Ο Μαξίμ Γκόρκι είχε, κάποιο φεγγάρι, γοητευθεί από την τσιγγάνικη ελευθερία.
Στην υπέροχη νουβέλα του, «Μάκαρ Τσουντρά», βάζει την πανέμορφη τσιγγάνα ηρωίδα του να απορρίπτει την πρόταση γάμου ενός ερωτοχτυπημένου Ούγγρου αριστοκράτη, με τα λόγια: «Φεύγω. Έχω να πάω στην άκρη του κόσμου». «Μα, γιατί, γιατί;», απορεί εκείνος απελπισμένος. «Για να γυρίσω πίσω», του εξηγεί η τσιγγάνα και τον παρατάει με αυτή την απαρηγόρητη απορία που αφήνουν οι ανεκπλήρωτοι έρωτες.
Όπως συνέβη με τον σπουδαίο Ρώσο συγγραφέα, έτσι και οι ανά τον κόσμο λαϊκές αφηγήσεις τοποθετούν τους τσιγγάνους της παλιάς εποχής στην κατηγορία του… αερικού.
Εκείνοι οι νομάδες έζησαν χάρη στην παροιμιώδη ευκαμψία τους και τη ζήτηση των μοναδικών προϊόντων της καλλιτεχνικής τους ευαισθησίας.
Και που ακόμη και στις μέρες μας, κάπου, κάπως, κάποιος εμφανίζεται και αναβιώνει το πνεύμα τους.
Όπως συνέβη στις λασπωμένες αλάνες και τα γήπεδα του κόσμου με τον Ράφαελ Φαν Ντερ Φάαρτ.
Ανέμελοι Ταξιδευτές στις λάσπες
Ο Ραμόν Φαν Ντερ Φάαρτ ανήκε στη φυλή των «Woonwagenbewoners». Με τούτο τον μακρόσυρτο γλωσσοδέτη οι Ολλανδοί τούς έδωσαν σε ελεύθερη μετάφραση την ονομασία «Ανέμελοι Ταξιδευτές». Η φυλή τους μάλιστα θεωρείται συγγενική με εκείνη των Ιρλανδών τσιγγάνων, μέσα από τους οποίους έχει γίνει διάσημη και η ιστορία των «Picky Blinders». Σε αντίθεση όμως με τους τελευταίους που υπήρξαν μπαγαπόντηδες, οι «Woonwagenbewoners» εξέλιξαν την πορεία τους παράλληλα με τη διαφορετικότητα της ολλανδικής κουλτούρας.
Κάποια στιγμή, στα τέλη των 70s, ο Ραμόν κατάφερε να συγκεντρώσει λιγοστά χρήματα και πραγματοποίησε το ταξίδι που κάθε τσιγγάνος έχει ονειρευτεί. Με ωτοστόπ έφτασε μέχρι τον ισπανικό Νότο. Εκεί, στην Ανδαλουσία, αφού περιηγήθηκε σε πόλεις και χωριά, έφτασε στην παραλία της Τσικλάνα Ντε Λα Φροντέρα, στα μέρη του Κάδιθ, για να γνωρίσει τον δικό του έρωτα. Μία νεαρή, εκλεπτυσμένη τσιγγάνα, η Λολίτα, κυοφόρησε το παιδί του και βδομάδες μετά τη γέννηση δέχτηκε να τον ακολουθήσει στο ταξίδι του γυρισμού.
Η οικογένεια από την οποία προήλθε ο Ραμόν και η οικογένεια που εκείνος μετέπειτα δημιούργησε έζησαν σε διαφορετικά μέρη της Ολλανδίας. Όταν όμως γεννήθηκε ο Ράφαελ, τότε αποφάσισαν ότι θα έμεναν κάπου στάσιμοι. Επέλεξαν το Μπέβερβαϊκ, καθώς είχε το πιο σωστά δομημένο και ασφαλές caravan park (οικισμός με τροχόσπιτα).
Την μπάλα ο πιτσιρικάς έμαθε να την κλωτσάει στις λάσπες. Το παιχνίδι του δρόμου ριζώθηκε μέσα στην ψυχή του.
Δεν θα γινόταν επομένως να μην λατρέψει την αλεγκρία ενός κοντούλη Βραζιλιάνου που έβγαζε μάτια με τους “εχθρούς”. Ενώ ο μπαμπάς ήταν με τον Άγιαξ, ο Ράφαελ τρελαινόταν με τα μαγικά που έκανε ο Ρομάριο με τη φανέλα της Αϊντχόφεν. «Το πρώτο ίνδαλμά μου ήταν εκείνος. Ο τρόπος που γύριζε επιτόπου το κορμί του, που ξεγλιστρούσε σε μισό τετραγωνικό, που μπορούσε με μία κίνηση να αλλάξει όλο το παιχνίδι. Ήθελα να γίνω σαν κι αυτόν»!
Ο Κρόιφ που… δεν έγινε
Ευτυχώς για τον μπαμπά, ο Ρομάριο έφυγε γρήγορα από την Ολλανδία για την Μπαρτσελόνα και μπόρεσε να πάει τον γιόκα του στον Άγιαξ. Ο Ράφαελ ξεχώρισε αμέσως και στα 10 του μπήκε σε μία από τις κορυφαίες ακαδημίες του κόσμου. Σε ηλικία 17 ετών ήταν πλέον έτοιμος να κατακτήσει τα πάντα.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν, έμαθε να αγαπάει έναν άλλον παίκτη. Ο Γιάρι Λιτμάνεν έγινε το απόλυτο είδωλό του. Και μέχρι που ο Ράφαελ έγινε βασικός, κανείς άλλον ενδιάμεσα δεν είχε υπάρξει ένα σωστό “10άρι” για τον «Αίαντα».
Στο Άμστερνταμ ο Φαν Ντερ Φάαρτ θα μπορέσει να συνδυάσει τα τσιγγάνικα γονίδια με τον προγραμματισμό της ολλανδικής ποδοσφαιρικής σχολής. Ουδέποτε όμως θα μπορέσει να μπει ολότελα στο τεχνικό καλούπι της.
Καθώς το ποδόσφαιρο κατέληξε να γίνει βιομηχανία και εξορίστηκε σιγά-σιγά η ομορφιά που πηγάζει από την απόλαυση να παίζεις και μόνο, ο Ράφαελ είχε μία επιμονή να αντιστέκεται. Σε έναν ποδοσφαιρικό κόσμο που καταδικάζει οτιδήποτε άχρηστο, και είναι άχρηστο οτιδήποτε δεν αποφέρει κέρδος, εκείνος παρουσίασε τη δική του νότα αλεγκρίας. Εξαρχής πήγε κόντρα στην τεχνοκρατία που έχει επιβάλει ένα ποδόσφαιρο ταχύτητας και δύναμης, που απαρνείται τη χαρά, σκοτώνει τη φαντασία και απαγορεύει την τόλμη.
Ήταν ένας από τους ελάχιστους συγχρόνους που εμφανίζονται ακόμη στα γήπεδα, αν και περιστασιακά, που σαν κάποιο τολμηρό αγρίμι ξεφεύγει από το πλάνο και διαπράττει το σφάλμα να τα βάλει με ολόκληρη την αντίπαλη ομάδα, τον διαιτητή και το κοινό στις κερκίδες. Το κάνει για την απόλαυση και μόνο του κορμιού, το οποίο ορμά στην απαγορευμένη περιπέτεια της ελευθερίας.
Κάπως έτσι βρέθηκε να λατρεύεται άμεσα στην Arena της πόλης. Από τον Απρίλιο του 2000, οπότε έκανε ντεμπούτο με τους μεγάλους, έως και τα μισά της επόμενης σεζόν το διάστημα ήταν αρκετό ώστε το κοινό και ο Τύπος να συνηγορήσουν για το ποιος θα ήταν. Όπως συνέβαινε πάντοτε με την περίπτωση του Ντιέγκο Μαραντόνα, έτσι και στην Ολλανδία δεκαετίες τώρα αναζητούν τον διάδοχο του Γιόχαν Κρόιφ. Και ο Ράφαελ είχε όλα εκείνα τα στοιχεία για να είναι ο εκλεκτός.
Ο Κο Αντιάνσε είναι που εκείνη την χρονιά θα τον πάρει από τα πλάγια και θα τον τοποθετήσει πίσω από τον επιθετικό. Εκεί θα βρει επαφή με τα δίχτυα και αυτή θα είναι συχνή. Το 2001 θα τον βρει με το βραβείο του ταλέντου της χώρας, αλλά ένας σοβαρός τραυματισμός στο γόνατο θα τον αφήσει για μήνες εκτός.
Το Χρυσό Αγόρι
Παραδόξως, για το 2001-2002 θα επιστρέψει ακόμα καλύτερος. Θα βάλει 14 γκολ σε 20 αγωνιστικές, θα οδηγήσει τον Άγιαξ στο Πρωτάθλημα και θα ψηφιστεί ταλέντο της χρονιάς στην Ευρώπη.
Η αμέσως επόμενη χρονιά θα είναι ίσως η καλύτερη όλης της καριέρας του. Στα 20 του, έπειτα από 18 γκολ και 12 ασίστ σε 20 αγωνιστικές, θα λάβει το πρώτο Golden Boy στην ιστορία του θεσμού, προσπερνώντας Κριστιάνο Ρονάλντο και Γουέιν Ρούνεϊ, και θα μπει στο στόχαστρο όλων των μεγάλων της Ευρώπης. Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και Λίβερπουλ τον τσεκάρουν σοβαρά, αλλά εκείνος θέλει να μείνει λίγο ακόμα στην πατρίδα.
Κάπου εκεί όμως θα βαρύνει πολύ για το νεαρό της ηλικίας του. Η πανέμορφη θεότητα της τηλεόρασης, Σίλβι Μέις, θα του κλέψει την καρδιά και την προσοχή από την μπάλα. Θα πάρει κιλά, θα βρεθεί ξενυχτισμένος παραμονή αγώνα, θα χλευαστεί, μα και πάλι θα είναι καταλυτικός στην κατάκτηση του Πρωταθλήματος. Το «scorpion kick» του κόντρα στη Φέγενορντ θα θεωρεί το γκολ της 10ετίας στην Eredivisie.
«Βρίσκεται αναμφίβολα στους 10 πιο δημοφιλείς παίκτες του 21ου αιώνα για το club», θα γράψει ο Έλκο Μπορν, ο πιο διάσημος αθλητικός ρεπόρτερ της χώρας.
Μόνο που οι τραυματισμοί θα είναι συνεχείς. Ένας σημαντικότερος από χτύπημα του ταλαντούχου συμπαίκτη του, Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς, που θα θεωρηθεί εσκεμμένο, ξεκινάει την αντίστροφη μέτρηση. Ο Ζλάταν, πριν φύγει για τη Γιουβέντους, του είχε πει ότι θα του έσπαγε τα πόδια. Αυτό ήταν το πρώτο πρόβλημα στη σεζόν 2004-2005.
Το δεύτερο ήταν ο ανερχόμενος Γουέσλι Σνάιντερ, ο οποίος σταδιακά έγινε ο αγαπημένος του Ρόναλντ Κούμαν. Όταν επέστρεψε από τον τραυματισμό, ο Κούμαν τού εξήγησε ότι πλέον θα έπαιζε στα πλάγια. Εκείνος αρνήθηκε και έμεινε στον πάγκο, με συνέπεια ο προπονητής να ζητήσει την απομάκρυνσή του.
«Μα τι πας να κάνεις στο Αμβούργο»;
Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει το καλοκαίρι του 2005 ότι αυτό το σπάνιο ταλέντο που προοριζόταν για τεράστια πράγματα θα συνέχιζε την καριέρα του στο Αμβούργο. Και αυτό μόνο για 5.5 εκατ. ευρώ. Ήταν μόλις 22 ετών και κάτι πήγαινε εντελώς λάθος. Ακόμα και ο Κρόιφ έσπευσε να αρθρογραφήσει σε εφημερίδα τη δυσαρέσκειά του, θεωρώντας ακατανόητη αυτή του την απόφαση-εξέλιξη και έχοντας τον ξεκάθαρο τίτλο-ερώτημα: «Τι στο καλό πάει να κάνει στο Αμβούργο ο Φαν Ντερ Φάαρτ;».
Ωστόσο, ο Ράφαελ θα μπει στη Bundesliga πολύ δυνατά. Με εννέα γκολ σε 16 αγωνιστικές θα βγάλει την ομάδα στο Champions League και θα την οδηγήσει στην κατάκτηση του Intertoto. Ήδη το κοινό στον γερμανικό Βορρά έχει βρει τον νέο αγαπημένο του παίκτη.
Εκείνος όμως θα τους απογοητεύσει, καθώς την επόμενη σεζόν θα είναι στα χάλια του. Προβλήματα τραυματισμών και η δημοσιοποίηση ότι χτύπησε τη σύζυγό του έχουν κάνει κακό στην εικόνα του. Την ίδια στιγμή βλέπει να συμβαίνει ό,τι και στον Άγιαξ με τον Σνάιντερ. Ένας νεαρός που παίζει στη θέση του εκτελεί φαουλάρες, έχει μακρινό σουτ και μοιράζει ασίστ, έχει μπει δυναμικά και έχει καλύψει το κενό του. Ο ανταγωνισμός με τον Χακάν Τσαλχάνογλου δεν θα είναι εύκολος.
Παρόλα αυτά θα κατακτήσει ξανά το Intertoto. Το 2007-2008 θα επιστρέψει στα καλύτερά του. Θα σκοράρει 12 γκολ στη Γερμανία και βγάλει την ομάδα εκ νέου στο Champions League. Ένας σοβαρός τραυματισμός θα τον αφήσει για τρεις μήνες εκτός, αλλά η Ρεάλ Μαδρίτης έχει ήδη πάρει την απόφασή της. Αυτή θα είναι η μεγαλύτερη ευκαιρία του.
Μεταξύ «Galácticos» και Κριστιάνο Ρονάλντο
Ήταν περίεργα εκείνα τα χρόνια στο Santiago Bernabéu. Οι Μαδριλένοι βρίσκονταν στη μετά «Galácticos» εποχή και πριν από εκείνη του Κριστιάνο Ρονάλντο. Πλήρωσαν 15 εκατ. ευρώ και πρόσθεσαν τον Ράφαελ στη μεγάλη ολλανδική παροικία τους (Φαν Νίστελροϊ, Ρόμπεν, Ντρέντε, Χούντελααρ), ενώ θα έβρισκε ξανά μπροστά του τον Σνάιντερ.
Το πρόβλημά του ωστόσο δεν θα ήταν εκείνος. Το δυνατό ξεκίνημα θα κρατήσει ελάχιστα. Μετά το χατ τρικ του με τη Χιχόν τον Σεπτέμβριο, θα σκοράρει μόνο μία φορά σε όλο το Πρωτάθλημα και ο Χουάντε Ράμος θα τον έχει 13η, 14η επιλογή. Το χειρότερο θα έρθει την επόμενη σεζόν. Για το 2009-2010 η άφιξη των Κριστιάνο Ρονάλντο, Κακά, Καρίμ Μπενζεμά θα τον στείλει μερικές φορές ακόμα και στην εξέδρα. Ο Ραούλ θα παίξει πιο πίσω ως “10άρι”, ενώ για τη θέση του θα βρεθεί τελευταία επιλογή, πίσω από Κακά, Γκούτι, ακόμα και από τον Εστέμπαν Γκρανέρο.
Ο Μάνουελ Πελεγκρίνι θα του πει ότι δεν τον υπολογίζει, αλλά εκείνος δεν θα φύγει. Υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στην οικογένειά του. «Ήταν η πιο δύσκολη χρονιά της καριέρας μου. Πολλές φορές προπονούμουν ακόμα και μόνος μου. Τελικά, μπήκα στο ρόστερ την ύστατη στιγμή. Δεν μπορούσα όμως να φύγω. Η σύζυγός μου είχε καρκίνο και έκανε τις θεραπείες της στη Μαδρίτη. Όφειλα να μείνω κοντά της, ακόμα και εάν δεν έπαιζα ποτέ ξανά».
Το καλοκαίρι του 2010 ο Ζοσέ Μουρίνιο, ο οποίος θα αναλάβει, θα αγοράσει τον Μεσούτ Οζίλ για «10». Τώρα πρέπει να αποχωρήσει.
Η ελευθερία στην Τότεναμ
Είχε φτάσει η τελευταία μέρα των μεταγραφών και προορισμός δεν υπήρχε. Εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε η Μπάγερν. Ωστόσο, το deal χάλασε στους προσωπικούς όρους του συμβολαίου του. Φαινόταν ότι θα ξέμενε και πάλι ως χαμάλης στη Μαδρίτη.
Και τότε συνέβη το απίθανο συμβάν, το οποίο αναδεικνύει στο έπακρο και την παντελή έλλειψη ανησυχίας από μέρους του Ράφαελ. «Ήταν 31 Αυγούστου. Στις 13:30 μου τηλεφώνησε ο δικηγόρος μου. Με ήθελε η Τότεναμ και η Ρεάλ ήταν ok με τα χρήματα. Μου είπε ότι είχα δύο ώρες το πολύ για να το σκεφτώ. Μετά θα έληγε η προθεσμία. Αυτό που έκανα ήταν να πέσω για ύπνο. Στις 15:40 με ξύπνησε το τηλέφωνο. Ήταν ο δικηγόρος που με ρωτούσε με αγωνία τι να κάνει. “Ας το κάνουμε, υπέγραψε”, του είπα»!
Στο Λονδίνο τον περίμενε ο καλύτερος προπονητής που του ταίριαξε ποτέ. Ο Χάρι Ρέντναπ τρελαινόταν με τον τρόπο που έπαιζε ο Φαν Ντερ Φάαρτ και του έδωσε απόλυτη ελευθερία. Εκείνος λοιπόν φρόντισε να του το επιστρέψει με υπέροχες εμφανίσεις. «Το σύστημά μου ήταν απλό. Έλεγα σε όλους να δώσουν την μπάλα στον Μόντριτς. Εκείνος θα την προωθούσε στον Φαν Ντερ Φάαρτ, ο οποίος με τη σειρά του είτε θα έβαζε γκολ είτε θα έδινε έτοιμο γκολ στον Κράουτς», είχε εξηγήσει γελώντας ο «Big Harry».
Και ήταν ωραία εκείνη η έκδοση των «Spurs». Με τους νεαρούς Λούκα Μόντριτς, Γκάρεθ Μπέιλ, έπαιξε όμορφο ποδόσφαιρο και έφτασε στο απόγειό της να διαλύει την Πρωταθλήτρια Ευρώπης, Ίντερ, στο Μιλάνο. Ο Ράφαελ με 13 γκολ και εννέα ασίστ ήταν ο πολυτιμότερός της.
Ένας γνήσιος showman που σπάνια είχαν δει στο White Hart Lane. Ήταν ο τύπος που έβαλε γκολ και έτρεξε να φιλήσει μία άγνωστη 80χρονη γιαγιά στην εξέδρα. Ο τύπος που, αφού έβαλε μία γκολάρα κόντρα στην Άρσεναλ, έσκασε ξεδιάντροπα ποδιά στον Τζακ Γουίλσιρ, λέγοντάς του «Εγώ στη θέση του την επόμενη φορά θα είχα τα πόδια μου κλειστά». Ο τύπος που μαζί με τους Ρόμπι Κιν, Τέντι Σέριγχαμ είναι οι μοναδικοί στην ιστορία του club με γκολ σε πέντε διαδοχικές αγωνιστικές.
Ακόμα κι έτσι όμως δεν τον κράτησαν. Ήταν ο καλύτερός τους, αλλά το 2012 που ανέλαβε ο Αντρέ Βίλας Μπόας τού εξήγησε ότι θα είναι αναπληρωματικός. Και πάλι έπρεπε να φύγει. Τούτη τη φορά εντελώς άδικα.
Η γιαγιά Ντολόρες και η λούπα του Τελικού
Αφού έπαιξε μόλις δύο ματς τον Αύγουστο, επέστρεψε στο Αμβούργο. Έμεινε εκεί για τρεις γεμάτες σεζόν, αλλά η ομάδα δεν ήταν καλή και, όπως συμβαίνει συνήθως και με τις παλιές αγάπες, δεν πήγαν στον Παράδεισο. Σε τρεις σεζόν γεμάτες τραυματισμούς έβαλε συνολικά 16 γκολ.
Δεν του έδωσαν άλλο συμβόλαιο και το 2015 πήρε μία περίεργη απόφαση. Ήταν 32 ετών και μετακόμιζε στην Μπέτις. Και ο λόγος δεν ήταν ποδοσφαιρικός. «Ήρθα να παίξω εδώ, για να βρίσκομαι δίπλα στη γιαγιά μου» Η Δόνα Ντολόρες με την τσιγγάνικη ψυχή τον υποδέχτηκε με αγάπη, αλλά, όπως του είπε και ο κόουτς Πέπε Μελ, «Είσαι ο καλύτερός μου με την μπάλα στα πόδια, αλλά, όταν δεν την έχεις, είσαι ο χειρότερός μου». Τον άφησε να παίξει μόλις επτά φορές και του είπε να αποχωρήσει.
Χωρισμένος από τη φανταστική Σίλβι από το 2010, καθώς τον απάτησε με πιλότο, αποφάσισε να ακολουθήσει αυτή τη φορά τη νέα σύντροφό του. Η Εσταβάνα Πόλτμαν έπαιζε χάντμπολ στη Δανία και έτσι ο Ράφαελ μετακόμισε στη χώρα. Πήρε Πρωτάθλημα ως ρεζέρβα με τη Μίντιλαντ (2017) και, αφού τον Αύγουστο του 2019 έπαιξε μία φορά με τις ρεζέρβες της Έσμπιεργκ για την ΣΤ’ κατηγορία της χώρας, ανακοίνωσε το οριστικό αντίο. Ένα αντίο που ουσιαστικά είχε έρθει νωρίτερα.
Όλα τα παραπάνω τα βίωσε παράλληλα με μία εξαιρετικά γεμάτη διεθνή καριέρα. Με την Εθνική Ολλανδίας ξεπέρασε τις 100 συμμετοχές (109, 25 γκολ) και πήρε μέρος σε τρία Euro (2004, 2008, 2012) και δύο Μουντιάλ (2006, 2010). Η κορύφωσή του με τους «Oranje» ήταν η πορεία προς τον χαμένο Τελικό της Νοτίου Αφρικής, όπου έπαιξε τον μισό ως αρχηγός.
«Ακόμη παίζω σε λούπα στα όνειρά μου μερικές φορές εκείνο το ματς. Βλέπω να βάζει εκείνο το γκολ ο Ρόμπεν και να σηκώνω εγώ την κούπα. Δεν νομίζω ότι θα πάψει ποτέ αυτή η προσομοίωση στο μυαλό μου».
Σε μιαν άλλη εποχή…
«Είχα ένα εκπληκτικό αριστερό πόδι και έναν τρόπο να βλέπω το γήπεδο όπως κανείς άλλος στις καλές μέρες μου. Ωστόσο, το δεξί μου ήταν χάλια και ήμουν αργός. Εάν ήμουν πιο γρήγορος, πιστεύω ότι θα είχα κατακτήσει την Χρυσή Μπάλα. Σε όλη μου την καριέρα έπρεπε όμως να μακιγιάρω αυτή την αδυναμία μου, έχοντας πιο γρήγορη σκέψη και μία διαφορετική προσέγγιση στο παιχνίδι». Ο Φαν Ντερ Φάαρτ δεν ήταν το κλασικό “10άρι”, όπως και ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται. Περισσότερο του ταίριαζε ο όρος του ιταλικού «trequartista». Ένας «fantasista», όπως εξίσου αποκαλούν οι Ιταλοί όσους έπαιξαν το παιχνίδι με περισσότερο μπρίο.
«Ίσως να ήταν πιο εύκολο για μένα, αν έπαιζε σε μία πιο παλιά εποχή. Τη σύγχρονη εποχή όμως δεν μπορούσα να την ακολουθήσω για πολύ. Θα μου άρεσε να ήμουν ένας παππούς του ποδοσφαίρου, μα το σώμα και το μυαλό μου δεν ήταν δομημένα για κάτι τέτοιο. Ανέκαθεν έπαιζα με τους δικούς μου όρους και δεν θα το άλλαζα για τίποτα αυτό. Ακόμα και αν μου στέρησε μεγαλεία». Κάπως έτσι ο Ράφαελ αποτύπωσε στην πορεία του όσα είχε γράψει χρόνια πριν στο «Ποδόσφαιρο στο φως και στο σκοτάδι» ο Εδουάρδο Γκαλεάνο.
Μόνο που την ίδια στιγμή επαναστάτησε στο εν λόγω σύστημα. «Εκείνος όμως που ξεκίνησε να παίζει μπάλα για τη χαρά του παιχνιδιού στους χωματόδρομους κάποιας φτωχογειτονιάς, τώρα δουλεύει ως παίκτης στα στάδια, με την υποχρέωση είτε να κερδίζει είτε να κερδίζει. Οι επιχειρηματίες τον αγοράζουν, τον πουλάνε, τον δανείζουν κι εκείνος αφήνεται, με αντάλλαγμα την υπόσχεση για περισσότερη φήμη και χρήματα. Όσο μεγαλύτερη επιτυχία έχει και όσο περισσότερα χρήματα κερδίζει τόσο περισσότερο δέσμιος του συστήματος γίνεται. Υποδουλωμένος, σε στρατιωτική πειθαρχία, υποφέρει καθημερινά το μαρτύριο των εξαντλητικών προπονήσεων και βομβαρδίζεται από παυσίπονα και κορτιζόνες που ξεγελούν το κορμί και κάνουν τον πόνο να ξεχαστεί. Και την παραμονή των σημαντικών αγώνων τον κλείνουν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης για καταναγκαστικά έργα: άνοστα φαγητά, μεθύσι με νερό, και μοναχικός ύπνος».
Για τον Ράφαελ Φαν Ντερ Φάαρτ το ποδόσφαιρο ήταν όπως και η νεανική νομαδική ζωή του. Όπως και η τσιγγάνα στο μυθιστόρημα του Γκόρσκι. Σαν ένα road trip, στο οποίο απόλαυσε την κάθε του μέρα, δίχως να κουβαλάει πολλές αποσκευές. Ήταν λες και παρέμεινε πάντοτε εκείνο το παιδί που έπαιξε αβίαστα. Έπαιξε χωρίς να ξέρει καν ότι παίζει, χωρίς σκοπό, χωρίς χρονόμετρο και χωρίς διαιτητή.
Έπαιξε σαν εκείνο το αγόρι στις λάσπες του οικισμού με τα τροχόσπιτα στο Μπέβερβαϊκ. Εκείνο το πιτσιρίκι που μπορεί τα γαλάζια μάτια του να γκριζάρισαν με τον καιρό, αλλά ουδέποτε έχασε τη λάμψη του, όταν του εμφάνισαν μία μπάλα μπροστά του…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ρόναλντ Κούμαν: Δικά του μέτρα, δικά του σταθμά
Ρούουντ Βαν Νιστελρόι: Η γέφυρα του Μωυσή