Εκατομμύρια βλέμματα καρφωμένα στον νυχτερινό ουρανό.
Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Φιλόδοξα γυμνά μάτια μακριά από τα φώτα των μεγάλων πόλεων, άλλα κολλημένα στις άκρες τηλεσκοπίων κι άλλα επικεντρωμένα σε ζωντανές διαδικτυακές μεταδόσεις. Όλα όμως περίεργα, ανυπόμονα, κοιτούν νοτιοδυτικά και περιμένουν καρτερικά από κάθε γωνιά του Βόρειου Ημισφαιρίου να αντικρίσουν το μοναδικό φαινόμενο.
Τον Δεκέμβρη του 2020 για πρώτη φορά μετά από αιώνες ολόκληρους δύο από τους γίγαντες του γαλαξία μας ευθυγραμμίζονται. Δίας και Κρόνος χορεύουν αντικριστά ανάμεσα στα τρεμάμενα άστρα, χαράζουν κοινές τροχιές πάνω στο σκούρο μπλε φόντο, σχεδόν συγκρούονται. Μπορεί στην πραγματικότητα, τόσο μεταξύ τους όσο και από τη Γη, να απέχουν εκατοντάδες εκατομμύρια χιλιόμετρα, όμως έστω και για λίγο χαρίζουν μια ξεχωριστή προοπτική, εμφανίζονται ο ένας δίπλα στον άλλον, λες και χωρίζονται από μερικές σπιθαμές.
Τέτοιες συζεύξεις είναι μοναδικές, σπάνιες. Δεν είναι τυχαίο αυτό που οι περισσότεροι εννοούν, όταν μιλούν για την ευθυγράμμιση των πλανητών και των άστρων. Για εκείνες τις στιγμές που τα πάντα φαντάζουν τέλεια, που όλα λειτουργούν με βάση το ακριβέστερο συμπαντικό ρολόι, βρίσκουν νόημα και συνέχεια χαρίζουν εύνοια ή τύχη που ξεπερνά τη λογική, που δύσκολα αποδίδεται σε κάτι γήινο.
Μα είναι αλήθεια πως κάτι τέτοιο είναι η εξαίρεση της συνήθους πορείας, πως οι πλανήτες και τα άστρα στο σύμπαν του κάθε ατόμου σπάνια έρχονται σε σύζευξη, συνήθως δεν ευθυγραμμίζονται ποτέ. Ό,τι συνέβη και στο ποδοσφαιρικό σύμπαν του Σεσκ Φάμπρεγκας δηλαδή, του παιδιού από τη Βαρκελώνη που φαινόταν προορισμένο να κατακτήσει τον κόσμο, μα οι πλανήτες δεν του έκαναν τη χάρη, δεν του άνοιξαν τον δρόμο, δεν μπήκαν ποτέ σε σειρά. Οι συγκυρίες δεν τάχθηκαν ποτέ με το μέρος του και οι ζαριές της καριέρας του σπάνια έφεραν αυτό που ήθελε.
Μα ακόμα κι έτσι έγινε αυτός που έγινε, έγινε ο Σεσκ Φάμπρεγκας. Και, αν για λίγο τα αστέρια ευθυγραμμίζονταν, αλήθεια, πού θα μπορούσε να φτάσει;
Τα πρώτα σβησμένα καταλανικά όνειρα
Για εκείνον τον πιτσιρικά, πάντα τα φιλικά παιχνίδια απέναντι στην ανέκαθεν λαμπερή ακαδημία της Μπαρτσελόνα ήταν διαφορετικά. Κυρίως γιατί δεν τα έπαιζε. Ακολουθούσε πιστά τις οδηγίες του προπονητή του και, όταν οι συνομήλικοί του τα έβαζαν με τα πιο ταλαντούχα παιδιά της Καταλονίας, αυτός συνήθως έμενε κρυμμένος στα αποδυτήρια της ομάδας του τόπου του, της Ματαρό, σε ένα από τα βαρκελωνέζικα προάστια.
Ο Σενιόρ Μπλαΐ προσπαθούσε να αναβάλει αυτό που φάνταζε αναπόφευκτο και να κρατήσει τις δαγκάνες των «Blaugrana» μακριά από το πιο ξεχωριστό παιδί που είδε ποτέ να κλωτσάει μια μπάλα. Και για αυτό στους αγώνες της ακαδημίας του απέναντι στην «Μπάρτσα» προτιμούσε να το κρατά εκτός γηπέδου, αναγκάζοντάς το να φυλάσσει τα όσα ήξερε πως μπορούσε να κάνει για εκείνον και τους συμπαίκτες του.
Η τακτική του ωστόσο δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει για πολύ. Οι κεραίες της Μπαρτσελόνα αργά ή γρήγορα θα ανίχνευαν τον μικρό Σεσκ, θα τον έπαιρναν από το σπίτι του και τη Ματαρό και θα τον προσγείωναν στην περίφημη Masia, πριν καλά-καλά κλείσει τα 10 του χρόνια.
Οι πάντες στον σύλλογο έβλεπαν πως αυτό που συμβαίνει στα φυτώριά τους είναι ξεχωριστό. Ο Σεσκ βρήκε στην ακαδημία τον Ζεράρ Πικέ και οι δυο τους λίγο καιρό αργότερα υποδέχθηκαν τον Λιονέλ Μέσι, διαμορφώνοντας μια τριπλέτα που όλοι ένιωθαν πως, εκτός από το να ταλαιπωρεί κάθε ομάδα που βρισκόταν στο διάβα της, μπορούσε να καθορίσει το μέλλον του συλλόγου.
Ο Φάμπρεγκας τραβούσε την προσοχή ως ένα από τα πιο υποσχόμενα πιτσιρίκια, ήταν λίγο πιο ψηλός, πιο δεμένος από τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας του, πράγμα σχεδόν άδικο, μιας και αυτό σε συνδυασμό με την τεχνική του κατάρτιση, η οποία θύμιζε επαγγελματία ποδοσφαιριστή, τον έκαναν ασυναγώνιστο.
Από την πρώτη στιγμή τον τοποθέτησαν στο κέντρο του γηπέδου, εκεί όπου θα μπορούσε να συνδέει τα πάντα, αλλά στα πλαίσια του «Total Football», το οποίο προσπαθεί να περάσει η Masia, ο μικρός Σεσκ έμαθε να στέκεται εξίσου καλά τόσο όσον αφορά στα ανασταλτικά όσο και τα δημιουργικά του καθήκοντα.
Ακόμα και σε αυτό το υπερβολικά ταλαντούχο γκρουπ εκείνος ξεχώριζε, όντας ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους τα συγκεκριμένα τσικό των «Blaugrana» φαίνονταν ασταμάτητα. Και κανείς θα περίμενε πως η προώθησή του στην πρώτη ομάδα θα ήταν απλώς θέμα χρόνου, όμως στην πραγματικότητα η κατάσταση ήταν πιο περίπλοκη.
Ο Φάμπρεγκας μεγάλωνε, ένιωθε έτοιμος να προσπαθήσει να τρυπήσει το ταβάνι της ακαδημίας, αλλά την ίδια στιγμή η μεσαία γραμμή της πρώτης ομάδας έδειχνε ασφυκτικά γεμάτη. Ο αρχηγός Λουίς Ενρίκε και ο Τιάγκο Μότα πλαισιώνονταν από δύο επίσης ξεχωριστά παιδιά της Masia που βρίσκονταν ένα βήμα πιο μπροστά και έμπαιναν στα καλύτερα χρόνια της καριέρας του, τον Τσάβι και τον Ινιέστα.
Ο Σεσκ ήθελε χρόνο συμμετοχής, έστω ένα ξεκάθαρο μονοπάτι που θα τον οδηγούσε στους άντρες, αλλά η «Μπάρτσα» δεν μπορούσε να το προσφέρει. Κάπως έτσι, μόλις στα 16 και με πνευμόνια αποφασισμένα, γεμάτα θάρρος και εφηβική άγνοια κινδύνου, ο Φάμπρεγκας κάνει το μεγάλο βήμα. Αφήνει το σπίτι του, την ομάδα του και μετακομίζει στο Λονδίνο, έχοντας πει το «ναι» στον Αρσέν Βενγκέρ που μυρίστηκε την ευκαιρία και εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση.
