Λευκός, όσο λευκότερος γίνεται, εμφανίστηκε για την αναγνωριστική βόλτα στο χορτάρι του Wimbledon.
Οι ανυποψίαστοι τον πέρασαν για διαφημιστικό κόλπο, για προώθηση απορρυπαντικού, δεν ήταν ακόμη απολύτως αναγνωρίσιμος άλλωστε. Εκείνος χαμογελούσε και έψαχνε με το βλέμμα να βρει τον Σαρτιέ, τότε Πρόεδρο της Γαλλικής Ομοσπονδίας τένις, ο οποίος τον είχε διαβάλει και “τον επανέφερε στην τάξη” δημοσίως μετά τον χαμένο ημιτελικό από τον μετέπειτα Πρωταθλητή, Τζιμ Κούριερ, στο Παρίσι, εκεί όπου ο Αντρέ είχε πάλι εμφανιστεί όπως ακριβώς δεν πρέπει για τον εστέτ κόσμο του τένις.
Μπαντάνα στο κεφάλι, φωσφοριζέ φανελάκι από τα χειρότερα της σειράς της Nike, σκουλαρίκια στ’ αυτιά, το μαλλί μακρύ, με άθλιες meche και αχτένιστο, σε στυλ Jon Bon Jovi που εκείνη την εποχή τρέλαινε τα κορίτσια. «Cacatoes Fluo», είπε σιβυλλικά ο Σαρτιέ, σηκώνοντας το φρύδι, ένα brand με φανταχτερές χρωματιστές σαγιονάρες που έκανε θραύση εκείνες τις άγριες εποχές στα early ’90s.
Ο Αγκάσι ήταν ένας 22χρονος διαρκώς ανερχόμενος τενίστας, αλλά loser. Δυο συνεχόμενοι χαμένοι Τελικοί από τον Γκόμεζ και τον Κούριερ στο Roland Garros, δύο ακόμα χαμένοι ημιτελικοί στο US Open, εκτός από τον τελευταίο στο χώμα του Παρισιού. Στο καλοκουρεμένο χορτάρι του Wimbledon είχε εμφανιστεί μονάχα δυο φορές στην άγουρη καριέρα του. Το 1987, έναν χρόνο μετά το ντεμπούτο του, αποκλείστηκε με συνοπτικές διαδικασίες στον πρώτο γύρο και το 1991 άγγιξε το θαύμα στον προημιτελικό.
Τούτη τη φορά όμως ήταν αλλιώς. Λευκή, κατάλευκη στολή, λευκό καπελάκι και στην τρύπα του “κρυμμένη” η ατίθαση και κακοβαμμένη αλογοουρά. Μπήκε ως ξεκάθαρο αουτσάιντερ, 12ος στους 16 του ranking. Κάνει το πρώτο θαύμα και πετάει έξω τον Μπέκερ μετά από έναν συγκλονιστικό αγώνα που κρίθηκε στο tie break. Στον ημιτελικό έκανε το μεγάλο step up και αποκαθήλωσε τον Μάκενρο. 6-4, 6-2, 6-3. Σκούπα. Με τη φόρα που είχε, ήταν αδύνατον να του αντισταθεί ο μεγάλος Κροάτης, ο Γκόραν Ιβανίσεβιτς.
Δεν παρέκκλινε σε κανένα σημείο της διαδρομής. Αφέθηκε μόνο μετά τη νίκη, τότε ελευθερώθηκε το βλέμμα του κι έπαψε να ψάχνει τον Σαρτιέ. Τώρα τον έψαχνε εκείνος για να τον συγχαρεί. Στην απονομή δεν ήταν καν συγκινημένος, σήκωσε το τρόπαιο και αγκάλιασε την κοπέλα του και παιδική του φίλη, Γουέντι Στιούαρτ, η οποία “τόλμησε” να εμφανιστεί στον φλεγματικό βρετανικό ναό με ένα μαύρο δερμάτινο perfecto, ένα στενό τζιν, φουντωμένο μαλλί και γεμάτη “αγενή” μπιχλιμπίδια απευθείας από το Λας Βέγκας.
Η εικόνα είναι και σήμερα κωμική, αναλογιζόμενοι το περιβάλλον, το περιεχόμενο και όλο το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το τένις. Είχε γράψει ένα τραγούδι εκείνος ο παλαβός κοντοπίθαρος Μπολονέζος, ο Λούτσιο Ντάλα, «Anna e Marco», «η Άννα και ο Μάρκο», «σαν επεισόδιο αμερικανικής σειράς, μια κωμωδία που τελείωσε κι αυτή την εβδομάδα». Όντως η σχέση του Αγκάσι και της Στιούαρτ τελείωσε ακριβώς μετά από εκείνη την πρώτη νίκη στο Wimbledon. Σημειολογικά όλα έφευγαν από τη θέση τους, η καριέρα, η προσωπική ζωή, ο κόσμος ολόκληρος του Αντρέ Αγκάσι.
Δεν είχε ιδέα ακόμη για το μέγεθος της εκτόξευσης και της επιτυχίας ο γιος του “Μάικ”, του Ιρανού πρώην πυγμάχου εμιγκρέ στην Αμερική. Αρμένικο κι Ασσύριο αίμα στις φλέβες, από το άγχος στα σύνορα ο Εμάνουελ Αγκασιάν ψέλλισε το επώνυμο και ο υπάλληλος έκοψε την κατάληξη. Θυρωρός σε ξενοδοχεία, μετέπειτα σερβιτόρος στο Club Tropicana στο Λας Βέγκας, εκεί που μια βραδιά σέρβιρε τον Κιρκ Κερκόριαν (Αμερικανός δισεκατομμυριούχος αρμένικης καταγωγής) και γι’ αυτό ονόμασε Αντρέ-Κιρκ το στερνοπούλι του που επρόκειτο να γίνει ένα από τα μεγαλύτερα αστέρια του αμερικανικού sports star system.
«Παίξε σαν κυρίαρχος του Ζεν». Αυτή ήταν η φράση της Μπάρμπρα Στρέιζαντ έναν χρόνο αργότερα στο ίδιο χορτάρι που ο Αγκάσι έσπασε την κατάρα και αποτίναξε τον τίτλο του loser από πάνω του.
Εκείνη 51, αυτός 23. Τα 28 χρόνια της διαφοράς ενοχλούσαν τον αμερικανικό πουριτανισμό, ξετρέλαιναν όμως τα media.
Τον συνόδευσε στο Wimbledon και στον πρώτο του αγώνα φόρεσε ένα ναυτικό καπέλο, ελαφρώς εκτός κανόνων και πολύ μακριά από τους “κανόνες” του Wimbledon ή του Άσκοτ. Τα βρετανικά tabloid άδραξαν την ευκαιρία: Ο Ποπάι Στρέιζαντ στηρίζει τον Μπρούτο Αγκάσι.
Στο δεύτερο αγώνα, η μεγάλη σταρ επέστρεψε φορώντας ένα πηλήκιο Αξιωματικού του βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού. Όλοι σώπασαν, πιο σωστά αποθέωσαν τη Στρέιζαντ και έβγαλαν στον τάκο τον κίτρινα Τύπο. Το μήνυμα είχε σταλεί δυνατά και ξεκάθαρα. Την επόμενη φορά η Μπάρμπρα δεν θα είχε την παραμικρή αναστολή, θα μπορούσε να φορέσει εκείνο το γαλάζιο μπομπέ καπέλο με το πέπλο που φορούσε μόνο η Βασίλισσα Ελισσάβετ.
Ο Αντρέ δεν της έκανε τη χάρη, μετά τις τρεις εύκολες νίκες στους τρεις προκριματικούς γύρους, “σκούπισε” μεν τον Κράιτσεκ στη φάση των «16», αλλά στον προημιτελικό βρήκε στον τοίχο τού “κομπιούτερ” Σάμπρας. Είχε πάρει κιλά, αθλητικά ήταν αρκετά πίσω. Ακόμα και η “ροκ” κώμη έμοιαζε να έχει συρρικνωθεί στο ήδη αραιωμένο κρανίο του. Τένις και star system δεν περπατούν πάντα μαζί, ούτε καν για έναν γνωστό μάστερ του Ζεν. Η ανώμαλη προσγείωση τον βοήθησε να ξαναψάξει και να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του.
Χώρισε τη Στρέιζαντ, η οποία, σύμφωνα με τον θρύλο της εποχής, θρήνησε κλεισμένη στην έπαυλή της για 60 ημέρες και νύχτες σερί, και βρήκε τη θαλπωρή στα γκριζοπράσινα μάτια της Μπρουκ Σιλντς, την οποία δεν μάρκαρε απλώς στενά αλλά κυριολεκτικά την βομβάρδισε με όσα μέσα διέθετε. Φαξ με φράσεις αγάπης 24 φορές την ημέρα. Η Μπρουκ αναλογίστηκε ότι τούτος εδώ ή είναι εντελώς για δέσιμο ή όντως με έχει ερωτευτεί. Τελικά ήταν ίσως ο πιο θυελλώδης από τους έρωτες του Αγκάσι.
Η Μπρουκ ήταν εκτός από διάσημη ηθοποιός και πανέμορφη γυναίκα, εγγονή του Φρανκ Σιλντς, ο οποίος υπήρξε φιναλίστ Wimbledon στις αρχές της δεκαετίας του ’30 και σπουδαίος Αμερικανός τενίστας. Όταν το έμαθε ο Αντρέ, τότε ήθελε ακόμα περισσότερο τη Μπρουκ, κάνοντας υπερβατικούς συλλογισμούς περί κάρματος, κισμέτ και δεν συμμαζεύεται.
Η Μπρουκ τον ακολούθησε με περίσσιο ενθουσιασμό. Δεν χειροκροτούσε, έστελνε φιλιά από την εξέδρα και σφύριζε. Όχι με τακτ, όχι “θηλυκά”. Έβαζε τα δάχτυλα στο στόμα και σφύριζε εκκωφαντικά, σχεδόν ενοχλητικά για την αριστοκρατία του σπορ. Ήθελε τους προβολείς επάνω της, είχε μάθει από πολύ μικρή να διαχειρίζεται τη διασημότητά της και τον Τύπο. Παντρεύτηκαν μετά από έναν μακρύ αρραβώνα 19 Απριλίου του 1997. Σε λιγότερο από μια διετία μιλούσαν μεταξύ τους μόνο μέσω των δικηγόρων τους.
Για ολόκληρο το διάστημα που ζούσε με τη Σιλντς, ο Αγκάσι είχε σχεδόν σταματήσει να θεωρείται τενίστας. Νούμερο ένα είχε γίνει πρώτη φορά στις 10 Απριλίου του 1995, λίγο πριν κλείσει τα 25. Νοέμβριο του ’97 είχε κατρακυλήσει στον γκρεμό και έπλεε πέριξ του αριθμού 140 στην κατάταξη. Σε δυόμισι χρόνια τα είχε χάσει όλα.
Γεννημένος φτωχός, πλούσιος στα 25, καταθλιπτικός στα 27.
Ορθοπόδησε στα challenger, από εκεί ξεκίνησε η θεραπεία. Ταξίδεψε με ιδιωτικό αεροπλάνο, ξόδεψε τα διπλάσια χρήματα από το έπαθλο του τουρνουά σε ξενοδοχεία και μίνι μπαρ και σε μια βραδιά, αντί να κοιμηθεί, κοίταξε το ταβάνι και αποφάσισε να γυρίσει το κουμπί. Ο στόχος ήταν το τουρνουά που τον απέρριπτε και ως άνθρωπο και ως τενίστα: το Roland Garros.
Ιούνιος του 1999 και εμφανίζεται 13ο φαβορί. Την αμέσως προηγούμενη σεζόν έχει ταπεινωθεί μόλις στον πρώτο γύρο από τον Μάρατ Σάφιν, ο οποίος τον διέλυσε αθλητικά στο tie break. Το πιο δύσκολο απ’ όλα ήταν η επιστροφή από την καταστροφή στον πρώτο γύρο πάλι, κόντρα στον Αργεντινό Φράνκο Σκιγιάρι. Είναι με την πλάτη στον τοίχο, ο Αργεντινός τον έχει στο 1-0 και τον “τρέχει” αδιάλειπτα. Ισοφαρίζει πολύ δύσκολα με 7-5. Περνάει μπροστά ξανά με 7-5. Καθαρίζει απελευθερωμένος με 6-3. Και δεν κοιτάζει πίσω ξανά.
Το 6-0 στο tie break με τον Γάλλο Κλεμάν δίνει τον τόνο. Ο Γούντρουφ σκουπίζεται με 3-0, ο Κάρλος Μόγια είναι αδύνατος να παρακολουθήσει το βίαιο forehand του πεινασμένου Αγκάσι, Φιλιπίνι στον προημιτελικό και Χρμπάτι στον ημιτελικό μετατρέπονται σε έτοιμη λεία. Ο Τελικός με τον Μεντβέντεφ είναι μια ωδή στο ηρωικό τένις. Ο Ουκρανός τον έχει στα σχοινιά, 2-0 με τα επιβλητικά 6-1 και 6-2. Ο Αντρέ είναι σαν το πληγωμένο λιοντάρι που βρίσκει μέσα του τον θαμμένο εγωισμό. 6-4, 6-3, 6-4.
Ένας θρίαμβος διά πυρός και σιδήρου, ένα ανεπανάληπτο comeback με συγκλονιστική κατάθεση ψυχής. Βάζει τα χέρια στο κεφάλι, υψώνει το βλέμμα στον ουρανό, κλαίει, αφήνεται. Το κρανίο πια είναι σχεδόν ξυρισμένο, οι λιγοστές τρίχες είναι εκεί ίσα για να ευθυγραμμίζονται με το αξύριστο πρόσωπό του. Σκαμμένο, πονεμένο, “διαλυμένο”. Φιλάει ανακουφισμένος το περίεργο Κύπελλο.
Με την άκρη του ματιού παρατηρεί μια ξανθή γυναίκα να χειροκροτεί. Είναι η Στέφι Γκραφ, επίσης νικήτρια στο Γαλλικό Open εκείνη τη χρονιά. Την πολιορκεί κι εκείνη με τη μέθοδο φαξ. Η Στέφι τού τα στέλνει πίσω. Πρόσκληση σε ρομαντικό δείπνο η απάντηση του Αντρέ.
Η Fräulein Forehand δεν έχει ούτε καιρό για χάσιμο ούτε χρόνο για κόρτε και αοριστίες. Της εκφράζει την επιθυμία του να αποκτήσει οικογένεια, της εξηγεί τις μεταπτώσεις του, ξεγυμνώνει την ψυχή του, ίσως για πρώτη φορά. Η πανοπλία της Στέφι σπάει και αποκαλύπτεται μια τευτονική καρδιά και ένας καλά κρυμμένος αθεράπευτος ρομαντισμός.
Συμφωνεί να μετακομίσει στο Βέγκας, μένει έγκυος, αφήνει το τένις στον κολοφώνα της δόξας της. Παντρεύτηκαν στο σπίτι του Αγκάσι, στη διασταύρωση των οδών Αγκάσι και Αγκάσι. Συμβαίνει, όταν στο παρελθόν υπήρξες πλούσιος, ανυπόφορος και άξεστος. Οι εκκεντρικότητες όμως, από την ώρα που η Στέφι τού ανακοίνωσε ότι φέρει το παιδί του, σταμάτησαν. Στον γάμο είναι παρούσες οι μητέρες αμφοτέρων και ένας ιερέας για να τελέσει το μυστήριο. Ήταν 22 Οκτωβρίου του 2001. Ο Αντρέ είναι 31, η Στέφι 32. Τέσσερις ημέρες αργότερα γεννιέται ο Τζέιντεν, δυο χρόνια αργότερα προστίθεται στην οικογένεια η Τζαζ Ελ.
«Δεν θα κρατήσει πολύ», στοιχημάτιζαν οι περισσότεροι. Εξακολουθούν να είναι παντρεμένοι, να ζουν ευτυχισμένα στο Summerlin στο Red Rock Canyon, συνθέτοντας ένα από τα σταθερότερα και πιο αγαπημένα ζευγάρια που γέννησε ποτέ το τένις.
Όλες οι ιστορίες αγάπης του Αγκάσι είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την πορεία του στα courts. Η ζωή του κυλά παράλληλα με εκείνη των αποτελεσμάτων του, σηματοδοτώντας τις μεγάλες του στιγμές, τις μακρές περιόδους ελεύθερης πτώσης του, τις αναγεννήσεις του, τις κατολισθήσεις του. Τέσσερις σύντροφοι, τέσσερις αθλητικές ζωές στο τένις. Ο πιο αλλόκοτος και ο πιο καινοτόμος συνάμα τενίστας όλων των εποχών.
Τεχνικά είναι αδύνατον να τον προσεγγίσει άλλος της εποχής του. Πρόκειται για αθλητή που εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και έγραψε τον επίλογο στο US Open του 2006, όπου μόλις τον προηγούμενο χρόνο, στα πατημένα 35, σε μια εποχή που η ηλικία ήταν ακόμη απαγορευτική για το τένις, τον είχε ξαναδεί στον Τελικό. Η Στέφι ήταν εκεί να τον συνοδεύσει. Με νταντά, καρότσι και παιδιά, για να μην λείψει κανείς στην αποχαιρετιστήρια βόλτα του και να εντυπωθεί το standing ovation στους εγκεφάλους όλης της φαμίλιας. Και για μια φορά συγκινήθηκε και η άτεγκτη Γερμανίδα.
Στο κέντρο αυτού του μεγάλου τσιμεντένιου οβάλ κουτιού που πήρε το όνομά του από τον Άρθουρ Ας, ο Αντρέ αποχαιρέτισε απέναντι στον “άσημο” Μπέκερ, τον Μπέντζαμιν, έναν καταδικασμένο (καλό) Γερμανό τενίστα, δίχως τις μεγάλες αξιώσεις. Ούτε συγγενής ούτε φίλος του μεγάλου Μπόρις, ο Μπέντζαμιν ήταν ένας ταπεινός σταχανοβίτης στο 112 του ranking, τίμιος και ως εκεί. Έστω και ως επώνυμο ωστόσο, ο Αγκάσι έφυγε από το πάλκο χάνοντας από έναν Μπέκερ. Ακόμα κι αυτή η λεπτομέρεια εμπεριέχει το αμφίσημο και το παράλογο της πορείας και της διαδρομή του Αγκάσι.
Ο Αντρέ είχε προκριθεί μετά από έναν συγκλονιστικό αγώνα με τον “δικό μας” Μάρκο Μπαγδατή και είχε ξεσηκωθεί ο τόπος, διότι αυτές οι ιστορίες πάντοτε συγκινούν κοινό και Media. Η σωματική του διάπλαση είχε πλέον φθαρεί, τα γόνατά του είχαν γίνει σμπαράλια από το επίπεδο και τις επιταγές υψηλής ανταγωνιστικότητας, οι αφόρητοι πόνοι στη μέση τον είχαν εξαναγκάσει να επιλέγει στρατηγικά τους πολύ λίγους αγώνες του. Είχε προϊδεάσει ότι στο US Open θα γλιστρήσει τα πόδια δοκιμάζοντας τους αστραγάλους του για τελευταία φορά. Μετά την ήττα από τον Ναδάλ, τον «επόμενο», όπως είπε, έδωσε το τελευταίο ραντεβού.
Το πάλεψε, αλλά ηττήθηκε. Με το κεφάλι ψηλά και ζωντανό ηχητικό εφέ ένα ασταμάτητο χειροκρότημα από το συγκινημένο κοινό, έμπηξε το κλάμα και δεν έλεγε να σταματήσει. Δεν άργησαν να συγκινηθούν όλοι, το γήπεδο μετατράπηκε σε «τζακούζι συναισθημάτων», όπως το όρισε ο ίδιος, μια κολυμβήθρα στην οποία συντελέστηκε μια από τις εμβληματικότερες καθάρσεις όλων των εποχών στα σπορ. Ο κόσμος του πια ήταν εύθραυστος και φευγαλέος, ο δρόμος ήδη χαραγμένος, ο ίδιος στο έλεος του τερματισμού.
Είναι πάρα πολύ δύσκολο για έναν μεγάλο αθλητή να σταματήσει, να αλλάξει ζωή με ένα μαγικό χτύπημα των δακτύλων. Συμμετείχε σχεδόν κρυφά σε ένα προπαρασκευαστικό τουρνουά για το Open, στην Ουάσιγκτον, εκεί όπου στο παρελθόν είχε κερδίσει “για πλάκα” πέντε εκδόσεις. Έχασε από το νούμερο 246, τον Αντρέα Στοπίνι. Δεν είχε έρθει απλώς, είχε περάσει η ώρα. Τον βοήθησε η Στέφι, πιο πολύ το χιούμορ και άθελά του ο Γούντι Άλεν.
«Κάθομαι μπροστά στην τηλεόραση και χτυπάει το τηλέφωνο», αφηγείται ο Γούντι. «Καλησπέρα, θα θέλατε να είστε ο ambassador της βότκας μας για φέτος;». Απαντώ «Όχι, είμαι καλλιτέχνης και δεν κάνω διαφημίσεις. Δεν είμαι μαστροπός και δεν πίνω βότκα!». Η φωνή στην άλλη άκρη του ακουστικού ατάραχη, «Κρίμα, πληρώνουμε 5 εκατ. δολάρια…». Ο Γούντι τούς διέκοψε κι αποκρίθηκε «Περιμένετε, σας παρακαλώ, θα σας περάσω στην πριβέ γραμμή τον κύριο Άλεν…».
Η υποστήριξη της γυναίκας του ήταν χρήσιμη για να αντιμετωπίσει την αλλαγή και την ψυχοσωματική μετάβαση. Ο Γούντι φρόντισε, για να “τακτοποιήσει” στο μυαλό του το οικονομικό σκέλος, και τους τρόπους να εξασφαλίζει τον επιούσιο πασπαλισμένο με τη χρυσόσκονη στην οποία ήταν μαθημένος. Πυροβόλησε την κοινή γνώμη με καταιγισμό διαφημίσεων για να μην ξεχαστεί και να βεβαιωθεί ότι “περνάει η μπογιά του”. Εμφανίστηκε σε σποτ με νεανική αμφίεση, υποδυόμενος έναν πανκ τενίστα, κάγκουρα των «προαστίων», όπως λένε στις ΗΠΑ. Μεταμφιέστηκε σε πλανόδιο πωλητή, “πούλησε” γάλα και μέλι, φορώντας μια φριζαρισμένη περούκα με πράσινο μαλλί, ξεστόμισε φράσεις του τύπου «κοιμάμαι με τη Βίβλο κάτω από το μαξιλάρι», επιβεβαίωσε το ρητό της εποχής ότι τα πάντα είναι εικόνα.
Τώρα θα ήταν ασφαλώς πολύ πιο προσεκτικός, πολύ πιο εκλεκτικός στις επιλογές του. Όπως στην πορεία εξελίχθηκε σε σκεπτόμενο τενίστα, έτσι τακτοποίησε και τη ζωή του “μετά”. Απέβαλε την περσόνα του, παράτησε το video game mode, έκοψε ταχύτητα.
Ο πατέρας πια δύο παιδιών, ο Αντρέ του άλλοτε άκρατου ανταγωνισμού, αντιμετώπισε το τελευταίο βήμα της καριέρας του με την αύρα ενός μεγάλου σοφού και την εξουσία του ανθρώπου που έχει παίξει, δει, κερδίσει, κατακτήσει και βιώσει πολλά, αλλά ταυτόχρονα έχει στο πετσί του το βάρος των απογοητεύσεων και έχει γευτεί το άνοστο φαγητό της εφήμερης ευτυχίας. Ένα πράγμα δεν είχε υπολογίσει. Το legacy.
Έναν χρόνο πριν αποσυρθεί, υπήρχαν χίλιοι λόγοι να είναι και αισιόδοξος και απαισιόδοξος. Ήταν πραγματικά μοναδικός στο τένις, ασυναγώνιστος ίσως όσον αφορά στην ποιότητα του παιχνιδιού. Στη σύγκριση μεταξύ των μεγάλων της κάθε εποχής, εκείνο που μετράει είναι η επίδραση, ο αντίκτυπος στο ίδιο το σπορ. Ο Αγκάσι ήταν απόλυτα καινοτόμος, έπαιξε ένα είδος τένις που δεν είχαμε ξαναδεί ως τότε και το συνδύασε με ένα απαράμιλλο στυλ.
Forehand συγκρίσιμο με μεγάλα χτυπήματα ακόμα και της “Αγίας Τριάδας” του καιρού μας, θανατηφόρο κατά την εκτέλεση από αριστερά προς τα δεξιά. Στεγνό και πανίσχυρο backhand με τα δυο χέρια, προωθητικό και στρατηγικό πλάνο, ένα “παραβατικό” τένις με εξέταση της κάθε λεπτομέρειας εξονυχιστικά. Είναι πιθανόν ο πρώτος των mid ’80s που αναγνώρισε τον εαυτό του ως “εταιρεία”, σίγουρα ο πρώτος που ενέταξε ολόκληρη ομάδα επαγγελματιών στη διαχείριση της εικόνας του.
Αγαπήθηκε από τους νέους σε ένα άθλημα που απευθυνόταν σε αστούς μεσήλικες, απασχόλησε κοινά που μέχρι πρότινος δεν γνώριζαν τι είναι το τένις, απέκτησε τρομακτική απήχηση χωρίς τη γοητεία του Μποργκ, ήταν συμπαθής σε μητέρες, κόρες και γιαγιάδες, ακόμα και εκτός αμερικανικών συνόρων. Κανένας τενίστας πριν από αυτόν δεν είχε γίνει ποτέ αντικείμενο διαφημιστικού σχεδιασμού και μελετών από εταιρείες, κανείς πριν απ’ αυτόν δεν υποστηρίχθηκε από πλήθη ειδικών μάρκετινγκ. Ούτε καν ο Μάκενρο. Ίσως η Μαρία Σαράποβα να πλησιάζει το δικό του εμπορικό impact.
Υπάρχει ένα ωραίο ρητό στις ΗΠΑ. Το πλεονέκτημα του να είσαι έξυπνος είναι ότι μπορείς πάντα να συμπεριφέρεσαι σαν ηλίθιος, ενώ το αντίθετο είναι εντελώς αδύνατο. Ο Αγκάσι ήξερε πολύ καλά να ακουμπάει και στις δυο βάρκες και να “μπαλαντζάρει”, όποτε τον συμφέρει. Αν ήταν τύπος που συμβιβαζόταν, θα είχε συμφωνήσει να αποσυρθεί το 2005, έχοντας μόλις ηττηθεί από τον μεγάλο Φέντερερ στον Τελικό του US Open.
Τριανταπέντε χρόνων, άνοιξε τον δρόμο στα παιδιά που έπρεπε να τον έχουν αντικαταστήσει εδώ και καιρό, τον Ρόντικ, τον Μπλέικ, τον Τζίνεπρι. Ξεκίνησε την τελική πρόκληση για την πορεία προς το πάνθεον με τους καλύτερους απέναντι στον καλύτερο που μπορούσε να τύχει στο διάβα του. Ήταν εξαιρετικός για ενάμισι σετ απέναντι στον Ρότζερ, ώθησε κάθε οπαδό να αναρωτηθεί ποια θα ήταν αυτή η εξέλιξη, εάν είχε βρει τον Φέντερερ στο prime του. Τώρα ήταν απλώς άνισο.
Ήταν πανέμορφο ωστόσο να εστιάζει η κάμερα στον πάγκο, με τη Στέφι να χειροκροτά, τον μικρό Τζέιντεν να παίζει και να χτυπάει τα χεράκια του και μετά να εναλλάσσεται το συναίσθημα με το γκρο στον μεγάλο Ζιλ Ρέγες και τον κολλητό του, τον Ντάρεν Κέιχιλ, προπονητές που ήταν σταθερά εκεί, σε όλον τον κύκλο της καριέρας του Αγκάσι. Έλειπε μόνο η φωνή του Μπραντ Γκίλμπερτ, θρυλικού παίκτη, προπονητή και μετέπειτα τοπ σχολιαστή τένις στις ΗΠΑ, για να ντυθεί άψογα το σκηνικό.
Αυτό το ματς, αυτή η ήττα ήταν η ένωση των σκοτεινών και των λαμπερών χρόνων του Αγκάσι. Αυτές οι στιγμές είναι που προσδίδουν το απαραίτητο συναίσθημα στα συστατικά που κάνουν μοναδική την ιστορία του. Σαν να ενώθηκαν δυο αντίθετοι πόλοι, με τη διαφορά ότι το πραγματικό τέλος έναν χρόνο μετά ήταν βγαλμένο από χολιγουντιανή κομεντί με happy end.
Το αγόρι με το σύνδρομο του Πίτερ Παν άφησε πίσω τις επικές μάχες με τη νέμεση του, τον Πιτ Σάμπρας, το ατίθασο νιάτο παράτησε τις ιδιοτροπίες, ο άνδρας που αρνήθηκε να μεγαλώσει και ήθελε να ζει για πάντα σαν σταρ και απαίτησε (και πλήρωσε) να ονομαστούν οι δρόμοι της βίλας του με το επώνυμό του, ο αθλητής που από το Νο.1 βρέθηκε στο Νο.141, είχε βρει τη γαλήνη του και μ’ ένα εξαγνιστικό κλάμα πέρασε στην άλλη όχθη.
Η αυτοβιογραφία του, η οποία τιτλοφορείται «Open», γράφτηκε από κοινού με τον βραβευμένο με Πούλιτζερ, Τζέι Αρ Μόρινγκερ. Κυκλοφόρησε το 2009 και είναι ένα υπέροχο ανάγνωσμα, πολύ κοντά στα σύγχρονα πρότυπα. Έχει μεν αρκετές ροπές στον εύκολο εντυπωσιασμό για να είναι “ευπώλητο” όπως αγαπούν οι εκδότες, αλλά εμπεριέχει αποστάγματα σπάνιας αλήθειας για αθλητή της εποχής και της ηλικίας του. Η πολύ δύσκολη σχέση με τον καταχρηστικό και αυταρχικό πατέρα του, η ομολογία ότι είχε καλύψει τη φαλάκρα του με τουπέ, η παραδοχή ότι έκανε χρήση μεταμφεταμίνης στις πιο δύσκολες στιγμές της καριέρας του. Γυμνές, ωμές, δυσάρεστες αλήθειες που “τσαλακώνουν” την εικόνα.
Το πρόβλημα είναι ότι κανείς δεν ξέρει αν είναι όλη η αλήθεια. Και κατά πόσον μπορεί να ειπωθεί ολόκληρη η αλήθεια. Μικρό τον πήρε η μάνα του απ’ το χεράκι και πήγαν στον κινηματογράφο να δουν τη Χιονάτη με τους 7 Νάνους. Όλα τα υπόλοιπα παιδάκια αγάπησαν τη Χιονάτη. Ο Αντρέ Αγκάσι ερωτεύτηκε τη Μάγισσα.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Το όρθιο κέρμα του Πιτ Σάμπρας
Στέφαν Έντμπεργκ: Υψηλή Αισθητική
Η πύρρειος νίκη του Μπόρις Μπέκερ
Η ναρκισσιστική γοητεία της αυτοκαταστροφής του Μποργκ
Ρότζερ Φέντερερ: Ευτυχία είναι η πεποίθηση ότι μας αγαπούν