Προέρχομαι από μια οικογένεια που αγαπούσε πολύ τον αθλητισμό.
Από την πλευρά της μητέρας μου, για παράδειγμα, θείοι μου ήταν αθλητικοί παράγοντες στον Ολυμπιακό.
Ο πατέρας μου ήταν ο ίδιος αθλητής, είχε παίξει μπάσκετ, κερδίζοντας μάλιστα το Πρωτάθλημα Εφήβων με την ομάδα του Παναθηναϊκού, και στη συνέχεια “έμπλεξε” ακόμα περισσότερα με τα διοικητικά του αθλητισμού, επί Προεδρίας Γουλανδρή στον Ολυμπιακό, για παράδειγμα, τον είχε επιλέξει και είχε αναλάβει το τμήμα βόλεϊ της ομάδας. Αργότερα ήταν στην Κολυμβητική Ομοσπονδία.
Ο πατέρας μου με πήγαινε, όταν ήμουν μικρός, στο Καλλιμάρμαρο και βλέπαμε μαζί τους Βαλκανικούς αγώνες στίβου αλλά και άλλα αθλητικά γεγονότα.
Θυμάμαι με έπαιρνε απ’ το χέρι ή με σήκωνε πολλές φορές και στους ώμους του, όπως για παράδειγμα όταν η μπασκετική ΑΕΚ έπαιζε στο Κύπελλο Κυπελλούχων και είχαμε πάει όχι μόνο στον Τελικό με την Σλάβια αλλά και στο προηγούμενο με την Ίνις Βαρέζε.
Γιατί η αγάπη για τον αθλητισμό δεν είχε συλλογικά πλαίσια, βρισκόταν όπου η Ελλάδα πήγαινε καλά, σε όποια αθλήματα και σε όποιους αθλητές τιμούσαν την Ελλάδα.
Στο σπίτι δεν είχαμε τηλεόραση, ώστε να υποχρεώνουν οι γονείς μας εμένα και την αδερφή μου να διαβάζουμε και να μην χάνουμε τον χρόνο μας.
Θυμάμαι όμως ότι είχαμε γείτονες φίλους και την κοπανούσα προκειμένου να πάω να δω παιχνίδια, όπως το Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου στο Μεξικό.
Αργότερα, όταν πια πήραμε τηλεόραση, ήταν μια που έκλεινε μπροστά και κλείδωνε, αλλά είχαμε καταφέρει να βγάλουμε αντικλείδι με την αδερφή μου για να μπορούμε να την ανοίγουμε και να βλέπουμε.
Και πάντα αθλητικά, αυτό με ενδιέφερε να βλέπω!
Συγκεκριμένα την κολύμβηση την ξεκίνησα, γιατί ντρέπονταν οι γονείς μου που φοβόμουν το νερό, στις καλοκαιρινές διακοπές δεν έκανα ούτε βουτιές.
Με πήγαν λοιπόν να μάθω κολύμπι στο Χατζηκυριάκειο στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. τα Σάββατα (ημέρα που το Κολέγιο δεν είχε σχολείο) με έπαιρνε ο πατέρας μου, ο οποίος είχε δουλειά στον Πειραιά, και με άφηνε εκεί στον τότε δάσκαλο κολύμβησης, Μάκη Χαρίτο, ο οποίος μετά από τρεις μήνες είπε στον πατέρα μου «κοιτάξτε, εγώ είμαι προπονητής εδώ στον Ολυμπιακό, δεν τον γράφετε στην ομάδα να γίνει αθλητής και να λάβει μέρος και στους αγώνες;».
Πράγματι έτσι έγινε, άρχισα, έλαβα μέρος στους πρώτους αγώνες, μετά από τρεις μήνες συμμετείχα και στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα κατηγοριών, όπου φάνηκε ότι είχα ένα ταλέντο, και από εκεί τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους.
Ξεκίνησα με ύπτιο, στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Παίδων τον επόμενο χρόνο κέρδισα και στις τρεις κατηγορίες, πεταλούδα, ελεύθερο και ύπτιο.
Το 1969, όταν έγινα Πανελληνιονίκης, ο μικρότερος (14 ετών) σε ηλικία ως τότε, κέρδισα τα 200μ. ύπτιο και θυμάμαι χαρακτηριστικά (έχω και μια φωτογραφία) ότι ο δεύτερος και ο τρίτος στο βάθρο των νικητών, παρόλο που ήταν ένα σκαλοπάτι πιο χαμηλά, ήταν πιο ψηλοί από εμένα!
Ζήσαμε βέβαια και τα “χρυσά” χρόνια της ελληνικής κολύμβησης, δεν υπήρχαν πολλά κολυμβητήρια, όλα γίνονταν στο Ολυμπιακό κολυμβητήριο του Ζαππείου, ενώ υπήρχε τρομερός συναγωνισμός και ανταγωνισμός μεταξύ Παναθηναϊκού και Ολυμπιακού, εναλλάσσονταν στο ποιος θα πάρει το Πρωτάθλημα, έβαζες μέσον τότε για να βρεις εισιτήριο να μπεις μέσα στο κολυμβητήριο, έκλεινε ο δρόμος από πάνω, γιατί μαζευόταν ο κόσμος απ’ έξω και έβλεπε, χρόνια δόξης!
Παρόλο που οι επιδόσεις δεν ήταν τόσο καλές, ο φανατισμός και το ενδιαφέρον του κόσμου για τους αγώνες κολύμβησης (αλλά και αυτούς του πόλο, οι οποίοι πραγματοποιούνταν αμέσως μετά) ήταν στα ύψη, ήταν τότε μόδα.
Και φυσικά το κλίμα και η ατμόσφαιρα πολύ ωραία, κάθονταν από τη μια μεριά οι φίλαθλοι του Παναθηναϊκού, από την άλλη οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού, δεν έβριζαν, τραγουδούσαν και ενθάρρυναν τους αθλητές.
Ωστόσο, ένιωσα μια απογοήτευση, γιατί το 1972 για δύο δέκατα του δευτερολέπτου δεν έπιασα το όριο για να πάω στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου.
Κολύμπησα ακόμα έναν χρόνο και στράφηκα δειλά-δειλά στο πόλο, το οποίο πάντα μου άρεσε, όπως και τα ομαδικά αθλήματα γενικότερα. το πόλο είναι εντελώς διαφορετικό από το κολύμπι, το δεύτερο είναι μοναχικό, ενώ το πρώτο παρεΐστικο.
Τότε προπονητής της Εθνικής ομάδας ήταν ο Αντρέας Γαρυφάλλος, ο οποίος και διέκρινε ένα ταλέντο στη προεθνική ομάδα.
Το 1975 η ομάδα υπέστη μια μεγάλη καταστροφή στους Μεσογειακούς αγώνες, χάσαμε από την τότε πανίσχυρη Γιουγκοσλαβία με 11-0 και αυτό σήμανε την απαρχή μιας ανανέωσης, οπότε μπήκα κατευθείαν στην Εθνική, χωρίς καν να παίξω στον Ολυμπιακό!
Τότε στην ομάδα της Γιουγκοσλαβίας ήταν ένας θηριώδης επιθετικός, αλλά μέσα στο νερό έβλεπες μόνο το κεφάλι του, οπότε μου τον έκρυβαν, όταν ήταν εκτός πισίνας, για να μην τρομάξω και κάποια στιγμή στο τέλος του αγώνα μού λένε «Ξέρεις; Αυτόν φύλαγες!».
Αυτοί τότε ήταν Παγκόσμιοι Πρωταθλητές, σήμερα μέσα στις καλύτερες ομάδες του κόσμου βρίσκονται η Σερβία, η Κροατία, το Μόντε Νέγκρο, ας φανταστεί κανείς λοιπόν πώς ήταν τότε η Ενωμένη Γιουγκοσλαβία!
