Απέραντες εκτάσεις ασυνείδητου, φαντασίας και αγνώστου; Κανείς δεν γνωρίζει τι ακριβώς χωρίζει την πραγματικότητα από τα όνειρα, κανείς δεν θα μάθει ποτέ.
Και κανείς δεν φαντάστηκε αυτό το σύνορο με τον τρόπο που το έκανε ο Κρίστοφερ Νόλαν. Γιατί εκείνος ανάμεσα στο όνειρο και το πραγματικό τοποθέτησε μονάχα μια σβούρα. Μικροκαμωμένη και σιδερένια, να γυρίζει και να γυρίζει, οριοθετώντας αυτά που οι ήρωές του ζούσαν κι αυτά που φαντάζονταν με κλειστά τα μάτια. Το ανατριχιαστικά αινιγματικό τέλος του «Inception» ακόμη βασανίζει τους λάτρεις της ταινίας και ξετυλίγεται γύρω από την ουσία αυτής της ίδιας σβούρας.
Η σκέψη του Νόλαν απλή. Στα όνειρα η μικρή του πρωταγωνίστρια, η σιδερένια σβούρα, δεν χάνει ποτέ την ορμή της και στριφογυρίζει αέναα. Μα, όταν είναι εγκλωβισμένη στα δεσμά της πραγματικότητας, αρχίζει να στραβοπατά, μέχρι εν τέλει να πέσει. Ο Κομπ, ο βασικός χαρακτήρας του Νόλαν, τη χρησιμοποιεί για να καταλάβει σε πιο από τα δύο σύμπαντα πλοκής βρίσκεται. Και κάπως έτσι, κάθε στροφή της κουβαλά μια ακόμα δόση αινίγματος, λίγη ελπίδα ή λίγη απογοήτευση. Όνειρο ή πραγματικότητα; Θα μείνει όρθια ή θα πέσει;
Ο Νόλαν άφησε μισό το τελευταίο του πλάνο στο θρυλικό «Inception», έριξε μαύρο, πριν δείξει την κατάληξη της σβούρας του ονείρου. Μα το ίδιο δεν συνέβη και στην ποδοσφαιρική ζωή του Μίτσου. Η δική του σβούρα έπαψε να στριφογυρίζει, έπεσε γρήγορα. Η πραγματικότητα κατάπιε το όνειρο. Ένα όνειρο-κομήτης που έλαμψε εκτυφλωτικά, πριν σβήσει απότομα και μάλλον άδοξα. Μα έστω κι έτσι, έστω και για λίγο, ανέβασε τον Μίτσου στην κορυφή.
Ακόμα κι αν τον άφησε ανήμπορο όχι απλώς να παίξει αλλά μέχρι και να περπατήσει μόλις στα 31 του, ακόμα κι αν τον άφησε “ανολοκλήρωτο” στο μυαλό πολλών. Η σβούρα του ονείρου του Μίτσου έπεσε. Η πραγματικότητα επέβαλε τη σκληρή της ισχύ. Όμως ο ίδιος έμεινε εμβληματικός και ανεξίτηλος στις καρδιές των φίλων της Σουόνσι, της Ρεάλ Οβιέδο, αμέτρητων ακόμα ποδοσφαιρόφιλων. Ακόμη κι αν πλέον, όπως έχει πει, το να ταξιδεύει πίσω στις καλές στιγμές της καριέρας του «είναι σαν να προσπαθώ να θυμηθώ ένα όνειρο, αφού ξύπνησα».
Η ανάβαση: Από την τέταρτη κατηγορία της Ισπανίας στην Premier League
Χρόνια μετά τον καιρό που ο Μίτσου τρέλαινε κόσμο με την απρόσμενη ανάδυσή του στο κορυφαίο επίπεδο, πλέον πολλοί δεν τον θυμούνται καν με το όνομά του αλλά με την ταμπέλα του. Τον τιμητικό του τίτλο. Άλλωστε, το «Είδωλο του Χάαλαντ» είναι πολύ πιο πιασάρικο. Ο Νορβηγός, ο οποίος ήρθε για να διαλύσει όσα ξέραμε στο ποδόσφαιρο, δεν το έκρυψε ποτέ. Μεγαλώνοντας, ήθελε να γίνει ο Μίτσου. Τον λάτρευε, τόσο που σε κάθε μια από τις παιδικές του δημοσιεύσεις στα social media τον τάγκαρε, αναζητώντας μια μικρή αχτίδα προσοχής.
Ο Ισπανός ήταν κι αυτός πανύψηλος, αριστεροπόδαρος και δολοφόνος, αν και πιο ντελικάτος, έτρεχε κι αυτός περίεργα. Ωστόσο, σε αντίθεση με το παιδί που ενέπνευσε, ο Μίτσου δεν μάγεψε, πριν καλά-καλά να βγάλει τρίχες στο πρόσωπο, δεν προσγειώθηκε σχεδόν απευθείας στην ελίτ. Χρειάστηκε πολλή υπομονή και ακόμα περισσότερη δουλειά.
Γεννήθηκε στις Αστούριες και, πριν μάθει να περπατά ή να μιλά, έμαθε να αγαπά τη Ρεάλ Οβιέδο, τον σύλλογο της οικογένειάς του, τον σύλλογο της ζωής του. Ξεκίνησε να παίζει το παιχνίδι περισσότερο για να παίξει στην Οβιέδο παρά για να γίνει επαγγελματίας.
Ακόμη τότε βέβαια η αγαπημένη του ομάδα βρισκόταν στο κορυφαίο επίπεδο του ισπανικού ποδοσφαίρου. Σχεδόν ειρωνικά πάντως, όπως ακριβώς και ο ίδιος αργότερα, ήρθε η στιγμή της να κατρακυλήσει ξαφνικά και ασταμάτητα. Από την πρώτη κατηγορία έφτασε στην τέταρτη μέσα σε ελάχιστα χρόνια, εξαιτίας και των σοβαρότατων οικονομικών προβλημάτων που κλήθηκε να αντιμετωπίσει. Βάλτωσε εκεί, στο σχεδόν ερασιτεχνικό επίπεδο.
Έδωσε την ευκαιρία σε δικά της παιδιά, όπως ο Μίτσου, να παίξουν για το σήμα που αγαπούν, αλλά αδυνατούσε να ξεκολλήσει από τον πάτο. Και το ίδιο ίσχυε και για τον ίδιο. Στα 22 του βρέθηκε κολλημένος μαζί με την αγάπη του, την ομάδα στην οποία βρισκόταν όλη του τη ζωή, από τις ακαδημίες μέχρι τους Άνδρες. Ήταν φανερό πως μπορούσε να ξεφύγει από αυτή την κατάσταση, όπως και το ότι, αν δεν το έκανε σύντομα, θα έχανε οποιοδήποτε τρένο θα μπορούσε να τον κάνει επαγγελματία ποδοσφαιριστή.
Έτσι, πήρε την απόφαση κι έκανε το επόμενο βήμα. Η Θέλτα βρισκόταν ακόμη στη Segunda Division και του έδωσε την ευκαιρία του. Ξεκίνησε από τη δεύτερη ομάδα της και σύντομα άρχισε να τραβά τα βλέμματα, σκοράροντας με συνέπεια για τους Γαλιθιανούς. Τόσο που σταδιακά ομάδες της La Liga άρχισαν να σημειώνουν το όνομά του στις λίστες τους.
Η πρώτη που προσέγγισε τη Θέλτα ήταν η Σπόρτινγκ Χιχόν. Μόνο που λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο. Ο Μίτσου δεν είχε ξεχάσει την Οβιέδο και την απέρριψε δίχως σκέψη, αφού δεν θα μπορούσε ποτέ να παίξει στη μεγαλύτερη αντίπαλο της αγαπημένης του.
Όταν το συμβόλαιό του έληξε με τη Θέλτα, υπέγραψε στη νεοφώτιστη στα ισπανικά σαλόνια, Ράγιο Βαγιεκάνο. Ήταν ήδη 25 ετών, δεν είχε καταφέρει σχεδόν τίποτα ως τότε, μα η υπομονετική και απαιτητική ανάβασή του σύντομα θα δικαιωνόταν. Στη Μαδρίτη θα άρχιζε να αντανακλά την πυρίτιδά του, η οποία ακόμη ζεσταινόταν. Τα πιο δυνατά σημεία του παιχνιδιού του, τα κάθετα τρεξίματά του και η κλάση του με την μπάλα, τα σεντερφορίσια του τελειώματα στο σώμα ενός μεσοεπιθετικού θα ξεδιπλώνονταν στο χορτάρι του Vallecas και των μεγαλύτερων σταδίων της Ισπανίας.
Γρήγορα όμως θα έσπαγαν τα σύνορα της πατρίδας του. Του πήρε τόσα χρόνια να σκαρφαλώσει στο υψηλότερο επίπεδο, μα χρειάστηκε μόλις μια σεζόν για να κάνει το επόμενο, τεράστιο βήμα.
Σχεδόν από το πουθενά, η Σουόνσι, μετά από προτροπή του νεοπροσληφθέντα στον πάγκο της, Μίκαελ Λάουντρουπ, τον προσγείωσε στην Ουαλία. Ήταν καλοκαίρι του 2012, οι «Κύκνοι» γιόρταζαν τα 100 χρόνια ιστορίας τους και η Adidas αποφάσισε να τους ντύσει διαφορετικά. Αφαίρεσε από τις λευκές τους εμφανίσεις το χαρακτηριστικό μαύρο, το αντικατέστησε με λεπτομέρειες χρυσού. Σαν να ήξερε. Μόνο εκείνη. Αφού κανείς στη Σουόνσι δεν μπορούσε να φανταστεί ούτε τη φλέβα χρυσού που είχε χτυπήσει ο σύλλογος με τον Μίτσου ούτε τη χρυσή εποχή στην οποία θα την οδηγούσε ο ψηλόλιγνος Ισπανός.
Ασταμάτητο στριφογύρισμα
Ο Άντζελ Ραντζέλ, ένας από τους Ισπανούς συμπαίκτες του στη Σουόνσι, είχε αναλάβει να τον εγκλιματίσει, όσο πιο γρήγορα γινόταν. Του μιλούσε, του εξηγούσε, του έδειχνε τα κατατόπια. «Ξέρεις…», του είπε στο λεωφορείο προς το Loftus Road της ΚΠΡ για την πρώτη αγωνιστική εκείνης της σεζόν, «η Premier League δεν είναι παιχνιδάκι, ετοιμάσου για ένα δύσκολο ματς. Δεν είναι εύκολο να νικήσεις τον οποιοδήποτε, ειδικά εκτός έδρας».
Ο Μίτσου τον άκουσε, μα είχε διαφορετική άποψη και φρόντισε να κάνει τα δικά του από την πρώτη στιγμή. Χρειάστηκε μόλις οκτώ λεπτά. Πέτυχε το πρώτο του τέρμα και έτρεξε τρελαμένος να πανηγυρίσει στην κερκίδα. Σκόραρε ακόμα ένα και είχε και δύο ασίστ σε εκείνο το φοβερό 5-0 των «Κύκνων» και στα αποδυτήρια κοίταξε τον Ραντζέλ γελώντας επιδεικτικά.
Ο Μίτσου είχε προσγειωθεί στην Premier League και για τον επόμενο ενάμιση χρόνο περίπου η σβούρα του θα στριφογύριζε δίχως σταματημό. Εκείνη η Σουόνσι ήταν ο ιδανικός προορισμός για τον Ισπανό.
Έπαιζε συναρπαστικό, επιθετικό ποδόσφαιρο και εκείνος μπορούσε να κάνει αυτό που έκανε πάντα καλύτερα. Δεν ήταν ποτέ σέντερ φορ παρά το χαρακτηριστικό σκαρί του με τα μακριά πόδια και το κοκαλιάρικο κορμί. Αλλά δεν ήταν ούτε και “10άρι”. Ήταν κάτι στο ενδιάμεσο. Κινούταν μακριά από την περιοχή, ανάμεσα στις γραμμές και την κατάλληλη στιγμή έτρεχε προς αυτή για να εκτελέσει.
«Η “Llegada”, έτσι το λέμε στην Ισπανία, είναι το πιο σημαντικό μου στοιχείο. Σημαίνει το να φτάνεις στην περιοχή από την πίσω γραμμή. Αν το κάνεις σωστά, δεν σε μαρκάρουν ούτε οι στόπερ ούτε οι χαφ και βρίσκεις τον χώρο που χρειάζεσαι. Αυτό και τα τελειώματα με τη μία ήταν όλο μου το παιχνίδι», είπε χρόνια μετά.
Η μεταγραφή του δεν είχε σηκώσει κανένα βλέφαρο, κανείς δεν είχε ασχοληθεί μαζί του. Μα κάθε αγωνιστική αυτό άλλαζε. Οι «Κύκνοι» εντυπωσίαζαν, εκείνος έλαμπε και σκόραρε κατά ριπάς. Μέχρι τον Δεκέμβρη είχε φτάσει τα 14 γκολ. Πριν το παιχνίδι απέναντι στην ακόμη πανίσχυρη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον φυσικά ρωτήθηκε για τον θαυματουργό Ισπανό που έσκασε μύτη στο Νησί από το πουθενά και παρέσυρε τα πάντα στο διάβα του. «Αυτό το παιδί, ο Μίτσου… Κορυφαία μεταγραφή για 2 εκατ. λίρες και δεν τον είχα ακούσει ποτέ ξανά στη ζωή μου».
Φυσικά σκόραρε και σε εκείνο το ματς κόντρα στους «Κόκκινους Διαβόλους». Όπως το έκανε κι απέναντι στην Τσέλσι. Απέναντι στην Τότεναμ. Απέναντι στη Λίβερπουλ. Απέναντι σε κάθε ομάδα σχεδόν που βρισκόταν μπροστά του.
Ο Μίτσου δεν έδειχνε φυσιολογικός, πολύ απλά γιατί δεν έκανε φυσιολογικά πράγματα. Ήταν δύσκολο να πιστέψεις πως αυτός ο τύπος, ο οποίος οριακά δεν υπήρχε στον ποδοσφαιρικό χάρτη μέχρι τα 26 του, μπορούσε να είναι τόσο, μα τόσο καλός. Όμως ήταν και το αποδείκνυε σε κάθε του ευκαιρία σε εκείνη τη μαγική σεζόν για τη Σουόνσι. Σε κάθε γκολ του κουνούσε χαρακτηριστικά και με τρέλα το χέρι του δίπλα στο κεφάλι του, ένας πανηγυρισμός-σήμα κατατεθέν, σαν απάντηση σε όσους για χρόνια πίστευαν πως δεν μπορεί να το καταφέρει.
Με εκείνον να φορά την μπέρτα του απόλυτου ήρωα, οι «Κύκνοι» ζούσαν το δικό τους παραμύθι.
Ο Μίτσου ήταν εκεί σε κάθε μεγάλη στιγμή, σε κάθε νίκη και αποτέλεσμα με τους μεγάλους. Ήταν εκεί με τα γκολ του και την όλη συνεισφορά του στο παιχνίδι της ομάδας του. Ήταν εκεί με την πλασεδάρα του στο Stamford Bridge, στη νίκη που έστειλε τη Σουόνσι στο Wembley και τον πρώτο Τελικό των χρονικών της, αυτόν του League Cup. Φυσικά σκόραρε και στον Τελικό απέναντι στην Μπράντφορντ, χάρισε στους «Κύκνους» το πρώτο στέμμα ολόκληρης της ιστορίας τους, την πρώτη τους έξοδο στην Ευρώπη.
Δεν υπήρχε. Από το “τίποτα” στα “πάντα” μέσα σε μια σεζόν, ο Μίτσου διέλυσε ό,τι βρήκε μπροστά του. Ήταν ένας ταπεινός αντι-ήρωας που δεν την “είδε” ποτέ. Λατρεύτηκε σχεδόν ακαριαία και λάτρεψε και ο ίδιος τη Σουόνσι, πολύ πριν ολοκληρωθεί εκείνη η εκκωφαντική χρονιά, πολύ πριν αναδειχθεί παίκτης της σεζόν. Συνέχισε με το πόδι στο γκάζι και στην αρχή της επόμενης, όταν ήδη το στίγμα του «One Season Wonder» είχε αρχίσει να τον κυνηγά.
Μα για την αξία του δεν απάντησε ο ίδιος αλλά το όνομά του στη λίστα των κλήσεων της θρυλικής Ισπανίας του Ντελ Μπόσκε των διαδοχικών Euro και του Μουντιάλ. Ο ίδιος είχε απαντήσει πως «είναι απίθανο» να παίξει στην Εθνική του, επειδή «είναι η καλύτερη ομάδα στον κόσμο». Αυτή του η κλήση ωστόσο ήταν η πιο τρανή απόδειξη πως τότε ήταν κι αυτός μάλλον ένας από τους καλύτερους στον κόσμο.
Σύντομα όμως η σβούρα θα σταματούσε να γυρίζει, θα έπεφτε και θα παραδινόταν στην πραγματικότητα. Σε εκείνο το πρώτο τσίμπημα στον αστράγαλό του.
«Το μόνο που ξέρεις είναι ο πόνος»
«Πλέον έχω έναν αστράγαλο 36χρονου και έναν 100χρονου», δήλωσε πριν χρόνια. Στα 36 του πιθανότατα θα μπορούσε ακόμη να παίζει το παιχνίδι. Ίσως να βρισκόταν ακόμη στη Σουόνσι, ίσως στην αγαπημένη του Οβιέδο. Μόνο που στα 36 του είχε ήδη αποχαιρετήσει το ποδόσφαιρο πέντε χρόνια, ξεψάχνιζε στις αναμνήσεις του ανάμεσα στον πόνο, αναζητώντας τις καλές του μέρες.
Ο Μίτσου εξερράγη στην Ουαλία, μα η επόμενη στροφή στο rollercoaster της ποδοσφαιρικής του ζωής θα τον έβγαζε τελειωτικά εκτός πορείας. Οι απανωτοί τραυματισμοί τον άφησαν εκτός για όλη την υπόλοιπη σεζόν, τη δεύτερή του στη Σουόνσι. Έφυγε δανεικός στη Νάπολι. Δεν άλλαξε τίποτα. Ελάχιστες συμμετοχές, μηδενικός αντίκτυπος. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Τα κόκαλα στον δεξί του αστράγαλο τρίβονταν βασανιστικά μεταξύ τους, οι σύνδεσμοί του είχαν σχεδόν εξαφανιστεί. Έκανε τέσσερα χειρουργεία, χωρίς να μπορέσει να παίξει στην πραγματικότητα ανάμεσα σε αυτά. Γύρισε στη Σουόνσι και έλυσε το συμβόλαιό του.
Ήδη αγωνιζόταν με χάπια, μα υπήρξε μια περίοδος που κόντεψε να τρελαθεί. Για κάποιον λόγο, μετά τις επεμβάσεις του, οι γιατροί τού έλεγαν πως μπορεί να παίξει ξανά, μα ο ίδιος δεν ένιωθε καλά. Η οικογένειά του τον πίεζε να επιστρέψει στη δράση, όμως ο Μίτσου ήξερε πως δεν μπορεί να είναι ο εαυτός του. Η Άστον Βίλα τού προσέφερε ένα τεράστιο συμβόλαιο.
«Δεν θα ήμουν “εγώ”, αν υπέγραφα, δεν μπορούσα να παίξω στο υψηλότερο επίπεδο και πρέπει να είσαι ειλικρινής και τίμιος. Αν ήξερα ότι μπορώ να παίξω, θα έμενα στη Σουόνσι, δεν θα πήγαινα στη Βίλα».
Το επόμενο βήμα του κατέπληξε άπαντες. Από την Premier League ο Μίτσου κατέληξε κατευθείαν στη Λανγκρέο της τρίτης κατηγορίας της Ισπανίας, έπαιξε σχεδόν ερασιτεχνικά με προπονητή τον αδερφό του και μετά από μια σεζόν έκλεισε την καριέρα του στη λατρεμένη του Οβιέδο, πραγματοποιώντας λιγοστές συμμετοχές.
Ο ίδιος είχε πει ότι δυσκολευόταν μέχρι και να κάνει ζέσταμα. Πλέον περπατά με δυσκολία, σχεδόν κουτσαίνοντας, κουβαλώντας τον «100χρονο» διαλυμένο από την οστεοαρθρίτιδα αστράγαλό του. Ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να αλλάξει τίποτα, ούτε πρόκειται. Έμαθε να ζει με αυτό.
«Το κεφάλι μου μου έλεγε να συνεχίσω. Αλλά το μόνο που ξέρεις είναι ο πόνος. Ο πόνος που έχεις κάθε μέρα. Έπαιρνα χάπια κάθε μέρα, πνευματικά το κεφάλι μου δεν ήταν καλά. Δεν θα άλλαζα με τίποτα τον πόνο. Είναι ο δικός μου πόνος, είναι φίλος μου και θα είναι μαζί μου όλη μου τη ζωή. Τα πάμε καλά, καταλαβαινόμαστε. Θα πλήρωνα πάρα πολλά χρήματα για να βάλω ξανά γκολ και να πανηγυρίσω στην κερκίδα. Αυτό κουβαλάς στην καρδιά σου, τα πρόσωπα των ανθρώπων. Τους κάνεις χαρούμενους κι αυτό δεν θα το άλλαζα με τίποτα. Αν μου έλεγες 15 χρόνια πριν πως αυτό θα ήταν το τέλος, με όλο αυτόν τον πόνο τώρα, θα έκανα το ίδιο ταξίδι άλλες χίλιες φορές», ήταν τα συγκλονιστικά του λόγια. Τα λέει αυτά, όσο «προσπαθώ να θυμηθώ ένα όνειρο, αφού ξύπνησα».
Τελικά η δική του σβούρα σταμάτησε γρήγορα να στριφογυρίζει, δεν μπόρεσε να νικήσει τη σκληρή φύση της πραγματικότητας. Μα ο χορός της, για όσο κράτησε, ήταν αληθινά ονειρεμένος. Πλέον ο Μίτσου και το όνομά του ζουν στα περίφημα «Streets will never forget» βίντεο που στέκουν εκεί έξω για να θυμίζουν όλα όσα υπήρξε για λίγο.
Ίσως όμως στο τέλος της ημέρας ο ίδιος να αποτελεί το πιο σπουδαίο παράδειγμα. Η πολυσυζητημένη διάρκεια μπορεί και να μην έχει τόση σημασία τελικά. Ωχριά μπροστά στα συναισθήματα. Έπαιξε μόλις 67 παιχνίδια με τη φανέλα της Σουόνσι, πέτυχε 28 γκολ. Σιγά τα νούμερα.
Ακόμα κι έτσι όμως, είναι μάλλον ο πιο εμβληματικός ποδοσφαιριστής της ιστορίας της, για όλα αυτά που έκανε τους ανθρώπους να νιώσουν σε εκείνη την ασύλληπτη σεζόν, όσο η σβούρα του ακόμη στριφογύριζε κι εκείνος ζούσε το δικό του όνειρο, εκπληρώνοντας τα πιο τρελά όνειρα των άλλων.
«Εξαιτίας σου ο κόσμος μού έδωσε ανεκτίμητη αγάπη, δεν θα μπορέσω ποτέ να την ξεπληρώσω. Νιώθω πως δεν έκανα τίποτα για να την αξίζω», έγραψε στο «Γράμμα προς το ποδόσφαιρο», όταν αποσύρθηκε σακατεμένος μα γεμάτος μόλις στα 31 του. Και ίσως να μη χρειαζόταν να κάνει τίποτα άλλο για να πάρει όλη αυτή τη λατρεία που μένει ζωντανή μέχρι σήμερα. Τα γκολ του ήταν αρκετά και όλες οι μοναδικές αναμνήσεις που ζωγράφισε με τα ψηλόλιγνα πόδια του στο χορτάρι, αποδεδειγμένα, κάτι παραπάνω από αρκετές.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Φερνάντο Τόρες, το τελευταίο σύμβολο