Ο παππούς μου ήταν Κρητικός και η γιαγιά Ποντία.
Ήρθε φαντάρος από Κρήτη στη Θεσσαλονίκη, γνώρισε τη γιαγιά από την Βυρώνεια Σερρών και προέκυψε ο μπαμπάς που βγήκε «Τουμπιώτης», «Βαρδάρης» μάλλον, και μεγαλώσαμε στην Τούμπα.
Από παιδάκι έχω αναμνήσεις πιο πολύ με τον ΠΑΟΚ, με πήγαινε ο μπαμπάς μου σε αγώνες αλλά και σε προπονήσεις της ομάδας στα μέσα του ’80, αργότερα πήγαινα και σε Ηρακλή, Άρη.
Στο σπίτι βλέπαμε στην τηλεόραση ποδόσφαιρο, πέτυχα και την ασπρόμαυρη τηλεόραση και ήμουν και το “τηλεκοντρόλ”, πήγαινα και άλλαζα τα κουμπιά «ΕΡΤ-ΥΕΝΕΔ». είχα δει μάλιστα, όταν ήμουν οκτώ ετών, και ασπρόμαυρο Μουντιάλ το 1982.
Ο μπαμπάς, ο οποίος ήταν ΠΑΟΚτσής και δεν έχανε ματς στην Τούμπα, έπαιζε ποδόσφαιρο “της γειτονιάς”, κάποια στιγμή είχε κάνει και προπονήσεις στον Θερμαϊκό Σιδηροδρόμων (όχι Θέρμης), από τις ιστορικές ομάδες, οπότε βλέπαμε πολύ μπάλα.
Μετακομίσαμε στην Πύλαια και εγώ ξεκίνησα την καριέρα μου από τον Εθνικό.
Εκεί συνάντησα παλιούς συμμαθητές απ’ το σχολείο, μεταξύ τους ήταν και ο Γιώργος Ανατολάκης, το κλίμα ήταν καλό και όλα ξεκινούσαν από τον προπονητή, τον Νίκο Φράγκο, πειθαρχία αυστηρή και γήπεδα ξερά (χωμάτινα).
Τότε προπονητές για τους τερματοφύλακες δεν υπήρχαν, ήμασταν αυτοδημιούργητοι και αυτοδίδακτοι.
Αλλά μας έβαζαν σε κάτι σκάμματα, προσπαθούσαν οι προπονητές μας, με ό,τι γνώσεις είχαν, να κάνουμε κάτι παραπάνω στις ατομικές προπονήσεις πέρα από το ομαδικό κομμάτι, τα σουτ τα απανωτά κτλ.
Και οι πίκρες στον Άρη ήταν γλυκές
Τότε δεν σκεφτόμουν «θα γίνω μεγάλος και τρανός, θα πάω σε μεγάλες ομάδες», το έβλεπα ως διασκέδαση, να πάμε να παίξουμε, περιμέναμε το πρωινό, 09:00-10:00, του Σαββάτου, δεν είχα τέτοιες μεγαλεπήβολες βλέψεις, όλα ήρθαν μόνα τους.
Είχα δοκιμαστεί και στον Ηρακλή, θα έπαιρνα εκεί μεταγραφή, αλλά ο αείμνηστος Θεοδωρίδης ασχολείτο με τη μεταγραφή του Κωστή στην ΑΕΚ και αργούσε να γυρίσει.
Δοκιμάστηκα λοιπόν στον Άρη, τρεις μήνες δοκιμαζόμουν, μου είχαν ετοιμάσει και κοστούμι για αγώνες στην Αυστραλία, χωρίς καν να έχω υπογράψει.
Όταν έγινε τελικά, ένιωσα πολύ μεγάλη χαρά, να φύγω από ερασιτεχνικό και να πάω σε επαγγελματικό σωματείο.
Ο μπαμπάς δεν είχε πρόβλημα που ήταν ΠΑΟΚτσής, το είχε αποβάλει αυτό το κομμάτι, εξάλλου στα εφηβικά και τα ερασιτεχνικά παίζαμε και με ΠΑΟΚ και με Άρη, ήταν μεγάλη του χαρά και μόνο που έπαιζα σε μεγάλη ομάδα…
Πήγαμε ως ημιεπαγγελματίες, τα συμβόλαια ήταν 2+5 χρόνια κι εγώ δεν είχα συμβόλαιο έξι χρόνια, μέχρι να έρθει ο Κοντομηνάς το 1999, όταν και υπογράφτηκε το πρώτο μου.
