Έπαιζα μπάλα στις αλάνες του χωριού μου, της Μελίκης Ημαθίας, και είναι πολλές και όμορφες οι ποδοσφαιρικές μου αναμνήσεις από εκεί!
Καταρχήν ξεκίνησα πάρα πολύ μικρός να παίζω ποδόσφαιρο, ήμουν 13 χρόνων, τότε υπήρχε ένα Πρωτάθλημα που παίζαμε για τη Β’ Εθνική με πρωταθλήτριες ομάδες και είχαμε φτάσει μέχρι και τα Γιάννενα.
Ας φανταστεί κάποιος εμένα σε αυτήν τη μικρή ηλικία να ταξιδεύω στα Γιάννενα, στον Άγιο Κωνσταντίνο, πρώτη φορά κατέβηκα εκεί, πρώτη φορά πήγα από εδώ στη Μαλαισίνα, εμπειρίες συγκλονιστικές!
Η καταγωγή της μαμάς μου δεν είναι απ’ τη Μικρά Ασία αλλά την Ανατολική Ρωμυλία, Θρακιώτσσα, η μητέρα της έφυγε με τις ανταλλαγές πληθυσμών το 1922.
Αλλά εμείς έχουμε μέσα μας το ποντιακό στοιχείο, χορεύω και πολύ ωραία ποντιακά, αν πήγαινα στο «Just the two of us» θα ήμουν πρώτος, θα έπαιρνα το βραβείο με τους ποντιακούς χορούς.
Βέβαια, είμαι και καθηγητής Φυσικής Αγωγής, οπότε πρέπει να ξέρω όλους τους χορούς.
Επιστρέφοντας στο ποδοσφαιρικό κομμάτι, όταν μεταγράφηκα από τη Βέροια στην ΑΕΚ, είχα πάρει 800.000 δραχμές αλλά όχι όλα μαζί, τα πήρα μέσα σε πέντε χρόνια από τον ιδιοκτήτη, τον Αντρέα Ζαφειρόπουλο, κάθε χρόνο δηλαδή περίπου 150.000 δραχμές.
Και μόνο όμως που είχα πάρει μεταγραφή στην ΑΕΚ μου ήταν αρκετό!
Δεν με ενδιέφεραν τα λεφτά, αυτά έρχονταν σε δεύτερη μοίρα, είχα έρθει σε μια μεγάλη ομάδα να κάνω καριέρα, φεύγοντας από τη Βέροια, την ομάδα της καρδιάς μου.
Όταν πήγα στην ΑΕΚ, 20 ετών παιδί, δεν ήμουν ήδη ΑΕΚτσής, ήμουν μόνο Βέροια, αλλά στην πορεία, μένοντας στην ομάδα 12 χρόνια, έγινα και βέβαια τώρα είμαι πιο πολύ κι από τους ΑΕΚτσήδες!
Όταν πήρα μεταγραφή από τη Βέροια, δεν θα πήγαινα με την ίδια χαρά σε οποιαδήποτε ομάδα.
Είχαμε τότε προπονητή τον Τάκη Λουκανίδη που μου έλεγε για τον Παναθηναϊκό, ήταν στη μέση και ο Άρης μέσω ενός Γενικού Αρχηγού που είχαμε τότε, αλλά μου έκανε το “τσακ” η ΑΕΚ, ήταν το κάτι άλλο, οπότε λέω ότι θα πάω εκεί.
Μάλιστα, στην πρώτη πενταετία μου στη Ένωση (τότε ήταν πενταετή τα συμβόλαια) είχα μια πρόταση από τον Ηρακλή και τον Κώστα Περτσινίδη, τον συγχωρεμένο τον Πρόεδρο, αλλά δεν έκατσε, δεν το ήθελα.
Ήταν διαφορετικά εδώ, ήταν η ΑΕΚ, και μόνο η φανέλα με τον Δικέφαλο που φοράς σε κάνει διαφορετικό, σε κάνει ένα με αυτήν.
