Για τους Πυθαγόρειους ο αριθμός 7 αποτελεί το σύμβολο της τελειότητας.
Άθροισμα του 3 και του 4, τα οποία εκφράζουν τα τέλεια γεωμετρικά σχήματα (το ισόπλευρο τρίγωνο και το τετράγωνο), το 7 αποδίδει, σύμφωνα με την ίδια φιλοσοφία, την τάξη και την αρμονία στη φύση.
Με αυτό στην πλάτη επί 21 συναπτά χρόνια σε όλες ανεξαιρέτως τις ομάδες του, από το ξεκίνημα ως μαθητής Λυκείου μέχρι το τέλος της καριέρας του ως βετεράνος του ΝΒΑ, ο Τόνι Κούκοτς θα προσωποποιήσει την αρμονία στο ορθογώνιο που ορίζει τον αγωνιστικό χώρο των γηπέδων του μπάσκετ.
Το “3” (κυρίως) και το “4”, στην περίπτωσή του, είναι οι θέσεις του πάνω στο παρκέ. Τύποις, τουλάχιστον. Διότι παίζει καλύτερα και από τους πιο τρανούς πλέι μέικερ στο “1”. Κοτζάμ «σερβιτόρος», το πιο γνωστό παρατσούκλι του. Από τις ασίστ που μοιράζει αφειδώς και προς κάθε κατεύθυνση, μοιράζοντας μέχρι και 15 σε αγώνα Μουντομπάσκετ.
Σουτέρ για να τον ζηλεύουν και οι κλασικότεροι σούτινγκ γκαρντ στο “2”. Σε βαθμό που να βάζει 11/12 τρίποντα σε Αμερικανούς, πάλι σε παγκόσμιο επίπεδο. Και κορμί 211 εκατοστών που να ταπώνει τους σχεδόν πάντα κοντύτερους προσωπικούς αντιπάλους, που να μαζεύει για πλάκα διψήφιο αριθμό ριμπάουντ στη δυσκολότερη λίγκα του πλανήτη.
Ο παίκτης που επιβάλλει την αρμονία στην ομάδα του, αγωνιζόμενος σε όποια θέση παραστεί ανάγκη. Ένας πόιντ φόργουορντ, πριν την καθιέρωση του όρου.
Ο «Λευκός Μάγος», η «Αράχνη του Σπλιτ», ο «Ροζ Πάνθηρας». Αναρίθμητα τα προσωνύμιά του…
Το φιλεδάκι που έγινε διχτάκι
Ο ίδιος πάντως θυμάται στα μικράτα του να τον φωνάζουν «Όλιβ». Σαν την ξερακιανή και ασχημούλα σύντροφο του Ποπάι. Πάντα αδύνατος σαν οδοντογλυφίδα, ο Κούκοτς γεννιέται στις 18 Σεπτεμβρίου 1968 στο Σπλιτ. Στην Ασπάλαθο, όπως είναι η πρώτη αρχαιοελληνική ονομασία, από την οποία προκύπτει η σημερινή.
«Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς».
Γιώργος Σεφέρης, «Επί ασπαλάθων».
Λιγοστό πράσινο, με φύλλα… λαμέ, σαν εκείνα που διακοσμούν την κιτς εμφάνιση της Μπένετον Τρεβίζο στα ’90s. Κόκκινο της Εθνικής Κροατίας και των Σικάγο Μπουλς. Μα πάνω απ’ όλα κίτρινο. Σαν τους χαρακτηριστικούς ανθούς του ασπάλαθου. Το χρώμα που αγαπάει περισσότερο από κάθε άλλο, για την τοπική ομάδα. Την περίφημη Γιουγκοπλάστικα.
Στους «zuti», τους «κίτρινους» δηλαδή, μαθαίνει μπάσκετ. Καθυστερημένα, 15 ετών παλληκαράκι. Μπάλα, ποδόσφαιρο γουστάρει μικρός, τη Χάιντουκ υποστηρίζει. Και φοράει τη φανέλα της ως αριστερό εξτρεμάκι. Εκεί βέβαια που αριστεύει είναι στο πινγκ πονγκ.
Καλύπτει σχεδόν το μισό τραπέζι, ολόκληρο το δικό του τερέν, αν κάνει να σκύψει από πάνω του.
Δεν είναι τόσο το ύψος όσο τα τεράστια άκρα του. Δεν είναι το πόσο γρήγορα κινεί χέρια και πόδια όσο το πόσο γρήγορα στροφάρει το μυαλό του.
Γίνεται Πρωταθλητής Γιουγκοσλαβίας σε επίπεδο Παίδων, μα γίνεται σε ένα καλοκαίρι και… δίμετρος (και βάλε), παίρνοντας 18 πόντους. Πάει το όνειρο του μπαμπά Άντε, ο οποίος ήταν τερματοφύλακας, πάει το όνειρο της μαμάς Ραντόικα, η οποία είχε την ησυχία της, στέλνοντάς τον στη σάλα της επιτραπέζιας αντισφαίρισης, στα 100 μέτρα από το σπιτικό τους.
Τον προσέχει σε μια παραλία στις δαλματικές ακτές ο σκάουτερ της Γιουγκοπλάστικα, Ίγκορ Κάρκοβιτς, το θέρος του 1983. Από την πρώτη προπόνηση αντιλαμβάνεται ότι ο 15χρονος αριστερόχειρας δεν έχει μόνο σπάνιο κορμί μα και σπάνιο μυαλό.
Τον παραδίδει στον Σλάβκο Τρνίνιτς, ο οποίος θα γίνει ο μέντοράς του, και τον Πίνο Γκρντόβιτς. Τον ακόμα πιο γνωστό δάσκαλο άλλων τεράστιων μορφών του κροατικού μπάσκετ. «Πληρέστερο μπασκετμπολίστα της χώρας, μαζί με τον Κρέζιμιρ Τσόσιτς», θα τον χαρακτηρίσει αργότερα ο πρώτος.
«Ασύγκριτο πεδίο κατανόησης του παιχνιδιού, σπάνιες κινητικές δεξιότητες, ικανότητα βελτίωσης των συμπαικτών, ευχέρεια χρησιμοποίησης σε κάθε θέση».
Για τον Τρνίνιτς, ο Τόνι έχει από μικρός, από μαθητούδι στο μπάσκετ, το πλήρες πακέτο. Δημιουργικός και εφευρετικός σε κάθε δύσκολη περίσταση, προνοητικός, «λες και παίζει σκάκι και βρίσκεται τρεις κινήσεις μπροστά», με έμφυτο χάρισμα στο να στέλνει την μπάλα στο καλάθι. Και δουλευταράς.
Φτάνουν στο σημείο να περνούν μαζί εννιά ώρες καθημερινά. Ασκήσεις με και χωρίς μπάλα, τελειοποίηση των βασικών, προτού καλά-καλά ολοκληρωθεί η εκμάθησή τους. «Και εμπλουτισμός του ρεπερτορίου του με αλλαγές κατεύθυνσης, εκμετάλλευση και των δεξιών διαδρόμων… Με τέτοια αδιανόητη αίσθηση του χώρου βέβαια, όλα γίνονται ευκολότερα», προσθέτει ο σκάουτ Κάρκοβιτς.
Τρεις (σερί τίτλοι) κι ο Κούκο(τ)ς
Three-peat. Ο όρος για τους τρεις συναπτούς τίτλους που γίνεται ευρέως γνωστός από τους Μπουλς. Δις. Στην δεύτερη τριπλέτα τίτλων, δηλώνει εκκωφαντικό «παρών» και ο Κούκοτς. Μόνο που το συγκεκριμένο three-peat είναι το πέμπτο για τον ίδιο!
Πρώτα, η κατάκτηση της κορυφής σε τρεις διαδοχικές χρονιές με τις μικρές Εθνικές Γιουγκοσλαβίας. Και με προπονητή σε όλες τον Σβέτισλαβ Πέσιτς! Το 1985 Χρυσό με τους Παίδες στο Ρούσε της Βουλγαρίας. Αμέσως μετά τον έπαινο που τον έχει κάνει να κοκκινίσει.
Αφήνοντας τον πάγκο της Γιουγκοπλάστικα για εκείνον της Εθνικής Ανδρών, ο Τσόσιτς στον αποχαιρετιστήριο λόγο του τον δείχνει. Άγνωστο (μειράκιο) μεταξύ γνωστών (παικτών της πρώτης ομάδας).
«Φεύγω, πεπεισμένος για το λαμπρό μέλλον του συλλόγου. Υπάρχει χρυσάφι ανάμεσα στα νέα παιδιά. Ένα από αυτά θα γίνει το ίδιο καλός παίκτης με τον Ντράζεν Πέτροβιτς, αν όχι καλύτερος»!
Λίγες εβδομάδες αργότερα λοιπόν, το… χρυσάφι παίρνει ανάλογο μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ. Παρέα από τότε με τον Βλάντε Ντίβατς, αν και με συμπληρωματικό ρόλο (5.5 π.). Το 1986 Χρυσό στο Ευρωπαϊκό U18 της Αυστρίας. Πρωταγωνιστής πλέον (12.9 π.), παρά την προσθήκη των Ντίνο Ράτζα και Σάσα Τζόρτζεβιτς στο παρεάκι. Έχει να λέει μέχρι σήμερα ο Νίκος Τσαγκόπουλος ότι σε ένα παιχνίδι είχε σημειώσει περισσότερους πόντους (24) από τον -νικητή βέβαια- Κούκοτς (21).
Κλασικός σκόρερ δεν είναι βέβαια ο «Κούκι». Κάνει (όχι λίγο) πολύ απ’ όλα, μα, όταν το θελήσει, μεταμορφώνεται και σε killer. Το 1987 το παλκοσένικο είναι παγκόσμιο. Μουντομπάσκετ U19 στο Μπόρμιο της Ιταλίας. Ακόμα και ο Πέσιτς τρίβει τα μάτια του με όσα βλέπει απέναντι στα Αμερικανάκια στον όμιλο.
Γκάρι Πέιτον, Λάρι Τζόνσον και Στέισι Όγκμον μεταξύ άλλων από τη μία, Τόνι Κούκοτς με 37άρα με 11/12 τρίποντα από την άλλη. Έντεκα τρίποντα! Στα δώδεκα! Τα μπλοκάκια κάθε σκάουτερ παίρνουν φωτιά, ο τίτλος έρχεται και με δεύτερη επικράτηση επί των ΗΠΑ. Στον Τελικό μένει στα 9 ποντάκια και ο μέσος όρος τους πέφτει στους 15.2, επειδή του κάνουν νταμπλ και τριπλ τιμ, ενώ ο Ντίβατς με τον Ράτζα αλωνίζουν στις ρακέτες…
Το ίδιο καλοκαίρι τον έχουμε δει και στο ΣΕΦ, στο δικό μας Χρυσό Ευρωμπάσκετ. Σε ανδρικό εθνικό επίπεδο, το three-peat έρχεται το διάστημα 1989-1991: Ευρωμπάσκετ (με ηχηρή ρεβάνς από την Ελλάδα), Παγκόσμιο, πάλι Ευρωμπάσκετ. Με 19 πόντους στην ήδη αγαπημένη του Ιταλία στο τελευταίο, τον υψηλότερο μέσο όρο του σε διοργάνωση.
Ακόμα καλύτερος βέβαια, φανταστικός για την ακρίβεια, είναι έναν χρόνο νωρίτερα. Στο Μουντομπάσκετ ’90 ψηφίζεται MVP, δίχως καν να βρίσκεται στην πρώτη 11άδα των σκόρερ. Κάνει κυριολεκτικά τα πάντα.
Δημιουργεί σαν τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς, παίζει άμυνα σαν τον Γιούρε Ζντοβτς, σκοράρει σαν τον Ντράζεν, σουτάρει σαν τον Άριαν Κόμαζετς, ξεχύνεται στον αιφνιδιασμό σαν τον Ζάρκο Πάσπαλ, βάζει στα καλάθια τους αντιπάλους του σαν τον Ντίβατς ή τον Ζόραν Σάβιτς. Όλοι συμπαίκτες του στην Αργεντινή!
Στην γιούγκικη -και πρώιμη- εκδοχή της Ντριμ Τιμ, υπό την καθοδήγηση του Ντούσαν Ίβκοβιτς, το «Κουκόνι» (όπως τον έλεγε ο «Ντούντα») παραδίδει σεμινάρια μπάσκετ. Στο Luna Park του Μπουένος Άιρες αυτός είναι που δίνει τα πιο φαντασμαγορικά σόου.
Standing ovation στη γιουγκοσλαβική αυλαία
Είναι παράλληλα η εποχή της παντοδυναμίας της Γιουγκοπλάστικα σε διασυλλογικό επίπεδο. Επίσης, στο διάστημα από το 1989 έως το 1991 ο Κούκοτς οδηγεί την αγαπημένη του ομάδα στην κατάκτηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Με τον Ράτζα MVP στο Final 4 του Μονάχου (παρά και τους 18 δικούς του πόντους στον Τελικό), με τον ίδιο πολυτιμότερο στη Σαραγόσα και το Παρίσι, απέναντι στην Μπαρτσελόνα.
Με την τρομερή πιτσιρικαρία δηλαδή του Μπόζινταρ Μάλκοβιτς αλλά και με την αποψιλωμένη ομάδα της επόμενης σεζόν. Με τον Μπόζα προπονητή του, με τον Μπόζα προπονητή των Καταλανών. Ως ηγέτης της Γιουγκοπλάστικα, ως ηγέτης της ΠΟΠ 84, όπως έχει μετονομαστεί το 1991, δίχως Μάλκοβιτς, Ράτζα, Ντούσκο Ιβάνοβιτς.
Σταθερά της απρόσκοπτης πορείας ο Κούκοτς. Που αποδεικνύεται και παίκτης μεγάλων αγώνων. Ηγέτης. Και πιστός στους «zuti», παρά τις οχλήσεις ευρωπαϊκών και μη κολοσσών μετά τις ματσάρες του στο Παγκόσμιο του 1990. Το ίδιο έτος άλλωστε έχει επιλεγεί και στο Νο 29 του ντραφτ από το Σικάγο.
Δεν το μετανιώνει που μένει έναν ακόμα χρόνο στο Σπλιτ, κοντά στους δικούς του. Κοντά και στις εστίες του εμφύλιου πολέμου όμως, ο οποίος θεριεύει. Στο σούπερ ανταγωνιστικό Γιουγκοσλαβικό Πρωτάθλημα, το οποίο πνέει τα λοίσθια, έχει ήδη φτάσει στο three-peat (1988-1990), όταν ζει ίσως την πιο ιδιαίτερη, την πιο συγκινητική στιγμή της καριέρας του.
Ο τέταρτος διαδοχικός εγχώριος τίτλος έρχεται με “σκούπισμα” 3-0 της Παρτίζαν (του Ζάρκο και του Ζοτς αλλά και του ανερχόμενου Πρέντραγκ Ντανίλοβιτς) στους τελικούς. Ο δεύτερος και ο τρίτος διεξάγονται στο Βελιγράδι, μα η αφιονισμένη ΠΟΠ 84 δεν έχει όρεξη να γυρίσει στο Σπλιτ. Τέσσερα λεπτά πριν το τέλος του τρίτου αγώνα, με τη διαφορά να έχει ξεπεράσει τους 20 πόντους, ο Ζέλικο Παβλίτσεβιτς αποσύρει τον Κούκοτς.
Το Πρωτάθλημα Γιουγκοσλαβίας έχει κριθεί και τα 8.000 άτομα που έχουν γεμίσει τη Hala Sportova σηκώνονται όρθια και χειροκροτούν επί ένα λεπτό τον μεγάλο τους αντίπαλο. Αντίπαλο, όχι εχθρό. Οι πραγματικές εχθροπραξίες έχουν ξεκινήσει, σε λίγους μήνες δεν θα υπάρχει Γιουγκοσλαβία. Ούτε και κάποιοι από εκείνους τους Σέρβους φιλάθλους που ήξεραν τότε ότι δεν θα ξαναδούν από κοντά τον σπουδαίο Κροάτη.
Αυτός μετακομίζει στο Τρεβίζο, με τον μεγαλοατζέντη Λουτσιάνο Καπικιόνι να του εξασφαλίζει πενταετές συμβόλαιο 15 εκατ. στη νεόπλουτη Μπένετον. Κατακτά Πρωτάθλημα για πέμπτη συνεχόμενη σεζόν, αφότου όμως έχει φάει 20 πόντους στο κεφάλι στο… Περιστέρι και αποκλειστεί από τη φάση των ομίλων του Korać. Να που ο Τσαγκόπουλος και, βασικά, ο Άγγελος Κορωνιός με τα όργιά τους παραδίδουν στον Κούκοτς κίτρινο φύλλο αγώνα, απαντώντας σε εκείνη την ήττα του 1986 στην Αυστρία.
Οι Μπουλς και το μπούλινγκ
Όσο “δυσκοίλιο” κι αν είναι ακόμη το ΝΒΑ ως προς την προσέλκυση ξένων παικτών, έχει καθυστερήσει χαρακτηριστικά να εντάξει στους κόλπους του τον θαυματουργό Κροάτη. Το 1993 αναδεικνύεται και Κυπελλούχος Ιταλίας, ώρα Σικάγο επιτέλους.
Το καλωσόρισμα, που λέει ο λόγος, του το έχουν επιφυλάξει ο Μάικλ Τζόρνταν με τον Σκότι Πίπεν στη Βαρκελώνη. Στους Ολυμπιακούς του 1992. Η ορίτζιναλ «Dream Team» αντιμετωπίζει την καινούργια άτυπη ευρωπαϊκή στη δεύτερη αγωνιστική. Πέτροβιτς, Ράτζα, Βράνκοβιτς, Περάσοβιτς, Κόμαζετς… Και Κούκοτς.
Οι δύο σούπερ σταρ των Μπουλς έχουν τα θέματά τους με τον Τζένεραλ Μάνατζερ, Τζέρι Κράους, και την πληρώνει ο παίκτης της Κροατίας. «Ποιος είναι δηλαδή αυτός ο Κούκοτς που θα έρθει να πάρει μεγαλύτερο συμβόλαιο από τον Πίπεν»;
Δεν συνασπίζονται μονάχα οι δύο παικταράδες των δις Πρωταθλητών ΝΒΑ. Βάζουν στο κόλπο και τους συμπαίκτες τους. «Το λελέκι με το “7” δεν θα βάλει καλάθι. Και θα πονέσει», το μήνυμα που περνάει στον Τσαρλς Μπάρκλεϊ, τον Καρλ Μαλόουν, τα υπόλοιπα καλόπαιδα.
Τζάμπολ, ο «Ινδιάνος» κολλάει στον αντίζηλό του ακόμα και στις επαναφορές της μπάλας από την τελική γραμμή. Του την κλέβει ξανά και ξανά, τον εκνευρίζει, δέχεται και ένα σπρώξιμο από τον Κροάτη που τον σωριάζει χάμω. Αυτό ήταν. Τον αναλαμβάνει ο «MJ», μετά οι αγκώνες του «ταχυδρόμου» και πάει λέγοντας. Και κλαίγοντας, για τον Κούκοτς των 2/11 σουτ και επτά λαθών.
Η «Hrvatska» χάνει με τη μάλλον τιμητική διαφορά των 33 πόντων, στα ίδια επίπεδα κυμαίνεται και ο Τελικός μεταξύ των ίδιων ομάδων. Το πράγμα έχει χαλαρώσει, ο Τόνι βάζει 16 πόντους και δίνει εννέα ασίστ, ο Μάικλ με τον Σκότι αντιλαμβάνονται (κι ας μην το λένε) ότι ο τύπος ξέρει πολύ μπάσκετ και θα βοηθήσει.
Μόνο που την ίδια μέρα που ο Κούκοτς σκάει στο Σικάγο για να προπονηθεί, τον Οκτώβριο του 1993, ο «Μιχαλάκης» ανακοινώνει σε συνέντευξη Τύπου την αιφνιδιαστική αποχώρησή του από την ενεργό δράση! Από κατραπακιά σε κατραπακιά…
Παρένθεση. Ο Κράους μαθαίνει για την ύπαρξη κάποιου Κούκοτς το 1989. Πηγή ο Λίον Ντάγκλας. Ένας ψηλός ιταλικών συλλόγων, ο οποίος επιμένει μετά το αρχικό «άσε τώρα…». «Παίζει σαν γκαρντ και είναι 2.10μ., δείχνει πεινασμένος σα να έχει ξεπηδήσει από το πιο σκληρό γκέτο», λέει ο άσημος Αμερικανός μπασκετμπολίστας. Και πείθει τον GM του Σικάγο, ο οποίος βλέπει αυτοπροσώπως τον ξερακιανό Κροάτη στο Final 4 της Σαραγόσα. Και τον ερωτεύεται.
Κλείσιμο παρένθεσης. Οι «Ταύροι» του (πρώτου) three-peat μαζεύουν τα κέρατά τους, μα δεν το βάζουν και στα πόδια κιόλας. Xάνουν την πρωτιά της Ανατολής για δύο νίκες, κερδίζουν με το “καλημέρα” έναν παίκτη που δεν πτοείται από το ότι τα δύο πρωτοπαλλήκαρα του Φιλ Τζάκσον, ο Πίπεν και ο Χόρας Γκραντ, παίζουν στις ίδιες θέσεις με αυτόν.
Έρχεται από πίσω τους και είναι διψήφιος σταθερά. Στην τέταρτη εμφάνισή του, νικητήριο τρίποντο 1.9’’ πριν το τέλος μέσα στο Μιλγουόκι. Κόντρα στην Ιντιάνα, ο Ρέτζι Μίλερ βάζει μπροστά τους Πέισερς στο τελευταίο δευτερόλεπτο (0.8’’) και αρχίζει τις υποκλίσεις στο κοινό του Σικάγο. Επαναφορά ο Πίπεν, η μπάλα στον Κροάτη. Και από κει, άμεσα, στο καλάθι των φιλοξενουμένων. Κι άλλο νικητήριο τρίποντο!
Οι Μπουλς και το μπουλντόγκ
Στον τρίτο ανατολικό ημιτελικό με τους Νικς, ο ακόμα στραβωμένος Πίπεν δεν δέχεται να κάνει την επαναφορά στο τέλος. Κρίνει προσβλητική την επιλογή του «Ζεν Μάστερ» να δώσει το τελευταίο σουτ σε τόσο σημαντικό παιχνίδι στον Ευρωπαίο ρούκι. Μετά το τάιμ άουτ αρνείται να περάσει στον αγώνα!
Μένει 1.8’’, σε ρόλο Μίλερ έχει πανηγυρίσει πρόωρα ο Πάτρικ Γιούιν. Ο Πιτ Μάιερς δίνει στον «Κούκι» με το σκορ ισόπαλο, καλάθι νίκης. Ξανά! Πώς να ‘ναι το «τι λες τώρα» στα κροατικά;
Βάζοντας μυϊκό όγκο σε χρόνο ρεκόρ, δεν χάνει πολλή από την πλαστικότητα των κινήσεών του και προσαρμόζεται κατευθείαν στις απαιτήσεις του ΝΒΑ και του πιο… απαιτητικού οργανισμού του. Δεν μιλάει πολύ, ούτε καν στους δημοσιογράφους. Τον παίρνει από κοντά ο Μπιλ Γουένινγκτον, γνώριμός του από την ιταλική λίγκα, παίρνει ο ίδιος θέση βασικού με την αποχώρηση του Γκραντ για το Ορλάντο.
Και είναι μακράν ο καλύτερος «Ταύρος» (σε πόντους, ριμπάουντ, ασίστ…) μετά τον Πίπεν, ο οποίος επιτέλους τον παραδέχεται και παύει να του φέρεται ανταγωνιστικά.
Ο Τζόρνταν γυρίζει, ο Ντένις Ρόντμαν έρχεται, ο «σερβιτόρος» παραδίδει πάλι τις παραγγελίες ερχόμενος από τον πάγκο, τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Ένδοξη ιστορία για το Σικάγο, το οποίο επανέρχεται στους τίτλους το 1996, με τον Κούκοτς καλύτερο έκτο παίκτη του ΝΒΑ. “Δαγκώνει” τους αντιπάλους του και αμυντικά, κατανοεί γρήγορα τη “δύσκολη” «τριγωνική επίθεση», αποτελεί το κλειδί για ένα ακόμα three-peat εν τέλει. Τόσο για τον σύλλογο όσο και για τον ίδιο.
Βάζει την τελευταία πινελιά με ένα ακόμα καλάθι στο τελευταίο δευτερόλεπτο στο 4-2 επί της Γιούτα στους τελικούς του 1997, διπλασιάζει σχεδόν την παραγωγικότητά του στα πλέι οφ του 1998 (13.1 π. από 7.9), αγγίζει τους 20 πόντους μέσο όρο μετά τη δεύτερη αποχώρησή του «MJ» αλλά και στην Ατλάντα αργότερα.
Ενδιάμεσα έχει περάσει από τη Φιλαδέλφεια, θα στεριώσει πάντως στο Μιλγουόκι την τετραετία 2002-2006. Για να γυρίσει σε προάστιο του Σικάγο, να ζήσει με τη Ρενάτα και να μεγαλώσει τον Μάριν και τη Στέλλα, μετά και το δικό του κρέμασμα της φανέλας. Ως Αμερικανός υπήκοος πια αλλά και ως ο Κροάτης μπασκετμπολίστας με τα περισσότερα μετάλλια: οκτώ σε 10 διοργανώσεις Ανδρών (και με το γιουγκοσλαβικό εθνόσημο) που θα λάβει τελικά μέρος.
Μουτζούρα στο βιογραφικό του το Final 4 του ΣΕΦ το 1993. Στον «θάνατο του μπάσκετ», κατά τον προπονητή του στην Μπένετον (επίσης Κροάτη, επίσης παλιότερη δόξα της Γιουγκοπλάστικα), Πέταρ Σκάνσι. Πέφτοντας στην παγίδα του αργού μπάσκετ της Λιμόζ του Μάλκοβιτς. Του ανθρώπου με τον οποίον ξεπετάχτηκε στο Σπλιτ. Το 59-55 των «λιμουζό» στον Τελικό του Πρωταθλητριών στέκεται απλώς ως απόδειξη πως ακόμα και οι πιο επιτυχημένοι, δεν μπορεί, θα ζήσουν κάποια φορά και κάποια αποτυχία.
Ο… «Πόδιας», όπως τον συνέστησε κάποτε ο υιός Κάρκοβιτς στον σκάουτερ πατέρα του σε εκείνη την παραλία, στύλωσε τα πελώρια κάτω άκρα του, ορίζοντας και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού δυναστείες.
Τον κουμπάρο του, τον Ράτζα, τον βλέπει πια αραιά και πού, για ψάρεμα πάει, όταν γυρίζει στην Κροατία, η μανία του εδώ και χρόνια είναι το γκολφ. Με τίτλους σε ερασιτεχνικά τουρνουά, με τη φινέτσα που τον χαρακτήριζε και στις κινήσεις του πάνω στα παρκέ.
Άλλωστε το πιο γλαφυρό παρατσούκλι, από τα τόσα που κατά καιρούς του αποδόθηκαν, έχει εμπνευστή τον Μάλκοβιτς.
«Ποιητής του μπάσκετ».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: