Γνώριζα ξεκάθαρα ότι πολλές φορές με αντιμετώπιζαν σαν τον «γιο του Μπόμπαν» και όχι σαν τον Βλάντο.
Δεν μου άρεσε καθόλου και πέρασα δύσκολα.
Προσπαθούσα πολύ, ώστε, κατά κάποιον τρόπο, να το σταματήσουν αυτό.
Να μην το κάνουν.
Δεν ήταν εύκολο, διότι ήμουν και στον Πανιώνιο.
Ήταν κάτι που ήθελε την διαδικασία του.
Μέχρι να φτάσεις σε ανταγωνιστικό επίπεδο, όπου είναι το παιδικό, και πρέπει ουσιαστικά να παίξεις και να ανταποδώσεις στην ομάδα σου.
Να αποδώσεις, να είσαι καλός, να βάζεις καλάθια, να την βοηθήσεις, ώστε να φτάσεις σε ένα Πανελλήνιο πρωτάθλημα.
Εκεί, κάπως το ισορρόπησα εγώ.
Πάντα σου χαρίζεται κάτι, όταν είσαι γιος ενός τόσο μεγάλου αθλητή, όπως του Μπόμπαν Γιάνκοβιτς.
Υπήρξαν στιγμές, κατά τις οποίες το ένιωσα.
Προσπαθούσα μέσω του δικού μου χαρακτήρα να τα καταφέρω.
Τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ του «γιου του Μπόμπαν» και του Βλάντο την ξεπέρασα πάρα πολύ δύσκολα, μέχρι και σήμερα.
Υπάρχουν εποχές, στις οποίες δεν τα καταφέρνεις.
Δεν τα καταφέρνεις, διότι δεν σε αφήνει η κοινωνία να το πετύχεις.
Γιατί πάντα, ακόμη και όταν φτάσεις 50 χρονών, θα είσαι ο γιος του αδικοχαμένου Μπόμπαν.
Είναι το πεπρωμένο μου…
Ήμουν 16 χρονών, όταν έχασα τον πατέρα μου.
Ένα παιδί άπειρο, του οποίου οι γονείς τού προσέφεραν όλες τις ανέσεις.
Οπότε, ξαφνικά, όταν ακούς ένα τέτοιο νέο, λες «Τι γίνεται; Ποια η συνέχεια»;
Ξαφνικά, γίνεσαι “αντράκι”. Όσο μπορείς να γίνεις αντράκι στα 16 σου.
Πρέπει να αναλογιστείς τις ευθύνες σου, τι έχει το μέλλον, τι έρχεται.
Πρέπει να πας σχολείο.
Πώς θα αντιδράσεις;
Πώς θ’ αντικρίσεις τις καταστάσεις τις καινούργιες;
Ήταν μία εμπειρία, την οποία θα ήθελα φυσικά να την ζήσω σε πιο μεγάλη ηλικία, ξέροντας πώς ν’ αντιδράσω.
Αλλά, από την άλλη, αυτές οι καταστάσεις και αυτές οι εμπειρίες σε κάνουν σκληρό καρύδι.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή, οπότε έμαθα τα άσχημα μαντάτα, στις 28 Ιουνίου 2006.
Δυστυχώς.
Γυρίζουμε στο ξενοδοχείο, μετά το ματς για το Πανελλήνιο Παίδων, στη Νάουσα.
Σχετικά χαρούμενος ήμουν, γιατί είχα βάλει αρκετούς πόντους.
Πριν από το φαγητό, ξεκινάω να παίρνω τηλέφωνο τον πατέρα μου, για να του πω πώς πήγε.
Μία κλήση, δεύτερη κλήση, τρίτη κλήση και δεν απαντά…
Υπήρχε μία απορία, τύπου «Πού είναι»;
Ήξερα ότι ταξιδεύει για Ρόδο, αλλά λέω «Τι γίνεται; Πού βρίσκεται»;
Πήγαμε για φαγητό με όλη την ομάδα και ήμασταν χαρούμενοι.
Κάποια στιγμή, έρχεται ο υπεύθυνος της ομάδας και με πλησιάζει με ένα “σκοτεινό” πρόσωπο.
Λίγο πιο σοβαρό από την κατάσταση, στην οποία βρισκόμασταν.
Με παίρνει λίγο παραπέρα μόνο μου και μου λέει «το και το».
Ήταν μία στιγμή, σαν να έχασα την ισορροπία μου…
Σαν να ζαλίστηκα.
Από εκεί και πέρα, ξεκίνησε για μένα μία περίοδος πρωτόγνωρη.
Ζαλισμένη ήταν η πρώτη αντίδραση.
Δεν ξέρω πώς να αντιδράσω.
Δεν ξέρω τι γίνεται, σαν να έχω χάσει την ισορροπία μου.
Σαν να… «ώπα, πανικός».
Με λίγα λόγια, ένα χάος…
Η κηδεία του πατέρα μου είναι η μοναδική, στην οποία έχω πάει στη ζωή μου.
Δεν έχω πάει σε άλλη.
Έχω αποφύγει να πάω σε άλλες, όσο σημαντικές κι αν είναι, διότι πρέπει να αποχαιρετήσεις τον άνθρωπό σου.
Είναι κάτι στη ζωή μου που το αποφεύγω.
Άδειασα. Με τη μία κηδεία άδειασα…
Πάντως, τη θυμάμαι ωραία.
Υπήρξε κόσμος που πήγε, για να τον αποχαιρετήσει.
Ήταν μία πολύ έντονη συναισθηματική στιγμή και για μένα και για την οικογένειά μου και για όλους, όσοι θυμούνται τον πατέρα μου.
Ευχαριστώ όλους, όσοι ήρθαν εκείνη την ημέρα.
Γιατί, με λίγα λόγια, μου κράτησαν μία πολύ ωραία ανάμνηση, όλοι αυτοί οι άνθρωποι.
Ήταν πάρα πολύς ο κόσμος που ήρθε.
Έχει φύγει ωραία από τη ζωή… Στο μυαλό μου.
Διότι είχε υπάρξει ένας έντονος χρόνος.
Δεκατρία χρόνια, μετά τον τραυματισμό του, που ήταν πάρα πολύ δύσκολα για έναν άνθρωπο να ζήσει έτσι.
Τουλάχιστον έφυγε ωραία. Έφυγε με ένα χαμόγελο.
Ο πατέρας μου ξεπερνούσε τα πάντα με χαμόγελο.
Αυτό ήταν ένα μάθημα ζωής για μένα.
Είναι μάθημα ζωής να πονάς, αλλά να χαμογελάς.
Πρέπει να ξέρεις να υποκρίνεσαι πολύ καλά.
Να είσαι ένας πονεμένος άνθρωπος ή να πονάς εκείνη τη μελαγχολική ημέρα και εσύ απλώς να χαμογελάς…
Δηλαδή να το αντικρίζεις με ένα χαμόγελο.
Τι πιο δυνατό και πιο πρωτότυπο από το να το αντιμετωπίζεις έτσι;
Ο τραυματισμός του, στις 28 Απριλίου 1993, στο ματς του Πανιωνίου με τον Παναθηναϊκό, ήταν φυσικά μία άτυχη στιγμή.
Όμως, δεν σκεφτήκαμε ποτέ, ούτε εγώ ούτε εκείνος, ότι ήμασταν άτυχοι.
Ζούσαμε την κάθε μας στιγμή.
Ζούσαμε την κάθε ημέρα.
Ζούσαμε την καθημερινότητα. Το τι θα κάνουμε, πού θα πάμε; Πώς θα περάσουμε την ημέρα μας.
Δεν μείναμε στο τι έγινε. Σκεφτόμασταν το τι γίνεται και το τι θα γίνει.
Όλη αυτή η κατάσταση, μαζί και με την μητέρα μου και με τον πατέρα μου, με έκανε δυνατό ως άνθρωπο.
Με έκανε να ξέρω πώς να χειριστώ καταστάσεις, αλλά και να μεγαλώσω γρήγορα.
Με έκανε αυτόν τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα που είμαι σήμερα.
Ο πατέρας μου τραυματίστηκε και έμεινε στο καροτσάκι, όταν ήμουν 3 ετών.
Έτσι τον γνώρισα, ουσιαστικά.
Νόμιζα ότι η εικόνα του ήταν φυσιολογική.
Νόμιζα πως σαν ράτσα έτσι έγινε. Ότι έτσι γεννήθηκε.
Δεν το είδα καθαρά. Άργησα να το δω.
Κάτι που μου βγήκε και σε καλό, γιατί δεν τον έβλεπα σαν άνθρωπο με ειδικές ανάγκες. Τον έβλεπα ως τον πατέρα μου και ως μία ισχυρή προσωπικότητα, παρ’ ότι ήταν σ’ αυτή την κατάσταση.
Το στιγμιότυπο του τραυματισμού του άργησα πολύ να το παρακολουθήσω.
Το είχα δει 11-12 ετών στα παρασκήνια μίας πρωινής τηλεοπτικής εκπομπής, στην οποία ήταν καλεσμένος ο πατέρας μου.
Έπαθα ένα πολιτισμικό σοκ, μπορώ να πω…
Εμπειρίες είναι όλα αυτά στη ζωή μου.
Με προστάτευαν πάρα πολύ σ’ αυτό τον συγκεκριμένο τομέα, ώστε να μην το δω και να μην στιγματιστεί η ζωή μου.
Και έκαναν πάρα πολύ καλή δουλειά…
Δεν θύμωσα ποτέ, επειδή η κατάσταση του πατέρα μου έγινε γνωστή σε μένα αργά.
Νομίζω ότι αυτό με προστάτευσε κιόλας.
Άλλο να το δεις στα 11 και άλλο να το δεις στα 6, άλλο να το δεις στα 8.
Περνάς τα στάδιά σου.
Νομίζω ότι ήμουν αρκετά ώριμος στα 11 να δω το βίντεο του τραυματισμού.
Εκείνη τη φάση δεν την συζητήσαμε πολύ. Μία-δύο φορές μόνο. Είπε ότι ήταν μία κακή στιγμή.
Στην αδρεναλίνη της στιγμής, του αγώνα και του πόσο ανταγωνιστικός και σκληρός χαρακτήρας ήταν, δεν υπήρχε η ανάλογη ψυχραιμία.
Μία κακή στιγμή ήταν, δυστυχώς.
Μία κακή στιγμή…
Όταν επέστρεψα από την Κύπρο, η σχέση μας ήταν περίεργη, διότι πέρναγα κι εγώ την εφηβεία.
Υπήρχαν τσακωμοί, φυσικά. Υπήρχαν πράγματα, τα οποία δεν του άρεσαν.
Αλλά πάντα βρίσκαμε μία λύση.
Πάντα φτάναμε σε μία λύση, σε έναν συμβιβασμό.
Σε έναν συμβιβασμό, στον οποίο βοηθούσε και η μητέρα μου, διότι ήταν πάντα πιο σκληρή μαζί μου.
Μία συμβουλή τού Μπόμπαν που έχω κρατήσει, είναι πως ό,τι ξεκινάς, πρέπει να το τελειώνεις.
Ό,τι αρχίζεις, να μην το σταματάς.
Αυτή ήταν συμβουλή που μου έδωσε ο ίδιος με τα λόγια του. Με το στόμα του.
Άλλες συμβουλές τις έχω δει.
Ζώντας δίπλα σε έναν τέτοιον άνθρωπο, μαθαίνεις πολλά πράγματα.
Κι εγώ έμαθα πάρα πολλά.
Διδάχθηκα και από την κατάσταση αυτή και από την οικογενειακή κατάστασή μας, αλλά και από τη μητέρα μου και από όλον τον περίγυρό μας.
Κάθε μέρα ήταν ένα μάθημα για μένα.
Την αλήθεια για τη σχέση των γονιών μου την ξέρουν μόνο οι ίδιοι.
Η μάνα μου είναι ένας άνθρωπος πάρα πολύ δυνατός ως χαρακτήρας.
Έχει υπάρξει δίπλα στον πατέρα μου, έχει κάνει πράγματα μόνη της.
Πράγματα, τα οποία χρειάζονταν δύο ή τρία άτομα, για να τα καταφέρουν.
Και τα κατάφερε μόνη της.
Η κατάσταση δεν ήταν εύκολη, ούτε για τον έναν ούτε για τον άλλον.
Θεωρώ ότι είναι δικός τους τομέας και δεν θέλω να επέμβω σ’ αυτό.
Εγώ απλώς αυτό που μπορώ να πω, είναι ότι η μητέρα μου ήταν εκεί και βοήθησε, όσο μπορούσε να βοηθήσει.
Από τον πατέρα μου έχω φάει κάτι “σφαλιάρες” για το μπάσκετ, ανά διαστήματα.
Κατά πάσα πιθανότητα τις ήθελα.
Τις χρειαζόμουν και καλώς μου τις έδωσε.
Γιατί κάθε σφαλιάρα του ήταν σαν να ανάβει ένα φως στα μάτια μου και να λέει: «Ώπα, ανάκριση»!
Κάθε πράγμα μού έκανε καλό.
Νομίζω πως και οι δύο γονείς μου με βοήθησαν στο να μεγαλώσω σωστά.
Φυσικά, και ο πατέρας μου είδε σε μένα κάτι που εκείνος άφησε στη μέση, αλλά ήθελε να φτιάξω τον δικό μου χαρακτήρα.
Ήθελε να με καθοδηγήσει, αλλά δεν ήθελε να με πιέσει ποτέ.
Ελπίζω να είμαι κι εγώ έτσι ως γονιός.
Μου έδειχνε, αλλά δεν ήθελε να με πιέσει με αυτόν ή τον άλλον τρόπο.
Ήταν σαν να μου λέει: «Εκεί είναι η πηγή. Βρες τη διαδρομή μόνος σου, ώστε να πιεις νερό».
Του άρεσε να έρχεται και να με παρακολουθεί σε αγώνες.
Αντιδρούσε, βεβαίως.
Θυμάμαι μία εποχή, όταν δεν έπαιζα πολύ.
Οι γονείς στα παιδικο-εφηβικά τμήματα είναι σκληρή ράτσα.
Πιστεύω πως και εγώ θα είμαι σκληρός.
Είχα την πίεση και των προπονήσεων με την αντρική ομάδα του Πανιωνίου και σε έναν αγώνα ο κόουτς δεν με έβαλε καθόλου.
Τον θυμάμαι τον πατέρα μου στο τέλος του αγώνα, γιατί είχε έρθει να τον δει.
Πήγε στον προπονητή και του είπε: «Συγγνώμη, γιατί δεν βάζεις το παιδί μου; Το παιδί μου είναι καλό. Έχει κάνει κάτι λάθος»;
Είχε κάνει κήρυγμα στον προπονητή!
Ο πατέρας μου αισθάνθηκε κάποια στιγμή ότι κάποιοι τον εγκατέλειψαν.
Όταν τραυματίστηκε, πολλοί του γύρισαν την πλάτη…
Είδαν τα δύσκολα.
Όταν ο άνθρωπος βλέπει τα δύσκολα, μόνο αν σε νοιάζεται αληθινά, θα είναι εκεί για σένα.
Αλλιώς, σου γυρνάει την πλάτη και φεύγει.
Ήταν μόνιμα χαμογελαστός, όμως μέσα του είχε παράπονα.
Αλλά δεν ήθελε να εκθέσει κόσμο.
Δεν ήθελε να τα βγάλει προς τα έξω.
Μπορεί ένας άνθρωπος, από τον οποίο είχε παράπονο, να καθόταν μαζί του, όμως δεν θα του το έλεγε ξεκάθαρα ποτέ.
Μετάνιωσε για εκείνο το απόγευμα, για εκείνη τη φάση.
Φυσικά μετάνιωσε…
Του έμεινε μία απορία για το πώς θα ήταν η ζωή του.
Και σε μένα έμεινε αυτή η απορία. Και σε όλους γύρω μας.
Τον θυμάμαι ως έναν πολύ ιδιότροπο χαρακτήρα, πολύ σκληρό άνθρωπο.
Προσωπικότητα διαφορετική, ήθελε πάντα να γίνονται τα πράγματα, όπως τα ήθελε αυτός.
Κάτι που είναι εξαιρετικό, αν μπορείς να το κάνεις.
Τον θυμάμαι και χαμογελαστό.
Μου μένει μία πάρα πολύ ωραία ανάμνηση.
Ίσως σ’ αυτό έπαιξε ρόλο ότι στην κηδεία του ήρθαν πάρα πολλοί άνθρωποι και τον αποχαιρέτησαν, όπως του αναλογούσε.
Δεν νομίζω να έχει πάρα πολλή σημασία ότι εγώ διάλεξα να παίξω σε μία ομάδα, κόντρα στην οποία τραυματίστηκε ο πατέρας μου, όταν πήρα μεταγραφή στον Παναθηναϊκό.
Δεν ασχολήθηκα ποτέ με τον διαιτητή στη συγκεκριμένη φάση.
Δεν το είδα οπαδικά.
Είδα μία ευκαιρία να μου παρουσιάζεται, στο να παίξω στο πιο πάνω σκαλί, στο πιο πάνω επίπεδο.
Κάτι που το κέρδισα εγώ, ως Βλάντο. Μόνος μου, και όχι επειδή είμαι ο γιος του Μπόμπαν.
Το κέρδισα με την απόδοσή μου, τους αγώνες, τον χαρακτήρα, την ικανότητά και την ποιότητά μου.
Δεν ήθελα να συνδυαστεί το ένα με το άλλο.
Καμία σχέση δεν έχει στο μυαλό μου.
Εκείνος δεν κατηγόρησε ποτέ κανέναν.
Μόνο τον εαυτό του…
«Μόνο εγώ», έλεγε.
Ο τότε Πρόεδρος του Πανιωνίου είχε χαρεί πολύ με την μεταγραφή μου.
Ο κύριος Ηλίας Λιανός είναι ένας άνθρωπος, στον οποίο χρωστάω πάρα πολλά, διότι στα 16 μου με αγκάλιασε, με πήρε κοντά του.
Με τράβηξε κοντά του και μου έδωσε ένα συμβόλαιο ζωής.
Διότι είναι συμβόλαιο ζωής, όταν χάνεις τον πατέρα σου στα 16 σου.
Μου έδωσε μία ευκαιρία, μία κάλυψη και μία στέγη.
Αυτό έκανε για μένα αυτός ο άνθρωπος.
Μου έστειλε μήνυμα, όταν έγινε η μεταγραφή και μου είπε ότι ήταν πολύ χαρούμενος «γιατί το αξίζεις και έχεις προσπαθήσει πάρα πολύ».
Ήταν σαν μία επιβράβευση για μένα.
Για μένα, για κάποια χρόνια, ήταν σαν father figure ο κύριος Λιανός.
Ανά διαστήματα υπήρξαν πολλοί άνθρωποι, τους οποίους αισθάνθηκα σαν πατρικές φιγούρες. Είτε σαν μέντορές μου.
Ένας από αυτούς ήταν ο Ηλίας Λιανός και υπήρξαν κι άλλοι στη ζωή μου.
Ωστόσο, αν δεν ήταν η μάνα μου δεν θα είχα ασχοληθεί με το μπάσκετ.
Ήταν αυτή που είχε την ύλη στα χέρια της και είχε τα πάντα, για να με σπρώξει προς αυτό και να με κάνει να τα καταφέρω.
Ήταν αυτή που με ανάγκαζε και να διαβάσω και να προπονηθώ και να φάω.
Μεγάλο μέρος της επιτυχίας είναι δικό της.
Ο πατέρας μου δεν είχε συζητήσει ποτέ μαζί μου το γεγονός ότι ο κύριος Σωκράτης Κόκκαλης και ο Παύλος Γιαννακόπουλος είχαν πληρώσει μέρος των εξόδων νοσηλείας και θεραπείας στο Λονδίνο.
Ήξερα κάτι αλλά όχι πολλά.
Όποτε αναφέρθηκε κάτι, μόνο τα καλύτερα είχε να πει και φυσικά ήταν δύο άνθρωποι, οι οποίοι έδωσαν πάρα πολλά πράγματα στον χώρο του μπάσκετ.
Τέτοιους ανθρώπους χρειαζόμαστε και το 2019.
Ανθρώπους που αγαπούν το άθλημα και προσφέρουν.
Ο Μπόμπαν τους είχε ευχαριστήσει.
Όπως θέλω κι εγώ να ευχαριστήσω εκείνον.
Αν είχα τον πατέρα μου μπροστά μου, θα του έλεγα «Ευχαριστώ για τα μαθήματα που μου έδωσες, όταν ήσουν εν ζωή. Και σ’ ευχαριστώ για τα μαθήματα που μου έδωσες, φεύγοντας»!
Γιατί, ουσιαστικά, υπάρχω και ζω, εξαιτίας εκείνου και της μητέρας μου.
Υπάρχω και ζω, επειδή όλες οι καταστάσεις μ’ έχουν διαμορφώσει ως χαρακτήρα και ως προσωπικότητα, εξαιτίας των γονιών μου.
Ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στον Μπόμπαν Γιάνκοβιτς, γιατί νιώθω ότι έχω μεγαλώσει καλά.
Σ’ ευχαριστώ, πατέρα!
Ο Βλάντο Γιάνκοβιτς είναι διεθνής καλαθοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Αδαμόπουλος
Επιμέλεια βίντεο: Λουκάς Μαστροδήμος
Βίντεο / Μοντάζ: Θόδωρος Κώτσικας
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Βλάντο Γιάνκοβιτς: «Πιο έτοιμος από ποτέ»