Απ’ την άλλη, αυτό για το οποίο διακρινόμουν εγώ ήταν ότι “έβλεπα” το παιχνίδι, καταλάβαινα τι γινόταν και πήγαινα σωστά, φύλαγα τον αμυντικό, κέρδιζα επιθετικά φάουλ, γράπωνα τον αντίπαλο για να με χτυπήσει, ώστε να κερδίζουμε αποβολή.
Με το σχολείο τα έβγαζα δύσκολα πέρα, το Κολέγιο είναι απαιτητικό, οπότε ο συνδυασμός διάβασμα και πρωταθλητισμός ήταν πάρα πολύ δύσκολος.
Δεν είχα ελεύθερο χρόνο, αλλά το κυριότερο ήταν ότι λόγω αγώνων δεν είχα χρόνο τα Σαββατοκύριακα να μετέχω σε εκδηλώσεις με τους συμμαθητές μου, να βγαίνω έξω, να πηγαίνω σινεμά ή στα πάρτι.
Οι γονείς μου ήταν πολύ κοντά σε όλη αυτή τη διαδρομή, ήταν στο πλάι μας (μαζί με εμένα κολυμπούσαν και η αδερφή μου και τα δυο ξαδέρφια μου).
Η μητέρα μου στην πραγματικότητα ήταν “ταξιτζής”, μας πήγαινε και μας έφερνε από τις προπονήσεις, προκειμένου να διαβάσουμε και να εκμεταλλευτούμε κάθε λεπτό που είχαμε, χωρίς τη βοήθεια εκείνη θα ήταν αδύνατον να μπορούμε να προπονούμαστε.
Συγκεκριμένα, τον χειμώνα πηγαίναμε σε ένα μικρό κολυμβητήριο 25 μέτρων, σε μια πισίνα πανεπιστημιακή στις φοιτητικές εστίες του Οσίου Λουκά κοντά στον Άγιο Παντελεήμονα, και το καλοκαίρι στο Ολυμπιακό κολυμβητήριο.
Τότε η ομάδα μας έχανε το Πρωτάθλημα από τον Εθνικό και στην Εθνική έπαιζαν έξι παίκτες του Εθνικού και εγώ, οπότε προσπαθούσαν να με πείσουν από τον Εθνικό να πάω εκεί, γιατί έλεγαν ότι, μαζί με εμένα που ήμουν πολύ καλός αμυντικός παίκτης, θα μπορούσαμε να πάρουμε το Κύπελλο Ευρώπης.
Όσον αφορά στον Ολυμπιακό, όταν κάποιος έχει περάσει από μία ομάδα και την έχει υπηρετήσει σε όλα τα επίπεδα, είναι λογικό να παραμένει φίλαθλος. ήμουν Πρωταθλητής του Ολυμπιακού στην κολύμβηση, ήμουν αθλητής του Ολυμπιακού στο πόλο, ήμουν αρχηγός της ομάδας πόλο, επομένως είναι λογικό να αγαπώ αυτόν τον σύλλογο.
Μαθαίνεις ωστόσο στη ζωή να βγάζεις το οπαδικό καπέλο και να βλέπεις τα πράγματα λίγο πιο ψύχραιμα, να παρατηρείς και τα καλά και τα στραβά της ομάδας που αγαπάς αλλά και τα υπόλοιπα που έχουν σχέση με τον αθλητισμό.
Επαγγελματικά, ενώ ήδη έπαιζα πόλο, βρέθηκα στο Παρίσι, εργαζόμουν σε γαλλική τράπεζα.
Τότε ήταν η περίοδος πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας το 1980 και οι συναθλητές μου στην Εθνική μου λένε «έλα, πείσαμε τον προπονητή να σε δοκιμάσει», οπότε μετά τη δουλειά έβαζα μια φόρμα και έτρεχα στους δρόμους του Παρισιού.
Πήγαινα τρέχοντας μέχρι ένα κολυμβητήριο που ήταν για το κοινό, το κολυμβητήριο των Ταχυδρομείων, έμπαινα μέσα, πλήρωνα εισιτήριο, κολυμπούσα με το κοινό, με κάτι ηλικιωμένους, κολυμπούσα ενδιάμεσα στις διαδρομές, ώστε να επανέλθει η φυσική μου κατάσταση, αλλά μπάλα κτλ τέτοια δεν υπήρχαν.
Πήγα και βρήκα την ομάδα πόλο των Ταχυδρομείων, η οποία έπαιζε στη Β’ κατηγορία της Γαλλίας, και τους ρωτάω «να έρχομαι να παίζω μαζί σας;» και μου λένε «ναι». Πήγα εκεί και τρελάθηκαν αυτοί, Β’ Εθνική Γαλλίας, καταλαβαίνει κανείς! Μάλιστα με ρώτησαν «έρχεσαι το Σαββατοκύριακο να πάμε στο Βέλγιο να παίξουμε σε ένα τουρνουά;» και απάντησα «έρχομαι».
Πήγαμε με το τρένο, παίξαμε στο τουρνουά, αναδείχθηκα καλύτερος παίκτης, πήρα και ένα Κύπελλο! Και δεν είχα παίξει κιόλας καιρό!
Με φέρνουν λοιπόν στην Ελλάδα για να με δοκιμάσουν στην Εθνική. τότε είχαν φέρει την Ιταλία για πέντε ημέρες, οι συμπαίκτες μου, για να φανεί ότι παίζω καλά, με βοηθούσαν πάρα πολύ, ήμουν ο τελευταίος αμυντικός πάντα και, τελειώνοντας όλο αυτό, όλοι έλεγαν «είδες που έστρωσε η άμυνά μας με τον Σπύρο;», με τον προπονητή να συμφωνεί.
Τον άλλον μήνα είχαμε το προολυμπιακό τουρνουά, αλλά τι να κάνω εγώ με την τράπεζα στο Παρίσι; Είχα πάρει άδεια για δύο ημέρες. Γύρισα στην τράπεζα και τους είπα «Ξέρετε; Έχω ένα οικογενειακό πρόβλημα στην Ελλάδα και δυστυχώς πρέπει να γυρίσω εκεί».
Επιστρέφω στην Ελλάδα για να προπονηθώ τις τρεις τελευταίες εβδομάδες πριν το προολυμπιακό, πηγαίνουμε προολυμπιακό στη Βουλγαρία και προκρίνεται η ομάδα για τη Μόσχα. Αμάν! Τι θα έλεγα στην τράπεζα;
«Όλα καλά, αλλά, ξέρετε, εκεί που ήμουν, μετείχα με την Εθνική στο προολυμπιακό και προκρίθηκε η ομάδα στους Ολυμπιακούς. Επειδή αυτό είναι και το όνειρό μου και θέλω να αγωνιστώ, είμαι υποχρεωμένος να παραιτηθώ από την τράπεζα», τους ανέφερα και μου είπαν να περιμένω μέχρι το τέλος της εβδομάδας.
Στη συνέχεια έγραψαν στα κεντρικά στην Αμερική, από τη Νέα Υόρκη τους απάντησαν «ναι, θα του δώσουμε άδεια άνευ αποδοχών, να πάει στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αλλά τρεις μέρες μετά τους αγώνες θα μετατεθεί και θα παρουσιαστεί στα κεντρικά στη Νέα Υόρκη» κι έτσι πήγα στους Ολυμπιακούς της Μόσχας.
Πάντα θα θυμόμαστε τον Μίσα, την μασκότ, όπως και πάντα θα θυμάμαι εκείνη την τελετή έναρξης, όταν μπήκαμε αγκαλιασμένοι όλοι μαζί οι παίκτες του πόλο και κλαίγαμε, γιατί γινόταν το όνειρό μας πραγματικότητα. η ομάδα πόλο για πρώτη φορά δεν πήγε στους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1976 στο Μόντρεαλ.
Αυτό δεν το θυμούνται πολλοί, αλλά το πόλο από το 1968, με εξαίρεση το 1976, έχει πάει σε όλες τις Ολυμπιακές διοργανώσεις. στο Μόντρεαλ δεν πήγαμε, γιατί το 1975 λόγω μεγάλου κόστους-εξόδων το ελληνικό κράτος δεν μας έστειλε και δεν λάβαμε μέρος στο προολυμπιακό τουρνουά της Κολομβίας.
Στη Μόσχα λοιπόν και στο πρώτο παιχνίδι του Ολυμπιακού τουρνουά πόλο (με την Ολλανδία) μας έκανε τρομερή εντύπωση ο κόσμος στις κερκίδες, πιστεύαμε ότι θα πηγαίναμε σε ένα άδειο κολυμβητήριο, αλλά, μπαίνοντας στις 09:00, το βρήκαμε γεμάτο με κόσμο.
Όταν έγιναν οι παρουσιάσεις των ομάδων, αντιληφθήκαμε ότι οι μισοί θεατές υποστήριζαν την Ελλάδα και οι άλλοι μισοί την Ολλανδία. ήταν μάλλον στρατιώτες που βρίσκονταν εκεί για να δείξουν ότι το κολυμβητήριο ήταν γεμάτο.
Όσον αφορά στα “πρότυπά” μου, νομίζω ότι κάθε φορά θαύμαζα και άλλους αθλητές από διαφορετικά αθλήματα, γιατί στην εποχή τους ο καθένας ήταν μια μεγάλη μορφή.
Στην εποχή μου, για παράδειγμα, στον στίβο ήταν ο Καρλ Λιούις, ο οποίος είχε πάρει τέσσερα Χρυσά μετάλλια. Πιο πριν τρομερός αθλητής ήταν ο Σανέγιεφ (τριπλούν), ο οποίος άναψε και την φλόγα στην τελετή έναρξης της Μόσχας. Αργότερα, ο Μπούμπκα ήταν μια μεγάλη προσωπικότητα του αθλητισμού. Στην κολύμβηση υπήρξε ο θρυλικός Μαρκ Σπιτς, μέχρι αργότερα να έρθουν ο Ίαν Θορπ και ο Μάικλ Φελπς, αθλητές-φαινόμενα.
Ιδιαίτερα θαύμαζα κι έναν Ανατολικογερμανό, τον Ρόλαντ Μάτες, ο οποίος ήταν η κορυφή στην παγκόσμια κολύμβηση στα 100μ. και 200μ. ύπτιο, το αγώνισμα που κολυμπούσα και εγώ, και πάντα ήθελα να του μοιάσω.
Μάλιστα, έζησα μαζί του μια τρομερή εμπειρία. στους Ευρωπαϊκούς αγώνες της Βαρκελώνης το 1970, στους οποίους είχα μετάσχει σε πολύ μικρή ηλικία (ήμουν ο μικρότερος τότε), έτυχε να κληρωθώ στην ίδια σειρά που κολυμπούσε ο Μάτες στον προκριματικό αγώνα και θυμάμαι ότι κολυμπούσα ακόμη, όταν είδα στο ταμπλό «Matthes new world record» και είπα «μπράβο το παλληκάρι».
Στη Μόσχα περπατούσε ανάμεσά μας η Κομανέτσι, ένα ίνδαλμα, και βγάζαμε φωτογραφίες μαζί, βλέπαμε τον Στίβενσον, τον μεγάλο μποξέρ από την Κούβα, αλλά αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι ότι, γυρίζοντας από έναν αγώνα του πόλο, μας λένε «ξέρετε, ο Μυγιάκης αγωνίζεται σε λίγο στον Τελικό της πάλης».
Ήμασταν τρεις-τέσσερεις από την ομάδα του πόλο, πετάξαμε τα πράγματά μας, τρέξαμε, μπήκαμε σε ένα αυτοκίνητο, δεν ξέρω καν πώς εξηγήσαμε πού πάμε, πήγαμε στο μέρος που διεξαγόταν ο αγώνας, μπήκαμε από κάτω και βρεθήκαμε τυχαία εκεί που ο Γαλακτόπουλος προετοίμαζε τον Μυγιάκη.
Ήταν γδαρμένος ο Στέλιος από τους προηγούμενους αγώνες, του δώσαμε κουράγιο, πήγαμε στην εξέδρα, φωνάζαμε σε όλον τον αγώνα και ξεχωρίζαμε, γιατί ήμασταν οι μόνοι που το κάναμε ενθουσιωδώς, και, όταν τελείωσε και νίκησε ο Μυγιάκης, μπήκαμε μέσα και τον σηκώσαμε στα χέρια.
Αυτό ήταν το πρώτο Χρυσό μετάλλιο που είδα να κερδίζει η χώρα μας και μάλιστα το πρώτο Χρυσό της μετά από πάρα πολλά χρόνια!
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες είχαμε την πείρα των προηγούμενων αγώνων, ήρθαμε όγδοοι και αυτό μας άφησε πικρές γεύσεις, γιατί είχαμε μια ομάδα που μπορούσε να διεκδικήσει μετάλλιο, αλλά όλα παίχτηκαν σε έναν αγώνα με την Ισπανία, στον οποίον όποιος κέρδιζε θα έμπαινε στην εξάδα κι από κει και πέρα νομίζω ότι τα πράγματα θα ήταν πιο εύκολα.
Χάσαμε, ρίξαμε τότε ευθύνες στον προπονητή μας, ο οποίος ήταν μάλιστα και Ισπανός, και διαλύθηκε η ομάδα, διάλυση (και ψυχολογική) που δεν επηρέασε όμως τους επόμενους αγώνες, καθώς όλοι ήταν νικηφόροι, εκτός από μια ισοπαλία με την Ιταλία, με την οποία και ισοβαθμίσαμε, με αποτέλεσμα εκείνη να καταταγεί στην έβδομη θέση κι εμείς στην όγδοη.
Στο αεροπλάνο της επιστροφής είπα στους συμπαίκτες και φίλους ότι τέρμα ο πρωταθλητισμός, δεν άντεχα παραπάνω, γιατί είχα μια διευθυντική θέση σε μια αμερικανική τράπεζα και δεν μπορούσε πλέον να συνδυαστεί η επαγγελματική καριέρα με τον αθλητισμό.
Όσο σπουδάζεις, είναι πιο εύκολο να τα συνδυάσεις. Όταν αρχίσεις να εργάζεσαι, οι απαιτήσεις είναι διαφορετικές και είναι πολύ πιο δύσκολο να συνεχίσεις να είσαι στην κορυφή.
Ακόμα και την τελευταία χρονιά πριν τους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες θυμάμαι το ημερήσιο πρόγραμμά μου: Ξεκινούσα πολύ πρωί να πάω για προπόνηση, στη συνέχεια έβαζα το κοστούμι μου να πάω στην τράπεζα και το απόγευμα, όταν τελείωνα, πήγαινα κατευθείαν στην προπόνηση. Γύριζα το βράδυ σπίτι και αποκοιμιόμουν στο τραπέζι την ώρα του φαγητού.
Πολύ σκληρή καθημερινότητα και για αυτό ακριβώς έκανα υπομονή εκείνον τον χρόνο, γιατί το όνειρο ήταν να ξαναπάμε στους Ολυμπιακούς Αγώνες και να κάνουμε κάτι καλό, πράγμα που πραγματικά το πιστεύαμε τότε, αλλά δεν μπόρεσε να συνεχιστεί.
Όταν ήμουν αθλητής, δεν φανταζόμουν ότι επρόκειτο να κάνω καριέρα, πάντα όμως μου άρεσε ο αθλητισμός.
Πήγαινα και έβλεπα άλλα αθλήματα, ακόμα και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες τρέχαμε σαν παλαβοί να πάμε να δούμε την «Dream Team» της Βαρκελώνης, την Αμερικανική ομάδα στην οποία έπαιζαν τότε μεγάλοι αθλητές, αλλά και στη Μόσχα βλέπαμε με τους συναθλητές μου, για παράδειγμα, τον Σεμπάστιαν Κόε και τον θαυμάζαμε.
Τρελαινόμουν για τον αθλητισμό, γι’ αυτό και τον παρακολουθούσα πάντα, αλλά δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα συνεχίσω.
Όταν γύρισα Ελλάδα από το εξωτερικό το 1991, με ρώτησαν αν θα μπορούσα να βοηθήσω στην Κολυμβητική Ομοσπονδία, μπήκα στα διοικητικά, εξελέγην Β’ Αντιπρόεδρος, με εξέλεξαν οι συνάδελφοί μου και μπήκα στην Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή.
Στην ΕΟΕ ηγήθηκε τότε επί μια τετραετία ένας πολύ εμπνευσμένος άνθρωπος του αθλητισμού και του Ολυμπιακού ιδεώδους, ο Νίνο Τζίκας, τον οποίον τον είχα ζήσει και ως αρχηγό αποστολής στους Ολυμπιακούς της Μόσχας.
Έβλεπε αρκετά πράγματα σε εμένα, ίσως ότι προερχόμουν από τον αθλητισμό, ίσως ότι μιλούσα ξένες γλώσσες, ίσως ότι είχα διεθνείς παραστάσεις, με πρότεινε λοιπόν για Πρόεδρο της Ολυμπιακής προετοιμασίας και αρχηγό της Ολυμπιακής ομάδας της Ατλάντα.
Έτσι, έγινα αρχηγός το 1996 στους Ολυμπιακούς Αγώνες που μαζί με αυτούς της Βαρκελώνης (δύο μετάλλια) σήμαναν την απαρχή μεγάλων επιτυχιών για τον ελληνικό αθλητισμό. πήραμε τέσσερα Χρυσά και τέσσερα Ασημένια μετάλλια, ενώ ως χώρα συνολικά στα αποτελέσματα ήμασταν Νο16 στην κατάταξη.
Και αξέχαστα είναι, φυσικά, και τα χρόνια δουλειάς για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 στην Αθήνα, ίσως ήταν τα καλύτερα χρόνια που έζησα δίπλα στον αθλητισμό.
Αναζητώντας τις διαφορές, στα χρόνια μου ο αθλητισμός δεν ήταν τόσο απαιτητικός και επαγγελματικός, όπως είναι σήμερα. Τότε μπορούσες ταυτόχρονα να σπουδάζεις και να κάνεις και άλλα πράγματα, τώρα είναι πολύ δύσκολο, γιατί, για να είσαι στην κορυφή, απαιτούνται πολύ περισσότερες θυσίες.
Εκείνα ήταν τα πιο ωραία χρόνια, ανέμελα, με παρέες, με ανθρώπους διαφορετικού κοινωνικού περιβάλλοντος. Και εδώ έγκειται και η η αξία του αθλητισμού, ότι όποιος και αν είσαι (πλούσιος, φτωχός, ψηλός, κοντός, χοντρός, αδύνατος), το ζητούμενο είναι ποιος θα πάει πιο γρήγορα, πιο ψηλά, πιο δυνατά, ποιος θα είναι ο νικητής.
Και έχω τόσες ωραίες και γλυκές αναμνήσεις αλλά και τόσες πικρές, γιατί ο αθλητισμός είναι μεν χαρά, αλλά, όταν αγωνίζεσαι και δεν κερδίζεις, πικραίνεσαι και οι φορές που δεν κερδίζεις είναι οι περισσότερες.
Πρέπει πρώτα λοιπόν να μάθεις να χάνεις, ώστε να απολαύσεις και να χαρείς την επιτυχία αργότερα, όταν θα κερδίσεις.
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Σπύρος Καπράλος: Οι αθλητές κι εγώ