχιο Μπουσκέτς, αλλά εκείνος υπήρξε πιο μυαλωμένος από εμένα».
Η προσπάθειά του να αποδώσει τη δική του αγωνιστική εικόνα δεν αποδείχτηκε ποτέ ξεκάθαρη. Στην πραγματικότητα ο Βιθέντε ήταν ένας τίμιος εργάτης. Ήσυχος, ακούραστος, πειθαρχημένος, αξιοπρεπής. Τα χαρακτηριστικά δηλαδή που δεν σου επιτρέπουν να εντυπωσιάσεις. Πόσο μάλλον όταν βρίσκεσαι στη Ρεάλ. Ακόμα και έτσι όμως, είναι αρκετά καλός και στα 23 του θα του δοθεί η ευκαιρία στους «Merengues».
Το 1973 είναι ένα περίεργο καλοκαίρι. Θα ανοίξει η αγορά των ξένων. Η Ρεάλ θα αποκτήσει τον Γερμανό μαέστρο, Γκίντερ Νέτσερ, και τον Αργεντινό αρτίστα, Όσκαρ Μας. Είναι η στιγμή που η Μπαρτσελόνα κάνει τον Γιόχαν Κρόιφ την ακριβότερη μεταγραφή στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Κυρίως όμως για τους «Merengues» θα είναι το τέλος μία κορυφαίας εποχής, καθώς ο θρυλικός Μιγκέλ Μουνιόθ θα αφήσει τον πάγκο της έπειτα από 14 ένδοξα χρόνια.
Ο Λουίς Μολόουνι που θα ακολουθήσει θα την οδηγήσει στην ντροπιαστική όγδοη θέση, ενώ η «Μπάρτσα», η οποία τους έχει διαλύσει με “πεντάρα” στο Bernabéu, θα κατακτήσει τον τίτλο. Ωστόσο, στον Τελικό Κυπέλλου, όπου ο Βιθέντε θα είναι βασικός, θα τη νικήσουν και θα σηκώσουν μία ανέλπιστη κούπα.
Σταδιακά θα βρεθεί μόνιμα στην 11άδα και μαζί με τους Νέτσερ, Πίρι, Βελάθκεθ θα δημιουργήσουν ένα εκπληκτικό κέντρο που το 1975 θα τους επαναφέρει στην κορυφή της χώρας. Τότε θα κληθεί και στην Εθνική Ισπανίας. Με το εθνόσημο θα μετρήσει 18 συμμετοχές (ένα γκολ κόντρα στην Κύπρο) και θα είναι αναπληρωματικός στο Euro 1980.
Είναι η δική του μαγική εξαετία. Μέχρι το 1980 οι Μαδριλένοι θα το σηκώσουν πέντε φορές, χάνοντας μόνο το Πρωτάθλημα του 1977. Ταυτόχρονα ο Ντελ Μπόσκε θα κατακτήσει συνολικά τέσσερα Κύπελλα και θα αποτελέσει τον συνδετικό κρίκο δύο διαφορετικών περιόδων για τον σύλλογο.
Ο αγαπημένος του προπονητής και εκείνος που τον επηρέασε περισσότερο από κάθε άλλον, ο Βουγιαντίν Μπόσκοφ, θα τον τοποθετήσει ακόμα πιο πίσω και μαζί θα φτάσουν το 1981 στον Τελικό του Πρωταθλητριών. Η Λίβερπουλ του Μπομπ Πέισλι θα τους νικήσει με το γκολ του Άλαν Κένεντι, αλλά θα είναι η πρώτη φορά από το 1966 που θα πλησιάσουν τόσο κοντά στο κορυφαίο τρόπαιο.
Από την επόμενη χρονιά θα αρχίσει η καθοδική πορεία. Τα χρόνια και μυϊκοί τραυματισμοί τον βαραίνουν. Από πίσω όμως έρχεται και μία ιστορική φουρνιά για το club. Από τα σπλάχνα του ξεπετάγονται ταυτόχρονα οι Εμίλιο Μπουτραγκένιο, Μίτσελ, Μαρτίν Βάθκεθ, Μανόλο Σαντσίς και Μιγκέλ Περδέθα. Είναι η «Quinta del Buitre», δηλαδή η «Πεντάδα του Γύπα», όπως ονομάστηκε από τη γαμψή μύτη του υπέροχα εκλεπτυσμένου Μπουτραγκένιο.
Καθώς θα χαθεί ο τίτλος στην ισοβαθμία και με την Αθλέτικ Μπιλμπάο να έχει ένα γκολ περισσότερο, ο Ντελ Μπόσκε θα αποφασίσει στα 34 του πως ήρθε η ώρα για το μεγάλο αντίο, έχοντας στήσει μία διόλου ευκαταφρόνητη πορεία 518 αγώνων και 45 γκολ.
Η ευτυχία της αξιοπρέπειας
Από την ηλικία των 27 ετών είχε κάνει κάτι πρωτοποριακό, δείγμα του τι θα επακολουθούσε. Τότε έσπευσε να τελειώσει τη σχολή προπονητικής και, με το που ολοκλήρωσε την αγωνιστική θητεία του, η Ρεάλ τού έδωσε δουλειά βοηθού στις ακαδημίες της. Τρία χρόνια αργότερα, το 1987, είχε φτάσει η στιγμή να αναλάβει τη Β’ ομάδα, την περίφημη Καστίγια. Στα επτά χρόνια που ακολούθησαν έζησε το πιο ήρεμο και γλυκό όνειρό του.
«Ήμουν πραγματικά ευτυχισμένος. Το να μπορώ να μεταλαμπαδεύω στα παιδιά όχι μόνο τις αγωνιστικές γνώσεις μου αλλά κυρίως τον τρόπο που πιστεύω ότι οφείλουμε να αντιλαμβανόμαστε το παιχνίδι και τη ζωή, ήταν κάτι μαγικό. Ακόμα και μετά τις επιτυχίες που ακολούθησαν στην προπονητική καριέρα μου, εάν έπρεπε να επιλέξω να ζήσω ξανά σε κάποια εποχή, θα διάλεγα εκείνη στις ακαδημίες. Τότε με ζήτησαν ομάδες της La Liga, αλλά αρνήθηκα επανειλημμένως. Έπαιρνα πολύ λίγα χρήματα, μα δεν με απασχόλησε ποτέ αυτό. Τα πάντα ήταν ζήτημα σεβασμού, αγάπης και πάθους για όσα έκανα».
Για τον Βιθέντε από πολύ νωρίς τα πάντα είχαν να κάνουν με τον συνετό χαρακτήρα του και τα συναισθήματα που απορρέουν από τις πιο βαθιές συγκινήσεις. Ντροπαλός στην εμφάνιση, στενός στις συναλλαγές, ταπεινός και σεβαστός από όσους τον γνωρίζουν, κάθε αλλαγή στέγης θα ήταν κάτι σαν προδοσία στις αξίες του ανδρός. Και σε αυτό ήταν πάντοτε ξεκάθαρος και αμετακίνητος.
Όλα για εκείνον ήταν συναίσθημα. Ο ίδιος φρόντισε σε συνέντευξή του, έχοντας αποχωρήσει από το επάγγελμα, να απαγγείλει κάτι από τον Ρωμαίο ποιητή, Βιργίλιο, θέλοντας να εξυμνήσει την έννοια της αρετής:
«Το να ζεις πάντα στην ευτυχία και να περνάς τη ζωή χωρίς τύψεις σημαίνει να αγνοείς ένα μέρος της φύσης. Είσαι μεγάλος άντρας; Πού ξέρω αν η τύχη δεν σου έδωσε την ευκαιρία να επιδείξεις την αρετή σου; Ήρθες στους Ολυμπιακούς Αγώνες και σε αυτούς δεν είχες ανταγωνιστή: θα φορέσεις το Ολυμπιακό στέμμα αλλά όχι τη νίκη».
Τα παρακάτω λόγια θα τον συντρόφευαν σε όσα έκανε στους πάγκους ή και μακριά από αυτούς…
Ο πρώτος θρίαμβος
Τον Μάρτιο του 1994 ο Μπενίτο Φλόρο θα απολυθεί και ο Βιθέντε θα κληθεί για πρώτη του φορά να βοηθήσει τα μεγάλα αγόρια του συλλόγου. Θα τους πάει από έκτους στην τέταρτη θέση και θα επιστρέψει στους μικρούς του.
Τον Γενάρη του 1996 θα το ξανακάνει, αλλά για ένα και μόνο παιχνίδι, το θριαμβευτικό 0-5 στο San Mamés κόντρα στην Αθλέτικ.
Η ιστορία θα επαναληφθεί στις 18 Νοεμβρίου του 1999. Τότε που ο Λορένθο Σανθ θα τον καλέσει να αντικαταστήσει τον Τζον Τόσακ, ο οποίος σε 11 αγωνιστικές είχε μόνο τρεις νίκες και τα αποδυτήρια σε αποσύνθεση. Για τον Βιθέντε θα είναι έκπληξη, όταν θα του ζητηθεί να μείνει μέχρι τέλους.
«Ήμουν 17 χρόνια στα μικρά κλιμάκια και ουδέποτε είχα σκεφτεί ότι θα με ενδιέφερε να γίνω επαγγελματίας προπονητής».
Στο Πρωτάθλημα θα τα πάει χάλια (πέμπτη θέση), αλλά είναι το Champions League που θα του ανοίξει τον μεγάλο δρόμο. Στα προημιτελικά θα αποκλείσει την κάτοχο Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ με διπλό στην Αγγλία (2-3) και στα ημιτελικά ο Νικολά Ανελκά θα καθαρίσει την Μπάγερν. Στον Τελικό ο εμφύλιος με τη φανταστική Βαλένθια του Έκτορ Ραούλ Κούπερ, θα μετατραπεί σε μονόλογο. Εκείνο το 3-0 στο Παρίσι θα του δώσει και τη μονιμότητα στη θέση του πάγκου.
Γαλαξιακή προδοσία
Λίγο αργότερα όμως, στις προεδρικές εκλογές, ο Σανθ θα ηττηθεί από έναν άγνωστο ιδιοκτήτη κατασκευαστικής εταιρείας, ο οποίος κατέβηκε υποψήφιος με το χαρτί του Λουίς Φίγκο, του κορυφαίου δηλαδή παίκτη στον κόσμο εκείνη την εποχή, και την απόκτησή του από την Μπαρτσελόνα. Ο Φλορεντίνο Πέρεθ πήρε το χρίσμα και μαζί τον Πορτογάλο σούπερ σταρ. Ήταν η απαρχή της εξαγγελίας των διαβόητων «Galácticos».
Το 2001, μαζί με την αγορά του Ζινεντίν Ζιντάν, θα βγει από την ακαδημία ο Φρανθίσκο Παβόν και μαζί τους η ατάκα του Πέρεθ για το σχέδιο των «Zidanes y Pavones» (για κάθε μεγάλη μεταγραφή και ένας από την ακαδημία). Ο Ντελ Μπόσκε μοιάζει ο καταλληλότερος για να το υλοποιήσει. Θα ακολουθήσει ο Ρονάλντο το 2002 και τα αποδυτήρια θα μυρίσουν μπαρούτι από τη συγκέντρωση τόσο εύφλεκτων παικταράδων με τεράστιο “εγώ”. Κασίγιας, Ραούλ, Σαλγάδο, Ιέρο, ΜακΜάναμαν, Γκούτι, Μακελελέ, Φλάβιο Κονσεϊσάο, Ελγκέρα, Σολάρι συμπορεύονται και όλα μοιάζουν έτοιμα να εκραγούν ανά πάσα στιγμή.
Ωστόσο, ο Ντελ Μπόσκε καταφέρνει να τους κουμαντάρει όλους και να μεταφέρει τη δική του ηρεμία. Αυτή η πραότητά του θα οδηγήσει αυτόν τον γαλαξία στον Τελικό της Γλασκώβης. Εκεί όπου το ποίημα βολ πλανέ του «Ζιζού» θα φέρει ακόμα ένα Champions League. Συνολικά ο Βιθέντε θα την οδηγήσει σε δύο Πρωταθλήματα (2001, 2003), στα δύο Champions League, σε ένα Super Cup Ισπανίας (2001), Ευρώπης (2002) και ένα Διηπειρωτικό (2002). Ακόμα και έτσι όμως, θα ακολουθήσει η απόλυσή του αμέσως μετά τον τίτλο του 2003.
Είναι η πρώτη φορά που θα φανεί διαφορετικός. Στις πρώτες δηλώσεις του θα αφήσει να του ξεφύγει κάποια πικρία, ένας μικρός θυμός και μία έντονη απογοήτευση: «Δεν ταίριαζα στο πλάνο του συλλόγου. Όχι το αγωνιστικό αλλά με βάση το image μου», θα πει και στην ουσία δε θα σοκάρει κανέναν. Άπαντες το γνώριζαν αυτό. Τον αποκαλούσαν «ταβερνιάρη» από την πρώτη γνωριμία, την αρχική ματιά. Ο αφτιασίδωτος Βιθέντε Ντελ Μπόσκε, με το ασουλούπωτο ντύσιμο, το βαρετό, ντεμοντέ μουστάκι και τη μόνιμη άρνησή του να αλλάξει το οτιδήποτε σε εμφάνιση ή συμπεριφορά, δεν μπορούσε να χωρέσει στο πλάνο του Πέρεθ για την κορυφή του κόσμου.
Η προσβολή
«Πάντοτε προτιμώ να ακούω, να παρατηρώ και έπειτα να επικοινωνώ με τους παίκτες μου. Συζητάω μαζί τους, ακούω την άποψή τους. Είμαστε όλοι μαζί μέρος του πλάνου που υπηρετούμε. Και αυτό για έναν προπονητή δεν είναι σύμπτωμα αδυναμίας αλλά ικανότητα μεγάλης δύναμης», θα πει με νόημα μετά την απόλυσή του.
Κάποια χρόνια αργότερα θα κυκλοφορήσει ηχητικό από το 2006 που εκθέτει ανεπανόρθωτα τον Πέρεθ, καθώς μιλάει με άσχημο τρόπο για έναν προπονητή που χάρισε στην ομάδα επτά τρόπαια:
«Αυτό που συνέβη με τον Ντελ Μπόσκε στους πάγκους είναι το μεγαλύτερο προπονητικό ψέμα που έχω δει ποτέ. Δεν ξέρει να κάνει τίποτα. Ούτε να δίνει εντολές, ούτε να στήνει τακτική, ούτε να εμψυχώνει. Πήραμε τον Φίγκο και μαζί με τον Ραούλ και τον Ιέρο εκείνοι ήταν που έβγαζαν την 11άδα. Ο καημένος ο Βιθέντε απλώς συμφωνούσε. Δεν είναι σου λέω προπονητής παρά ένας βολικός κομπάρσος που λέει σε όλα “ναι”»!
Ήταν μάλιστα τόσο άστοχα όσα είπε ο Πέρεθ που είχε προβλέψει τότε για την Εθνική: «Και τώρα λένε ότι μπορεί να αναλάβει την Ισπανία. Μα ποιος; Ο Βιθέντε; Μα πάνε καλά; Θα καταστρέψει και τη χώρα όπως κι εμάς». Αυτό το τελευταίο το ξεστόμισε κατηγορώντας τον ουσιαστικά για όσα ακολούθησαν την απόλυσή του. Πέρασαν τρία χρόνια για να ξαναπάρει Πρωτάθλημα η Ρεάλ (και πάλι το πήρε με τον Φάμπιο Καπέλο και τον απέλυσαν αμέσως) και 14 για να κατακτήσει την Ευρώπη.