Θυμάμαι τότε που πρωτοείχα κατέβει στη Νέα Φιλαδέλφεια μεταγραφή, περίπου τέλη Ιουλίου, η ομάδα είχε φύγει προετοιμασία στη Γερμανία με τον αείμνηστο Χανς Τιλκόφσκι, οπότε εγώ έκανα εδώ μόνος μου, όσο μπορούσα βέβαια.
Όταν επέστρεψαν, για να μπω κι εγώ στο κλίμα της ομάδας, άρχισα να δουλεύω με όλους τους παίκτες που βρήκα. είδα Λάκη Νικολάου που ήταν ποδοσφαιριστής-επιστήμονας, Θωμά Μαύρο και λέω «πού ήρθα εδώ πέρα, τι γίνεται τώρα;», αλλά προσαρμόστηκα, προσπάθησα, δούλεψα.
Μιλάμε για παίκτες που τους είχα ινδάλματα και τους θαύμαζα τότε, έβλεπα Εθνική ομάδα με τον Πέτρο Ραβούση να κάνει φανταστικά τάκλιν, τον Λάκη Στεργιούδα στη μεγάλη πορεία της ΑΕΚ.
Και βέβαια είχα και φίλους συμπαίκτες στην Εθνική Ελπίδων, όπως ο Λύσανδρος Γεωργαμλής και ο Στέλιος Μανωλάς, οπότε όλα αυτά με βοήθησαν να μπω πιο γρήγορα στην ιδέα-ομάδα που λέγεται ΑΕΚ.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Θωμά Μαύρο, τον Χρήστο Αρδίζογλου, τον Μίροσλαβ Οκόνσκι (το δίδυμο του 1988-1989, Οκόνσκι-Καραγκιοζόπουλου, ήταν άλλο πράγμα), τον Τάκη Νικολούδη που έφυγε, τον Νίκο Χρηστίδη που μας έδινε συμβουλές στο ξενοδοχείο όπου μέναμε, ήμασταν μια ομάδα-οικογένεια.
Στα αποδυτήρια, όταν πήγαινε καλά η ομάδα, το κλίμα ήταν φοβερό, ήμασταν σαν αδέρφια, αλλά τότε ήταν τα πέτρινα χρόνια της ΑΕΚ και είχαμε πολλά προβλήματα μεταξύ μας, γιατί, όταν δεν πάει καλά η ομάδα, ο ένας τα ρίχνει στον άλλον, οι προπονητές έφευγαν κι έρχονταν, ήταν δύσκολες εποχές.
Εκτός από το 1983 που πήραμε το Κύπελλο στο Ολυμπιακό στάδιο κόντρα στον ΠΑΟΚ, ήταν δύσκολη περίοδος, μια βγαίναμε Ευρώπη, μια ήμασταν τιμωρημένοι και δεν παίζαμε, οι πρόεδροι και αυτοί έφευγαν κι έρχονταν, ήταν προβληματικά τόσο για εμάς τους ποδοσφαιριστές όσο και για την ίδια την ομάδα.
Είχαμε θέματα με τους φιλάθλους, έμπαιναν μέσα, θυμάμαι σ’ έναν αποκλεισμό απ’ τη Λαμία μπήκαν στα αποδυτήρια και μας κυνηγούσαν, πολύ δύσκολες καταστάσεις.
Και όλα αυτά από το 1988-1989 και το πρώτο μας μετά από 10 χρόνια Πρωτάθλημα άλλαξαν εντελώς, δημιούργησε κι ο Ντούσαν Μπάγεβιτς μια καλή ομάδα που στεκόταν στο γήπεδο και τη θαύμαζε ο κόσμος, οπότε όλα πήραν τον δρόμο τους.
Ο Ντούσαν Μπάγεβιτς ήταν ένας από τους καλύτερους προπονητές, ο οποίος εκτός από τις γνώσεις είχε και την αγάπη για την ομάδα, αυτή είναι η αλήθεια, έφερε την πειθαρχεία στην ΑΕΚ, στόχους κάθε χρονιά και νομίζω ότι η παραμονή του Ντούσαν είχε και έχει οδηγήσει την ομάδα σε υψηλά στάνταρ, ήταν ένας από τους προπονητές που άλλαξαν την ιστορία μας.