Μέχρι τότε παλεύαμε μέσα από τις προπονήσεις να διεκδικήσουμε θέση στην αποστολή για να πάρουμε χρήματα, να πάρουμε τα πριμ, έπρεπε να δώσεις για να πάρεις.
Τη διαχείριση δεν την έκανε ο αείμνηστος Κοντομηνάς, την έκαναν άλλοι, ο Πρόεδρος δεν γνώριζε πολλά από ποδόσφαιρο, έβαζε χρήματα μόνο.
Είχαμε προκριθεί στην Ευρώπη με τη Σερβέτ και, θυμάμαι, μας είχε πάρει τηλέφωνο στα αποδυτήρια να μας συγχαρεί μέσω του Πρόεδρου του Ιωαννίδη και φωνάζαμε «είναι τρελός ο Πρόεδρος», απαντούσε «2 εκατ. δραχμές», εμείς ξανά «είναι τρελός ο Πρόεδρος», απαντούσε πάλι «2.5 εκατ.», εμείς τα ίδια, εκείνος «3 εκατ.» και στο τέλος πήραμε 3.5 εκατ., πολλά χρήματα τότε. αν συνεχίζαμε, δεν ξέρω πού θα φτάναμε, πρόλαβε και έκλεισε το τηλέφωνο ο Ιωαννίδης, λέει «άσε, ανοίγει η ταρίφα. Αν πάρουν τόσα με τη Σερβέτ, μετά ποιος ξέρει πόσα θα ζητήσουν αυτοί».
Μεταξύ των προπονητών που πέρασαν από τον Άρη, μου είχε κάνει εντύπωση ο αείμνηστος Αλκέτας Παναγούλιας.
Ήταν ο προπονητής της ψυχολογίας, άριστος ψυχολόγος, σου έπαιρνε το 110% και όλα αυτά μόνο με την ομιλία του.
Με το που ήρθε, σε 10 ματς συνολικά, αν θυμάμαι καλά, είχαμε δύο ήττες (μια από τον Ολυμπιακό που μας κέρδισε δύσκολα με 1-0) και οχτώ νίκες, με αποτέλεσμα να καταφέρουμε να βγούμε Ευρώπη.
Έλεγε στον Περουβιανό Φλόρες «εκεί στο Περού είστε όλοι μπαλαδόροι», στον Δαλκίδη «ρε συ, είσαι άτυχος, γεννήθηκες Πεντάλοφο, άμα γεννιόσουν στην Ισπανία, θα ήσουν σε καμιά Μπαρτσελόνα, σε καμιά Σαραγόσα», στον Κένεντι Ναγκόλι «στη Νότια Αφρική τρέχετε πολύ, είστε και μπαλαδόροι», μας έπιανε δηλαδή έναν-έναν και μας έδινε τέτοια ερεθίσματα.
Τα ίδια και στο φαγητό στο εστιατόριο. στον Δαλκίδη έλεγε «εσύ φάε πολύ» και σε άλλους «εσύ όχι», τον ρωτούσε ένας παίκτης «κύριε Αλκέτα, εγώ μπορώ να φάω πολύ;» και του απαντούσε «όσο θες, αγόρι μου», ε αυτός δεν έβλεπε ούτε πάγκο, έτσι καταλαβαίναμε αν θα παίζαμε η όχι. Εμένα μου έλεγε πάντα να μην φάω πολύ, με ξεκινούσε.
Έβλεπε ουσιαστικά τα κουμπιά του καθενός. εγώ εκείνο το διάστημα πήγαινα καλά, δε χρειαζόμουν μεγάλο ταρακούνημα.
Όλες οι στιγμές στον Άρη, στα αποδυτήρια με τους συμπαίκτες μου, ήταν γλυκές. Αλλά και τις πικρές πρέπει να μην τις βλέπουμε ως εμπόδια αλλά ως σκαλοπάτια για να διορθώνουμε τα λάθη μας.
Γι’ αυτό και μέχρι σήμερα έχω καλές σχέσεις με όλους. Πανόπουλος, Κολτσίδας, Λουμπούτης, Μάντζιος Κυζερίδης, Παπαδόπουλος, τους ξένους έχασα λίγο, πιο παλιά Μητσόπουλος, Σαπουντζής.