Τα όσα ακολούθησαν θα τον διέψευδαν εκκωφαντικά…
Στην κορυφή του κόσμου
Η βιαστική και σύντομη περιπέτειά του στην Κωνσταντινούπολη θα λήξει με την απόλυσή του το 2005. Έπειτα από έναν χρόνο στην ανεργία, θα τον πλησιάσει η Ισπανική Ομοσπονδία. Η «Furia Roja» έχει αποκλειστεί πρώιμα στο Μουντιάλ της Γερμανίας και η αρχική σκέψη είναι να διώξουν τον Λουίς Αραγονές. Ο Ντελ Μπόσκε που είναι καλός του φίλος αρνείται. Ο Αραγονές όχι μόνο μένει αλλά οδηγεί τη χώρα στην κορυφή της Ευρώπης το 2008, κάτι που είχε να συμβεί κοντά μισόν αιώνα.
Παίρνοντας το Euro, ο Αραγονές ανακοινώνει την αποχώρησή του από τους πάγκους και τότε ο Ντελ Μπόσκε λέει το πολυπόθητο «ναι».
Είναι η στιγμή που θα απογειώσει τον ίδιο και τη χώρα. Ουσιαστικά δεν θα αλλάξει τίποτα. Το περίφημο «tiki taka» με τις χίλιες και μία πάσες θα παραμείνει και το μόνο που θα κάνει είναι αυτό που ξέρει καλύτερα. Να βολέψει και να χωρέσει όλους τους καλούς μέσα στο σύστημα, εισπράττοντας το μέγιστό τους.
Με το εκπληκτικό 10/10 στα προκριματικά, θα οδηγήσει τους Ισπανούς στο Μουντιάλ του 2010. Εκεί όπου, αν και μέσα στα φαβορί, θα ηττηθούν στην πρεμιέρας τους από την Ελβετία. Τότε είναι που ο Βιθέντε θα μπει στα αποδυτήρια πιο ήρεμος από ποτέ και το μόνο που θα κάνει είναι να απαγγείλει μία φράση του Γάλλου συγγραφέα, Λα Ροσφουκό:
«Για να ασκείς την τέχνη της γαλήνης: Ηρέμησε το πνεύμα σου και γύρισε πίσω στην πηγή. Καθάρισε το σώμα και την ψυχή, αποβάλλοντας κάθε κακία, εγωισμό και επιθυμία. Να είσαι ευγνώμων για τα δώρα του σύμπαντος, την οικογένεια, τη φύση, τους συνανθρώπους σου».
Και, αφού αφήνει εμβρόντητους τους παίκτες του, τους λέει στο κλείσιμο: «Και τώρα πάμε να πάρουμε το τρόπαιο». Και το πήραν. Το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο θα τον τοποθετήσει οριστικά στο Πάνθεον του αθλήματος.
Δύο χρόνια αργότερα, στα γήπεδα της Πολωνίας-Ουκρανίας, θα κατακτήσει και το Euro. Έχοντας μπορέσει να βάλει να παίξουν μαζί οι Μπουσκέτς, Τσάμπι Αλόνσο, Ινιέστα, Τσάβι, Φάμπρεγας και Νταβίδ Σίλβα και χωρίς επιθετικό στην 11άδα, θα θεωρηθεί προπονητική ιδιοφυΐα.
Ο λαιμός του θα γεμίσει μετάλλια τιμής και το «France Football» θα τον τοποθετήσει 33ο στο all time ranking των προπονητών.
Η λήξη του Τελικού στο Κίεβο θα τον βρει ήσυχο. Καθισμένος στην άκρη του πάγκου, δεν θα τρέξει με υψωμένες γροθιές, μήτε θα φιλήσει το γρασίδι ή θα κάνει κάποια αφιέρωση στον ουρανό. Στη συνέντευξη τύπου που θα ακολουθήσει τον τελευταίο του θρίαμβο, θα εμφανιστεί πιο ταπεινός από ποτέ: «Το σημαντικότερο είναι, έπειτα από τόση επιτυχία, να μην απωλέσουμε την αίσθηση της ταπεινότητας. Να παραμείνουμε αυτοί οι όμορφοι άνθρωποι που ήμασταν και πριν. Και να συνεχίσουμε να πιστεύουμε ότι μπορούμε να γίνουμε ακόμα καλύτεροι, στο γήπεδο και στη ζωή μας»!
