Όταν, μεσούντος του φθινοπώρου του 2003, ο Λουίς Φιλίπε Βιέιρα ανέλαβε τον προεδρικό θώκο της Μπενφίκα, η καρέκλα έμοιαζε με ηλεκτρική. Κανείς δεν την ήθελε, μιας και ήταν ταυτόσημη με τη χειρότερη δουλειά στην Πορτογαλία.
Οι Λουζιτανοί ήταν υπερχρεωμένοι, έχοντας περάσει κατά πολύ τα όρια -ακόμα και τα ελαστικότερα της ανοχής των πορτογαλικών αρχών- της χρεοκοπίας, είχαν ξεχάσει όχι απλώς την εγχώρια κορυφή (τελευταίο τους Πρωτάθλημα το 1994) αλλά και πώς να είναι απλώς ανταγωνιστικοί.
Δεν συγκινούσαν κανέναν, ούτε οπαδούς, ούτε ποδοσφαιριστές, ούτε την ποδοσφαιρική αγορά, έχοντας χάσει τελείως οτιδήποτε τους προσέδιδε αξία και ξεκάθαρα μπαίνοντας σε δεύτερη (αν όχι τρίτη) μοίρα πίσω -και πολύ…- από την Πόρτο (και συχνά πυκνά και από την Σπόρτινγκ).
Ο Βιέιρα αποχώρησε από την προεδρία των «Αετών» 17 χρόνια και 257 ημέρες αργότερα, καταμεσής του καλοκαιριού του 2021. Είναι ο μακράν του δεύτερου μακροβιότερος Πρόεδρος στην ιστορία της Μπενφίκα. Και επίσης ο μακράν του δεύτερου πιο επιτυχημένος, μιας και επί των ημερών του κατακτήθηκαν 24 συνολικά τίτλοι.
Είναι όμως και αυτός που -δικαίως ή αδίκως- πιστώνεται και την ολική αναμόρφωση, πέραν του αγωνιστικού σκέλους, του συλλόγου. Διοικητικά, οργανωτικά, εμπορικά, σε επίπεδο μάρκετινγκ, οικονομικά, οπουδήποτε.
Το σημαντικότερο; Όλα έγιναν έχοντας ως βάση την αξιοποίηση του έμψυχου δυναμικού. Το football πάντα κυριαρχούσε, πάντα βρισκόταν εν αφθονία, ανεξαρτήτως λοιπών συνθηκών στη Λισαβόνα. Ο Βιέιρα έφερε και κόλλησε δίπλα του και το business.
Τίποτα, μα τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Κανείς, μα κανείς δεν ήταν υπεράνω τιμής. Ουδείς αναντικατάστατος. Ίσα-ίσα. Όλοι, μα όλοι ήταν, είναι, θα είναι εσαεί εφεξής αναλώσιμοι. Αρκεί να έφερναν (να φέρουν) το σωστό, το κατάλληλο αντίτιμο στα ταμεία, στην σωστή, την κατάλληλη στιγμή.
Σε αυτά τα χρόνια του Βιέιρα στην προεδρία, η Μπενφίκα μόνο από πωλήσεις εισέπραξε επισήμως 1.219 δισεκατ. ευρώ. Ναι, δισεκατομμύρια. Το ισοζύγιο εισπράξεων από πωλήσεις, δαπανών για προσθήκες, ήταν πλεονασματικό κατά 600 εκατ. ευρώ.
Αδιανόητα ποσά. Δεν έλυσαν όλα τα προβλήματα των Πρωταθλητών Πορτογαλίας, ούτε κατά διάνοια, δεν ήταν πάντα όλα σύννομα (γι’ αυτό άλλωστε και οι σκιές και οι φωνές που συνόδευσαν τον Βιέιρα στην αποχώρηση από την προεδρία), αγωνιστικά όμως και μόνο μιλώντας, αναδιέταξαν το τοπίο.
Η αξία, ναι, δημιουργούνταν. Με διάφορους τρόπους και διάφορους, εξελίξιμους συνεχώς, μηχανισμούς. Σε αυτό το κομμάτι, η Μπενφίκα άγγιζε και αγγίζει την κορυφή του πλανήτη. Μόνο και μόνο για την παρακολούθηση των εγχώριων, ανεξαρτήτως ηλικίας, ανεξαρτήτως τόπου, οι Λουζιτανοί απασχολούν πάνω από 500 ανθρώπους.
Τίποτα δεν ξεφεύγει. Τίποτα δεν γίνεται να ξεφύγει.
Το τέλειο όμως δεν υπάρχει. Το σύστημα που πλέον έχει δομηθεί στη Λισαβόνα είναι πρωτοποριακό, είναι κορυφαίο, αλλά δεν είναι τέλειο. Το πλησιάζει, ναι, αλλά ακριβώς αυτό το σφάλμα που μία στο τόσο παρουσιάζεται πιστοποιεί πως η έκθεση πάντα καιροφυλακτεί.
Στην περίπτωση της Μπενφίκα, το πιο τρανταχτό σφάλμα αυτής της 20ετίας, η πιο καθάρια απόδειξη πως ακόμα και η αποδοτικότερη μανιέρα θα έχει μια ρωγμή (ή θα του εμφανιστεί), θα λαθέψει, ακόμα και αν έχει δεκάδες, εκατοντάδες ειδικούς και μοναδική τεχνογνωσία, έχει ονοματεπώνυμο.
Μπερνάρντο Σίλβα.
Από λίπος σπάλα
Το καλοκαίρι του 2014 ήταν κάτι παραπάνω από πανηγυρικό για την Μπενφίκα, η οποία προερχόταν από την κατάκτηση του εγχώριου Τρεμπλ, επιβεβαιώνοντας έτσι την εντός των συνόρων κυριαρχία της. Τα 20 χρόνια του ο Μπερνάρντο Σίλβα δεν τα είχε κλείσει ακόμη. Τα 3/5 της ως τότε ζωής του τα είχε περάσει με τη φανέλα των Λουζιτανών.
Ξεκίνησε από τα φυτώριά τους, όταν ήταν επτά χρόνων, ακολουθώντας έκτοτε όλα τα προβλεπόμενα στάδια. Όχι εύκολα. Καχεκτικός, κοντούλης, χωρίς μούσκουλα και όγκο, ζορίστηκε πολύ στην εφηβεία του. Περισσότερες ήταν οι φορές που σκέφτηκε να τα παρατήσει από τα εύσημα που εισέπραττε.
Ο Φερνάντο Σαλάνα, μια μεγάλη αλλοτινή δόξα των «Αετών» και τότε στέλεχος των ακαδημιών τους, ήταν αυτός που σταθερά έβαζε πλάτη. Και τονώνοντας την εύθραυστη πίστη του μικρού αλλά και προσυπογράφοντας για τις συνεχείς και απαιτούμενες προαγωγές του στις επόμενες ηλικιακές “πίστες”.
Εναλλακτικές είναι αλήθεια πως είχε. Γέννημα θρέμμα της Λισαβόνας, μεγαλωμένος στην καρδιά της, ένα τσιγάρο δρόμο από το Praça de Touros, το πάρκο των ταυρομαχιών δηλαδή της πορτογαλικής πρωτεύουσας, γόνος μεσοαστικής (και κάτι καλύτερα) οικογένειας, η οποία ποτέ δεν είδε με καλό μάτι τη λατρεία του μικρού για το ποδόσφαιρο.
Ποτέ όμως δεν του έκλεισε τον δρόμο, πάντα του πρόσφερε εναλλακτική: παράλληλα με δαύτο, οι γονείς του, δασκάλα καλλιτεχνικών η μητέρα του, επιχειρηματίας ο πατέρας του, τον έγραψαν σε ιδιωτικό αγγλόφωνο σχολείο, στο οποίο και φοίτησε σε όλη τη διάρκεια της σχολικής του εκπαίδευσης.
Καλός μαθητής. Καλύτερος απ’ αυτό που φαινόταν πως μπορεί να γίνει ως ποδοσφαιριστής. Ή, έστω, από το όσο τον πίστευαν. Παράλληλα με την ενηλικίωση, μπήκε στο Πανεπιστήμιο για να πάρει πτυχίο Ευρωπαϊκών Σπουδών. Πίστευε πως μπορεί να ταιριάξει σπουδή και μπάλα. Χρειάστηκε να διαλέξει στον χρόνο πάνω. Οι γονείς του εύχονταν την σπουδή. Ματαιοπονούσαν.
Η δύσκολη εφηβεία είχε περάσει. Είχε βρει πρωταγωνιστικό πια ρόλο στην U18 της Μπενφίκα και αμέσως, σε εκείνη την πανηγυρική χρονιά του Τρεμπλ (2013-2014), είχε και ο ίδιος βρει χώρο να χτίσει φήμη κάνοντας όργια (έστω) στην Μπενφίκα Β’, η οποία τότε αγωνιζόταν στη δεύτερη κατηγορία.
Η σωματοδομή του πλέον δεν ενοχλούσε. Τουλάχιστον όσους τον έβλεπαν εκτός και πάνω από τις γραμμές του γηπέδου.
«Messizinho» το παρατσούκλι που του κόλλησαν. Ο «μικρός Μέσι» δηλαδή. Ενδεικτικό και της τεχνικής του κατάρτισης (και που προφανώς πόνταρε στο παιχνίδι του) αλλά και του κορμιού του.
Υπήρχε κάποιος τότε που, λόγω και της κοψιάς του, χαρακτηριζόταν μικρότερος ακόμα και από τον Μέσι.
Και αυτό ήταν τελικά που του κόστισε στην τελική αξιολόγηση στο Da Luz. Με τη φανέλα της πρώτης ομάδας αγωνίστηκε σε τρία παιχνίδια. Μόνο. Από ένα σε κάθε διοργάνωση που κατέκτησε η Μπενφίκα. Όλα κι όλα 31 λεπτά. Συνολικά. Αρκούσαν για να του δώσουν μετάλλια τροπαιούχου. Και τι να πουν όμως σε ένα παιδί που έβραζε το αίμα του, που ήθελε να παίξει, έχοντας φτάσει στον προθάλαμο της αγαπημένης του ομάδας και περιμένοντας, χτυπώντας φορτικά την πόρτα, κάποιον να του ανοίξει.
Ο… πορτιέρης όμως δεν άκουσε. Ο Ζόρζε Ζεσούς, πανίσχυρος τότε στον πάγκο, προφανώς δεν τον έβλεπε. Και, όταν τέθηκε το ζήτημά της αξιοποίησης και του στάτους του, το μόνο που είπε ο Πορτογάλος τεχνικός ήταν πως μόνο ως αριστερό μπακ θα μπορούσε να τον δει, ίσως, μπορεί, ενδεχομένως, κάποτε, ποιος ξέρει, ως κομμάτι του ευρύτερου rotation της πρώτης ομάδας.
Από “10άρι” αριστερός μπακ; Και στα (κοντά πια) 20 του; Και χωρίς την παραμικρή εξασφάλιση πως θα ήταν αρκετό; Άλλο δεν χρειαζόταν στον Μπερνάρντο Σίλβα. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό από το να φύγει. Όχι πως… θα έλειπε προφανώς σε κανέναν από το προπονητικό επιτελείο.
Στον Βιέιρα, ναι, ο οποίος δεν συμμεριζόταν την άποψη του προπονητή του, εν τούτοις όμως δεν μπορούσε να παραγνωρίσει την επιχειρηματική αρχή και φιλοσοφία του. Και έτσι έκανε αυτό που πάντα έκανε. Αναζήτησε την καλύτερη συμφωνία ώστε να βγάλει και από τη μύγα, όπως τότε θεωρούνταν από τους αγωνιστικούς υπευθύνους της ομάδας ο Σίλβα, ξίγκι.