Το παιχνίδι της ζωής μου
Εννοείται θυμάμαι ακόμη τη μεγάλη νίκη (0-1) επί του Ολυμπιακού στο Ολυμπιακό Στάδιο.
Ήταν ένα 90λεπτο που μου φάνηκε σαν δύο αγώνες, τεράστια η πίεση απ’ τον Ολυμπιακό, πολλές φάσεις μπροστά στο τέρμα, είχε κάνει και διπλό μες στην ΑΕΚ και εξασφάλιζε το Πρωτάθλημα.
Είχαμε και εμείς δυο-τρία τετ α τετ, δυο-τρεις δύσκολες φάσεις από αντεπιθέσεις, αλλά ο Ελευθερόπουλος τις έβγαλε.
Ήταν ατελείωτο το παιχνίδι, η μπάλα ήταν όλο μπροστά απ’ το τέρμα μας, με Ζιοβάνι, Άλβες, Αλεξανδρή, μέχρι και ο Κωστούλας είχε κατέβει στο 90′ και είχε κάνει δοκάρι, είχαν κατέβει και οι αμυνόμενοι.
Είχα κάνει πολλές αποκρούσεις, αλλά χρειαζόταν και τύχη, πολλά σουτ ήταν πάνω μου, απ’ τα τρία μέτρα.
Τον σκεφτόμουν ήδη τον Ολυμπιακό τότε, καθώς μήνες πριν (Οκτώβριο, Νοέμβριο) είχε γίνει κρούση να μεταγραφώ εκεί. Με είχαν προσεγγίσει να πάω στην ομάδα του Πειραιά και είχαν συζητήσει μεταξύ τους και οι διοικούντες των δύο ομάδων.
Ιανουάριο είχε γίνει το παιχνίδι στο Ολυμπιακό Στάδιο και μάλιστα αρχικά ήμουν εκτός αποστολής. Τυχαίνει να σπάσει το χέρι του ο Αλέκος ο Δέλλιος, πολύ καλός τερματοφύλακας, με τον οποίον επίσης έχω πολύ καλές σχέσεις, όπως και όλοι οι τερματοφύλακες μεταξύ μας, οπότε έπρεπε να μείνω στον Άρη.
Στο παιχνίδι με τον Ολυμπιακό είχα υπερβεί τον εαυτό μου, ήθελα να δείξω και λίγο παραπάνω, νομίζω στον καθένα συμβαίνει αυτό.
Όταν είναι να πάει κανείς σε μια ομάδα, θέλει να δείξει την αξία του. Όταν είναι να φύγει, επίσης θέλει να δείξει ότι φεύγει τσάμπα και άδικα.
Επίσης, μπαίνουν και όροι στη μεταγραφή, όπως για παράδειγμα, όταν φύγει ένας παίκτης, να μην παίξει στα μεταξύ των δυο ομάδων παιχνίδια, γιατί φοβούνται όλο αυτό το πράγμα.
Άλλο επίπεδο ο Ολυμπιακός
Όταν κατέβηκα από τη Θεσσαλονίκη στον Πειραιά ήταν μεγάλη υπόθεση.
Μιλούσα ήδη με συμπαίκτες μου από την Εθνική, οι οποίοι με υποδέχτηκαν πολύ καλά, το ίδιο και ο κόσμος και ο προπονητής, ο Τάκης Λεμονής.
Τον Πρόεδρο δεν τον έβλεπα συχνά, όπως και όλοι μας δηλαδή, πιο πολύ με τον κύριο Λούβαρη είχαμε επαφή, ο οποίος ήταν το δεξί του χέρι. μόνο σε μεγάλα ματς ερχόταν ο κύριος Κόκκαλης, με Παναθηναϊκό, παιχνίδια Ευρώπης κτλ. οι αρχηγοί της ομάδας ήταν πιο κοντά.
Οι διαφορές με τον Άρη ήταν μεγάλες.
Εκεί πήγαινες Champions League και στα παρείχαν όλα. Μέχρι και για να αλλάξεις μια λάμπα στο σπίτι που έμενες, έπρεπε να ενημερώσεις για να φωνάξουν άτομο να στην αλλάξουν, μην πάθεις καμιά ηλεκτροπληξία! Ήσουν περιουσιακό τους στοιχείο! Ειδοποιούσες και έστελναν ειδικό άνθρωπο, ώστε να μην πάθεις εσύ τίποτα, να μην χτυπήσεις!
Και στις προπονήσεις μεγάλη διαφορά, το επίπεδο ήταν διαφορετικό, ονόματα παγκόσμιας κλάσης, Καρεμπέ (Παγκόσμιος Πρωταθλητής), Ζιοβάνι, Ζε Ελίας, παραστάσεις φοβερές που μεταφέρονταν μες στον Ρέντη.
Στο μυαλό μου φέρνω και τον αείμνηστο Αλέφαντο, παρορμητικός, εκρηκτικός χαρακτήρας, ήταν αυτό που φαινόταν στο γήπεδο και τις συνεντεύξεις. Θυμάμαι τα επεισόδια και με τον Τάκη Γκώνια, είχαν προηγούμενα. Εάν δεν σε πήγαινε, σου το έδειχνε με τη μία.
Με εμένα οι σχέσεις μας ήταν καλές, δεν έπαιζα βέβαια τότε. Μετά μου εκμυστηρεύτηκε ότι στον Τελικό του 2004 στη Νέα Σμύρνη με τον Παναθηναϊκό έπρεπε να βάλει εμένα, ότι ήταν λάθος του. ήμουν τραυματίας και επανερχόμουν, αλλά πήγαινε καλά και ο Κλέοπας Γιάννου.
Στα δύο χρόνια μου στον Ολυμπιακό, βρισκόταν και ο Ελευθερόπουλος. Ο Δημήτρης είχε μια διάρκεια μεγάλη και είχε δώσει πολλά στην ομάδα.
Ήταν δύσκολο να προσαρμοστώ, αλλά το έκανα σχετικά γρήγορα, είχα κάνει νομίζω 46 παιχνίδια σε Πρωτάθλημα, Κύπελλο, Champions League μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια.
Νιώθω όμως ότι μπορούσα να δώσω παραπάνω, αλλά δεν είναι όλα στο χέρι μας, δεν είχα βοηθήσει και εγώ τον εαυτό μου.
Αν γυρνούσε ο χρόνος πίσω, δεν θα προσπαθούσα να κάνω το κάτι παραπάνω, πράγμα που το συμβουλεύω στα νέα παιδιά, να κάνεις μέχρι εκεί όπου μπορείς.
Τότε προσπαθούσα να καλύψω και άλλα πράγματα εκτός του πεδίου μου κι εκεί την πληρώνει κάποιος. Θα μπορούσα να είμαι του έξι ή του επτά σταθερά, αλλά εγώ κυνηγούσα να πάρω το εννιά, πήγαινα συνεχώς να βοηθήσω και τελικά την πατούσα.
Κάθε ομάδα είναι ένας ζωντανός οργανισμός, μια αλυσίδα από κρίκους, και ο καθένας έχει το κομμάτι του.
Είχα λοιπόν συγκλονιστικούς συμπαίκτες, μπορεί τον Ζιοβάνι να τον ξέρουμε περισσότεροι, γιατί ήταν του θεάματος, αλλά όλοι ήταν πολύ καλοί, ο Τζόρτζεβιτς, ο Γιαννακόπουλος, ο Αμανατίδης, ο Άντζας, όλοι γρανάζια. βέβαια, το γκολ είναι αυτό που φαίνεται και εκεί ήταν ο «Ζιό» και ο Αλεξανδρής.
Εκείνοι που βρίσκονταν στην περιοχή και αποτελούσαν μεγάλους κινδύνους ήταν ο Βαζέχα, ο Ντέμης, ο Κωνσταντίνου, ο Αλεξανδρής, ο Λυμπερόπουλος, δεν ήξερες από ποιο πόδι θα γυρίσουν και από πού θα σου στείλουν/περάσουν την μπάλα, ήταν “φονιάδες”.
Η Εθνική μας υπερηφάνεια
Όσον αφορά στο Euro 2004, δεν είχα πικρία από τη μη συμμετοχή μου.
Ένας από τους λόγους της επιτυχίας στο Ευρωπαϊκό βρίσκεται στα παιδιά που δεν έπαιξαν, αλλά ήταν ονόματα, όπως ο Νταμπίζας, ο Γεωργιάδης, ο Χαλκιάς, ο Γκούμας, ο Καφές, ο Ντέμης, ο Τσιάρτας ήταν μεγάλο όνομα, όλη η Ευρώπη τούς ήξερε εκείνη την περίοδο από Ατλέτικο, Σεβίλλη, Νιουκάστλ.
Δεν μας πείραζε που δεν παίζαμε, εμένα προσωπικά δεν με πείραζε, το μόνο που θέλαμε ήταν να πάει καλά η ομάδα.
Ξέραμε ότι ο Ρεχάγκελ είχε ένα κόλλημα με την σταθερή ομάδα, να μην κάνει αλλαγές.
Ίσως από παιδιά ακουγόταν αυτό έτσι ως παράπονο, αλλά, εντάξει, ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει.
Ζήσαμε φοβερές στιγμές τότε και εκτός γηπέδου. Αυτό ξεκίνησε από την προετοιμασία, τότε η μισή ομάδα έπαιζε τάβλι, η άλλη μισή playstation.
Εγώ ανήκα στη δεύτερη. Μαζί με Ντέμη, Δέλλα, Παπαδόπουλο, Καφέ και Κατσουράνη παίζαμε το «FIFA Revolution» και κάναμε ομάδες, όχι ένας-ένας, δυάδες, ο Κατσουράνης με τον Ντέμη, εγώ με τον Παπαδόπουλο, ο Καφές με τον Δέλλα (ή με τον Βενετίδη, πολύ καλό ζευγάρι). Κορυφή ήταν ο Καφές.
Στο τάβλι ήταν ο Χαριστέας και ο Καραγκούνης, αυτοί οι δύο έπαιρναν τα τουρνουά, ταβλαδόροι. Υπήρχε και χρηματικό έπαθλο, δεν ήταν έτσι, στο τάβλι τσοντάρανε οι συμμετέχοντες και τα μαζεύανε αυτοί οι δύο.
Τα θυμάμαι καλά, γιατί εγώ κρατούσα τα χρήματα, τα πήγαινα στο δωμάτιό μου και ερχόταν ο νικητής και του τα έδινα.
Από τα αποδυτήρια θα μου μείνει έντονα το ματς με τη Ρωσία, το 2-1 στον Φάρο, στο οποίο είχαν μπει γρήγορα τα γκολ και δεν ξέραμε εάν προκρινόμαστε ή όχι.
Είχε γίνει μια αναμπουμπούλα, κατεβαίνει από την κερκίδα (είχε κάρτες) στον πάγκο ο «Κάρα», πριν μπει η ομάδα μέσα, και μας λέει έξαλλος «Ρε μαλάκες, προκρινόμαστε!», το είχε μάθει από επάνω, από τα στατιστικά και τους δημοσιογράφους.
Όλοι ήμασταν χαμένοι εκεί, γιατί σφύριζαν τα δοκάρια, πολλές ευκαιρίες οι Ρώσοι. Ήταν φοβερό, είχαμε προκριθεί και ήμασταν κλαμένοι όλοι.
Καλά που ήρθε κι ο «Κάρα από την κερκίδα και μας έλεγε «Άντε ρε, πάμε! Προκριθήκαμε και είστε έτσι; Τι να σας πω;», αλλά εμείς ήμασταν σφιγμένοι και με κατεβασμένα κεφάλια λόγω εμφάνισης και ήττας.
Σε όλα τα άλλα σκηνικά χαιρόμασταν, αυτό ήταν το μοναδικό που δεν ξέραμε ακόμη τι κάνουμε!
Θυμάμαι, μετά από το ματς με τη Ρωσία μού τηλεφώνησε ο κύριος Λούβαρης να μου πει ότι λύνεται η συνεργασία μου με τον Ολυμπιακό.
Είχα το γνώθι σαυτόν, ήξερα ότι το συμβόλαιο ανανεωνόταν για ακόμα δυο χρόνια, εάν έμενα, με παραπάνω απολαβές. Μου είχε πει τότε ο κύριος Λούβαρης «Φάνη, σε ευχαριστούμε, θα έρθει ο Αντώνης», μου το είχε εκμυστηρευτεί, αν και βέβαια απ’ έξω το γνώριζαν όλοι.
Επίσης, υπήρχε στην ομάδα και ο Μπούτσεκ, μου ανέφερε πως, αν δεν ήταν ο Γιουράι, θα έπαιζα εγώ, μου το έφερε δηλαδή βελούδινα. Οπότε ευχαρίστησα και εγώ και έφυγα, μάλιστα μετά το Κάλιαρι είχαμε και πάλι μια επαφή, με είχε πάρει και πάλι τηλέφωνο, αλλά δεν ευοδώθηκε.
Μια τριετία με τον Μάκη Ψωμιάδη
Ο Ηρακλής ήταν από τις συμπαθητικές ομάδες και εκεί ήθελα πολύ να προσφέρω.
Στην αρχή δεν είχα δελτίο. Αφού το απέκτησα και είχα δικαίωμα συμμετοχής, βρήκα μπροστά μου έναν πολύ φορμαρισμένο Αμπάρη, μάλιστα βγήκαν Ευρώπη.
Τα είχαμε βρει με τον προπονητή μου, τον Σάββα Κωφίδη, αλλά δεν μπορούσα να έχω μια διάρκεια, δεν μπορούσα να βρω τα πατήματά μου, έμπαινα σε ένα παιχνίδι-έφταιγα-ξανά έξω, είναι αυτό που λέμε «πέρασα χωρίς να ακουμπήσω».
Στην Καβάλα όμως η εμπειρία ήταν μεγάλη, κυρίως λόγω Μάκη Ψωμιάδη.
Έπαιξα στη Β’ Εθνική σε όλα τα παιχνίδια σχεδόν. Μόλις ανέβηκε, θέλησε να αλλάξει το ρόστερ, είχε φέρει τότε Γκαλίνοβιτς και μετά ήρθε ο Κάλατς, δηλαδή κορυφαία ονόματα.
Δεν είχα απαίτηση να παίξω αλλά να διεκδικήσω, οπότε είχαμε μια κοντρίτσα με τον αείμνηστο Ψωμιάδη.
Είχα δηλώσει τότε σε αθηναϊκό ραδιοφωνικό σταθμό «Εδώ γίνονται Σόδομα και Γόμορρα» και μου λέει τότε «Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να κάνεις μόνος σου προπόνηση»!
Ήταν να φύγω κάποια στιγμή, με ρωτάει με αυτή τη βαριά φωνή «Θα φύγεις τελικά;», του λέω «Τι να κάνω, Πρόεδρε; Αφού φέρνεις άλλους. Έφερες τον Ιτάνζ, άντε να το παλέψουμε. Φέρνεις και Κάλατς απ’ τη Μίλαν» και μου απαντάει «Μην κάνεις έτσι, ο Ιτάνζ είναι μπίζνα».
Υπήρχε ιδιαίτερο κλίμα μεταξύ μας. Κι εγώ έπαιζα με 40 πυρετό, αγώνες στη Β’ Εθνική, δεν είχα απαιτήσεις με ποσά και τέτοια, του είχα πει «δώσε μου ό,τι θες, πάμε να ανεβάσουμε και ό,τι γίνει», τα εκτίμησε όλα αυτά.
Μου είχε κάνει δώρο στη γιορτή μου πούρο, «πάρε ένα για σένα, πάρε ένα και για τη σύζυγο». Ήταν αυτά τα χοντρά, τα «Τσώρτσιλ», «Μόντε Κρίστο» και «Ρομέο» έκανε ο «Μάκαρος». Τον κερνούσαν «Κοχίμπα», αλλά ήταν σκληρά, από ό,τι μου είχε πει, και τα κερνούσε, «αυτά είναι βαριά, τα κερνάω».
Δεν θυμάμαι τι λεφτά πήρα από εκεί, από πριν είχα πληρωθεί. Όταν πήγα, λέω «δώσε ό,τι θες, έτσι και αλλιώς δεν θα τα πάρω» και μου απαντάει «τι λες;», προσβλήθηκε!
Μόλις υπέγραψα, μου λέει «πάρε 10.000 για το πάντρεμα», λέω «να παίξω πρώτα», αυτός ήξερε τι χρωστάει στον καθένα και έδινε τα ποσά σε πριμ.
Αλλά εγώ γενικά δεν είχα απαιτήσεις, δεν είχα συμβόλαιο, σε αυτήν την περίπτωση κερδισμένος βγαίνεις, με τα πριμ, με τις εμπειρίες.
Θυμάμαι και μια περίπτωση που χρωστούσε 10.000 ευρώ, δεν θυμάμαι από τι ήταν, αλλά ήταν χρήματα που δεν περίμενα!
Ήταν λοιπόν τέλη Μαΐου, ετοιμαζόμασταν να φύγουμε διακοπές και μου λέει «αν βρεις ποιοι θα μείνουν και ποιοι θα φύγουν από την ομάδα, θα σου δώσω 10.000». Ήμασταν με τη σύζυγό μου, τη Ζαχαρένια, και την κόρη μας στο καροτσάκι και της λέω «πήγαινε σπίτι εσύ και θα έρθω σε λίγο».
Καθόμαστε με τον Ψωμιάδη στο τραπεζάκι, πίνουμε καφέ, μου βγάζει μια κατάσταση με όλα τα ονόματα της ομάδας, «λέγε» μου λέει και ξεκινάει να διαβάζει ονόματα για να του πω εγώ «φεύγει» ή «μένει».
«Είπες και μαλακίες, αλλά σχεδόν τα βρήκες, πάμε να πάρεις λεφτά»! Η ώρα είχε πάει 3 παρά και η τράπεζα είχε κλείσει, του λέω «κάτσε, βρε Πρόεδρε, έκλεισε η τράπεζα», μου λέει «όχι, παίρνω τηλέφωνο» και όντως τους κάλεσε και κράτησε την τράπεζα ανοιχτή, πήρε τη Φιλιώ, τη λογίστρια, και μου έβαλε 10.000 στον λογαριασμό μου! Απ’ το πουθενά!
Και στημένη βασιλόπιτα έκανε για να κερδίσω εγώ το φλουρί, έκοβε σε όλους κομματάκια σαν τσιγαρόχαρτο και σε εμένα έκοψε σχεδόν τη μισή πίτα, 500 ευρώ μού έδωσε τότε!
Έτσι ήταν: αλλού με έτρωγε στο στοίχημα αλλού μου έδινε πίσω.
Το συμπέρασμά μου
Είμαι ευχαριστημένος από την καριέρα μου, πήρα Ευρωπαϊκό, κατέκτησα Πρωτάθλημα, στο Κύπελλο δεν τα κατάφερα μόνο αλλά εντάξει.
Άλλα παιδιά άξιζαν πολύ περισσότερα από εμένα, εάν συγκρίνουμε. Ονοματάρες που έπρεπε να πάρουν πρωταθλήματα και κύπελλα, αλλά δεν τα κατάφεραν.
Απλώς, όταν μιλάω με τον εαυτό μου, λέω ότι θα μπορούσα να κάνω και αυτό το κάτι παραπάνω.
Το ποδόσφαιρο είναι καθρέφτης της ζωής. Οι σχέσεις, το άρωμα των αποδυτηρίων, οι μυρωδιές, το γήπεδο, η πρακτική (γιατί άλλο η θεωρία κι άλλο η πράξη), όλα μού έμειναν. Η ήττα δεν είναι εχθρός της επιτυχίας αλλά μέρος της!
Όλα αυτά τα χρόνια μέσα από το ποδόσφαιρο έμαθα να λέω «μη φοβάσαι». Λένε ότι η δύναμη που έχει ο φόβος είναι αυτή που του δίνεις. Να δοκιμάζουμε τα πάντα χωρίς φόβο.
Επίσης, χαίρομαι που γνώρισα πολλούς ανθρώπους στην πορεία μου, έχω φιλίες με πολλά παιδιά, ακόμα και με πρώην αντιπάλους, με τους οποίους κάποτε χτυπιόμασταν και πλέον έχουμε τις καλύτερες σχέσεις. Αυτό μένει!
Όπως μένει και η εκτίμηση του κόσμου προς το πρόσωπό μου. Υπάρχουν παιδιά που στο “χρηματιστήριο” του ποδοσφαίρου δεν έβγαλαν τα πολλά λεφτά. Υπάρχει όμως και ένας άλλος “κουμπαράς”, αυτός της εκτίμησης, στον οποίον έμπαινε μέσα ό,τι έκανες τόσον καιρό.
Σε αυτό το κομμάτι λοιπόν, προσωπικά νιώθω μεγάλη χαρά και τιμή!
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Φώτης Στρακόσια: Γράμμα στο γιο μου
Δημήτρης Ελευθερόπουλος: Δεν είσαι τα πάντα. Δεν είσαι το τίποτα.
Στέφανος Κοτσόλης: Η μέρα που καθόρισε τη ζωή μου
Αλέξανδρος Τζόρβας: Αλλάζοντας Γάντια / Ιστορίες Απ’το Τέρμα
Θόδωρος Κάντας: Εκπαιδεύοντας τερματοφύλακες
Το ημερολόγιο ενός τερματοφύλακα / Ο ευτυχισμένος θάνατος του Αλμπέρ Καμύ