Μόνο που τα λόγια του δεν θα πιάσουν τόπο. Τουλάχιστον όχι σε αγωνιστικό επίπεδο. Στο Μουντιάλ του 2014 η Ισπανία θα τερματίσει 23η. Ωστόσο, θα τον κρατήσουν στη θέση του. Όχι όμως και μετά τον αποκλεισμό από την Ιταλία στους «16» του Euro δύο χρόνια αργότερα. Ο φανταστικός κύκλος του στην Εθνική θα κλείσει άσχημα, αλλά αυτό δεν γίνεται να επισκιάσει όσα κατάφερε ο πιο επιτυχημένος εκλέκτορας στην ιστορία της χώρας.
Ως το τέλος της διαδρομής…
Το ζήτημα με την περίπτωσή του είναι το πώς επιλέγει ο καθένας να τον τοποθετεί στο μυαλό του. Το αγωνιστικό στιλ και οι τακτικές του δεν θα σταθούν ποτέ ισάξια απέναντι στους Ελένιο Ερέρα, Αρίγκο Σάκι, Άλεξ Φέργκιουσον, Ζοσέ Μουρίνιο, Πεπ Γκουαρδιόλα κ.ά.
Αυτός που ίσως περισσότερο ταιριάζει μαζί του είναι ο Κάρλο Αντσελότι. Είναι αυτή η συνομοταξία των καθοδηγητών που μοιάζουν να έχουν κάποιου είδους master στην ανθρωποκεντρική ιδέα της προσέγγισης των συναισθημάτων των παικτών και του παιχνιδιού. Τους κάνουν να αισθάνονται χαρούμενοι, τους εμπιστεύονται και τους γεμίζουν αυτοπεποίθηση. Δημιουργούν ένα περιβάλλον ασφάλειας και ηρεμίας, όπου άπαντες αφήνουν εκτός την πίεση και τους εγωισμούς.
Στην πραγματικότητα, αυτός που με τόση σαθρότητα αποκάλεσαν (ή αποκαλέσαμε) «ταβερνιάρη» κέρδισε ό,τι άξιζε να κερδηθεί και το έκανε με τρόπο που ποτέ δεν φαινόταν δύσκολος. Λες και υπήρξε ένας λεπτός, δεξιοτέχνης μαέστρος των μεγαλύτερων ορχηστρών, διατηρώντας πάντα ευχαριστημένους τους ερμηνευτές του και αποφεύγοντας να πάρει πάνω του το παραμικρό κομμάτι λάμψης.
Και στην τελική ανάλυση, μέσα από τα σκληρά λόγια του Φλορεντίνο Πέρεθ, πως ο Βιθέντε «υπήρξε ένα προπονητικό ψέμα με ελάχιστη διάθεση για διάκριση και μηδενικές φιλοδοξίες», ίσως και να έχει δίκιο. Άλλωστε, όπως ο ίδιος ο Ντελ Μπόσκε επιμένει ακόμη, «ήταν όμορφα όλ’ αυτά. Το μόνο όμως που ζήτησα ποτέ ήταν το να προπονώ μικρά παιδιά»!
Όσο για τον τρόπο που έκανε τα πάντα; Αυτό οφειλόταν τελικά στα λόγια του πατέρα του, καθώς έμπαινε νεαρός στο βαγόνι για να παίξει στη Ρεάλ Μαδρίτης:
«Γιε μου, να μην μπλέξεις ποτέ με την πολιτική, να μην γίνεις κλέφτης, να μην αφήνεις να σε ταράζει τίποτα και να μην χαμηλώνεις τις αξίες της ζωής σου για κανέναν. Να πάρεις το τρένο της αξιοπρέπειας και να μην κατέβεις από αυτό, παρά μονάχα όταν σταματήσει ολότελα στο φινάλε της ζωής σου…»!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η ανολοκλήρωτη ιστορία του Ίκερ Κασίγιας
Ραούλ Γκονζάλεθ Μπλάνκο: Η Ιστορία αποκαθίσταται