Είχαμε πολύ καλή σχέση προπονητή-παίκτη, σωστή και επαγγελματική, βέβαια τη δεύτερη χρονιά δεν με έβαζε να παίζω, αλλά ανεξάρτητα από αυτό αγαπιόμασταν.
Και, όταν κάναμε αστεία, τα κάναμε όλοι μαζί, γι’ αυτό η ΑΕΚ μεγαλούργησε, γιατί δημιούργησε παίκτες που ο ένας αγαπούσε τον άλλον και όλο το τιμ, τον Πέτρο Ραβούση, τον Παναγιώτη Σεχίδη, τον Δημήτρη Μπουρουτζήκα, ένα τιμ που βοήθησε την ομάδα, οι παίκτες βοηθηθήκαμε και όλοι μαζί φτιάξαμε την ιστορία της ΑΕΚ.
Φοβερός προπονητής ήταν και ο Όλεγκ Μπλαχίν, συνεργάστηκα μαζί του ως βοηθός του, πέρασε ορισμένα πράγματα στην ομάδα, είχαμε βγει δεύτεροι επί θητείας του και μετείχαμε στο Champions League.
Οι προπονητές κρίνονται από τα αποτελέσματα, δεν ανανέωσε τη συνεργασία του, ήρθε ο Τουμπάκοβιτς, άρχισαν τα προβλήματα μετά με την ENIC, έπεσε και το γήπεδο, οπότε ολοκληρώθηκε εκείνος ο κύκλος.
Θυμάμαι επίσης το πρώτο μου παιχνίδι στη Νέα Φιλαδέλφεια, με προπονητή τον «Τσικ», τον Τσαϊκόφσκι. Τότε το ποδόσφαιρο ήταν διαφορετικό, με man to man, και μου λέει «θα παίξεις man to man με τον Χουάν Ρότσα». Απαντάω «εγώ, μίστερ, δεν έχω παίξει ποτέ man to man», είχα έρθει σέντερ φορ από τη Βέροια. «Εν πάση περιπτώσει, θα το κάνεις και αυτό», μου είπε και για πρώτη φορά έπαιζαν δύο “10άρια” (φορούσαμε και εγώ και ο Ρότσα το «10», δεν ξέρω πώς έγινε) man to man, ήταν φοβερό, μάλιστα κερδίσαμε 1-0.
Εγώ αναλάμβανα και κάποιες δύσκολες αποστολές, όπως για παράδειγμα να χτυπάω τα πέναλτι. τα 12 απ’ τα 18 γκολ μου με την ΑΕΚ είναι από τη βούλα, νομίζω ότι ήμουν ο καλύτερος σε αυτό το κομμάτι, είχα καλή ψυχολογία και ψυχραιμία, αυτό ήταν το βασικό. όταν είσαι απέναντι απ’ το τέρμα, πρέπει να είσαι ψύχραιμος εκτός από ικανός.
Οι φίλαθλοι το όνομά μου δεν το πολυφώναζαν μέχρι το 1989, αλλά μετά συνέχεια, ακόμη και τώρα υπάρχουν κάποια συνθήματα που μου φωνάζουν.
Την πρώτη στιγμή που με πήραν τηλέφωνο από την ΠΑΕ και μου είπαν «θα κάνεις παρέλαση στα εγκαίνια της Αγιά-Σοφιάς», λέω «δεν γίνεται αυτό, πώς;», «κι όμως, είσαι μέσα στα 15-20 άτομα που θα κάνουν παρέλαση», μου απάντησαν.
Οι στιγμές από την πρόβα και την επιλογή του κουστουμιού μέχρι την είσοδο ήταν συγκλονιστικές, είχα αγωνία, αλλά, όταν πάτησα και το χώμα της ΑΕΚ μέσα στο γήπεδο, όλα ήταν φοβερά, γύρισα πολλά χρόνια πίσω, πολλές αναμνήσεις, ήταν κάτι το απίστευτο, συγκινήθηκα πολύ.
Πρέπει να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ και στην ΠΑΕ και στον Δημήτρη Μελισσανίδη που με επέλεξαν ως ένα από τα τιμώμενα πρόσωπα.
Ο Δημήτρης Μελισσανίδης μάλιστα ήταν Πρόεδρος την τελευταία μου χρονιά στην ΑΕΚ, το 1993, μαζί με τον Γιάννη Καρρά, και η παρουσία του ήταν καταλυτική τότε, όπως και τώρα που ηγείται μετά από τόσα χρόνια εμπειρίας και αποδεικνύεται πως είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει την ομάδα μας.
Και όσον αφορά στο γήπεδο και τη Νέα Φιλαδέλφεια, ένα γήπεδο που δεν υπάρχει κάπου αλλού, θεωρώ πως έκαναν λάθος όσοι παλιοί έλεγαν να στεγαστεί αλλού, είναι σημαντικό που έμεινε στον τόπο του, καθώς αποτελεί ένα τεράστιο κεφάλαιο για όλους μας και κυρίως για την ίδια την ομάδα.
Γεννημένος την 7η Μαΐου
Δεν είναι μόνο η χρονιά του 1989 χαραγμένη στην μνήμη μου, υπήρχαν πολλές στιγμές που έζησα, αλλά εκείνη είναι η καλύτερη και η σημαντικότερη και για για εμένα ως ποδοσφαιριστή και για την ΑΕΚ, η οποία μετά από μια πέτρινη δεκαετία πήρε το Πρωτάθλημα και από τότε ξεκίνησε να οδηγείται σε περισσότερους θριάμβους αλλά και να κάνει τους φιλάθλους της υπερήφανους.
Τότε λοιπόν, μια εβδομάδα πριν τον αγώνα με τον Ολυμπιακό, είχαμε ανέβει Πάρνηθα για προετοιμασία.
Ήταν η καλύτερη επιλογή για να μπορέσουμε να ηρεμήσουμε, βλέπαμε τον Ολυμπιακό να κόβει τούρτες, να πηγαίνουν σε events και γιορτές στην Αίγινα, εμείς όμως ήμασταν συγκεντρωμένοι, κάναμε προπόνηση, είχαμε το φαγητό μας, ήμασταν όλοι μαζί πρωί, μεσημέρι, βράδυ, και όλο αυτό αποδείχτηκε πολύ σημαντικό μες στο γήπεδο.
Μπορεί να πει κανείς ότι ήμασταν τυχεροί, αλλά στο ποδόσφαιρο πρέπει να είσαι και τυχερός για να πάρεις τους βαθμούς και τη νίκη.
Είχαμε πάει τότε και στο καζίνο, ο Οκόνσκι είχε βγάλει πολλά λεφτά, ήταν ο μόνος που έπαιζε, γιατί είχε χρήματα κι ο ίδιος, ήταν και ο μόνος που είχε γραβάτα μαζί του, η οποία ήταν απαραίτητη για να μπεις μέσα. μάλιστα, μας έλεγε «μη στενοχωριέστε, θα μπαίνω εγώ, θα βγαίνω, θα σας δίνω γραβάτα και θα μπαίνετε κι εσείς» και του απαντούσαμε «δεν χρειάζεται, Μίροσλαβ, εμείς δεν πρόκειται να παίξουμε, κάτσε παίξε όσο θες». Αυτά το πρώτο βράδυ.
Το δεύτερο μάς έβαλαν και εμάς χωρίς γραβάτες, αλλά καθόμασταν απλώς σε μια γωνία και βλέπαμε, ενώ μετά μας κερνούσε ο Οκόνσκι.
Τη μέρα του αγώνα και πάλι ήμασταν όλοι μαζί, φάγαμε όλοι μαζί, μας είπε ο κόουτς τη θεωρία, πώς θα παίξουμε και πήγαμε στο Ολυμπιακό στάδιο.
Εκεί οι περισσότεροι φίλαθλοι ήταν Ολυμπιακοί, μόνο 2.000 εισιτήρια είχαν πάρει οι ΑΕΚτσήδες, εμείς πηγαίναμε για δύο αποτελέσματα, νίκη και ισοπαλία, δηλαδή να μη χάσουμε, ο Ολυμπιακός ήταν πολύ καλύτερος, είχε ευκαιρίες, αλλά στο ποδόσφαιρο δεν κερδίζει αυτός που κάνει ευκαιρίες αλλά εκείνος που βάζει τα γκολ.
Αντίστοιχα, εμείς ήμασταν καλύτεροι του Ολυμπιακού σε επίπεδο φυσικής κατάστασης και συγκέντρωσης, πράγμα που κι αυτό έπαιξε τον ρόλο του.
Είχαμε κάνει φοβερό Πρωτάθλημα τότε, με τον Σπύρο Οικονομόπουλο που απέκρουε και τα πέναλτι, επρόκειτο για μια ομάδα που δεν είχε απόδοση φανταστική, αλλά έπαιρνε τα αποτελέσματα που ήθελε.
Και φτάσαμε σε εκείνο το κρίσιμο παιχνίδι, στο οποίο ο Ντούσαν μάς έδωσε στα αποδυτήρια τις ίδιες οδηγίες, ό,τι μας έλεγε πάντα, δεν ήθελε να αλλάξει κάτι, να κάνει κάτι διαφορετικό.
Κάποια στιγμή γίνονται δύο αποβολές στόπερ, του Μανωλά και του Πεππέ, ένας πανικός με τον Καραμάνη, τον διαιτητή, και τους Ολυμπιακούς που έμπαιναν μέσα στο γήπεδο.
Ο Πέτρος Ραβούσης λοιπόν λέει στον Μπάγεβιτς «πρέπει να κάνουμε αλλαγή και να μπει ένας αμυντικός» κι αυτός ήμουν εγώ!
Όταν μου είπαν ότι θα μπω αλλαγή να παίξω, δεν ένιωσα ούτε φόβο ούτε κάτι άλλο, είχα παίξει βασικός στο προηγούμενο παιχνίδι με τον Απόλλωνα, στο οποίο είχαμε χάσει 2-1 και είχε γίνει χαμός.
Ερχόμουν κι από τραυματισμό, δεν ήμουν ακόμη έτοιμος, αλλά πίστευα ότι, αν μπω, θα μπορώ να κάνω ό,τι μου πει ο προπονητής και… κάτι παραπάνω.
Βγαίνει ο Χριστοδούλου, μπαίνω εγώ και μετά… έγιναν τα γνωστά. έβαλα το γκολ με το αριστερό, το οποίο το είχα μόνο για το… αμπραγιάζ του αυτοκινήτου! Όταν είσαι καλός παίκτης, όλα γίνονται κι εγώ ήμουν καλός.
Στο γκολ μπερδεύτηκα κι άρχισα να πηγαίνω προς τους Ολυμπιακούς και λέω «πού πάω, αυτοί είναι κόκκινοι, δεν γίνεται»!
Γύρισα προς τους περίπου 2.000 δικούς μας, οι οποίοι βρίσκονταν πάνω από την εστία που έβαλα το γκολ, και γινόταν χαμός. μετά, βλέποντας βίντεο και στιγμιότυπα, είδα ότι όλος ο πάγκος είχε φτάσει μέσα, πώς βρεθήκαμε όλοι μαζί δεν ξέρω, γινόταν ένας πανικός.
Κάποια στιγμή έμεινα με κόκκινο φανελάκι!
Είχαν πάρει όλα τα φανελάκια οι άλλοι παίκτες και λέω στον αείμνηστο φροντιστή μας, τον Μιχάλη Κεραμιδόπουλο, «κύριε Μιχάλη, εγώ δεν πρόκειται να παίξω, οπότε δεν μου δίνεις σε παρακαλώ ένα μάλλινο από κάτω, γιατί έχει υγρασία μες στο Ολυμπιακό στάδιο;», μου λέει «Τάκη μου, μόνο αυτό έμεινε, το κόκκινο, θες να το πάρεις;» και του απαντάω «δεν πειράζει, δώσ’ το μου, ας είναι κόκκινο, κάτω απ’ τη φόρμα δεν φαίνεται τίποτα».
Και κάπως έχασα τη φανέλα της εμφάνισης και έμεινα μόνο με το κόκκινο, δεν υπάρχουν αυτά, μόνο σε μένα!
Στα αποδυτήρια πανζουρλισμός, δεν ξέραμε ποιοι είναι με ποιους, πανηγυρισμοί!
Και ύστερα, φεύγοντας από το Ολυμπιακό στάδιο και πηγαίνοντας προς Νέα Φιλαδέλφεια, σταματήσαμε περίπου δύο χιλιόμετρα μακριά, γιατί υπήρχαν φίλαθλοί μας παντού και το λεωφορείο δεν μπορούσε να προχωρήσει. Κατεβήκαμε και πήγαμε σηκωτοί στο γήπεδο!
Χαμός έγινε και μετά την τελευταία αγωνιστική κόντρα στον ΠΑΟΚ, αλλά και γενικότερα εκείνες τις ημέρες πηγαίναμε συνέχεια μπουζούκια (θυμάμαι είχαμε πάει και Πανταζή) και πανηγυρίζαμε, κόλαση!
Δεν έχω κρατήσει τίποτα από τότε, μετά το παιχνίδι τα πήραν όλα, δεν υπήρχε τίποτα να κρατήσω.
Μόνο τα παπούτσια ίσως, δεν θυμάμαι, και αυτό το κόκκινο φανελάκι, για το οποίο το μόνο που ξέρω είναι ότι κάποιος το έχει και θα μου το φέρει… Μάλλον θα το πάω στο μουσείο της ΑΕΚ, αλλά δεν έχω αποφασίσει.
Στα παιδιά μου εννοείται πως έχω δείξει εκείνην την στιγμή, εκείνο το γκολ, το δείχνω και στον εγγονό μου, αλλά είναι μικρούλης ακόμη και δεν καταλαβαίνει.
Όταν όμως είμαστε στη Νέα Φιλαδέλφεια και τον παίρνω μαζί για βόλτα, με χαιρετάει ο κόσμος, μου λέει «βρε παππού, όλους τους ξέρεις, πού τους ξέρεις;» κι εγώ του εξηγώ «έπαιζα μπάλα εδώ».
Επίσης, του δείχνω βίντεο και φανέλες που έχω, τον έχω κάνει ΑΕΚτσή, οπότε, εντάξει, κάτι κερδίσαμε!
Αν γύριζα πίσω στην ΑΕΚ και ζούσα ξανά εκείνα τα 12 χρόνια, δεν θα άλλαζα τίποτα. αν άλλαζε όμως όλη η ιστορία της ΑΕΚ, μακάρι εκείνα τα πέτρινα χρόνια να ήταν διαφορετικά. όλα όμως γίνονται για κάποιον σκοπό, για κάποιον λόγο.
Όταν έφυγα το 1993, στενοχωρήθηκα, αλλά μετά το σκέφτηκα διαφορετικά και είπα ότι έτσι είναι το (επαγγελματικό) ποδόσφαιρο, έρχεσαι εσύ και φεύγει κάποιος άλλος ή φεύγεις εσύ κι έρχεται άλλος.
Στη συνέχεια, πέρασα κι έναν χρόνο στον Απόλλωνα και έκλεισα την ποδοσφαιρική μου καριέρα.
Η ΑΕΚ τελικά είναι όλη μου η ζωή, συγκινούμαι και μόνο που το λέω, αλλά αυτή είναι η αλήθεια!
Ο Τάκης Καραγκιοζόπουλος είναι πρώην ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Παντελής Νικολάου: «Θα έρχεσαι για μένα στο γήπεδο» / Οι Χήρες των Σ.Κ. / Μια άγνωστη ιστορία
Αντώνης Μήνου: Φύλακας Εστίας / Ηλίας Ατματσίδης: Τεμέτερον
Βαγγέλης Βλάχος: Ζωή Παραμυθένια