Πρώτη φορά έπιασα ακόντιο στα χέρια μου στην ΣΤ’ Δημοτικού.
Έως τότε είχα δοκιμάσει κι άλλα αθλήματα, ποδόσφαιρο, μπάσκετ, χάντμπολ, βόλεϊ.
Από μικρός ήμουν ψηλό παιδί, σε σημείο που καμπούριαζα κιόλας για να μην φαίνομαι τόσο ψηλός σε σχέση με άλλα παιδιά τις ηλικίας μου.
Η γυμνάστρια λοιπόν μας έδειχνε τα αγωνίσματα του στίβου, σφαίρα, δίσκο, και ακόντιο, τότε το πρωτοέπιασα και μου έκανε “κλικ”, το θυμάμαι σαν τώρα, στους γονείς μου όμως δεν είπα τίποτα για το ακόντιο.
Εμείς εδώ, στις μικρές επαρχίες, ξέραμε ποδόσφαιρο, μπάσκετ κτλ, ως παιδί δεν ήξερα ότι υπάρχει στίβος ή πώς λειτουργεί όλο αυτό με τον κλασικό αθλητισμό, οι γονείς μας γνώριζαν.
Στη ΣΤ’ Δημοτικού γίνονταν και γίνονται αγώνες μεταξύ σχολείων, τότε μάλιστα δινόταν πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα, και είχα κερδίσει το τοπικό Πρωτάθλημα στο «τοπάκι».
Το είδε αυτό ο πατέρας μου και με πήγε στο στάδιο για να ξεκινήσω στίβο, διότι και ο ίδιος ήταν παλιός αθλητής του. τα παλιά τα χρόνια όλοι ασχολούνταν, δεν υπήρχαν, όπως τώρα, καφετέριες, μπαρ, κλαμπ, οπότε όλα τα παιδιά ήταν έξω κι έκαναν αθλοπαιδιές.
Και εκεί, όταν έμαθαν ότι είχα κερδίσει το «τοπάκι» αγοριών, με έβαλαν να ρίξω ακόντιο κι έτσι ξεκίνησα.
Στο σχολείο και το Λύκειο, περίοδος κατά την οποία ήδη είχα αποκτήσει ένα “μικρό όνομα”, τα πράγματα ήταν πολύ απλά, δεν αντιλαμβανόμουν κάτι διαφορετικό στη συμπεριφορά των συμμαθητών μου, παρότι, για παράδειγμα, είχα ήδη συμμετοχές με την Εθνική ομάδα από τα 16 μου.
Βέβαια, δεν έκανα τη ζωή που έκαναν οι συμμαθητές μου, με κρατούσαν οι γονείς μου πίσω, παρά τη θέλησή μου βέβαια.
Ούτε και επταήμερη εκδρομή πήγα, αν και στη Γ’ Λυκείου ήμουν πιο συνειδητοποιημένος, είχαμε και τους αγώνες με την Εθνική ομάδα, οπότε αυτό ήταν το πρωτεύον.
Στην πορεία δεν στερήθηκα κάτι, είχε γίνε πλέον και τρόπος ζωής μου, είχα μάθει να μην ξενυχτάω, έβγαινα μεν συνεχώς, αλλά είχα μια σταθερή ώρα που θα γυρνούσα πίσω, χωρίς να κουράζω τον εαυτό μου.
Για παράδειγμα, το Χάλκινο μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Εφήβων, αν και ήμουν πολύ χαμηλά ακόμη, ήταν αποτέλεσμα μεγάλης προσπάθειας, ήμουν ήδη κατασταλαγμένος και ήξερα ότι έπρεπε να παλέψω πολύ. ήμουν στην Εθνική ομάδα και κοντά σε αθλητές του παγκόσμιου χάρτη, οπότε ήταν για εμένα ένα κίνητρο, είχα μπει σε μια τροχιά ανταγωνιστική, είχα στο μυαλό μου την επιτυχία.
Στα 21 μου επίσης ήμουν Πρωταθλητής Ευρώπης U23, κατηγορία πριν τους Άντρες, στην Οστράβα, τότε είχε ξεκινήσει αυτού του είδους το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. ήμουν πολύ καλά, είχα αρχίσει να ανδρώνομαι σιγά-σιγά , είχα μια πολύ καλή επίδοση, 83.80, και από εκεί και μετά άρχισα όντως να πιστεύω ότι μπορώ να τα καταφέρω.
Βέβαια, ήξερα ότι υπήρχαν μεγαθήρια, όπως ο Ζελέζνι που ήταν μια φουρνιά πάνω από εμένα, και ότι οι επιδόσεις μου είναι μακριά από τις δικές τους, αυτοί ήταν στα 90 κι εγώ στα 83.84 και όχι σταθερά πάντα, οπότε είχα δρόμο μπροστά μου κι όλο αυτό ήταν ένα κίνητρο.
Όλα αυτά τα χρόνια δεν κατάλαβα και πολύ την αναγνωρισιμότητά μου, δεν είμαι και τέτοιος χαρακτήρας, δεν προσπαθούσα να είμαι στα ΜΜΕ και τα social media, δεν υπήρχαν τότε εξάλλου παρά μόνο ο γραπτός τύπος.
Στην αρχή βέβαια με χαροποιούσε πολύ και με χαροποιεί ακόμη, αλλά κάποια στιγμή, όταν έγινα αρκετά αναγνωρίσιμος αθλητής, κατάλαβα ότι έπρεπε λίγο να προσέχω τις κινήσεις μου, δεν ήμουν απόλυτα ελεύθερος, έπρεπε να έχω και ένα image σταθερό, όχι ότι έκανα παλαβομάρες στη ζωή μου ή κάτι το extreme, αλλά έπρεπε να προσέχω λίγο περισσότερο.
Και ήμουν και στο Διδυμότειχο, την ιδιαίτερη πατρίδα μου, από την οποία άργησα να φύγω, έκανα λάθος μεγάλο σε αυτό το σκέλος, με κρατούσε και ο προπονητής μου, ο Θανάσης Τσιτσιμάγκας, τον οποίον αγαπούσα πολύ και δεν ήθελα να τον αφήσω.
Ο ΣΕΓΑΣ από πολύ νωρίς, επί Μολυβά τότε, έκρουε συνέχεια τον κώδωνα για το ενδεχόμενο να κατέβω στην Αθήνα και να προπονηθώ σωστά.
Εγώ δεν ήθελα, υπήρξαν φασαρίες, κάποια στιγμή μετά την αποτυχία μου στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1996, στους οποίους κατάφερα μεν να μπω πρώτος στον Τελικό, αλλά τελικά βγήκα 10ος, πάρθηκε η απόφαση να φύγω για την Αθήνα και ένα καλύτερο μέλλον.
Η Πολιτεία το ήθελε, πλέον το ήθελα κι εγώ, γιατί στο Διδυμότειχο ήμουν πια μόνος μου, όλοι μου οι φίλοι και γνωστοί είχαν φύγει, δεν είχα παρέες, δεν είχα τίποτα, και κυρίως λόγω αυτής της αποτυχίας στους Ολυμπιακούς.
Υπήρξαν και κάτι φασαρίες με την οικογένειά μου, εμένα, τον προπονητή μου και την Ομοσπονδία, ένα μπάχαλο, έφυγα, πράγμα που έπρεπε να έχω κάνει πολύ πιο νωρίς, έκανα μεγάλο λάθος σε αυτό.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις στιγμές που έζησα στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Αθήνας το 1997 στο Ολυμπιακό στάδιο, όπου κατέκτησα το Χάλκινο μετάλλιο, μένουν για πάντα στο μυαλό και τη ζωή ενός αθλητή!
Πρώτη φορά έβλεπα ένα στάδιο γεμάτο με τόσο κόσμο σε αγώνες στίβου, είχα δει και στην τηλεόραση, όταν αγωνίστηκαν Βερούλη και Σακοράφα, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ τι συναισθήματα μπορούσε να δημιουργήσει μέσα σου αυτός ο κόσμος.
Μπορούσα κι εγώ να σταθώ τότε στις επιτυχίες, ανέβηκα και στο τρίτο σκαλί μέσα στη χώρα μας, ήταν ό,τι καλύτερο!
Κορυφαία μου στιγμή, τουλάχιστον από άποψη διάκρισης, ήταν το 1999 με το Ασημένιο μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό της Σεβίλης, ανέβηκα πια στο δεύτερο σκαλί, κι ας ήταν λίγοι οι πόντοι για τους οποίους έχασα το πρώτο, αλλά τι να κάνουμε, έτσι είναι ο αθλητισμός.
Πάντως, όλες μου οι επιτυχίες έχουν τη δική τους ομορφιά και σημασία, όπως για παράδειγμα και το Χάλκινο μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2001, εκεί όπου υπήρχε περίπτωση να μην κατέβω, καθώς είχα μεγάλο πρόβλημα με το πόδι μου, πονούσε πολύ.
Παρόλ’ αυτά, πήρα το μετάλλιο, κάτι εντελώς ανέλπιστο, δεν το περίμενε κανείς, ούτε καν εγώ, αλλά εν τέλει με πείσμα και θέληση αυτό το πράγμα έγινε!
Είχα θέμα με την κίνησή μου, δεν ήμουν ελεύθερος να τρέξω, να αισθανθώ, να πατήσω με όλη μου τη δύναμη, μετά από κάθε προσπάθεια πονούσα, υπήρχε ένταση, υπήρχε κόντρα, χτύπημα στο χτύπημα, ε, στο τέλος, στην τελευταία προσπάθεια, δεν μπόρεσα να αντεπεξέλθω, δεν άντεξα.
Άλλη ωραία ανάμνηση αποτελεί το Πανελλήνιο ρεκόρ μου, το 91.69, το οποίο κρατάει ακόμη απ΄το 2000!
Το έκανα σε μια μικρή φινλανδική πόλη, είχαμε πάει με τον προπονητή μου, τον Αντώνη Παπαδημητρίου, στην Εσθονία, μας προσέγγισαν εκεί άνθρωποι από το μίτινγκ αυτό και μας λένε «σε λίγες μέρες έχουμε ένα μίτινγκ εκεί, ελάτε».
Εγώ ήθελα να γυρίσω πίσω στην Ελλάδα, για να πω την αλήθεια, είχα κουραστεί, προηγουμένως είχαν γίνει άλλα δύο μίτινγκ, Ελσίνκι και κάπου αλλού, ήμασταν πολύ καιρό στους δρόμους, 15 μέρες, οπότε το σκεφτόμασταν.
Μιας και ήμασταν εκεί όμως, μου λέει ο Αντώνης «πάμε να αγωνιστούμε, δεν τρέχει τίποτα, ίσα-ίσα».
Δεν ήξερα φυσικά ότι ο Ζελέζνι θα ήταν εκεί, ότι οι τρεις καλύτεροι της εποχής θα ήμασταν εκεί. το είχαν στήσει πάρα πολύ καλά εκείνο το μίτινγκ.
Παρόλο που εγώ αισθανόμουν κουρασμένος, είχε χαλαρώσει ο οργανισμός μου και βγήκε η μεγάλη επίδοση.
Σκέφτηκα ότι μπορώ να κάνω τα πάντα. όταν έριξα, το κατάλαβα ότι συμβαίνει κάτι το διαφορετικό. Απ’ όταν έφυγε το ακόντιο, μέσα από το σώμα μου αισθάνθηκα αυτήν την ένταση του πώς είναι στα 90.
Το σκεφτόμουν βέβαια ότι, αν και τώρα δεν… Ήμουν πολύ καιρό στα 89.50, 89.80, 89.90, δεν έφευγε όμως λίγο πάνω. Εκείνη τη φορά το κατάλαβα ότι θα ερχόταν.
Έβγαλα και μια φωνή… Και στις προπονήσεις και στους αγώνες έβγαζα φωνή, ήταν το φυσικό μου, μεσοβέζικα πράγματα δεν μου αρέσουν, ειδικά στις ρίψεις δεν μπορώ τα λιγόψυχα, θέλει φωνή, πώς να το κάνουμε, θέλει ένταση, θέλει τσαμπουκά, θέλει ιστορία.
Αργότερα όμως περιορίστηκα στην έκτη θέση στους Ολυμπιακούς του Σίδνεϊ, δεν ήταν καθόλου αρκετό για εμένα, ήταν μια απογοήτευση, ακόμη σκέφτομαι πολλές φορές εκείνες τις στιγμές και δεν μπορώ να καταλάβω τι δεν πήγε καλά.
Ενώ εκείνη την εποχή είχα την καλύτερη επίδοση στον κόσμο, εν τούτοις στον Τελικό δεν τα κατάφερα να είμαι σε εκείνο το υψηλό επίπεδο, όχι ότι έριξα άσχημα, αλλά σε τέτοιους αγώνες μεγάλους δεν αρκούσε. εάν ήταν ένα άλλο μίτινγκ, δεν θα έτρεχε τίποτα, μια χαρά επίδοση θα ήταν, αλλά δυστυχώς αυτό συνέβη στη μεγάλη διοργάνωση.
Η χειρότερη στιγμή της καριέρας μου ήταν στη Θεσσαλονίκη το 2002.
Ήμασταν στο Λιτόχωρο, βρισκόμουν σε απίστευτη κατάσταση, στην καλύτερη που θα μπορούσα να είμαι, στις προπονήσεις έριχνα μέχρι και 93 μέτρα, την στιγμή που όλες τις προηγούμενες χρονιές πάνω από 88 μέτρα δεν κατάφερνα να πετύχω.
Μου λέει λοιπόν ο Αντώνης «θα πάμε στο μίτινγκ της Θεσσαλονίκης». δήθεν είχαν κάνει ανάπλαση και κάτι ανοησίες, είχαν στήσει έναν υποτυπώδη ελαστικό τάπητα, είχαν μπαλώσει λίγο τα από κάτω.
Πάλι σκεφτόμασταν «να πάμε, να μην πάμε;», εν τέλει του λέω «πάμε να ρίξουμε, να πάρουμε και τα χρήματα του μίτινγκ», τα οποία ήταν πολύ καλά τότε.
Λέω για μια… προπόνηση θα κάνω μια-δυο βολές και μετά ξαναγυρνάμε για την προετοιμασία μας.
Κι εκεί έγινε το κακό, στην πρώτη προσπάθεια δεν πάτησα σταθερά, είχε κενό, λακκούβα, γλίστρησα και γύρισε το πόδι μου, η ποδοκνημική.
Έχασα την ισορροπία μου και παρόλ’ αυτά το ακόντιο πήγε στα 91.23, φαντάσου να είχα σταθερό πάτημα, ούτε κι εγώ δεν ξέρω πού θα έφτανε.
Αποφεύγω να δω το συγκεκριμένο βίντεο, ούτε άλλα από αγώνες μου βλέπω συχνά, αλλά αυτό, όποτε μου εμφανίζεται, το προσπερνάω κατευθείαν.
Πολλές φορές στη ζωή μου έχω αναρωτηθεί πού θα μπορούσα να έχω φτάσει, αν δεν συνέβαινε αυτό. αν δεν χτυπούσα εκείνη την ημέρα, για τα επόμενα πέντε-έξι χρόνια δεν θα υπήρχε αθλητής που να μπορεί να σταθεί δίπλα μου, αυτό είναι το μόνο πράγμα που πιστεύω.
Τους Ολυμπιακούς της Αθήνας το 2004 δεν τους είδα, δεν πήγα να δω στίβο, όπως και για πολλά χρόνια μετά δεν παρακολουθούσα, είχα πλήρη αποχή από τον χώρο, δεν περνούσα ούτε έξω απ’ το Στάδιο απ’ την πικρία μου, πέρασα πολύ δύσκολα, βασανίστηκα για να το ξεπεράσω.
Έμαθα εκ των υστέρων ότι ο Χρυσός Ολυμπιονίκης της Αθήνας έριξε 86 μέτρα, τα οποία εγώ τότε τα έριχνα με τρία βήματα…
Όπως και να έχει, όλες αυτές τις εμπειρίες δεν μπορώ να τις αφήσω, έζησα υπέροχες στιγμές, αλλά ένα αγκάθι έμεινε, η αλήθεια είναι αυτή, και για τον εαυτό μου θα έλεγα πως ταιριάζει ο τίτλος «Κώστας Γκατσιούδης, ο άνθρωπος που δεν έφτασε εκεί όπου έπρεπε, ο άνθρωπος με τη διακοπή πορείας».
Ο Κώστας Γκατσιούδης είναι Πρωταθλητής στον ακοντισμό, κάτοχος του Πανελλήνιου ρεκόρ.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Μιρέλα Μανιάνι: Καινούργια Εγώ / Ελίνα Τζένγκο: Ιδρώτας και κόπος!
Λάμπρος Παπακώστας: Δεν θα άλλαζα τίποτα / Περικλής Ιακωβάκης: Καμία αθωότητα
Κατερίνα Κόφφα: Πείτε μου τι έγινε / Άγγελος Παυλακάκης: Ο πιο γρήγορος Έλληνας
Τασούλα Κελεσίδου: Ήρεμη Δύναμη / Νίκη Μπακογιάννη: Η Ιστορία Του Μεταλλίου
Γιώργος Πομάσκι: Στη ζωή μου έμαθα τρία πράγματα / Γιώργος Παναγιωτόπουλος: Δύο Κόσμοι
Αθανασία Τσουμελέκα: Περπατώντας Στην Άγρια Πλευρά / Ο Άλλος Εαυτός
Πηγή Δεβετζή: Δέκα Χρόνια Μετά
Κατερίνα Στεφανίδη: Βαθιά Ανάσα / Νικόλ Κυριακοπούλου: Το Άγγιγμα του Θεού
Όλγα Βασδέκη: Η ζωή μου μια βόλτα / Έρρικα Πρεζεράκου: Μόνο η αγάπη
Σπύρος Ανδριόπουλος: Μαραθώνιος σημαίνει υπέρβαση
Ελένη Κλαούντια Πόλακ: Άλμα Πάνω Από Τον Πήχη / Τατιάνα Γκούσιν: Με λένε Τατιάνα Γκούσιν
Σπυριδούλα Καρύδη: Ψήφος Εμπιστοσύνης / Χρήστος Φραντζεσκάκης: Σε θέση βολής
Αντιγόνη Ντρισμπιώτη: Σταθερό Βήμα
Κώστας Φιλιππίδης: Καλώς μέχρι εδώ
Κωνσταντίνος Μπανιώτης: Στο τέλος του δρόμου /Αντώνης Μέρλος: Επιστροφή Στο Μέλλον