Τα παιδικά του όνειρα, όλα όσα φαντασιωνόταν πως θα καταφέρει βήμα-βήμα στην Μπαρτσελόνα, σβήνονται, όμως μπροστά του ανοίγεται ένας νέος ορίζοντας.
Κατανοώντας τι εστί Άρσεναλ
Ο Πολ Ντέιβις αναζητά απεγνωσμένα σε κάθε κοντινό σούπερ μάρκετ, χτενίζει κάθε διάδρομο στην προσπάθειά του να βρει αυτά που ψάχνει. Αυτό το κόκκινο κουτί με τα παιδικά δημητριακά Kelogg’s Smacks και ένα ρόφημα γάλακτος με κανέλα που λέγεται «ορτσάτα». Ήταν κάτι σαν αποστολή για τον ίδιο να κάνει εκείνο το παιδί στο σπίτι του να νιώσει πιο οικεία, με μερικές γεύσεις από την πατρίδα του, την Ισπανία.
Ο Πολ και η γυναίκα του, η Νορίν, είχαν αποφασίσει να δηλώσουν συμμετοχή στο πρόγραμμα φιλοξενίας παιδιών των ακαδημιών της Άρσεναλ, της αγαπημένης τους ομάδας, και κάπως έτσι ο έφηβος Σεσκ κατέληξε στο σπίτι τους στο Μπάρνετ, το μέρος στο οποίο τα νέα του όνειρα, οι νέοι του στόχοι θα εκκολάπτονταν.
Η προσαρμογή του σε μια νέα χώρα, τη γλώσσα της οποίας δεν μιλούσε, φυσικά ήταν δύσκολη, αλλά η αποφασιστικότητά του και η συμβίωση με τον Φιλίπ Σεντέρος, ο οποίος γνώριζε ισπανικά, έκαναν τα πράγματα λίγο πιο εύκολα. Μέχρι σήμερα, ο Φάμπρεγκας θυμάται πως χάρη στον Πολ και τη Νορίν κατάλαβε για πρώτη φορά τι πραγματικά σημαίνει η Άρσεναλ, πόσο τεράστιος σύλλογος είναι.
Η πρώτη του χρονιά στην ομάδα Νέων συνέπεσε με την πιο επιτυχημένη σεζόν στην ιστορία του συλλόγου, το αήττητο πρωτάθλημα του 2004. Ο Σεσκ, παίζοντας και σκοράροντας στο League Cup, έγινε ο νεότερος παίκτης που αγωνίστηκε για την Άρσεναλ αλλά και ο νεότερος σκόρερ των χρονικών της. Το σημαντικότερο ωστόσο ήταν ο τρόπος με τον οποίον δούλευε, προπονούταν και εξελισσόταν, λες και ήξερε πως η ευκαιρία του τον περίμενε στη γωνία, πως έπρεπε να την αρπάξει.
Την επόμενη σεζόν ο Βενγκέρ, ακριβώς όπως του είχε υποσχεθεί, άρχισε να τον εμπιστεύεται, ενώ οι τραυματισμοί των Βιεϊρά, Ζιλμπέρτο Σίλβα και Εντού λειτούργησαν προς όφελός του. Το θαυματουργό παιδί στη μεσαία γραμμή των «Invincibles» σε κάθε του επαφή κέρδιζε τις εντυπώσεις και, με συμμετοχές στην Premier League, το Champions League και το FA Cup, το οποίο κατέκτησαν οι «Gunners» με εκείνον βασικό στον Τελικό, οι πάντες πλέον τον θεωρούσαν μέλος της ομάδας, παίκτη που μπορεί να γίνει κομβικός για εκείνη.
Λάμψη, μοναξιά, «αντίο»
Η Άρσεναλ άφησε το Highbury, μετακόμισε στο εντυπωσιακό Emirates και εκείνο το παιδί από την Καταλονία ετοιμαζόταν να γίνει μια από τις πιο σημαντικές της φιγούρες. Ο Βιεϊρά έφυγε για τη Γιουβέντους και το δικό του «4» κληρονόμησε ο Φάμπρεγκας, σε μια συμβολική παράδοση σκυτάλης στον παίκτη που θα άλλαζε τους «Κανονιέρηδες».
Σταδιακά γίνεται ολοένα και πιο καθοριστικός. Το παιχνίδι του ορίζει όσα κάνει στο γήπεδο η ομάδα του Βενγκέρ, χάρη σε εκείνον ο Αλσατός τολμά λίγο αργότερα να κατευθυνθεί προς την κατοχή, τον έλεγχο, να αλλάξει την ταμπέλα της σκληρής ομάδας που “σκότωνε” στους κενούς χώρους των αντεπιθέσεων.
Νιώθει την ασφάλεια που του προσφέρει εκείνος ο μετρονόμος στο κέντρο του γηπέδου, αυτός που δίνει τον ρυθμό, φτιάχνει το μπιτ προκειμένου οι συμπαίκτες του να σολάρουν, αλλά ταυτόχρονα με τη δημιουργικότητά του χαρίζει μερικές από τις πιο ξεχωριστές μελωδίες.
Πόδι γεωμετρικά ακριβές, ικανό να στείλει την μπάλα όπου το μυαλό ορίσει με οποιονδήποτε τρόπο, ποδοσφαιρική νοημοσύνη βγαλμένη από υπολογιστικό αλγόριθμο και βλέμμα που διέκρινε τους ελεύθερους χώρους, πριν καν αυτοί υπάρξουν. Ήταν κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό και καινούργιο ο Σεσκ, αριστοτεχνικός και ταυτόχρονα σκληρός, κάποιος που μπορούσε να παίξει σχεδόν παντού, να προσαρμοστεί σαν χαμαιλέοντας και να καθορίσει ολόκληρο το παιχνίδι.
Στο τέλος της πρώτης του σεζόν ως βασικού η αγαπημένη του Μπαρτσελόνα θα νικήσει την Άρσεναλ εκείνο το βράδυ στο Παρίσι και θα του στερήσει το Champions League. Σιγά-σιγά οι περισσότερες ποιοτικές μονάδες της ομάδας θα αποχωρήσουν, ο Ανρί, ο Μπέργκαμπ, ο Πιρές, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας θα αποχαιρετήσουν τους «Κανονιέρηδες», αφήνοντάς τον κάπως μόνο. Σαν αναμφίβολο πρωταγωνιστή που όμως ψάχνει τους συμπρωταγωνιστές του.
Η κερκίδα τον λατρεύει, στο πρόσωπό του βλέπει τον ηγέτη που θα την οδηγήσει ξανά στους τίτλους και αυτή η ευθύνη, η σχέση αμοιβαίας αγάπης γίνεται ακόμα πιο βαριά, όταν το 2008 φορά το περιβραχιόνιο των «Κανονιέρηδων» στο μπράτσο στα 21 του χρόνια.
Εκείνος διαπρέπει, αλλά η Άρσεναλ δείχνει να είναι παγιδευμένη, έχει μόλις βγει από την πιο επιτυχημένη περίοδο της ιστορίας της και ψάχνει να βρει τα νέα της πατήματα σε μια εποχή που η Premier League γιγαντώνεται, αρχίζει να γίνεται πιο ανταγωνιστική από ποτέ.
Η ευκολία και η επινοητικότητα με την οποία μοιράζει ασίστ με το τσουβάλι πλέον έχει φτάσει στο αποκορύφωμα, όμως δίπλα του βλέπει ελάχιστους συμπαίκτες με τους οποίους μπορεί πραγματικά να οδηγήσει τους Λονδρέζους ξανά στην κορυφή.
Εγκλωβισμένη στον λαβύρινθό της, η Άρσεναλ μένει μακριά από τρόπαια, από τις επιτυχίες στις οποίες είχε συνηθίσει και αυτό φθείρει τον αρχηγό Φάμπρεγκας, ο οποίος, ακόμα χειρότερα, αδυνατεί να δει το φως στο τούνελ.
«Ήμουν αρχηγός, πάντα αισθανόμουν τόση πίεση, έπρεπε να οδηγήσω αυτήν την ομάδα σε κάποιον τίτλο. Έδινα τα πάντα. Γυρνούσα σπίτι μετά από ήττες και έκλαιγα, υπέφερα, πολλά βράδια δεν κοιμόμουν. Νιώθεις κατεστραμμένος και στο πούλμαν της ομάδας ακούς άτομα να γελούν και να συζητούν πού θα βγουν αργότερα. Παίζαμε όμορφο ποδόσφαιρο και το διασκέδαζα, αλλά πιεζόμουν πολύ να κάνω τα πάντα και σε ένα σημείο ένιωσα μόνος. Τα τελευταία χρόνια αισθανόμουν πως μόνο ο Φαν Πέρσι και ο Νασρί βρίσκονταν στο επίπεδό μου, κυρίως ειδικά όσον αφορά στη νοοτροπία. Ένιωσα άδειος, στειμμένος, έτοιμος να δω κάτι διαφορετικό. Αλλιώς δεν θα έφευγα ποτέ», θυμάται ο ίδιος.
Το «αντίο» σκληρό μα αναπόφευκτο. Επίλογος σε μια σχέση με πάρα πολλή αγάπη, ιδρώτα και λάμψη που σε κάποια διαφορετική περίοδο θα κατέληγε σε κάτι πολύ σπουδαιότερο. Αυτό το σπουδαιότερο που ο Σεσκ αναζήτησε στην επιστροφή του στο σπίτι.
Από την επιστροφή στη Βαρκελώνη στην επιστροφή στο Λονδίνο
Το καλοκαίρι του 2011 ο Φάμπρεγκας πείθεται για τον επόμενο σταθμό της καριέρας του και η Μπαρτσελόνα δίνει 35 εκατ. για να αποκτήσει ξανά ένα δικό της παιδί. Τα όσα έκανε στους «Gunners» αλλά και την Εθνική Ισπανίας είχαν ανεβάσει τις μετοχές του και ο Πεπ Γκουαρδιόλα θέλησε να τον φέρει στο Camp Nou λίγο μετά το δεύτερο Champions League. Ο Σεσκ ήδη είχε πανηγυρίσει το Euro του 2008 και το Μουντιάλ του 2010 με τη «Furia Roja» και πλέον ήταν πεπεισμένος να κυνηγήσει ακόμα περισσότερους τίτλους. Λίγους μήνες αργότερα, πιο σημαντικός από ποτέ στην Εθνική, θα σήκωνε και το δεύτερο Euro, βάζοντας το όνομά του στην πιο “χρυσή” εποχή της Ισπανίας.
Το πέρασμά του από την «Μπάρτσα» ωστόσο δεν θα ήταν το ίδιο λαμπερό ή τουλάχιστον όσο λαμπερό οι περισσότεροι θα περίμεναν.
Θα πέσει ξανά σε εκείνη τη στιγμή που η υπερομάδα του Γκουαρδιόλα αρχίζει να διαλύεται, με τους «Blaugrana» να προσπαθούν να χτίσουν κάτι καινούργιο. Θα πέσει ξανά στο τείχος των υπόλοιπων αποφοίτων της Masia, στους Τσάβι, Ινιέστα και Μπουσκέτς που ορίζουν τη μεσαία γραμμή των Καταλανών.
Ο Σεσκ κάνει και πάλι πανέμορφα πράγματα, αγωνίζεται με την ομάδα που αγαπούσε από παιδί και της προσφέρει όλα τα μοναδικά του στοιχεία, όμως η «Μπάρτσα» αυτής της περιόδου ζει υπό το πέπλο των προηγούμενων χρόνων κι εκείνος κάπως χάνεται.
Τρία χρόνια έκατσε στο σπίτι του, χωρίς να βρει ποτέ την ελευθερία χάρη στην οποία ξεχώρισε στην Άρσεναλ, βάζοντας πλώρη πλέον για την επιστροφή του στο Λονδίνο. Μόνο που αυτή τη φορά η φανέλα του θα είναι μπλε, όχι κόκκινη. Ο Σεσκ έχει μιλήσει με την Άρσεναλ, έχει επικοινωνήσει πως θέλει να γυρίσει και περιμένει την κίνηση των «Κανονιέρηδων». Αυτή δεν θα έρθει ποτέ, ο Βενγκέρ δεν πείθεται και ο Ισπανός αναγκάζεται να εξετάσει τις υπόλοιπες επιλογές του. Η Τσέλσι κινείται ταχύτατα και τον κάνει δικό της, προκαλώντας για ακόμα μια φορά εντυπώσεις.
Στους «Μπλε» εν τέλει θα βρει όσα έψαχνε τη στιγμή που αποχαιρετούσε την Άρσεναλ. Θα βρει ρόλο, ποιοτικούς συμπαίκτες, θα πανηγυρίσει τίτλους τόσο με τον Ζοσέ Μουρίνιο όσο και με τον Αντόνιο Κόντε.
Ίσως το συναίσθημα να μην ήταν το ίδιο, άλλωστε η καρδιά του είχε ήδη μοιραστεί ανάμεσα στην Μπαρτσελόνα και τους «Κανονιέρηδες», όμως στο Δυτικό Λονδίνο ο Φάμπρεγκας υπογράφει την κληρονομιά του. Πραγματοποιώντας φοβερές εμφανίσεις, σερβίροντας γκολ με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο, κάπως ολοκληρώνει ό,τι άφησε μισό στο Emirates, “φωνάζει” σε όλους, δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία. Είναι ένας από τους καλύτερους μέσους της γενιάς του. Και το αποδεικνύει περίτρανα.
Έχει μια περίεργη αίσθηση η ματιά στην καριέρα του. Δεν ήταν ποτέ ακριβώς υποτιμημένος ούτε ακριβώς κρυμμένος. Ήταν σπουδαίος μα ταυτόχρονα ίσως όχι τόσο σπουδαίος όσο θα έπρεπε. Και χωρίς να φταίει, χωρίς να ευθύνεται.
Σχεδόν καταραμένος να μπλέκεται σε λαβυρίνθους ομάδων, τη στιγμή που ο κύκλος τους έκλεινε. Σχεδόν καταραμένος να καλείται να ανταγωνιστεί τρεις από τους καλύτερους μέσους της ιστορίας στην καλύτερή τους περίοδο, τόσο σε εθνικό όσο και συλλογικό επίπεδο. Σχεδόν καταραμένος να κατακτήσει τα πιο σημαντικά Πρωταθλήματα της καριέρας του με την ομάδα με την οποία συνδέθηκε λιγότερο. Μια Premier League, ένα Champions League με την Άρσεναλ θα τον έκαναν θρύλο, στην Τσέλσι αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί.
Αλλά τι αχάριστη, εριστικά ανικανοποίητη οπτική. Ένας τύπος που έπαιξε σπουδαίο ποδόσφαιρο, κέρδισε πολλά και έζησε ακόμα περισσότερα. Και όλα αυτά, χωρίς ποτέ να καβαλήσει το κύμα, χωρίς ποτέ να δει τις συγκυρίες να του ανοίγουν τον δρόμο. Σαν να παίζει κορώνα-γράμματα και να μην του κάθεται ποτέ, πουθενά αυτό που επέλεξε, αυτό που φαντάστηκε.
Οι πλανήτες του δεν ήρθαν ποτέ σε σύζευξη, τα αστέρια του ποδοσφαιρικού σύμπαντος του Σεσκ Φάμπρεγκας δεν ευθυγραμμίστηκαν ποτέ. Μα εκείνος δεν χρειάστηκε ποτέ το φως τους, κατόρθωσε ακόμα και σε αυτό το πλαίσιο να δημιουργήσει τη δική του λάμψη. Να παίξει μπάλα με αυτή, να κερδίσει με αυτή, να μείνει στην ιστορία με αυτή.
Πάντα ήταν πολύ καλύτερος από αυτό που φαινόταν και ίσως με μια στιγμή συμπαντικής τελειότητας το αφήγημά του να δημιουργούσε ακόμα μεγαλύτερο θαυμασμό.
Και κάπως έτσι το ερώτημα παραμένει. Αν για λίγο τα αστέρια ευθυγραμμίζονταν, αλήθεια, πού θα μπορούσε να φτάσει;
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ο εύκολος δρόμος του Ζεράρ Πικέ
Ο Τσάβι οδήγησε το ποδόσφαιρο στο μέλλον
Τιερί Ανρί: Προσεγγίζοντας την τελειότητα