Τα παρατσούκλια, ειδικά όταν είναι επιτυχημένα, όταν μοιάζουν καίρια, μένουν. Επιβιώνουν στον χρόνο.
Τα πλέον ταιριαστά μάλιστα αποκτούν και μια μεταφυσική αύρα, ενίοτε -ή συνήθως αναλόγως την σκοπιά και την οπτική- λειτουργώντας και ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Επιβεβαιώνονται, ενισχύονται και θεριεύουν με την παραμικρή κατοπινή της γέννησής τους αφορμή.
Το «Neverkusen» κόλλησε στη Λεβερκούζεν στη σεζόν 2001-2002. Στα οκτώ τελευταία παιχνίδια της κέρδισε μόνο το ένα. Το πλέον αδιάφορο όλων, στο φινάλε της Bundesliga, οπότε ο τίτλος είχε ξεφύγει από τα δικά της χέρια και, έστω με ανατροπή από τους Βεστφαλούς και στην τελευταία αγωνιστική, κατέληξε στην Ντόρτμουντ.
Στον Τελικό του Champions League, παρά την σε μεγάλα διαστήματα του παιχνιδιού κυριαρχία της, υποκλίθηκε στην ποιότητα της Ρεάλ. Καθρέφτισμά αυτής το ποίημα του Ζινεντίν Ζιντάν, με το οποίο στο τέλος του πρώτου ημιχρόνου διαμορφώθηκε το νικητήριο 2-1 για τη «Βασίλισσα».
Στο μεσοδιάστημα των δύο χαμένων τίτλων είχε προκύψει και ο… τρίτος, με την ήττα στον Τελικό του Κυπέλλου Γερμανίας από τη Σάλκε. Κάπως έτσι, η πιο επιτυχημένη χρονιά στην ιστορία της ομάδας μετατράπηκε αυτομάτως σε μια ανεξίτηλα πια χαραγμένη αποτυχία.
Όλα κι όλα, στον κατά πολύ υπεραιωνόβιο βίο της, η Λεβερκούζεν δύο τρόπαια έχει κατακτήσει. Δύο. Ένα Κύπελλο UEFA το 1988 και ένα Κύπελλο Γερμανίας το 1993.
Και όμως. Εκείνη η δεύτερη σεζόν του 21ου αιώνα, στην οποία διεκδίκησε μέχρι τέλους τρία, την ταύτισε στη συνείδηση, στη συλλογική μνήμη αλλά και εφεξής στην όποια μελλοντική θεώρηση ως «Neverkusen». Ως η ομάδα που δεν κέρδισε τότε, δεν κέρδισε πριν από τότε, αλλά δεν θα κερδίσει και έκτοτε τίποτα.
Ε, και; Η πρώτη που εκμεταλλεύτηκε αυτό το προσωνύμιο ήταν η ονοματοδότρια χορηγός της, η Bayer, η οποία μια δεκαετία αργότερα, όταν η Μπάγερν υπέστη το ίδιο, γνωρίζοντας την ήττα σε Τελικό Champions League (στα πέναλτι, στο Μόναχο, από την Τσέλσι), αλλά και χάνοντας τους δύο εγχώριους τίτλους από την Ντόρτμουντ.
Και το έκανε παραφράζοντας το «Neverkusen» σε «Vizekusen», δίνοντας έτσι υπόσταση στο -σε ελεύθερη απόδοση- αποκαλούμενο «σύνδρομο του δεύτερου», λανσάροντας στη φαρμακευτική αγορά ολόκληρες καμπάνιες για θεραπείες διάφορων (σχετικών και παρεμφερών) ψυχολογικών συνδρόμων.
Καμία απολύτως διάθεση για πικάρισμα. Λεβερκούζεν και Μπάγερν δεν είναι συγκρίσιμα μεγέθη. Και εννοείται πως η Bayer και το γνωρίζει και δεν έχει (ούτε και είχε) την παραμικρή διάθεση -πέραν προφανώς και της δυνατότητας- να αλλάξει το status quo.
Η επανάληψη του παθήματος του 2002 της Λεβερκούζεν 10 χρόνια αργότερα από έναν σύλλογο γονιδιακά νοτισμένο με την επιτυχία απλώς πρόσφερε την ευκαιρία -εκτός του κέρδους εννοείται- της ανάδειξης του προφανούς και της διαφορετικότητας.
Η αποτυχία, όσο συγκλονιστική και αν ήταν, την Μπάγερν πρόσκαιρα, εκείνη την στιγμή, θα την τραντάξει, όμως είναι αδύνατον να αλλάξει τον τρόπο που η ιστορία και η κοινή διαχρονικά οπτική την αντιμετωπίζουν ως αθλητικό μέγεθος.
Η αποτυχία, όσο και αν η σκέψη μόνο αν αποτρεπόταν τότε, το 2002, θα μπορούσε δυνητικά να αλλάξει και την έκτοτε πορεία της Λεβερκούζεν, δεν επηρέασε κανέναν. Ούτε φυσικά και η απόδοσή της ως «Neverkusen».
«Wohlfuhloase». «Όαση ευεξίας» σημαίνει και είναι ο χαρακτηρισμός που αποδίδουν όσοι ζουν, λειτουργούν και βρίσκονται στον σύλλογο όλα αυτά τα χρόνια. Ένα απάνεμο λιμάνι για τους επαγγελματίες που βιοπορίζονται σε αυτό, χωρίς καμία πίεση, χωρίς καμία προσδοκία επιτυχίας, νικών και κατάκτησης τίτλων.
Άλλοθι; Ρεαλισμός; Αυτογνωσία; Ό,τι και αν είναι, αυτό είναι η Λεβερκούζεν για όσους είναι Λεβερκούζεν, για τους ανθρώπους της Λεβερκούζεν. Ό,τι και αν είναι, επιτρέπει -για παράδειγμα- το 2022, στις αρχές Οκτωβρίου, ύστερα από οκτώ ήττες στην πρώτη ντουζίνα παιχνιδιών σε όλες τις διοργανώσεις, με την ομάδα προτελευταία ύστερα από οκτώ αγωνιστικές και πέντε βαθμούς συγκομιδής στην Bundesliga, να προχωρήσει μεν στην αυτονόητη απόφαση αλλαγής προπονητή, απομακρύνοντας τον υπεύθυνο Ρικάρντο Σεοάνε.
Αλλά συνεχίζοντας, στη φαινομενικά για τους outsiders πιο δύσκολη στιγμή του συλλόγου, να μην αναζητηθεί ως διάδοχη κατάσταση το safe mode, μια όσο το δυνατόν πιο εγγυημένη ασφαλιστική δικλείδα, αλλά αυτή ακριβώς η δυσκολία να μετατραπεί σε ευκαιρία και τα ηνία να δοθούν σε έναν ξενομερίτη, ο οποίος όλα κι όλα στους πάγκους μετρούσε τέσσερα χρόνια, τον πρώτο του κουμαντάροντας 14χρονα πιτσιρίκια και τα επόμενα στην άγονη γραμμή του ισπανικού ποδοσφαίρου.
Κοντά 14 μήνες αργότερα, η Λεβερκούζεν προπορεύεται στο Πρωτάθλημα της σεζόν 2023-2024, έχοντας παραχωρήσει μόλις μια ισοπαλία σε 17 παιχνίδια σε όλες τις διοργανώσεις (και αυτή στο Μόναχο κόντρα στην Μπάγερν), κάνοντας 12 διαδοχικές νίκες και θέλγοντας με την εικόνα της στο γήπεδο.
Εύλογες οι συζητήσεις για το αν μπορεί, επιτέλους, να φτάσει μέχρι τέλους, να κερδίσει κάτι, ακόμα περισσότερο αυτές για τον προπονητή που κατάφερε από το πουθενά να τα προκαλέσει όλα τούτα.
Το κυριότερο; Να περάσει σε έναν μακάριο οργανισμό, με ευτυχισμένους εργαζομένους ανεξαρτήτως πόστου, ευθύνης και αποτελέσματος, πως, όσο το «Neverkusen» δεν αποτύπωνε πραγματικότητα, έτσι και το «Wohlfuhloase», η «όαση ευεξίας», δεν μπορεί, δεν γίνεται να αποτελεί τη μοναδική όαση για μια ποδοσφαιρική ομάδα.
Μπορεί -το πιθανότερο, κακά τα ψέματα- στο τέλος της χρονιάς η Λεβερκούζεν να μην κερδίσει τίποτα. Μπορεί -το πιθανότερο βάσει της πέρασης που έχει- ο προπονητής της να αποχωρήσει, αναζητώντας το φαινομενικά ήδη επιβεβλημένο επόμενο, ανελικτικό βήμα στην καριέρα του.
Το σημαντικότερο όμως που αυτή η σεζόν, αυτοί οι πρώτοι 14 μήνες και όσοι επόμενοι ακολουθήσουν μπορεί να αφήσουν στη Λεβερκούζεν είναι μια απόδειξη πως, τελικά, γίνεται και αλλιώς. Μπορεί να γίνει κι αλλιώς. Με πίεση, ναι. Με αναζήτηση (του) αποτελέσματος. Με διεκδίκηση και στόχευση επιτυχιών και τίτλων.
Xabi, vidi, vici.
Ο Τσάμπι Αλόνσο, νομοτελειακά και πιθανότατα σύντομα, θα φύγει από το BayArena. Από την στιγμή όμως που ήδη κατάφερε, ακριβώς δουλεύοντας στη Λεβερκούζεν, χωρίς καν να έχει κερδίσει ακόμη τίποτα, να την βάλει… συμπληρωματικά στο vici, δίπλα στη νίκη, εξασφάλισε λεζάντα ανεξίτηλη.
Το αν αποδειχτεί και κοσμογονική για τη Λεβερκούζεν, υπομονή.
Εκεί που δεν πιάνει ο Διάβολος
Μπορεί να δηλώνει προπονητής λίγο παραπάνω από μια τετραετία, μα αντιμετωπιζόταν ως τέτοιος από νωρίτερα, ακόμη από τότε που φορούσε τα εξάταπα. Λίγους μήνες μετρούσε στην Μπάγερν (2014) και ο τότε συμπαίκτης του και αρχηγός της, Φίλιπ Λαμ, όχι μόνο δήλωνε αλλά αρθρογραφούσε κιόλας πως δεδομένα θα περνούσε στους πάγκους, όταν αποφάσιζε να τελειώσει την καριέρα του, παροτρύνοντας τους υπευθύνους των Βαυαρών να μην περιμένουν να το κάνει, αλλά –αν γινόταν- να τον “καπάρωναν”, πριν έστω το διανοηθεί.
Ο πανταχού παρόντας, Καρλ Χάιντς Ρουμενίγκε, κατά τη διάρκεια της τελευταίας ποδοσφαιρικής τριετίας του Αλόνσο, είχε επανειλημμένως συνταχθεί με την προοπτική που διέβλεπε ο αρχηγός της Μπάγερν. Γλαφυρότατα.
«Αν ο Τσάμπι όχι απλώς δεν ασχοληθεί με την προπονητική αλλά και αν δεν είναι απόλυτα επιτυχημένος, τότε σίγουρα θα οφείλεται σε έργο του Διαβόλου».
Τέτοια πίστη.
Και η αλήθεια είναι πως οι Βαυαροί έφτασαν κοντά να επικυρώσουν αυτή την πίστη, από το 2019 κιόλας, αλλά τα όσα είχε προκαλέσει η πρότερη θητεία του Νίκο Κόβατς στο Μόναχο λειτούργησαν αποτρεπτικά για να στραφούν σε κάποιον πρωτόπειρο, όχι απλώς για να διαχειριστεί τότε το πρώτο προπονητικό καράβι του αλλά το υπερωκεάνιο της Μπάγερν.
Το πιθανότερο είναι πως ο Βάσκος δεν ενοχλήθηκε. Αφού κρέμασε τα παπούτσια του, πήρε έναν χρόνο για να προσαρμοστεί στην χωρίς ποδόσφαιρο καινούργια καθημερινότητά του, να περάσει χρόνο με τη σύζυγο και τα τρία παιδιά τους αλλά και παράλληλα να προετοιμαστεί για την… επαναφορά του πια, από άλλο όμως μετερίζι.
Το πιο δύσκολο για κάθε προπονητή, αν έχει παίξει ποδόσφαιρο, είναι να “σκοτώσει” τον παίκτη, πριν περάσει στον πάγκο. Για έναν ποδοσφαιριστή όπως ο Τσάμπι Αλόνσο, ο οποίος κέρδισε παντού, οπουδήποτε και αν αγωνίστηκε, τα πάντα, ό,τι και αν διεκδίκησε, αυτό το κομμάτι του… φόνου δεν είναι δύσκολο. Είναι απλώς αδύνατο.
Γι’ αυτό και δεν τον έκανε. Ακόμη και τώρα, στο πρώτο κομμάτι της προπόνησης της Λεβερκούζεν, της τακτικής στο γήπεδο, ο προπονητής Αλόνσο συμμετέχει κανονικά, με όλα, τα πάντα, στο φουλ, χωρίς την παραμικρή έκπτωση και χωρίς προνομιακή μεταχείριση από τους παίκτες του.
Ακόμη και τώρα είναι -μακράν του δεύτερου- ο πλέον προικισμένος ποδοσφαιριστής του ρόστερ που ο ίδιος διαχειρίζεται, δείχνοντας με τις κινήσεις και τις πάσες του -οποιεσδήποτε πάσες, κοντινές, “τρύπες”, 50άρες- πως πρέπει να γίνεται ό,τι κηρύττει.
Μιλάει τρεις γλώσσες, αλλά δεν είναι ο πλέον εύγλωττος. Δεν θα ξεσηκώσει, δεν θα παρασύρει με τα λόγια του. Το κάνει όμως, ακόμη, με την μπάλα του, η οποία ενισχύει την έτσι κι αλλιώς καθηλωτική αύρα του στα αποδυτήρια της Λεβερκούζεν.
Δεν είναι «Menschenfanger», «κυνηγός αντρών», όπως κυριολεκτικά αποδίδεται ο χαρακτηρισμός που έχει δοθεί στον τρόπο με τον οποίον προσεγγίζει, αιχμαλωτίζει, παρασύροντάς τους με λόγια και ομιλίες ο Γιούργκεν Κλοπ. Αυτό πάντως δεν καθιστά και… μουγγό.
Σε αντίθεση -για παράδειγμα – με τον Γερμανό, ο Βάσκος δεν αναλώνεται στα πάντα γύρω από την καθημερινότητα μιας ομάδας και τη λειτουργία της. Δεν είναι -ακόμη τουλάχιστον- manager, με την αγγλική συμβατικότητα της έννοιας. Τον ενδιαφέρουν, εστιάζει και αφοσιώνεται σ’ αυτά που έχουν να κάνουν αποκλειστικά και αμιγώς με τον τομέα ευθύνης του. Η ομάδα του, οι παίκτες του, η φιλοσοφία, οι ποδοσφαιρικές αρχές, η εξέλιξη σε αυτά και τίποτα παραπάνω.
Εδώ υπεισέρχεται η (ανά)ταραχή της όασης του Λεβερκούζεν. Ναι είπαμε, δεν το ‘χει με τους λόγους, αλλά ξέρει να κινητοποιήσει, μπορεί να πείσει, όχι απλώς θέτοντας στόχους αλλά και συγκεκριμενοποιώντας κατευθύνσεις και ζητούμενα για την επίτευξή τους και -το κυριότερο- καταμερίζοντας ευθύνες.
Το 2022-2023, για παράδειγμα, ήταν άκρως επικριτικός με τους ποδοσφαιριστές του, επειδή δεν μπορούσαν να εκτελέσουν σωστά και αποτελεσματικά, για σειρά προπονήσεων, συγκεκριμένες ασκήσεις στατικών φάσεων. Έφτασε να τις εκτελεί ο ίδιος -αυτονόητα καλύτερα από κάθε άλλον- για να τσιγκλήσει, να προκαλέσει.
Στέρησε (εργατο)ώρες και (εργατο)ώρες, επέμεινε φορτικότατα, πίεσε μέχρι εκεί που δεν πήγαινε άλλο, όταν όμως επιτέλους είδε αποτέλεσμα (και επαναλαμβανόμενο), τότε μοίραζε ρεπό επιβραβεύοντας.
Δεδομένου ότι ακριβώς υστερεί -και δεν τον ενδιαφέρει να μην…- στο κομμάτι της ρητορικής, αυτό που καταφέρνει είναι την έμπρακτη πειθώ στο ότι η επάρκεια, η ορθότητα και η αποτελεσματικότητα των ιδεών του εξαρτώνται και απορρέουν από τις παραστάσεις, την εμπειρία και την (ποδοσφαιρική) νοημοσύνη του.
Για κάποιον με το δικό του παλμαρέ, δεν φαίνεται δύσκολο να το επιβάλλει σε αποδυτήρια -πόσο μάλλον σε αυτά της Λεβερκούζεν– από την πρώτη ματιά. Ακόμα περισσότερο συνεκτιμώντας πως έχει συνεργαστεί, αποτελώντας για κάθε έναν εξ αυτών την καρδιά και τον νου των δικών τους (προπονητικά) πάντων, με τον Πεπ Γκουαρντιόλα, τον Κάρλο Αντσελότι και τον Ζοζέ Μουρίνιο.
Η εξέλιξη, το step up και η ελπίδα για ξόρκισμα του «Neverkusen»
Στοιχεία όλων υπάρχουν στη φιλοσοφία του Αλόνσο. Το θέμα, πάντα, δεν είναι η απλή κόπια αλλά η προσαρμογή και η εξέλιξή τους. Περισσότερο στο γήπεδο φαίνεται η επιρροή που είχε η Σοσιεδάδ στην ποδοσφαιρική του ματιά. Εκεί ανδρώθηκε, εκεί έφτιαξε το όνομά του, εκεί ξεκίνησε ουσιαστικά -μετά τη μια σεζόν στην U14 της Ρεάλ- την προπονητική.
Τα δικά του αγωνιστικά χαρακτηριστικά βαφτισμένα θαρρείς στην κολυμπήθρα των Βάσκων. Ό,τι ο ίδιος ήταν στο γήπεδο, αυτό που διαχρονικά θέλουν, φτιάχνουν, αποζητούν και διδάσκουν οι «Txuri-Urdin». Με τον ίδιο προπονητή, η Σοσιεδάδ Β’ προβιβάστηκε στη Segunda για πρώτη φορά μετά από 60 χρόνια.
Την επόμενη σεζόν (2021-2022), ναι, υποβιβάστηκε ξανά αύτανδρη. Αλλά το έκανε, έχοντας τον μικρότερο ηλικιακό μέσο όρο επαγγελματικής ομάδας στην Ισπανία, στα 21.4 χρόνια, παίζοντας ανεξαρτήτως έδρας και αντιπάλου άφοβα, με άγνοια κινδύνου, στοχεύοντας στην κατοχή μπάλας και φτάνοντας μάλιστα -ενδεικτικά- σε επτά από τα 42 παιχνίδια (το 1/6 δηλαδή του Πρωταθλήματος) να έχει κατοχή που ξεπερνούσε το 70%.
Θα μπορούσε να είχε εξαργυρώσει απλώς και μόνο τον προβιβασμό, επιλέγοντας από την άνοιξη του ’21 κιόλας να επιστρέψει, ως προπονητής πλέον, στη Γερμανία, όταν τότε η Γκλάντμπαχ τον προσέγγισε. Αρνήθηκε, αφενός θεωρώντας πως τα «Πουλάρια» δεν του προσέφεραν το κατάλληλο περιβάλλον, αφετέρου γιατί και ο ίδιος δεν είχε ολοκληρώσει τον κύκλο του στο Anoeta.
Το σήμα στην αγορά το έδωσε, αποχωρώντας από το Σαν Σεμπαστιάν αμέσως μετά τον υποβιβασμό της Σοσιεδάδ Β’ (Μάιος ’22). Πέρασε ένα καλοκαίρι περιμένοντας και, όταν, φθινόπωρο πια, ο συμπατριώτης του, CEO της Λεβερκούζεν, Φερνάντο Κάρο, του χτύπησε την πόρτα του, ήταν έτοιμος.
Και, όπως αυτοί που τον προσκάλεσαν δεν πτοήθηκαν από την απειρία του και από την προφανή αγωνιστική δυσκολία της στιγμής για τη Λεβερκούζεν, έτσι και ο Βάσκος δεν “μάσησε” από το ότι αποφάσιζε να κάνει το προπονητικό step up, αναλαμβάνοντας μια ομάδα άρρωστη, στη χειρότερη καμπή της πρόσφατης ιστορίας της, τουλάχιστον στον 21ο αιώνα.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, για έναν πρωτόλειο, το «Wohlfuhloase» ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόταν. Ένα περιβάλλον που το κοινό στο BayArena θα χειροκροτήσει, ακόμα και αν δει μια “τριάρα”. Ξανά και ξανά. Και αυτή η όαση αποδείχτηκε αρχικά απαραίτητη για την προσαρμοστικότητα που πάντα απαιτείται, μιας και μετά το επιβλητικό ντεμπούτο (4-0 στη φιλοξενία της Σάλκε), ακολούθησε ένα σερί με έξι παιχνίδια σε όλες τις διοργανώσεις χωρίς νίκη.
Η εικόνα όμως ήταν σαφής, η τάση ξεκάθαρη και η αντιστροφή της πορείας εμφανής στη διακοπή για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Η Λεβερκούζεν “έτρεχε” σε σχέση με τις οκτώ πρώτες αγωνιστικές 6χλμ. περισσότερα στο γήπεδο στις επόμενες επτά, είχε αυξήσει κατά 16% την αποτελεσματική εμπλοκή των ποδοσφαιριστών της σε προσωπικές μονομαχίες, είχε αυξήσει τις ταχύτητες στο transition και τα ποσοστά επιτυχημένων μεταβιβάσεων, συνεπαγόμενα βελτιώνοντας επιδόσεις τόσο σε άμυνα όσο και επίθεση.
Το τέλος της σεζόν την βρήκε τελικά στην εξάδα και, από εκεί που άπαντες σκέφτονταν τον υποβιβασμό, εξασφαλίστηκε εκ νέου ένα ευρωπαϊκό εισιτήριο, με τον αποκλεισμό στα ημιτελικά του Conference League από τη Ρόμα να αντιμετωπίζεται ως μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία για διεκδίκηση ενός ευρωπαϊκού τίτλου.
Πλήρης αντιστροφή μέσα σε επτά μήνες.
Περισσότερο δεν χρειάστηκε για να περάσει σε άλλη κλίμακα το προπονητικό στάτους του Αλόνσο, επιβεβαιώνοντας ήδη τις προφητείες. Πριν καταλήξει στον Ποστέκογλου, η Τότεναμ τον κόρταρε, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ενδεικτικό και αυτό μεστής σκέψης, ωριμότητας, καμιάς βιασύνης (έτσι κι αλλιώς πρόδηλο, ξέχειλο, αγωνιστικό χαρακτηριστικό του) από τον Βάσκο. Καριέρες και σταδιοδρομίες δεν γίνονται με τα άκριτα «Ναι» αλλά με τα λελογισμένα «Όχι».
Το δικό του «Ja» ήρθε σε πρόταση επέκτασης συμβολαίου με τη Λεβερκούζεν ως το καλοκαίρι του ’26. Εκείνο του 2023 έδειξε και τη δεινότητά του στο παζάρι, μιας και, όπως αναγνωρίζεται, είχε καταλυτική συμβολή. Η παραμονή του κορυφαίου της ομάδας για το 2022-2023, Μούσα Ντιαμπί, ήταν πρακτικά αδύνατη. Τα 60 εκατ. ευρώ όμως που μπήκαν στα ταμεία από την παραχώρησή του στην Άστον Βίλα αξιοποιήθηκαν καίρια.
Γκράνιτ Τσάκα και Γιόνας Χόφμαν έφεραν ηγετικά χαρακτηριστικά και εμπειρία που απουσίαζαν (λίγο πάνω από τα 24 χρόνια ο ηλικιακός μέσος όρος του ρόστερ), καταλυτική αμέσως η συμβολή ενός εκ των κορυφαίων δημιουργικά ακραίων μπακ στην Ευρώπη τη σεζόν 2022-2023, του Άλεξ Γκριμάλντο, πόσο μάλλον της ακριβότερης προσθήκης της Λεβερκούζεν, του Νιγηριανού φουνταριστού, Βίκτορ Μπονιφέις.
Όλοι “κούμπωσαν” ιδανικά στο ευμετάβλητο 3-4-3 του Αλόνσο. Είτε με ανακατανομή ρόλων (για παράδειγμα, ο τρίτος στόπερ, ο Κοσουνού, μπορεί, αν χρειαστεί, να τραβηχτεί στο δεξιό άκρο της άμυνας, επαναφέροντας τον μπακ-χαφ πλέον Φρίμπονγκ σε ρόλο, όπως είχε αρχικά, εξτρέμ, αλλάζοντας έτσι σε άμυνα τεσσάρων), είτε με ανάδειξη τάλαντου που υπήρχε αλλά φέτος ανθίζει ομορφότερα (όπως στην περίπτωση του υπέροχου μεσοεπιθετικού πασπαρτού, Φλόριαν Βιρτς), είτε με συνολική πρόσθεση στοιχείων στο παιχνίδι της.
Η Λεβερκούζεν πλέον έχει τα εργαλεία -ποσοτικά και ποιοτικά- για να πιέσει όσο το δυνατόν πιο κοντά στην αντίπαλη περιοχή. Προηγουμένως, είχε ειδικευτεί στο ποδόσφαιρο της μη κατοχής, περιμένοντας και επιδιώκοντας τις αντεπιθέσεις και το παιχνίδι στον χώρο.
Αφενός το συγκεκριμένο στιλ το έχει τελειοποιήσει πλέον, πραγματικά απολαυστική στην κόντρα, αλλά πια ζητάει την μπάλα πολύ περισσότερο και τη ζητάει με τις γραμμές της, όλες, ανεβασμένες τουλάχιστον κατά 5μ. (σε σχέση με τα σταθμά της σεζόν 2022-2023) ψηλότερα και το πρεσάρισμά της (και το repress) αφόρητο, ανελέητο και όσο το δυνατόν πιο συνεχές.
Και πια, οι αριθμοί δεν (μπορούν να) ψεύδονται. Πρωτοπόρος στην Bundesliga, ήδη στην επόμενη φάση του Europa League από την τέταρτη κιόλας αγωνιστική των ομίλων.
Οι 31 βαθμοί στις 11 πρώτες αγωνιστικές ισοφάρισαν το ρεκόρ της καλύτερης συγκομιδής της ιστορίας σε αντίστοιχο σημείο του Γερμανικού Πρωταθλήματος που κρατάει η Μπάγερν (με τον Αλόνσο στο ρόστερ της) της σεζόν 2015-2016.
Μόνο η Μπάγερν έχει καλύτερη επίθεση (42 έναντι 34 γκολ), περισσότερες τελικές στην εστία (215 έναντι 182) και περισσότερα xGoals (34 έναντι 27.8). Επτά γκολ (περισσότερα από κάθε άλλη) έχει σημειώσει σε κόντρα επιθέσεις, το “9άρι” της (ο Μπονιφέις) έχει 57 τελικές στην εστία, ξεπερνώντας κατά πολύ την αντίστοιχη επίδοση του Χάρι Κέιν (41).
Ναι, ο Άγγλος είναι αποτελεσματικότερος (17 γκολ έναντι επτά του Νιγηριανού), αλλά η συνέπεια με την οποία η Λεβερκούζεν “ακουμπάει” πια την μπάλα στον φουνταριστό της, βρίσκοντας σημείο αναφοράς και προσδίδοντας ποικιλία σε σετ παιχνίδι (που δεν είχε πριν), προφανώς ακόμα ένα σημάδι εξέλιξης αλλά και -βάσει αριθμών- τέτοιο που απέχει αρκετά από το ταβάνι του.
Το 90.2% στις επιτυχημένες μεταβιβάσεις για ομάδα του Αλόνσο δεν (γίνεται να) κάνει εντύπωση, αντίθετα κάνει το παθητικό των μόλις 10 γκολ (δεύτερη καλύτερη άμυνα στην Bundesliga), με το πλέον αξιοσημείωτο για το ολοκληρωμένο στιλ ποδοσφαίρου που λανσάρει η Λεβερκούζεν να προκύπτει απ’ το ότι μόλις τα μισά έχουν σημειωθεί σε open play, απόρροια της αποτελεσματικής άμυνας που κάνει σε (απλοϊκά ορισμένο) δύο ζώνες των πέντε.
Πώς μετά άπαντες να μην είναι στο κατόπι του; Όχι μόνο η Μπάγερν, η οποία… καθυστέρησε, αλλά και η Ρεάλ -αμφότερες ομάδες στις οποίες θήτευσε στην ποδοσφαιρική καριέρα του- είναι τη δεδομένη στιγμή οι πλέον θερμοί μνηστήρες του Ισπανού τεχνικού, οι Βαυαροί εμφανιζόμενοι διατεθειμένοι να “θυσιάσουν” για χάρη του τον Τόμας Τούχελ, οι Μαδριλένοι βλέποντας σε αυτόν τον ιδανικό διάδοχο του Κάρλο Αντσελότι (εν όψει της μετακόμισης του Ιταλού στην Εθνική Βραζιλίας).
Στο Λεβερκούζεν κανείς δεν τρέφει αυταπάτες. Γνωρίζουν πως δεν μπορούν να κρατήσουν τον Αλόνσο. Το πάπλωμά τους δεν φτάνει ως εκεί. Όσο περισσότερο τους “ζεστάνει” η παραμονή του Βάσκου τόσο το καλύτερο, μα για το περισσότερο -εφόσον ειδικά δεν εξαρτάται από αυτούς- δεν χολοσκάνε.
Η όαση, ναι, ανταριάστηκε, αλλά να μεγαλώσει, να διαφοροποιηθεί ή πόσο μάλλον να διαλυθεί δεν γίνεται. Ορισμένες καταστάσεις, παγιωμένες στον χρόνο, δεν γίνεται να αλλάξουν. Άντε, το πολύ-πολύ, κάποια παρατσούκλια μόνο. Και ίσως αυτό να αποδειχτεί τελικά, ιστορικά, το πιο ξακουστό κατόρθωμα της προπονητικής θητείας στο Λεβερκούζεν του Τσάμπι Αλόνσο.
Λίγο το ‘χετε;
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Τσάμπι Αλόνσο, η επιτομή του cool
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Αντώνη Οικονομίδη