Φυσικά, σημαντικό κομμάτι στην προεδρική δυσπιστία για την προπονητική κρίση έπαιξε το ότι ο μικρός εκπροσωπούνταν από τον Ζόρζε Μέντες. Πρακτικά, ο κορυφαίος ατζέντης όλων των εποχών ήταν συνεργάτης του Βιέιρα, συνεργάτης της Μπενφίκα, έχοντας συμβάλει -εννοείται με το αζημίωτο για τον ίδιο- καταλυτικά, περισσότερο από κάθε άλλον, στην οικονομική (και όχι μόνο) αναστήλωση του συλλόγου.
Αυτός και αν δεν λαθεύει. Μόνο και μόνο ότι είχε επιλέξει τον Σίλβα για πελάτη αποτελούσε ISO ποιότητας. Παράλληλα όμως και διαβατήριο για μια καλή συμφωνία, έστω -είπαμε- για την… μύγα του Ζεσούς.
Η Μονακό, ομάδα απολύτως ελεγχόμενη από τον Πορτογάλο ατζέντη, πρόσφερε διέξοδο βάζοντας στο τραπέζι δανεισμό και buy out 15.75 εκατ. ευρώ.
Τότε, για έναν άγραφο 20χρονο, με μόλις μισή ώρα μπάλας σε επίπεδο πρώτης ομάδας στα πόδια του, με την στάμπα του “δεν κάνει” από τον ανέγγιχτο (εκείνη την στιγμή) Ζεσούς, φάνταζε μια αδιανόητα προσοδοφόρα πρόταση, μια προσφορά που απλώς επιβεβαίωνε την αλλαγή στάτους της Μπενφίκα, η οποία ακόμα και το λίπος της το πούλαγε για σπάλα.
Αυταπόδεικτη πλέον η αξιολόγηση εκείνης της απόφασης. Τόσο αγωνιστικά όσο και για τα μέτρα και σταθμά της μεταγραφικής πολιτικής των Λουζιτανών.
Ιστορικά και μνημειωδώς λαθεμένη.
Το πριγκιπάτο, ο Ζαρντίμ, το πασαπόρτι στο Μάντσεστερ και ο MVP του Πεπ
Τα σκουπίδια του ενός θησαυρός του άλλου. Στη Μονακό ο Σίλβα βρήκε τις καταλληλότερες συνθήκες για να παίξει σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του. Μηδενική πίεση, ομάδα γεμάτη ταλέντο, προπονητής -ο Λεονάρντο Ζαρντίμ– που τον πίστεψε από την πρώτη στιγμή και του χάρισε ρόλο κουμανταδόρου (αφού πρώτα τον χρησιμοποίησε ως δεξιό εξτρέμ).
Όλα κούμπωσαν αμέσως. Οι Μονεγάσκοι έγιναν η πιο fun to watch ομάδα της Ευρώπης, παίζοντας θεαματικότατο, παραγωγικότατο ποδόσφαιρο. Με συμπαίκτες όπως ο Εμπαπέ, ο Φαλκάο, ο Μοουτίνιο, ο Καράσκο, ο Μαρσιάλ, ο Φαμπίνιο, ο Σιντιμπέ, ο Μεντί, τι στο καλό, δύσκολο δεν θα μπορούσε να είναι.
Και έγινε και αποτελεσματικό. Η ορμητική Μονακό μπήκε στα ρουθούνια της Παρί αμέσως μετά την άφιξη του Σίλβα στο Πριγκιπάτο και κατάφερε τελικά, στην τρίτη του -και τελευταία- χρονιά εκεί, να στεφθεί Πρωταθλήτρια, φτάνοντας παράλληλα ως και τα ημιτελικά του Champions League, με τον Πορτογάλο στο επίκεντρο των πάντων.
Στην πορεία για να φτάσει ως εκεί, ο αναβαπτισμένος Ίβηρας -και αναγνωρισμένος πια διεθνώς, με τον Φερνάντο Σάντος να τον πρωτοκαλεί στην Εθνική Πορτογαλίας αμέσως μετά την παρθενική σεζόν του στο Louis II, χωρίς όμως να μπορέσει ελέω ενός σοβαρού τραυματισμού να βρεθεί στην αποστολή που στέφθηκε Πρωταθλήτρια Ευρώπης στο Παρίσι το καλοκαίρι του 2016– απέκτησε τα σημαντικότερα διαπιστευτήρια για το επόμενο επίπεδο.
Η Μονακό απέκλεισε διαδοχικά δύο ομάδες της Premier League, αρχικά στους ομίλους την Τότεναμ και εν συνεχεία στους «16» τη Μάντεστερ Σίτι. Τότε ήταν που μπήκε για τα καλά στο επίκεντρο της προσοχής των Νησιωτών και συγκεκριμένα και των δύο του Μάντσεστερ. Κακά τα ψέματα όμως, περισσότερο -από τότε- έμοιαζε σε πλαστελίνη για να την πλάσει ο Γκουαρντιόλα.
Και όντως, παρότι η Γιουνάιτεντ ήταν αυτή που είχε κινηθεί πιο γρήγορα, οι «Πολίτες», πριν καλά-καλά τελειώσει εκείνη η χρονιά (2016-2017), τον αγόρασαν (έναντι 50 εκατ. Επίσης λίγα φαίνονται τώρα…).
Η προσαρμογή του στο Μάντσεστερ, σε επίπεδο καθημερινότητας, ήταν εύκολη. Δεν χαλάστηκε από την προφανή διαφορά με τον προηγούμενο τόπο κατοικίας του, κάθε άλλο. Του θύμισε το πατρικό του, γι’ αυτό και σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειοψηφία των συμπαικτών του (αλλά και όλων των στελεχών των «Πολιτών») προτίμησε να μείνει στο κέντρο και όχι στο εξοχικό προάστιο του Τσέσαϊρ.
Τα αγγλικά -έστω με χαρακτηριστική αμερικανική προφορά- δεύτερη γλώσσα (ελέω του σχολείου) από τα μικράτα του, πρώτη μάλιστα από το Μονακό, μιας και ήταν η συμφωνία με τη Γαλλίδα τότε σύντροφό του και πλέον σύζυγό του, Ινές Τομάς. Αλλιώς άλλωστε να συνεννοηθούν δεν γινόταν, οπότε τα καθιέρωσαν.
Το δυσκολότερο της προσαρμογής στην Γηραιά Αλβιώνα το ποδοσφαιρικό σκέλος της ήταν. Λογικό και επόμενο. Του πήρε έναν χρόνο (και κάτι ψιλά), ωστόσο και πάλι προσαρμόστηκε, ανταποκρίθηκε. Όχι μόνο με την αυταπόδεικτη πλέον ευφυΐα και ποδοσφαιρική οξυδέρκειά του. Ούτε καν με την πολυχρησιμότητά του.
Μόνο με τα γαλάζια της Σίτι έχει κατά καιρούς αγωνιστεί δεύτερος αμυντικός χαφ, εσωτερικός μέσος σε τριάδα στο κέντρο, δεξιός εξτρέμ, “10άρι”, ελεύθερος πίσω από την επιθετικό, ακόμα και ψευτο-“9άρι”. Οι όποιες αμφιβολίες για το κατά πόσον θα μπορούσε να ανταποκριθεί στον δυναμισμό και τις σωματικές απαιτήσεις της Premier League εμπράκτως διαψεύδονται μετά από τόσες σεζόν εκεί.
Χωρίς καν να χάνει από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του παιχνιδιού του. Σχεδόν πάντα ολοκληρώνει 90λεπτο, όντας μεταξύ αυτών που έχουν τρέξει περισσότερο. Μεταξύ αυτών που έχουν δώσει και κερδίσει τις περισσότερες μονομαχίες. Μεταξύ αυτών που έχουν κερδίσει τις περισσότερες μπάλες στο τελευταίο τρίτο του γηπέδου.
Μεταξύ αυτών που έχουν επιχειρήσει και έχουν πετύχει τις περισσότερες ντρίμπλες. Μεταξύ αυτών που έχουν δημιουργήσει τις περισσότερες ευκαιρίες σε open play και μεταξύ αυτών που έχουν ολοκληρώσει τις περισσότερες πάσες στο επιθετικό μισό.
Όλα στατιστικά τεκμηριωμένα. Υπήρξε εποχή στο τέλος του Πρωταθλήματος του 2020-2021 που ξεπερνούσε τον Σαλάχ σε επιτυχημένες ντρίμπλες, τον Οριόλ Ρομέου σε κλεψίματα και ανακτήσεις στο μισό του αντιπάλου, είχε περισσότερες πάσες στο τελευταίο τρίτο από τον Ρόδρι και είχε δημιουργήσει περισσότερες ευκαιρίες από τον Έντεγκααρντ. Όλα σε ένα(ν).
Τότε -και από τότε- ο προπονητής του στη Σίτι ήταν που άνοιγε συζήτηση για το ποιος είναι ο MVP των πλέον Πρωταθλητών Ευρώπης (2022-2023). «Δεν υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να κάνει. Τουλάχιστον δεν υπάρχει κάτι που του έχουμε αναθέσει και δεν το έχει υπηρετήσει άψογα».
Γι’ αυτό και είναι ο μόνος πια κοντοπίθαρος στο ποδόσφαιρο των γιγάντων που παρουσιάζει ο Καταλανός τεχνικός στο Etihad. Από τους 11 του Τελικού Champions League του Ιουνίου 2023 κόντρα στην Ίντερ στην Πόλη ο Πορτογάλος ήταν ο μόνος κάτω -και πολύ κάτω, στο 1.73 είναι το μπόι του- από τα 180 εκατοστά.
Γι’ αυτό και πεισματικά ο Γκουαρντιόλα αρνείται, σπανίως για οποιονδήποτε ποδοσφαιριστή του στην προπονητική του καριέρα, ακόμα και την σκέψη να φύγει από τους Πρωταθλητές Αγγλίας. Δύο καλοκαίρια η (μια από τις δύο αγαπημένες ομάδες των νιάτων του, η μακράν πρώτη φυσικά η Μπενφίκα) Μπαρτσελόνα τον πρεσάρει, τον κορτάρει άγρια, ο τεχνικός όμως των «Πολιτών» -ως τώρα τουλάχιστον- αποτελεί το ανάχωμα σε οποιοδήποτε δέλεαρ.
Δεν είναι και λίγο.
Σε ένα ντέρμπι του Μάντσεστερ το 2023 ο φακός στην ανάπαυλα τούς έπιασε να περιμένουν τους υπολοίπους να μπουν στον αγωνιστικό χώρο. Έμεινε πάνω τους, ενόσω όλοι περνούσαν δίπλα τους. Δικαιολογημένα. Απαθανάτιζε το ασύμβατο, το ξεχωριστό, το ενδεικτικό.
Δεν ήταν ο Πεπ αυτός που μίλαγε στον παίκτη του. Ο Πεπ ήταν αυτός που τον άκουγε ευλαβικά.
Παράσημο και δαύτο.
Ο Ρουί Κόστα, ο Τζον Στόουνς, ο Ράφαελ Ναδάλ και ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο
Θα ήθελε να είχε προλάβει ως αντίπαλο τον Πάολο Μαλντίνι, τον αμυντικό που ξεχωρίζει από όσους δεν έχει αντιμετωπίσει.
Ένας άλλος Ιταλός, ο Τζιόρτζιο Κιελίνι, είναι ο δυσκολότερος που έχει βρει απέναντί του (δις μάλιστα), θεωρώντας το δίδυμο Τιάγκο Σίλβα-Μαρκίνιος στην Παρί ως το καλύτερο κεντρικών αμυντικών που έχει κοντράρει.
Είδωλό του ο Ρουί Κόστα (και λίγο πιο πίσω ο Ζινεντίν Ζιντάν). Ίδια εθνικότητα, ίδια θέση, ίδια ομάδα.
Ο Αντρές Ινιέστα θα ήταν ο ιδανικός παρτενέρ του στο κέντρο από όσους -ως τώρα- δεν έχει συνυπάρξει στο γήπεδο.
Πριν μετακομίσει στο Μάντσεστερ, έλεγε πως ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον ήταν ο προπονητής με τον οποίον θα ήθελε να συνεργαστεί. Έκτοτε έχει αναθεωρήσει και ονοματίζει τον Κάρλο Αντσελότι.
Το πατριωτάκι του, ο Ρούμπεν Ντίας, θεωρεί πως είναι ο καλύτερος συνομιλητής του για ποδόσφαιρο. Και έχουν να λένε πολλά.
Ο Τζον Στόουνς είναι ο Άγγλος ποδοσφαιριστής που θα ευχόταν να είναι Πορτογάλος. Παρότι δεν είναι, έχει γίνει κολλητός του. Τόσο που με την Ινές χάρισαν το ονοματεπώνυμό του στον σκύλο τους, ένα γαλλικό μπουλντόγκ. Όχι σκέτο Τζον. Όχι σκέτο Τζόουνς. Τζον Στόουνς.
Επειδή όμως ο Άγγλος δεν βάζει γλώσσα μέσα, σε υπερατλαντική πτήση ο Σίλβα θα ήθελε στο διπλανό κάθισμα τον Ριγιάντ Μαχρέζ.
«Τρελός» -διόλου πρωτότυπο- είναι ο χαρακτηρισμός που κοτσάρει στον Τζακ Γκρίλις, τον οποίον μαζί με τον Κάιλ Γουόκερ “δίνει” ως τους μεγαλύτερους φαρσέρ και πλακατζήδες στα αποδυτήρια.
Το γκολ του Σέρχιο Αγκουέρο που χάρισε το πρώτο μεταπολεμικό Πρωτάθλημα της ιστορίας της Σίτι, στο φινάλε της σεζόν 2011-2012 στις καθυστερήσεις του παιχνιδιού με την ΚΠΡ, είναι η αθλητική στιγμή που -πριν καν διανοηθεί πως θα φορούσε ποτέ τη φανέλα των «Πολιτών»– τον ανατριχιάζει.
Ο Ράφαελ Ναδάλ είναι ο εκτός ποδοσφαίρου αθλητής που λατρεύει, το «Last Dance» είναι το αγαπημένο του αθλητικό ντοκιμαντέρ (και ακολουθεί το «Drive to Survive»), το καλύτερο δώρο Χριστουγέννων που έχει πάρει ποτέ ήταν το πρώτο του Playstation (πλέον το έχει κόψει), ο χειρότερος εφιάλτης που θυμάται ήταν πως τον κυνηγούσε ένας κροκόδειλος, στους Άγγλους συστήνει ανεπιφύλακτα ένα από τα κλασικά πορτουγκέζικα φαγητά, τον μπακαλιάρο κοκκινιστό, ενώ, αν τον υποδυόταν κάποιος σε κινηματογραφική ταινία, θα ήθελε να είναι ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο.
Τατουάζ εμφανή δεν έχει. Παρά μόνο ένα, στο αριστερό του μπράτσο, στο οποίο “χτύπησε” το μοτό και της Μπενφίκα (είναι και των ΗΠΑ), το λατινικό «E PLURIBUS UNUM».
Πέρασε καιρός από τότε που περίσσευε. Πλέον ο ίδιος προσαρμόζει, ορίζει το πλαίσιο.
Και ήδη πάντως αυτό το μοτό μοιάζει λες και αποτελεί μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, σαν να έχει καιρό τώρα εξελιχτεί σε κάτι πιο προσωπικό, τελείως βιωματικό, που δεν έχει να κάνει μόνο και ούτε αφορά στην αγάπη μιας ομάδας.
«Από τους πολλούς ο ένας».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
EURO 2024 | Faces: Μπερνάρντο Σίλβα (Πορτογαλία)
Ρουί Κόστα, ο τελευταίος των μαέστρων
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη