Λίγες ημέρες πριν τα δέκατα γενέθλιά του, το πρωινό της 13ης Απριλίου, μέσα από ένα κινούμενο αυτοκίνητο ανοίγεται πυρ.
Μπροστά από την χριστιανική εκκλησία πέφτουν νεκρά τέσσερα άτομα, εκ των οποίων τα δύο Μαρωνίτες Φαλαγγίτες.
Τα αντίποινα έρχονται μέσα στην ημέρα, με τη δολοφονία 30 Παλαιστινίων μέσα σε λεωφορείο. Είναι η έναρξη του εμφύλιου πολέμου στον Λίβανο. Το 1975.
Λίγες ημέρες μετά τα γενέθλιά του ο Ρόνι Σεϊκέλι παίζει στον δρόμο. Μαζί με τους φίλους του, σε ένα αυτοσχέδιο οδόφραγμα. Κραδαίνει και όπλο. Αληθινό. Και χαϊδεύει τη σκανδάλη. Μια γειτόνισσα τον αναγνωρίζει. Λίγο αργότερα η πόρτα ενός αμαξιού ανοίγει και ο μικρός ρίχνεται μέσα.
Είναι το αμάξι (όπως ήταν και το όπλο, για προστασία) του πατέρα του, ο οποίος στο μεταξύ έχει ειδοποιηθεί. Και είναι ίσως η τελευταία φορά που ο Ρόνι παίζει με την παρέα του στους δρόμους της Βηρυτού.
Ο άνθρωπος που έγινε ένας από τους πρώτους ξένους και ένας από τους καλύτερους σέντερ του ΝΒΑ, προτού γίνει και ένας ακόμα πιο γνωστός ντι τζέι ηλεκτρονικής μουσικής, έχει ζήσει τα πάντα. Σε όλες τους τις διαστάσεις, σε όλη την ένταση. Τον πλούτο και την καταστροφή από μικρός, τη δόξα και τον νόστο πιο μεγάλος.
Ανάμεσα στις (τρεις) πατρίδες του η Ελλάδα. Το σχολείο, ο Παναθηναϊκός, η αγωνία για τα χαρτιά, η εθνική παρουσία ως… επώνυμος φαν της. Και τα πρώτα dj sets.
Στου Κορωναίου για παπούτσια
Αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας ο μπαμπάς, δραστηριοποιούμενος στον ταξιδιωτικό και ναυτιλιακό τομέα. Συριακής καταγωγής η μαμά, η οποία αγκαλιάζει για πρώτη φορά τον Ρόνι στις 10 Μαΐου του 1965. έτσι ακριβώς όπως φαίνεται να αγκαλιάζει στον χάρτη η Συρία τον πολύ μικρότερο Λίβανο. Ίσως και πνίγοντάς τον στις ακτές της Μεσογείου, αν το δει κάποιος διαφορετικά…
Είναι το τρίτο παιδί της φαμίλιας που διαμένει στην -για λίγο ακόμη- κοσμοπολίτικη Βηρυτό. Τρίτο και μακρύτερο, ως προς το μπόι που παίρνει από νωρίς. Εκεί στα δυτικά της πρωτεύουσας, κυριαρχεί ο μουσουλμανικός πληθυσμός. Οι Σεϊκέληδες έχουν χριστιανικές καταβολές.
Ο εμφύλιος υποβόσκει. Ασταθής η πολιτική κατάσταση, συχνές οι ταραχές. Έχει δει φίλους του να σκοτώνονται, έχει περάσει Χριστούγεννα μέσα σε καταφύγιο. Ο βενιαμίν αλλάζει σχολείο, κάθε φορά που το προηγούμενο καταστρέφεται από βόμβα…
Μαθαίνει αναγκαστικά να ζει υπό τον ήχο τους, δασκαλεύεται να μη χαμπαριάζει, ακόμα κι όταν πέφτει μία τέτοια λίγο παραδίπλα, ενώ κάνει μπάνιο στην παραλία. Βλέπει τους άλλους λουόμενους να γυρίζουν πλευρό και να βάζουν λίγο αντηλιακό ακόμα. Αυτή είναι η καθημερινότητα…
Όταν αρχίζει ο εμφύλιος, ο Φρεντ Σεϊκέλι παίρνει τους δικούς του και φεύγει μακριά από την έδρα των εταιρειών του. Σε βάθος 15 ετών, πάνω από 120.000 άνθρωποι σκοτώνονται και πάνω από 1 εκατ. εγκαταλείπουν τα πάτρια εδάφη.
Πέρασμα από το Λονδίνο, ένα λίγο μεγαλύτερο από τη Μασαχουσέτη, όπου ο Ρόνι μπαίνει οικότροφος, εγκατάσταση στην Αθήνα. Πηγαίνει στο αμερικανικό σχολείο ACS, κάνει φίλους από τους οποίους απαιτεί ένα μικρό ποσό (που πάει σε καλύτερη κονσόλα και φωτορρυθμικά) εν είδει εισόδου στο γκαράζ του σπιτιού του, όπου κάνει πρώτη φορά τον ντι τζέι, μαθαίνει και την ελληνική γλώσσα.
Μπάσκετ δεν μαθαίνει ακόμη. Όχι, μέχρι να επισκεφτεί ένα μαγαζί με αθλητικά. Ψάχνει παπούτσια στο τεράστιο νούμερό του και ο ιδιοκτήτης, βλέποντάς τον, “μένει”. Τον λένε Τάκη Κορωναίο. Ο γνωστός Τάκης Κορωναίος. Ο ηγέτης γκαρντ του Παναθηναϊκού.
Τον φέρνει στις προπονήσεις, ο μετανάστης από τον Λίβανο παίρνει γρήγορα τα μπασκετικά γράμματα. Τέρας δύναμης, δεν δυσκολεύεται να τελειώνει φάσεις κοντά στο καλάθι και κυρίως να καθαρίζει τα ριμπάουντ.
Πηγαίνει με την εφηβική ομάδα σε τουρνουά στη Σουηδία, παίρνει μέρος και με την ανδρική σε ένα στην Κύπρο το 1982. Εντυπωσιάζει και τους ανθρώπους των Πανιωνίου και ΠΑΟΚ με τις εμφανίσεις του απέναντί τους. Είναι ο κορυφαίος ριμπάουντερ στο τουρνουά…
Έχει αποφασιστεί και το νούμερο, το «7», που θα δοθεί στον «Τζεμαγιέλ». Έτσι τον φωνάζουν κάποιοι, όπως ο Λιβανέζος Πρόεδρος που δολοφονείται το ίδιο έτος. Μεγάλη καριέρα με το «7» στην πλάτη στον «Τάφο του Ινδού» θα κάνει τελικά ο Λιβέρης Ανδρίτσος, ο οποίος μετακομίζει το ίδιο καλοκαίρι στη Λεωφόρο από την Καλλιθέα.
Η απόκτηση ελληνικής υπηκοότητας κολλάει στο ότι δεν έχει συμπληρώσει την απαιτούμενη οκταετία στη χώρα. Η επιτροπή του Υπουργείου Εσωτερικών επί Γιώργου Γεννηματά δεν γνωμοδοτεί έγκαιρα στην αίτησή του, ο Γενικός Γραμματέας και αρμόδιος για σχετικά θέματα, Θανάσης Τσούρας, (που πιστώνεται την ίδια εποχή τους νόμους για την επιστροφή των πολιτικών προσφύγων του ελληνικού εμφυλίου) δεν κάνει τα στραβά μάτια.
Χρυσός ως Αμερικανός, σχεδόν ως Έλληνας
Ξένοι παίκτες δεν παίζουν ακόμη στο Ελληνικό Πρωτάθλημα και ο ξεκρέμαστος Σεϊκέλι επισκέπτεται τα αδέρφια του, τα οποία φοιτούν στα νεοϋορκέζικα Κόλγκεϊτ και Σίρακιουζ. Στο γραφείο των προπονητών στο δεύτερο σκάει απρόσκλητος και παντελώς άγνωστος, προκαλώντας γενική κατάπληξη με την απαίτησή του να δοκιμαστεί. Πείθει τον ισόβιο προπονητή Τζιμ Μπόχαϊμ (54 χρόνια στον πάγκο ήταν αυτά…) και, από τη στιγμή που του προσφέρεται υποτροφία, δίλημμα δεν υπάρχει.
Γίνεται «Οrangeman» και συνάμα, από το 1984 έως το 1988, η κολώνα της ομάδας στο NCAA. Στα 19 του μαθαίνει να βάζει σωστά το κορμί του ώστε να κάνει σκριν, σε τόσο προχωρημένη ηλικία ακούει όρους όπως το «pick ‘n’ roll». Κάνει γιόγκα, κάνει και μποξ, βάζοντας χρήματα από την τσέπη του, ώστε να βελτιώσει τον συντονισμό των κινήσεων. Κάνει θραύση!
Κοιτάζει στα μάτια και κερδίζει τον Πάτρικ Γιούιν του Τζόρτζταουν σε ένα από τα πρώτα του παιχνίδια, εκτοξεύει τους μέσους όρους του στους 15.1 πόντους και τα 8.2 ριμπάουντ στη δεύτερη σεζόν. Την ίδια ώρα, το μυαλό του ταξιδεύει στον πόλεμο, πίσω στην πατρίδα. Ο πατέρας του ταξιδεύει κυριολεκτικά στον Λίβανο και απελευθερώνει τον αδερφό του (και θείο του Ρόνι), προσφέροντας λύτρα σε εκείνους που τον είχαν πάρει όμηρο…
Γεννηθείς στις ΗΠΑ ο μπαμπάς, κι έτσι ο μπασκετμπολίστας των 211 εκατοστών χρίζεται διεθνής το 1986. Με την αστερόεσσα. Παίρνει μέρος στους Αγώνες Καλής Θέλησης, κατακτά και το Μουντομπάσκετ της Ισπανίας, ως ρεζέρβα του Ντέιβιντ Ρόμπινσον. Με την Εθνική μας δεν ανταμώνει. Γιατί άλλωστε να βρεθεί αντίπαλος; Καλύτερα δεν είναι που ζει την εποποιία του ’87 από μέσα;
Πρώτα όμως έχει γράψει ιστορία με την πορτοκαλί φανέλα. Οδηγεί το Σίρακιουζ για πρώτη φορά στον Τελικό του κολεγιακού Πρωταθλήματος, όπου χάνει για έναν πόντο, από το καλάθι του Κιθ Σμαρτ της Ιντιάνα στο φινάλε. Δεν αρκεί το δικό του 18-10 σε πόντους και ριμπάουντ. Στον προημιτελικό με το Νορθ Καρολάινα των επτά κατοπινών ΝΒΑers έχει καταγράψει αντίστοιχο 26-11!
Μας ξανάρχεται λοιπόν ως αστέρας του NCAA τον Ιούνιο του 1987. Μέχρι και σήμερα, τις διακοπές στην Ελλάδα και την επίσκεψη στη Μύκονο, όπου διατηρεί σπίτι, δεν τις αλλάζει με τίποτα. Εκείνο το θέρος περνάει αρκετό καιρό και στο Φάληρο. Έχοντας προπονηθεί και με εθνικά κλιμάκια στο παρελθόν, έχει φιλάρες στη δωδεκάδα του Κώστα Πολίτη και μερικά παιχνίδια του Ευρωμπάσκετ, όπως ο Τελικός, τα παρακολουθεί καθισμένος δίπλα στον πάγκο.
Στην τελευταία χρονιά του με τους «Orangemen» βάζει 16.3 πόντους, κατεβάζει 9.6 ριμπάουντ, ρίχνει 2.4 τάπες. Έχει ραφινάρει τις κινήσεις του επιθετικά, ειδικά το post up παιχνίδι του χάρη στο εξαιρετικό footwork δεν είναι αντιμετωπίσιμο σε κολεγιακό επίπεδο. Μία σπουδαία καριέρα τον περιμένει στο ΝΒΑ.
Spin doctor
Επιλέγεται ένατος στο ντραφτ του 1988 και, παρά τις οχλήσεις από Ελλάδα μεριά, το επαγγελματικό μέλλον του είναι προδιαγεγραμμένο. Βλέπετε, όπως ο ίδιος είχε αποκαλύψει σε συνέντευξή του στο «TalkBasket», εκείνο το καλοκαίρι τού έκανε πρόταση ο Μάκης Ψωμιάδης να έρθει στην ΑΕΚ!
Χωρίς να κατονομάζεται ο παράγοντας, σε μεταγενέστερες δηλώσεις του στην «Οrlando Sentinel» ο Σεϊκέλι θυμάται το ραντεβού μαζί του (και με τους σωματοφύλακές του) σε δωμάτιο ξενοδοχείου. Υπάρχει και μία βαλίτσα. Την ανοίγει, αναβλύζουν σαν από πηγή τα εκατονταδόλαρα από μέσα.
Του προτείνεται να κοιμηθεί μαζί τους, ενόσω σκέφτεται την πρόταση. Αρνείται ευγενικά. Επί τόπου. «Θα πάω στο ΝΒΑ», επαναλαμβάνει. O Nτάνι Βρέινς, ο οποίος έρχεται αντ’ αυτού, έχει να διηγείται ακόμα πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες.
Ιστορία γράφει ο Σεϊκέλι, προτού καν ντεμπουτάρει στον “άλλον πλανήτη”. Το Μαϊάμι έχει μόλις συσταθεί ως ομάδα κι έτσι αποτελεί το πρώτο πικ στην ιστορία του οργανισμού. και έναν από τους ελάχιστους ξένους στη λίγκα. Ως προς το επαγγελματικό συμβόλαιο που υπογράφει, παίζει και να είναι ο μοναδικός παίκτης που… δεν του λέει τίποτα το γεγονός.
«Σε άλλους συλλόγους λειτούργησε αποτρεπτικά το ότι προερχόταν από πλούσια οικογένεια. Στους Χιτ το εκλάβαμε θετικά. Φαινόταν ότι ήθελε να πετύχει σε κάτι ολότελα δικό του», θα πει ο εκ των μετόχων τότε, Λιούις Σάφελ.
Βασικός και διψήφιος στο σκοράρισμα από την πρώτη του χρονιά, ο άνθρωπος που στο κολέγιο οδηγούσε μια BMW και δεν έμενε στο campus αλλά σε πολυκατοικία αγορασμένη από τον πατέρα του ξανασμίγει το 1989 με τον γκαρντ Σέρμαν Ντάγκλας.
Επιλέγεται από τους Χιτ στο ντραφτ και ο συγκάτοικός του (στις αποστολές για εκτός έδρας παιχνίδια…) στο Σίρακιουζ, ο οποίος ξεκινάει ακόμα πιο εντυπωσιακά, προτού γίνει πιο γνωστός στη Βοστώνη. Πάμφτωχου οικογενειακού background αυτός, έχει να το λέει πόσο προσηνής και δοτικός ήταν από την πρώτη στιγμή ο φίλος του.
Α λα NCAA, o Σεϊκέλι εκτοξεύεται στη δεύτερη σεζόν του στους 16.6 πόντους και τα 10.4 ριμπάουντ, κερδίζοντας το βραβείο του Πιο Βελτιωμένου Παίκτη του ΝΒΑ. Είναι πια ο «Spin doctor» του λόου ποστ, ο σέντερ με τις περιστροφές και τα ρολαρίσματα γύρω από τους προσωπικούς αντιπάλους του. Το γλυκό του jump hook και το χαρακτηριστικό του turnaround jumper σπανίως κόβονται.
Τα νούμερά του γίνονται ακόμα καλύτερα, το 1992 φτάνει και στα παρθενικά του(ς) πλέι οφ, αγγίζοντας τους 20 πόντους στο “σκούπισμα” από τους Μπουλς του Μάικλ Τζόρνταν. Τον Ιανουάριο του ίδιου έτους έχει αποδειχθεί μάγκας και με τον Μάτζικ Τζόνσον.
Προερχόμενος από τραυματισμό, ο Λιβανέζος βγαίνει πρώτος στο παρκέ για προθέρμανση. Στην άλλη μπασκέτα κάνει ως συνήθως σουτάκια ο Μάτζικ. Ως συνήθως, διότι μόλις δύο μήνες νωρίτερα έχει σοκάρει τους πάντες, ανακοινώνοντας πως είναι φορέας του HIV και πως αποσύρεται από την ενεργό δράση.
Έχει ψηφιστεί όμως και θα παίξει στο επικείμενο All Star Game. Όπως και στους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης. Για να κρατιέται σε στοιχειώδη φόρμα λοιπόν, κάνει το ζέσταμά του πριν τους αγώνες των Λέικερς. Πριν την προθέρμανση των υπολοίπων. Η άγνοια για το AIDS είναι σχεδόν καθολική, τον φοβούνται και μέσα στην ομάδα του.
Ο Σεϊκέλι, ο οποίος έχει χάσει ξάδερφο από τον ιό εξαιτίας μολυσμένης μετάγγισης αίματος, τον πλησιάζει. Του ζητεί να παίξουν ένα μονάκι. Το πρόσωπο του Έρβιν Τζόνσον φωτίζεται, το τεράστιο χαμόγελό του διαγράφεται.
Επί μισή ώρα ιδρώνουν και ξαναϊδρώνουν, οι μονομαχίες τους είναι σκληρές, αληθινές. Ένα αληθινό μάθημα και για τους λιγοστούς τυχερούς θεατές που έχουν πάρει τη θέση τους στο Forum, ακόμα περισσότερο για τους πολλούς μπασκετμπολίστες που αντιμετώπιζαν τον Μάτζικ ως λεπρό.
Αντι-Σακίλ και.. αντι-Αΐτο
Σε μια αναμέτρηση με τους Μπούλετς το 1993, ο Σάικαλι, κατά πώς τον προφέρουν οι Αμερικανοί, κατεβάζει 34 ριμπάουντ! Αν αναρωτιέστε, έκτοτε κανένας ΝΒΑer δεν έχει μαζέψει περισσότερα. Έχοντας στο ενεργητικό του και μια 40άρα σε πόντους, αλλά και ατομικά ρεκόρ 8 ασίστ και άλλων τόσων κοψιμάτων, φεύγει το 1994 για το Γκόλντεν Στέιτ.
Στην Καλιφόρνια ταλαιπωρείται από τραυματισμούς, δεν του αρέσει να ανεβοκατεβαίνει το παρκέ δίχως να του πολυδίνουν σημασία οι περιφερειακοί, την κάνει λοιπόν δύο χρόνια αργότερα. Πίσω στη Φλόριντα, αλλά για το Ορλάντο. Το Ορλάντο που έχει μόλις χάσει τον Σακίλ Ο’Νιλ!
Αξιοπρεπέστατος στην αναπλήρωση του δυσθεώρατου κενού, ο Ρόνι πραγματοποιεί την πιο παραγωγική σεζόν της καριέρας του, με μέσο όρο 17.3 πόντων. Ταυτόχρονα μαθαίνει να πιλοτάρει, ξαναβρίσκει το κέφι του. Ο δικός του τραυματισμός στα πλέι οφ κόντρα στο αγαπημένο του Μαϊάμι στέκεται καταδικαστικός και οι Χιτ προκρίνονται με 3-2.
Εμφανίζεται για τέταρτη και τελευταία φορά σε ποστ σίζον το 1998 με το Νιου Τζέρσεϊ, όπου στο μεταξύ έχει δοθεί. «Όταν είσαι καλός στο κολέγιο, καταντάς σε κακές ομάδες του ΝΒΑ», η εξήγησή του που ενέχει δόση αλήθειας για τις αραιές συμμετοχές του σε πλέι οφ.
Εννιά ματσάκια με τους Νετς την επόμενη περίοδο, τερματισμός καριέρας στις ΗΠΑ ένεκα των τραυματισμών στα πόδια που έχουν πυκνώσει. Τη σεζόν 2000-2001 τον βλέπουμε στην Ευρωλίγκα, με τη φανέλα της Μπαρτσελόνα. Τέσσερεις γκεστ σταρ εμφανίσεις, στο πλευρό του Σαρούνας Γιασικεβίτσιους και του Ευθύμη Ρεντζιά. Με τον τελευταίο μάλιστα χτίζει δυνατή φιλία.
Βάζει 19 πόντους, αλλά χάνει μέσα στο Palau Blaugrana από τον ΠΑΟΚ του Τζόζεφ Μπλερ και του Παναγώτη Λιαδέλη, σηκώνεται και φεύγει μετά από μια ολιγόλεπτη εμφάνιση με τους Λόντον Τάουερς, οι οποίοι έχουν προπονητή τον Νικ Νερς. Με τον δικό του, τον Aλεχάντρο Γκαρθία Ρενέσες, ο οποίος τον ξεπατώνει στις προπονήσεις και τον βγάζει στο τρίποντο, βγάζει και καπνούς από τα αφτιά. Η αποχώρησή του, γενικότερα από το μπάσκετ στα 36, φέρνει τη μετεωρική άνοδο ενός νεαρού ψηλού στη Βαρκελώνη, ονόματι Πάου Γκασόλ.
Φέρει κάτι παραπάνω από ελαφρώς (όχι όμως και βαρέως) που δεν προχώρησε η ανταλλαγή του στο ανερχόμενο Σικάγο το 1989, το δε ενδιαφέρον του ΠΑΟΚ το 2000 δεν μετουσιώθηκε σε επίσημη πρόταση. Αντιμετώπιζε με πικρό χαμόγελο και συγκατάβαση τους παίκτες και φιλάθλους που τον έλεγαν από καμηλιέρη μέχρι τρομοκράτη, ελέω χρώματος και καταγωγής, ενώ δεν γούσταρε να… αντιμετωπίζει τον Ολάζουον.
«Ποιος “Dream”; Για μένα ο Χακίμ ήταν ο απόλυτος εφιάλτης, με τέτοιο ρεπερτόριο κινήσεων που διέθετε», έχει πει για τον θρυλικό σέντερ των Χιούστον Ρόκετς.
Προτού κρεμάσει οριστικά τη φανέλα, το 1999, πρόλαβε χάρη σε ένα παραθυράκι της FIBA να χριστεί διεθνής και με τον Λίβανο, σε ένα Πρωτάθλημα χωρών της Δυτικής Ασίας.
Όταν η πορτοκαλί μπάλα έμεινε πια στο ντουλάπι, έπιασε δίσκους, ακουστικά και decks. Από την Disco 17, όπως είχε ονομάσει το… γκαράζ στην Αθήνα από το νούμερο της οδού, έφτασε να παίζει deep house και techno μουσικές στις Ίμπιζες και τις Μυκόνους αυτού του κόσμου. Ακούει πολλά και διαφορετικά, η πρώτη και παντοτινή του αγάπη είναι ο Μπάρι Γουάιτ.
Έναν ήχο δεν αντέχει. Του κεραυνού. Τον τρομάζει, ανακαλεί σε κάθε βροντή τις εκρήξεις πίσω στη Βηρυτό, οι οποίες άλλωστε, μαζί με τις διάφορες εχθροπραξίες, δεν έχουν σταματήσει μέχρι σήμερα στην πατρίδα του. Αυτήν που επισκέπτεται τακτικά και που μέσω διάφορων φιλανθρωπικών χορηγιών την βοηθά αδιαλείπτως οικονομικά.
Το αίμα, το οποίο συμβολίζεται από τις δύο κόκκινες λωρίδες της σημαίας, εξακολουθεί να πιτσιλίζει το λευκό της ειρήνης και τον πράσινο κέδρο που υψώνεται ανάμεσά τους. Ένα προνομιούχο τέκνο του Λιβάνου υψώθηκε σε επίπεδα αδιανόητα στο άθλημα με το οποίο καταπιάστηκε.
Μα η καρδιά του χτυπά πάντα σε πένθιμο ρυθμό.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: