Η θέση του Μίμη στη ζωή μου υπήρξε καταλυτική.
Ένας άνθρωπος που ήταν «λίρα εκατό», όπως λέγαμε παλιά για να τονίσουμε την αξιοπιστία κάποιου. Ένα παιδί που δεν είχε πάει σχολείο, αλλά ο τρόπος που σκεφτόταν και συμπεριφερόταν τον έκανε πιο “μορφωμένο” απ’ όλους μας.
Ο Μίμης ήταν πάντα εκεί για μένα. Ένας σπουδαίος φίλος.
Πολλές φορές λέω «συν Αθηνά και χείρα κίνει» για την αξία της δράσης και της βοήθειας που χρειάζονται ώστε να πραγματοποιηθεί ένας στόχος ή για να ξεπεραστεί μια δυσκολία που αντιμετωπίζουμε. Στην περίπτωση του Μίμη αυτή φράση μας συνδέει απόλυτα.
Όπως και η παρακάτω ιστορία…
Συνέβη το 1982. Ετοιμάζομαι να πάω στην Αμερική για μετεκπαίδευση και εκείνος βρίσκεται στη Νέα Υόρκη. Είναι παίκτης και προπονητής στον Παγκύπριο, μια καλή -σχετικά νεοσύστατη- ομάδα. Πρόκειται για έναν οργανισμό του επιχειρηματία Φίλιππα Κρίστοφερ, ο οποίος -μεταξύ άλλων- εκδίδει την εφημερίδα «Πρωινή» που μαζί με τον «Εθνικό Κήρυκα» απευθύνονται στους Έλληνες της Αμερικής.
Παίρνω τηλέφωνο τον Μίμη και τον ενημερώνω για την υποτροφία του ελληνικού δημοσίου και το αποθεματικό που στέλνω στην Αμερική μέσω του Προέδρου της ΑΕΚ, Τέρη Παναγίδη, ο οποίος διατηρεί τουριστικό γραφείο. Ήμουν ήδη ειδικευόμενος ορθοπαιδικός, είχα κάνει τη διατριβή μου και ήθελα αυτό το κάτι παραπάνω στην εξειδίκευση στις αθλητικές κακώσεις.
Του ζητάω λοιπόν να τον συναντήσω στη Νέα Υόρκη και να με βοηθήσει να βγάλω το συνάλλαγμα, κάτι αρκετά περίπλοκο τότε, πριν πάω στη Νορθ Καρολάινα. Συμφωνούμε.
Εγώ έχω σταματήσει το ποδόσφαιρο έναν χρόνο. Συζητώ με την οικογένειά μου και καταλήγουμε να ταξιδέψω και να μείνω μόνος για έξι μήνες. Για όσο αντέξω, τελοσπάντων. Από το νοσοκομείο και από το Πανεπιστήμιο δεν θα πληρώνομαι και θα δω στην πορεία τι γίνεται. Έχω πάρει το «sabbatical» από το ελληνικό Πανεπιστήμιο και φτάνω στη Νέα Υόρκη στεναχωρημένος που αφήνω πίσω τρία παιδιά και μια γυναίκα.
Όπως βγαίνω στην έξοδο της Ολυμπιακής, βλέπω μια μακριά λιμουζίνα, από αυτές τις αμερικανικές, και 30-40 ανθρώπους με ένα πανό «Καλώς ήρθατε, κύριε Νικολάου». Ο Μίμης στεκόταν μαζί με τον Κρίστοφερ, ο οποίος -σημειωτέον- ήταν και σημαντικό πρόσωπο για την πολιτική σκηνή της Νέας Υόρκης.
Ειλικρινά παραξενεύτηκα. «Τι έγινε εδώ;», σκέφτηκα. «Τι έγινε, ρε Μίμη;», τον ρώτησα δυο-τρεις φορές μέσα στο αμάξι, μέσα στο οποίο έμαθα πως μου είχαν κλείσει ξενοδοχείο. Όχι κάτι απλό, μια junior σουίτα στο Hyatt Grand στον 42ο δρόμο. «Μην στεναχωριέσαι, θα σε φροντίσουμε», μου λέει στον δρόμο και στη συνέχεια μου “σκάει το παραμύθι”: «Το Σάββατο παίζουμε ένα δύσκολο παιχνίδι και θέλω να βοηθήσεις». «Ωραία, θα κάνω τον γιατρό», του λέω γελώντας.
Ήταν Τρίτη και σκέφτηκα πως μπορούσα να κάτσω μέχρι τη Δευτέρα που ξεκινούσε το νοσοκομείο. Δεν μπορούσα να φανταστώ κάτι άλλο, χωρίς να υπάρχει δελτίο. «Όχι, θα παίξεις, το έχει κανονίσει το δελτίο ο Φίλιπ, έχουμε πάρει φωτογραφία σου και σου έχουμε βγάλει για το Σάββατο», μου λέει.
«Κάτσε ρε, έχω να παίξω έναν χρόνο», επιμένω, αλλά ο Μίμης ακάθεκτος. «Αφού μιλάμε και ξέρω πως κάνεις προπονήσεις, σε βλέπω μια χαρά», επιμένει. «Μα δεν έχω παπούτσια, δεν έχω κέφι», συνεχίζω, όμως με τα πολλά με πείθει να πάω για προπόνηση.
Πάω την επόμενη μέρα στο γήπεδο και μου λέει «εγώ παίζω μέσα αριστερά, εσύ θα παίξεις μέσα δεξιά!». Στην άμυνα είχε καλές λύσεις, μου εξηγεί πως το επίπεδο δεν ήταν δα και τόσο υψηλό και συνεχίζει το “ψηστήρι” για το Σάββατο. Όντως έπαιξα και κερδίσαμε 2-0 με δύο δικά μου γκολ. Η ομάδα των Κυπρίων εναντίον εκείνης των Ελλήνων.
Μπορώ να πω ότι το χάρηκα, γιατί παίξαμε στο γήπεδο της Κόσμος του Πελέ μπροστά σε 15.000 φιλάθλους.
Μετά το παιχνίδι, έρχεται ο Φίλιππας, μου δίνει έναν φάκελο και μου λέει «κάθε φορά που θα έρχεσαι, θα παίρνεις αυτόν τον φάκελο». Εγώ αρνούμαι, ο Μίμης δεν θέλει να ακούσει κουβέντα. Εξηγώ πως δεν μπορώ να παίξω πάλι μαζί τους, ότι πρέπει να πάω στο Πανεπιστήμιο και πως δεν θέλω χρήματα, ήμουν ήδη υποχρεωμένος από τη φιλοξενία και την περιποίηση. Ο Μίμης ανένδοτος. Εν τέλει, παίρνω τον φάκελο, αλλά δεν τον ανοίγω. Τον έχω στην τσέπη μου και πηγαίνουμε για βραδινό φαγητό.
Επιστρέφοντας στη 01:00 τα μεσάνυχτα στο ξενοδοχείο, ανοίγω τον φάκελο και βλέπω πως είχε μέσα 500 δολάρια. Σκέφτομαι αμέσως πως, αν παίζω κάθε Σάββατο στις 8, με τα έξοδα πληρωμένα και σε απόσταση μιας ώρας με το αεροπλάνο, θα γυρίζω μεσημέρι Κυριακής στη βάση μου και θα μπορώ να φέρω την οικογένειά μου στην Αμερική.
Παίρνω λοιπόν εκείνη την ώρα την Ελένη, 08:00 το πρωί ώρα Ελλάδος, και λέω «μάζεψέ τα κι ελάτε!». Την τελευταία φορά που είχαμε μιλήσει, ήμουν στεναχωρημένος και απλώς της είχα πει πως ήταν να παίξω έναν αγώνα, επομένως δεν κατάλαβε τι εννοούσα εκείνη την ώρα. «Δεν έχω πάει ακόμη στο Ντιουκ, αλλά άρχισε να μαζεύεις». Δεν της είπα άλλες λεπτομέρειες, όμως πέταξε από τη χαρά της.
Έναν μήνα μετά θα είχα πάλι τα παιδιά μου μαζί. Ήταν μια κίνηση ζωής και την οφείλω στον Μίμη!
Στην ομάδα έπαιξα για έξι μήνες, πήραμε το Πρωτάθλημα της Νέας Υόρκης και πήγαμε στο CONCACAF. Στο μεταξύ, το Πανεπιστήμιο μού πρόσφερε δουλειά, η εκπαίδευση μου πήγε πολύ καλά και τελικά έμεινα τρία ολόκληρα χρόνια στην Αμερική, με αποτέλεσμα και τα παιδιά μου να σπουδάσουν εκεί και εγώ να εξελιχθώ.
Όπως ακριβώς και μέσα στο γήπεδο, ο Μίμης ήταν για μένα ο κατάλληλος άνθρωπος την κατάλληλη στιγμή!
Επιμέλεια κειμένου: Λουκάς Μαστροδήμος
CHECK IT OUT: Μίμης Παπαϊωάννου: Δέκα κλικ μιας μυθικής διαδρομής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Παντελής Νικολάου: Οι Χήρες των Σ.Κ. / «Θα έρχεσαι για μένα στο γήπεδο» / Μια Άγνωστη Ιστορία / 4 Ιστορίες για τον Στέλιο
Νίκος Κατσαρός: Μίμης Παπαϊωάννου: Γι’ αυτό ήταν αρχηγός