Δεκατρείς μικρές και τρομερά γρήγορες δρασκελιές, με σημείο εκκίνησης (μέσα από) τη ρακέτα της Μπαρτσελόνα.
Ο κορμός χαμηλωμένος, για την επίτευξη της μέγιστης δυνατής επιτάχυνσης. Τα μυωπικά μάτια του καρφωμένα σταθερά στο κακό που πάει να γίνει.
Στη δέκατη δρασκελιά, έχει την εγρήγορση να πηδήξει πάνω από τον Τζον Κόρφα, ο οποίος σωριάζεται από τη δική του απέλπιδα προσπάθεια να γυρίσει έγκαιρα. Για τον Στόγιαν Βράνκοβιτς, το σπριντ που κρατάει τέσσερα δευτερόλεπτα (πρόχειρα, το χρονόμετρο άλλωστε έχει κολλήσει στα 4.9″, στιγμές αφότου έχει κινήσει για… πίσω) μοιάζει, μα δεν είναι εν τέλει της απελπισίας.
Σε μια σκηνή βγαλμένη λες από video game δράσης και που σίγουρα διαρκεί πολύ-πολύ περισσότερο για όποιον φίλο του Παναθηναϊκού την παρακολουθεί εκείνη τη στιγμή, ο ήρωας πατάει γερά στο τελευταίο του βήμα. Σηκώνεται, κόβει τον Χοσέ Αντόνιο Μοντέρο μετά την (αντικανονική, αλλά ποιοι κανόνες χωρίς χρόνο…) πρόσκρουση της μπάλας στο ταμπλό, μια ελληνική ομάδα είναι επιτέλους Πρωταθλήτρια Ευρώπης.
Απέναντι στην «Μπάρτσα» δεν έχει βάλει πόντο. Έχει πάρει όλη κι όλη μια προσπάθεια στα 34 λεπτά συμμετοχής του στον Τελικό του Πρωταθλητριών. Και πότε όμως θα κάνει τη διαφορά στην επίθεση;
Ένας τερματοφύλακας πάνω στο παρκέ είναι από μικρός. Για να βγάζει, όχι να βάζει την μπάλα στο καλάθι. Ο καλύτερος (ως ο χρησιμότερος) συμπαίκτης για τον Ντράζεν, για τον «Γκάνγκστερ», για τον «Δράκο». Για τους καλύτερους γκαρντ της εποχής του σε όλη την Ευρώπη, για μερικούς από τους καλύτερους μπασκετμπολίστες όλων των εποχών.
Ξεφυλλίζοντας ένα φανταστικό λεύκωμα με τα πιο χαρακτηριστικά του στιγμιότυπα και ενσταντανέ, δεν θα τον βρει κανείς συχνά να σκοράρει. Θα τον βρει να μαζεύει ριμπάουντ, να κόβει και τον Ζέλικο Ρέμπρατσα καθ’ οδόν για την κούπα του 1996. Δεν θα τον δει να κρατάει μια μπάλα μπάσκετ, αλλά δυστυχώς το φέρετρο του “αδερφού” του στο Ζάγκρεμπ…
Θαύμα η Ζάνταρ, θύμα ο Ντράζεν
Ντρνις, η γενέτειρά του. Μικρή κωμόπολη λίγο έξω από το Σίμπενικ, στο μέσον της κροατικής ακτογραμμής στην Αδριατική. Χρόνια Γιουγκοσλαβίας βέβαια ακόμη. Έρχεται στον κόσμο στις 22 Ιανουαρίου του 1964, παίρνει γρήγορα μπόι. Στα 13 του έχει ξεπεράσει τα 2μ.
Ο καλός του άγγελος λέγεται Νίκολα Γέλαβιτς. Προπονητής στις ακαδημίες της γειτονικής Σιμπένκα. Του σφυρίζουν ότι υπάρχει μερικά χιλιόμετρα πιο μακριά ένα ψηλόλιγνο παλληκαράκι, του διαμηνύουν και ότι πέραν αυτού ουδέν. Δεν έχουν άδικο. Ο διοπτροφόρος πιτσιρίκος δεν… σκαμπάζει, η πρώτη ύλη εντούτοις είναι κει και είναι δελεαστική.
Στο Σίμπενικ τον βλέπουν και δεν του ρίχνουν δεύτερη ματιά. Καλομαθημένοι γαρ σε ταλαντούχους πιτσιρικάδες. Ανάμεσά τους ένας συνομήλικος του μικρού «Στόικο». Κατσαρομάλλης, ο οποίος βγάζει την γλώσσα έξω… Ο κυρ-Νίκολα δεν πτοείται, παίρνει το πουλέν του και το παραδίδει στη Ζάνταρ. Στην μπασκετούπολη των «Γιούγκων», λίγο πιο βόρεια, οσμίζονται ταλέντο και του βγάζουν δελτίο, προτού φύγει η δεκαετία του ’70.
«Ο Θεός έφτιαξε τον άνθρωπο και το Ζάνταρ το μπάσκετ», τους αρέσει να περιαυτολογούν.
Κορυφαίο τους μπασκετικό τέκνο, αν και ούτε εκείνος γέννημα-θρέμμα τους, ο Κρέζιμιρ Τσόσιτς. Ο κορυφαίος ψηλός παρών και στα πέντε Πρωταθλήματα του συλλόγου. Ο Βράνκοβιτς δεν έχει το ταλέντο του, τον ξεπερνά όμως σε ύψος, φτάνοντας τα 217 εκατοστά, και τρομοκρατεί κάθε αντίπαλο που επιχειρεί να σουτάρει μπροστά ή απλώς κοντά του.
Έχει πάρει και το ίδιο νούμερο, το «11». Μέλος της ανδρικής ομάδας από εφηβική ηλικία, με μέντορα πλέον τον κόουτς Τζόρτζο Ζντρίλιτς, παίρνει και το πρώτο του παρατσούκλι, ο «αετός του Ντρνις». Με άνοιγμα φτερ… εεε… χεριών 2.35μ.
Είναι ο βασικός σέντερ ενός απλώς καλού συνόλου, σε μια εποχή που μεσουρανεί η Τσιμπόνα εκείνου του σγουρομάλλη.
Ο Πέτροβιτς και η παρέα του δεν μονοπωλούν απλώς τους εγχώριους τίτλους. Στέφονται και Πρωταθλητές Ευρώπης το 1985 στο Ειρήνης και Φιλίας, κάνουν το repeat τον Απρίλιο του 1986 στη Βουδαπέστη. Λίγες εβδομάδες αργότερα τα δύο φιλαράκια (πλέον, από τις μικρές Εθνικές) συναντώνται στον Τελικό του Γιουγκοσλαβικού Πρωταθλήματος.
“Δαβίδ εναντίον Γολιάθ” θεωρητικά η φάση. Η Τσιμπόνα της μιας ήττας στην κανονική περίοδο έχει και το πλεονέκτημα έδρας απέναντι στη Ζάνταρ των επτά ηττών. Στα πλέι οφ και σε έξι αναμετρήσεις με Ερυθρό Αστέρα και Παρτίζαν, ο σύλλογος του Ζάγκρεμπ σημειώνει από 104 έως 128 πόντους!
Το 84-70 στην τελική σειρά για το 1-0 έρχεται με κάμποσο ζόρι. Ελέω και Βράνκοβιτς, ο οποίος τρομάζει κόσμο στις ρακέτες. Ισοφάριση στο καμίνι του Ζάνταρ, όπου ο από τότε ευέξαπτος Πέτροβιτς δεν αγωνίζεται. Οι κακές γλώσσες κάνουν λόγο για fake τραυματισμό στην προθέρμανση, υπό τον φόβο της πρόκλησής του από το τοπικό κοινό. «Άσε τώρα μην απαντήσει και φάει καμιά τιμωρία, ας έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο, αν χρειαστεί τρίτο ματς», το σκεπτικό. Άλλοι θεωρούν ότι έκατσαν επίτηδες να χάσουν, ώστε να πανηγυρίσουν το Πρωτάθλημα μπροστά στους δικούς τους οπαδούς.
Εν τέλει, έφαγαν το κεφάλι τους στην Τσιμπόνα. Χάνουν 84-73, χάνουν και στο “σπίτι” τους 111-110 κατόπιν δύο παρατάσεων και μαζί τον τίτλο. Απαραίτητη σημείωση: εντός έδρας διατηρούν αήττητο 1.137 ημερών! Τριών ετών και βάλε δηλαδή. Σαράντα οκτώ αγώνων, αν θέλετε.
Ο Βράνκοβιτς βγαίνει μπροστά και επιθετικά, κάνει νταμπλ-νταμπλ με 19 πόντους και 18 ριμπάουντ, οι τάπες του μετρώνται ανεπίσημα οκτώ. Με τη συνδρομή του Πέταρ Πόποβιτς (πατέρα του κοντοπίθαρου διεθνούς Κροάτη, Μάρκο) της 35άρας, πάνε τα ρεκόρ των γηπεδούχων.
Δέκα χιλιάδες άνθρωποι που έχουν κατακλύσει την Dom Sportova δεν πιστεύουν το φιάσκο της ομάδας τους. Φήμες που θέλουν τον προπονητή Ζέλικο Παβλίτσεβιτς να τους δείχνει δύο δάχτυλα και να φωνάζει «dva trofeja» (κατά το κατοπινό «two cups»), αναφερόμενος στο ευρωπαϊκό και στο Κύπελλο της ίδιας σεζόν, ελέγχονται ως αναληθείς.
Με τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον… Ρωμανίδη (και τ’ άλλα παιδιά)
Παρεμπιπτόντως, προπονητής της Ζάνταρ στον ιστορικό Τελικό του ’86 είναι ένας άλλος τύπος που θα γνωρίσουμε -ακόμα πιο- καλά. Ο μυστακοφόρος κύριος Βλάντε Τζούροβιτς, ο οποίος σκαρώνει χουνέρι στον Πέτροβιτς (των 39 πόντων, αλλά απόντα στο φινάλε, έχοντας συμπληρώσει πέντε φάουλ), παίκτη του την περίοδο 1982-1983 στη Σιμπένκα!
Ο δε Βράνκοβιτς έχει “κολλήσει” με τον Ντράζεν από την… Κατερίνη και τη Θεσσαλονίκη το 1981. Ευρωπαϊκό Παίδων, όπου σε αγώνα κατάταξης οι Γιουγκοσλάβοι συντρίβουν την Ελλάδα 125-76, με 43 πόντους του «γιου του Διαβόλου» και παρά τους 31 του Μιχάλη Ρωμανίδη. Ο «Στόικο» συμπληρώνει απλώς τη 12άδα.
Μαζί οι δύο «Γιούγκοι» και το επόμενο καλοκαίρι, στο Ευρωμπάσκετ Εφήβων της Βουλγαρίας, όπου παίρνουν το Αργυρό μετάλλιο. Η πορεία προς πάσης φύσεως κορυφές έχει ξεκινήσει. Ο Βράνκοβιτς (κι ο κολλητός του βέβαια) θα πατήσει τέτοια σε εθνικό επίπεδο στο Ευρωμπάσκετ 1989. Θριαμβεύει ξανά στην Dom Sportova, ως ρεζέρβα πολυτελείας των Βλάντε Ντίβατς και Ντίνο Ράτζα. Αντίπαλος φυσικά στον Τελικό η Ελλάδα. Το πεπρωμένο του.
Έχοντας κατακτήσει άλλα τρία μετάλλια νωρίτερα με τους «Plavi» σε ανδρικό επίπεδο, ανάμεσά τους το Χάλκινο το 1987 στην… Ελλάδα, έρχεται το 1989 στον Άρη. Φρέσκος από την ευρωπαϊκή κορυφή στον εφιαλτικό για μας Τελικό του Ζάγκρεμπ, σμίγει ως συμπαίκτης πια με τον Ρωμανίδη. Και με τον Νίκο Γκάλη, ο οποίος θα εκτιμήσει τον ψηλόλιγνο γίγαντα όσο ελάχιστους άλλους (συμ)παίκτες, και με τον Παναγιώτη Γιαννάκη, με τον οποίο θα γίνει φίλος καρδιακός.
Αφήνει για πρώτη φορά το χαρακτηριστικό παρκέ, τύπου ψαροκόκαλο, της Jazine Hall, και στο Αλεξάνδρειο αντικαθιστά τον φιλότιμο Γκρεγκ Γουίλτζερ. Όταν μαθαίνεται η πρόθεσή του να αφήσει επιτέλους τη Ζάνταρ, στο κατόπι του βρίσκεται η Ρεάλ. Έχει επαφές και με τους Σέλτικς.
Ο Άρης είναι αποφασισμένος να σηκώσει το ευρωπαϊκό και πλειοδοτεί, με τον Γκάλη να έχει πει τον καλό του λόγο για τον αντίπαλό του με τις Εθνικές.
Ο Λευτέρης Σούμποτιτς γίνεται λόγω γλώσσας ο πρώτος φίλος του στα αποδυτήρια, ο ίδιος γίνεται η κολώνα της πορείας προς το τρίτο συνεχόμενο Final 4. Όχι όμως και την πρώτη κούπα. Ανώμαλη η προσγείωση στον ημιτελικό με την Μπαρτσελόνα, παρότι βγαίνει μπροστά και επιθετικά με 13 πόντους. Στον μικρό Τελικό της Σαραγόσα δεν παίζει. «Πονάει στη μέση», η εξήγηση. Και “στην τσέπη” η πραγματικότητα.
Ο Άκης Μιχαηλίδης και οι συν αυτώ στη διοίκηση καταβάλλουν ένα μέρος των χρωστουμένων, συμμετέχει κανονικά στα πλέι οφ του Πρωταθλήματος (δίχως τελική σειρά!) και, κερδίζοντας τις μονομαχίες με τον Παναγιώτη Φασούλα στα ντέρμπι κόντρα στον ΠΑΟΚ, το κατακτά.
Βγάζει τη σεζόν 1989-1990 με μέσους όρους νταμπλ-νταμπλ (10.2 π., και 10.6 ρ.), ρίχνοντας 5.9 τάπες ανά αγώνα (!) και φεύγει για Βοστόνη, κάνοντας το όνειρό του πραγματικότητα. Άλλο το ότι, σε μια εποχή που οι Ευρωπαίοι αποτελούν εξωτικά φρούτα στο ΝΒΑ, αποτυγχάνει να αφήσει το στίγμα του.
«Πράσινη» καρδιά, ταπίδια ευρωτίτλου και τριπλ νταμπλ
Στους “Τριφυλλοφόρους” των ΗΠΑ δεν αποκτά επί δύο χρόνια ρόλο. Για ρεζέρβα του γερο-Ρόμπερτ Πάρις πηγαίνει, ούτε τον δεύτερο σέντερ, Τζο Κλάιν, δεν εκτοπίζει. Αρκείται σε συνολικά 50 ολιγόλεπτες συμμετοχές, δεν καλείται καν στο Ευρωμπάσκετ ’91, ξεδίνει με τη νεοσύστατη πατρίδα του στους Ολυμπιακούς του επόμενου θέρους.
Πορεία έως τον Τελικό κόντρα στην «Dream Team», στον συνήθη ρόλο του σκιάχτρου. Στην αναμέτρηση με τους Αμερικανούς στον όμιλο βρίσκει και την ευκαιρία, καθώς έχουν πέσει όλοι πάνω στον (soon-to-be Bull) Τόνι Κούκοτς με λύσσα κακιά, να βάλει και 11 ποντάκια, μοιράζοντας τέσσερεις τάπες. Η πιο εντυπωσιακή στον Μάικλ Τζόρνταν.
Πίσω στη Γηραιά Ήπειρο και σε διασυλλογικό επίπεδο, τον θέλει ξανά η Ρεάλ, ξανά ο Γιάννης Ιωαννίδης (για τον Ολυμπιακό) και παρόλ’ αυτά επιλέγει τον Παναθηναϊκό, ο οποίος δεν παίζει καν στην Ευρώπη. Ο Παύλος Γιαννακόπουλος σαρώνει μεταγραφικά, κάνοντας το “μπαμ” του αιώνα με την απόκτηση του Γκάλη, φέρνοντας Παβλίτσεβιτς στον πάγκο, Άριαν Κόμαζετς για μακρινό σουτ. Μαντέψτε ποιου γνώριμοι είναι όλοι αυτοί…
Ο Βράνκοβιτς φτάνει προ της υπογραφής στους Μπακς, οι οποίοι του δίνουν το 1.2 εκατ. (δολάρια) που δεν του έχουν δώσει οι «Ερυθρόλευκοι». Έχοντας φτάσει στα τέλη Αυγούστου και ο Παναθηναϊκός στο… Τσιόκο της Ιταλίας για το βασικό στάδιο προετοιμασίας χωρίς βασικό σέντερ, ο Πρόεδρός του κάνει την κίνηση-ματ.
Προσφέρει 1.5 “χαρτί” στον Κροάτη και τον ξαναβάζει δίπλα στον συμπαίκτη του και στη Ζάνταρ, Κόμαζετς. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Με κάμποσα δάκρυα, ένεκα της εγχώριας δυναστείας του Ολυμπιακού (στις μάχες με τον Φασούλα που αναβιώνουν νοτιότερα, με πολύ πάθος), με ανέβασμα στην εξέδρα για να πανηγυρίσει με τον κόσμο το 42-40 στο ντέρμπι Κυπέλλου, φυσικά με δάκρυα χαράς για το Παρίσι.
Για να φτάσουν βέβαια στη γενέτειρά του ο Ντόμινικ Γουίλκινς και η παρέα του, έπρεπε ο Δαλματός γίγαντας να κάνει… (σχεδόν) μπάζερ μπίτερ τάπα και στην προημιτελική σειρά με την Μπενετόν.
Στο τρίτο ματς στο Τρεβίζο η ομάδα -πλέον- του Μπόζινταρ Μάλκοβιτς έχει πλησιαστεί στον πόντο μετά το υπέρ της 65-60. Η κατοχή στους γηπεδούχους, η επαναφορά κάτω από το καλάθι του «Τριφυλλιού» στα 5.8″, η μπάλα στον Ζέλικο Ρέμπρατσα. Ο Βράνκοβιτς τον ακολουθεί, κόβει τον εκ των διαδόχων του αργότερα στο ΟΑΚΑ και φεύγει για Final 4, διατηρώντας το 65-64.
Ένα ακόμα ταπίδι στη γαλλική πρωτεύουσα (μετά τα επτά στον ημιτελικό με την ΤΣΣΚΑ), για πάντα στην καρδιά κάθε φίλου του Παναθηναϊκού.
Είναι και ο τρόπος που ζει μέχρι και το πιο ασήμαντο παιχνίδι, η ψυχή που βγάζει, ακόμα και η τσαντίλα του στις άσχημες βραδιές που τον καθιστούν συμπαθή.
Είτε σε αλλόφρονα κατάσταση, με φόντο το ελενίτ στην οροφή του Σπόρτιγκ, είτε με αλλόφρονες τους πάντες πλην του ιδίου, ξαπλωμένου να σφαδάζει για την άτσαλη προσγείωση στο -ήδη πονεμένο- αριστερό του πόδι μετά το μπλοκ στο Bercy.
Δικαίωση και σε προσωπικό επίπεδο η συγκεκριμένη κούπα, πέραν της ρεβάνς από τους Καταλανούς για τη Σαραγόσα. Την είχε πλησιάσει και το 1987, όταν με την Πρωταθλήτρια Γιουγκοσλαβίας, Ζάνταρ, τερμάτισε τέταρτος στο Final 6. Εντός των ελληνικών τειχών, καταγράφει τρία ακόμα τριπλ νταμπλ μετά από ένα 17-10-10 το 1989, με τον Άρη κόντρα στον Έσπερο.
“Τριπλός” με κοψίματα φυσικά κάθε φορά. “Τριπλός” σε ντέρμπι με τον Ολυμπιακό αλλά και στην επιστροφή του ως αντίπαλος στο Παλέ. Με τον Γκάλη σε ρόλο… Κούκοτς, να ασχολούνται όλοι με εκείνον στη δική του επιστροφή.
Τέσσερα χρόνια φέρει το “ελληνικό τριφύλλι” στο στήθος, κατακτά και δύο Κύπελλα. το ’93 απέναντι στον Άρη του Γιαννάκη (που θα τον σώσει από την ταμπέλα του μοιραίου στο Παρίσι μετά το γλίστρημά του, σε φάση που ίσως έχει γίνει φάουλ), το ’96 απέναντι στον Ηρακλή του Ρόι Τάρπλεϊ και του Εξέιβιερ ΜακΝτάνιελ.
Σπανίως βάζει την μπάλα στο καλάθι (όχι καρφώνοντας μόνο από άλεϊ ουπ αλλά και) με σουτάκι μέσης απόστασης, λες και εκτελεί βέβαια… ποδοσφαιρικό πλάγιο, πιο συχνά ποστάροντας τους κοντύτερους αντιπάλους, γραπώνοντάς την με το δεξί χέρι και αφήνοντάς την με κοντινό χουκ.
Καλός φίλος, κακός δαίμων, bad loser, good father
Πίσω στο ΝΒΑ το 1996 για τους Τίμπεργουλβς του Κέβιν Γκαρνέτ όπως και του Τζένεραλ Μάνατζερ, Κέβιν ΜακΧέιλ, παλιού του συμπαίκτη στη Βοστόνη. Έχει ισχυρό έρεισμα μέσα στη Μινεσότα τον GM, όχι όμως και ιδιαίτερο χρόνο. Μία από τα ίδια και στη διετία του στους Κλίπερς. Η έλευση του κόουτς Κρις Φορντ, ο οποίος δεν τον έβλεπε ούτε στη Βοστόνη, τον κάνει να μαζέψει πράγματα. Και πολύ έχει αργήσει.
Με τη Φορτιτούντο Μπολόνια των Κάρλτον Μάιερς και Γκρεγκόρ Φούτσκα στέφεται Πρωταθλητής Ιταλίας το 2000 κι έτσι παίρνει μέρος στην πρώτη Ευρωλίγκα την επόμενη σεζόν. Στα πλέι οφ αποκλείει την Τσιμπόνα και στον αγώνα του Ζάγκρεμπ, με διαιτητή τον Σπύρο Γκόντα και αντίπαλο προπονητή τον φίλο του, Νέβεν Σπάχια, μοιράζει 10 τάπες. Στέκονται μέχρι σήμερα ως ρεκόρ στη διοργάνωση!
Λίγους μήνες αργότερα υπογράφει στην Τσιμπόνα, ώστε να κλείσει επί πατρίων εδαφών την καριέρα του, έχοντας και τον ρόλο βοηθού του Σπάχια. Την έχει… κλείσει ήδη, χωρίς να το ξέρει. Οι ενοχλήσεις στην πλάτη δεν τον αφήνουν να ξαναπαίξει, βάζοντας τίτλους τέλους σε μια καριέρα που τον έχει κρατήσει στον αφρό και με την Εθνική Κροατίας. Εις βάρος της δικής μας…
Επί τρία συναπτά έτη (από το 1993, όταν κάνει ένα ακόμα τριπλ νταμπλ με 13-14-10, έως το 1995), η «Hrvatska» αντιμετωπίζει την Ελλάδα στους μικρούς Τελικούς δύο Ευρωπαϊκών κι ενός Παγκοσμίου και ανεβαίνει εκείνη στο βάθρο. Καλά, αυτό το τελευταίο μην το πάρετε τοις μετρητοίς.
Στο Ευρωμπάσκετ της Αθήνας το ’95 θριαμβεύουν οι Γιουγκοσλάβοι (όπως λέγονται ακόμη Σέρβοι και Μαυροβούνιοι που παίζουν μαζί) και την ώρα που εκείνοι πατάνε στο ψηλότερο σκαλί, οι «Hrvatski» αποχωρούν επιδεικτικά από το τρίτο!
Η απαράδεκτη κίνηση γίνεται με τις ευλογίες του Κροάτη Προέδρου, Φράνιο Τούτζμαν, έχοντας τύχει αποδοχής από τους διεθνείς και δη από τον αρχηγό Βράνκοβιτς, ο οποίος ποτέ δεν έχει κρύψει τις στα όρια του εθνικισμού απόψεις του. Τουλάχιστον δεν τις μπερδεύει με τη δουλειά του, έχοντας συνεργαστεί αγαστά και με Σέρβους και με κάθε γιουγκοσλαβικής καρυδιάς καρύδι.
Ο κολλητός του από τον χώρο ήταν Κροάτης βέβαια. Ο Πέτροβιτς. Τον εκνεύριζε τον «Στόικο» μονάχα στις εξόδους τους, όταν παρατούσε την παρέα για να πάει για ύπνο, ώστε να σηκωθεί αξημέρωτα για την πρώτη του (ατομική) προπόνηση. Οι κόρες του ψηλού, Ματέα και Αντρέα, τον είχαν σαν θείο.
Τον Ντράζεν τον είχε προξενέψει στον Παναθηναϊκό το 1993, αλλά τους πρόλαβε το μοιραίο βροχερό απόγευμα στην Autobahn 9. «You fly, you die», η απάντηση του δεύτερου στο τελευταίο παρακάλεμα του φίλου του να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο και να μην ταξιδέψει οδικώς από τη Φρανκφούρτη στο Ζάγκρεμπ. Ειρωνεία, ε; Αμ, η ατάκα του Ντράζεν το ίδιο πρωινό στο Βρότσλαβ, όπου οι Κροάτες έχουν στα προκριματικά μόλις εξασφαλίσει τη συμμετοχή τους στο Ευρωμπάσκετ;
«Θα με σκοτώσετε εδώ πέρα…», θυμάται στη «Juranji» ο Βράνκοβιτς να εκστομίζει ο Πέτροβιτς, όταν έβαζε μπαγκάζια στο πορτ μπαγκάζ του λεωφορείου και αυτό ξεκίνησε, ακουμπώντας τον με τον καθρέφτη.
Το τραγικό το νέο το μαθαίνει ο «Στόικο» σε δείπνο με τη γυναίκα του, έχοντας επιστρέψει στο Ζάγκρεμπ. Ένας σερβιτόρος τον καλεί στο τηλέφωνο, στην άλλη άκρη της γραμμής ο Γιόλε. Ο πατήρ Πέτροβιτς. Σοκ. Που επιφέρει ένα σπασμένο ντουλάπι, εκεί μπροστά του. Αναλαμβάνουν μαζί με τον Σπάχια να πάνε πίσω στη Γερμανία να φέρουν τη σορό του. Εκείνη έχει μεταφερθεί ήδη, ο ψηλός μαζεύει τα προσωπικά αντικείμενα του κολλητού του. Και στην κηδεία δεν μπορεί να σταθεί όρθιος, αφότου τον έχει τοποθετήσει στην τελευταία του κατοικία.
Λίγο πριν το επόμενο Ευρωμπάσκετ, του 1995, χάνει και τον Τσόσιτς. Που έχει λειτουργήσει στην εφηβεία του ως πρότυπο, ελάχιστα χρόνια αργότερα και ως δάσκαλος, όταν ο Ομοσπονδιακός τεχνικός «Κρέζο» καλεί τον 21χρονο «Στόικο» στην Εθνική Ανδρών.
Ο τύπος με τα πελώρια άκρα και τους οκτώ βαθμούς μυωπίας στο ένα μάτι σμιλεύεται και μέσα από τον πόνο της απώλειας. Όταν δεν αντέχει άλλο εκείνον της πλάτης του, σταματάει και ολοκληρώνει τις σπουδές του στην Κινησιολογία, γίνεται Αντιπρόεδρος της Κροατικής Ολυμπιακής Επιτροπής, Πρόεδρος του Συνδέσμου Κροατών Ολυμπιονικών, Πρόεδρος και της Ομοσπονδίας μπάσκετ από το 2016 έως το 2022. Δίχως να επαναφέρει τη «Hrvatska» στον δρόμο των επιτυχιών.
Έχει ζήσει για χρόνια και στο Μαϊάμι, ώστε να βρίσκεται κοντά στον γιο του, τον (213 εκατοστών) Αντόνιο, όσο εκείνος φοιτούσε σε χάισκουλ, προτού φορέσει τη φανέλα του φημισμένου Ντιουκ. Με την πρώτη ευκαιρία, είτε αυτή λέγεται διακοπές και αντάμωση με καλούς φίλους, είτε τιμητική εκδήλωση για τον Νίκο Γκάλη, είτε κηδεία του Παύλου Γιαννακόπουλου, γυρίζει και στα μέρη μας.
Το έχει γενικότερα άλλωστε αυτό με τις επιστροφές…
CHECK IT OUT: Τζανής Σταυρακόπουλος: Θα έχουμε πάντα το Παρίσι
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: