Οι γιγαντοοθόνες στο Camp Nou προοικονομούσαν ήδη τον θρίαμβο.
33o λεπτό, Μπαρτσελόνα-Ρεάλ Μαδρίτης 2-0. Νοέμβριος του 2010, όταν ακόμα το «clásico» ήταν το απόλυτο ποδοσφαιρικό ραντεβού, το παιχνίδι που κανείς δεν θα ανεχόταν να μη δει. Δύο σχολές, δύο τιτάνες, δύο κόσμοι.
Εκατομμύρια στραμμένα βλέμματα να γιγαντώνουν την τοξικότητα, την ένταση, τα νεύρα. Κανένας Μαδριλένος δεν μπορούσε να αποδεχθεί αυτό που συνέβαινε στο χορτάρι, το ιστορικό 5-0 που ερχόταν σχεδόν δίχως ιδρώτα, κανείς δεν μπορούσε να χωνέψει τη σοκαριστική αδυναμία της «Βασίλισσας» να ακολουθήσει τον ρυθμό και τις ιδέες της «Μπάρτσα».
Και φυσικά ούτε και ο Κριστιάνο Ρονάλντο, ο οποίος ποτέ του δεν συμφιλιώθηκε με την ήττα. Πόσω μάλλον με την ταπείνωση. Ο Πορτογάλος άτμιζε σαν χύτρα από την πίεση και τα νεύρα. Μισή αφορμή τού ήταν αρκετή για να βάλει φωτιά στο ντέρμπι. Και ο Γκουαρδιόλα τού την έδωσε, ακριβώς τη στιγμή που αρνήθηκε να του δώσει την μπάλα στη γραμμή του πλαγίου. Ο Κριστιάνο τον έσπρωξε. Δευτερόλεπτα μετά κυανέρυθρες και λευκές φανέλες δημιουργούσαν ένα κουβάρι έντασης στον πράσινο καμβά.
Και στην καρδιά του, εκείνος. Μπροστά από το -γεμάτο αλαζονεία και τουπέ- τεντωμένο δάκτυλο του Κριστιάνο, να τρώει κατάμουτρα την ίδια επιδεικτική αγνόηση, την ίδια απαξίωση που έτρωγε, από φίλους και αντιπάλους, στο μεγαλύτερο και σπουδαιότερο κομμάτι της ποδοσφαιρικής του ζωής. Ο Πέδρο πάντα έλαμπε, σχεδόν εκτυφλωτικά στις μεγάλες του στιγμές, μα με κάποιον τρόπο ποτέ δεν φαινόταν όσο τού έπρεπε. Ο Πορτογάλος γύρισε προς τον μικροσκοπικό Ισπανό, ο οποίος είχε ορμήξει πάνω του για να υπερασπιστεί τον προπονητή του, και του είπε προκλητικά «Κι εσύ ποιος είσαι;».
Λίγους μήνες νωρίτερα ο Πεπ είχε προειδοποιήσει τους πάντες: «Έχει έρθει ώρα να πάρουμε τον Πέδρο στα σοβαρά». Αλλά ελάχιστοι το έκαναν. Τότε και τώρα. Άπαντες, σχεδόν, συνέχισαν για χρόνια να συμφωνούν νοητά με τον Κριστιάνο Ρονάλντο. Δεν κατάφεραν ποτέ να καταλάβουν ποιος ήταν ο Πέδρο. Ή μάλλον δεν θέλησαν ποτέ να τον παρατηρήσουν, να δουν τι κάνει και πώς, κι έπειτα να τον θαυμάσουν αυθόρμητα. Αλλά οι ελάχιστοι που το έκαναν, που διέκριναν στο δικό του πρόσωπο την “εικόνα της σπουδαιότερης ομάδας της ιστορίας”, δεν έχασαν. Και σίγουρα αυτοί ξέρουν πολύ καλά ποιος είναι ο Πέδρο.
Το χαμόγελο της μοίρας στο όνειρο του Πέδρο
Οι γονείς του ακόμη θυμούνται τις κραυγές απόγνωσής του, τους λυγμούς του, κάθε φορά που άκουγε το «όχι». Ο Πέδρο ήταν ανέκαθεν φοβερά μικροκαμωμένος. Τόσο που οι γονείς του φοβούνταν να τον αφήνουν να παίζει με τα άλλα παιδιά.
Στο Αμπάδες, το μικρό χωριό της Τενερίφης στο οποίο γεννήθηκε, μια μπάλα, οι παραλίες και οι άδειοι δρόμοι ήταν αρκετά για να στηθεί το παιχνίδι και ο μικρούλης Πέδρο δεν ένιωθε τίποτα. Πρώτα κούραζε τους δικούς του με την γκρίνια του και τα κλάματα κι έπειτα ξεχυνόταν στον δρόμο, ακολουθώντας τον μεγάλο αδερφό του και τους φίλους του.
Ήταν σαν ένα σαμιαμίδι ανάμεσα σε παιδιά, όμως γρήγορα οι πάντες γύρω του κατάλαβαν πως αυτό το σαμιαμίδι ήταν διαφορετικό.
Ο αδερφός του διέκρινε πρώτος το ταλέντο του και ήταν αυτός που πίεσε τον ταπεινό βενζινά μπαμπά του να τον γράψουν σε μια ακαδημία. Δεν είχαν και πολλές επιλογές. Η Σαν Ισίντρο, η ομάδα της γειτονιάς του, ήταν κάτι σαν μονόδρομος.
Εκεί βρήκε και τον δεύτερο “πιστό” του, τον πρώτο άνθρωπο του ποδοσφαίρου που είδε κάτι σε εκείνον. Ο σενιόρ Ιβάν Ροντρίγκεθ τον αντίκρισε και τον ερωτεύτηκε. Ζούσε περίπου 70χλμ. μακριά από το Αμπάδες, αλλά κάθε μέρα οδηγούσε και διένυε την απόσταση για να τον προπονεί, για να τον πλάσει όπως ήθελε.
Και σε αυτό το πλάσιμο ο Πέδρο κατέληξε να οφείλει μια από τις πιο εντυπωσιακές του ικανότητες, την αμφιδεξιότητά του. «Πάντα επέμενε να κάνω τα τελειώματά μου με το αριστερό, με το κακό μου πόδι. Μου φώναζε και σχεδόν δεν με άφηνε να σουτάρω με το δεξί, αλλά αυτό κατέληξε να είναι ένα από τα θεμέλια του παιχνιδιού μου», έχει πει ο Πέδρο.
«Λίγο-λίγο μεγάλωνα, δούλευα και μάθαινα. Έκανα καταπληκτικές χρονιές στους Νέους και έτσι, ήδη από τα 15 μου, έκανα το ντεμπούτο μου με τους Άνδρες στη Γ’ Εθνική. Ήμουν τόσο μικρός και έπρεπε να προστατεύσω τον εαυτό μου. Όλοι νόμιζαν ότι θα χτυπήσω».
Τελικά δεν χτύπησε ο Πέδρο αλλά η Μπαρτσελόνα. Την πόρτα του. Ήταν κάτι σαν επιβεβαίωση αυτού που ονομάζουν «οπτικοποίηση των ονείρων»: το να βλέπεις τον εαυτό σου μέσα στα όνειρά σου, να τα πλάθεις σαν να είναι αληθινά και όχι απλώς επιθυμίες.
Ήταν γύρω στα 14, όταν έβλεπε τον Ριβάλντο να μαγεύει στην «Μπάρτσα», την ομάδα που αγαπούσε από πάντα. Και, βλέποντάς τον, έβαζε τον εαυτό του στη θέση του, στις «blaugrana» ρίγες.
Οι κεραίες των Καταλανών τον εντόπισαν σε ένα τουρνουά στα Κανάρια Νησιά. Από το πουθενά. Άλλα παιδιά ήθελαν να τσεκάρουν, εκείνο το σαμιαμίδι τούς κέρδισε. Στα 17 του δεν δίστασε να αφήσει τα πάντα πίσω του, το σπίτι του, την οικογένειά του, τους φίλους του, και να μετακομίσει στη Βαρκελώνη και την περίφημη Μασία. Άλλωστε, η μοίρα είχε πια χαμογελάσει σε εκείνον και το όνειρό του. Και τα πάντα πια βρίσκονταν στα δικά του πόδια.
«Ο Ζοσέπ Κολομέρ, ο οποίος ήταν τότε Τεχνικός Διευθυντής στην Μπαρτσελόνα, μου είπε να ετοιμάσω τα πράγματά μου μετά το τουρνουά. Όταν άκουσα από τα χείλη του ότι με ήθελαν στην ομάδα, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Πραγματοποιούσα το όνειρό μου».
Από «Πεδρίτο» «Πέδρο», χάρη στο σωσίβιο του Πεπ
Βρέθηκε χωμένος σε μια φαρδιά «blaugrana» φανέλα, η οποία οριακά του έκανε. Είχε μακριά μανίκια που σχεδόν κάλυπταν τα δάκτυλά του και σορτσάκι του οποίου η εφαρμογή θύμιζε περισσότερο μπάσκετ. Ήταν το ντεμπούτο με την ομάδα των ονείρων του, δυο σκάρτα λεπτά αλλαγής μέσα στο Camp Nou.
Ήταν η φανέλα που δεν θα ξεχάσει ποτέ. Με το «33» στην πλάτη και το όνομά του. Ή μάλλον όχι ακριβώς αυτό. Έγραφε «Πεδρίτο», «μικρός Πέδρο» δηλαδή. Έτσι τον φώναζαν όλοι από την πρώτη στιγμή στην Μπαρτσελόνα. Δεν ήταν ο μόνος Πέδρο, υπήρχε και κάποιος Πέδρο Γκαρθία κι έτσι ο πρώτος, εξαιτίας της μικροσκοπικής κοψιάς του, βαφτίστηκε «Πεδρίτο».
Για να φτάσει όμως σε αυτό το δίλεπτο ντεμπούτο, το οποίο περισσότερο κατά τύχη ήρθε, αφού ο μικρός είχε βρεθεί στον πάγκο των Ανδρών έπειτα από απανωτούς τραυματισμούς των συμπαικτών του, χρειάστηκε μπόλικη υπομονή και ακόμα περισσότερη δουλειά.
«Η αντίθεση ανάμεσα στην ηρεμία του Αμπάδες και τον παλμό μιας μεγάλης πόλης, όπως η Βαρκελώνη, ήταν μόνο μια από τις αρχικές δυσκολίες. Οι πρώτοι μου μήνες στη Μασία ήταν πολύ περίπλοκοι. Μου έλειπε η οικογένειά μου. Ήταν δύσκολο να προσαρμοστώ στην πόλη, την ομάδα, στο να μην έχω κοντά τους δικούς μου. Όμως το όνειρο νικούσε τη νοσταλγία και άρχισα να καταλαβαίνω πως, όσο υπέφερα, άλλο τόσο θα δυνάμωνα ως άνθρωπος και ως παίκτης», έχει πει ο ίδιος.
Η χαλαρή και πάντα χαρούμενη διάθεση που κυριαρχούσε στα Κανάρια Νησιά ήταν κάτι σαν άγνωστη έννοια στα αυστηρά πλαίσια της Μασία και οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο «Πεδρίτο» αποτυπώνονταν και στο χορτάρι.
Αγωνιζόταν στην τρίτη ομάδα της «Μπάρτσα». Ή μάλλον καθόταν στον πάγκο της, την ώρα που έβλεπε άλλα προϊόντα της, όπως ο Μέσι, ο Φάμπρεγκας ή ο Ινιέστα, να έχουν ήδη πάρει για τα καλά το μονοπάτι προς την καθιέρωση στο κορυφαίο επίπεδο. Φυσικά, αμφέβαλε για τον εαυτό του, αλλά στα αλήθεια δεν σταμάτησε να πιστεύει.
Ούτε όταν βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού. Το 2007, η δεύτερη ομάδα της Μπαρτσελόνα υποβιβάστηκε και οι άνθρωποι του συλλόγου πήραν την απόφαση να διαλύσουν την τρίτη, αυτή στην οποία βρισκόταν ο Πέδρο. Μια σειρά από παίκτες ήταν έτοιμοι να αποδεσμευθούν από τον σύλλογο, μεταξύ αυτών και ο ίδιος.
Η Μπαρτσελόνα ήθελε να τον πουλήσει. Θα το έκανε, αν δεν παρέμβαινε ο Πεπ Γκουαρδιόλα, ο οποίος τότε θα αναλάμβανε τις «blaugrana» ρεζέρβες.
«Γέμισε τις μπαταρίες σου, θα σε χρειαστώ», του είπε και το εννοούσε. «Δεν ξέρω τι θα έκανα, πού θα ήμουν τώρα, αν δεν είχε εμφανιστεί εκείνη τη στιγμή», έχει πει ο Πέδρο για τον δικό του μοναδικό σωτήρα. Ο Πεπ γρήγορα ξετύλιξε όλες τις υποσχέσεις που ο μικρόσωμος εκείνος τύπος δυσκολευόταν να ξεδιπλώσει και τον έκανε ένα από τα βασικότερα βέλη στη φαρέτρα του. Τον απογείωσε και σχεδόν υποχρέωσε τον Ράικαρντ να τον συμπεριλαμβάνει σε κάποιες αποστολές, να τού χαρίσει το ντεμπούτο του.
Όταν ο Γκουαρδιόλα έγινε πρώτος προπονητής της «Μπάρτσα», δεν θα μπορούσε να μην πάρει μαζί του το δικό του χρυσό παιδί. Μόνο που πια αυτό δεν λεγόταν «Πεδρίτο». Δεν είχε ψηλώσει, αλλά είχε μεγαλώσει. Ο ίδιος έχει πει πως ξαφνικά του άλλαξαν το όνομα στη φανέλα. Έγινε «Πέδρο». Ίσως γιατί σιγά-σιγά οι «Blaugrana» κατάλαβαν πως αυτό το σαμιαμίδι δεν αστειευόταν στο χορτάρι.
Βλέποντας μόνο το τέρμα
Όλοι τους ένιωθαν τα πόδια τους να αφήνουν το έδαφος, να αρχίζουν να χορεύουν στον αέρα, όλοι τους αγκαλιάζονταν, δυσκολεύονταν να ρουφήξουν την ευτυχία της στιγμής μέχρι την τελευταία στάλα. Όλοι. Εκτός από έναν. Η Ισπανία είχε μόλις προκριθεί για πρώτη φορά στην ιστορία της στον Τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου, αλλά στο χορτάρι του Ντέρμπαν της Νοτίου Αφρικής υπήρχε ένας τύπος που δεν μπορούσε να χαμογελάσει.
Ο Πέδρο δεν μπορούσε να σηκώσει το βάρος της ευθύνης, παρότι δεν πλήρωσε το τίμημά της. Προχώρησε σκυθρωπός προς τα αποδυτήρια, έξαλλος με τον εαυτό του. Είχε την ευκαιρία να σκοτώσει τα όνειρα της Γερμανίας, να χαρίσει το 2-0 στον αμαρκάριστο Τόρες, μα πήρε τη λάθος απόφαση. «Ήταν ένα τραγικό λάθος, έκανα τα πάντα λάθος. Δεν είδα τον Φερνάντο δίπλα μου, ήμουν τόσο συγκεντρωμένος στο τέρμα. Έβλεπα μόνο αυτό. Αλλά η μπάλα έμεινε πίσω μου και η ευκαιρία χάθηκε», είπε απογοητευμένος μετά το παιχνίδι, απολογούμενος σαν η Ισπανία να είχε αποκλειστεί.
Αγνόησε όμως το ότι αυτό που τον οδήγησε σε αυτό το λάθος ήταν ταυτόχρονα η πυξίδα του στο χορτάρι. Ο Πέδρο πάντα έβλεπε μόνο το τέρμα. Και για αυτό ξεχώριζε. Γιατί ήταν πάντα εκεί με τα πιο σημαντικά γκολ στις πιο μεγάλες στιγμές. Κοιτώντας μόνο το τέρμα, με πλήρη επίγνωση πως -συνήθως- χρειάζεται μισή σπιθαμή για να σκοράρει.
Ο Γκουαρδιόλα κάποτε υποστήριξε πως τα τελείωματά του μέσα από την περιοχή ήταν πιο φονικά από του Μέσι. Και, αλήθεια, δεν επρόκειτο για μια ακραία άποψη. Ο Πέδρο δεν είχε ρόλο στην απίθανη σεζόν του Τρεμπλ του 2009, αλλά λίγους μήνες μετά συστήθηκε στους «Blaugrana» με το πρώτο από τα πολύτιμα τέρματά του, αυτό κόντρα στη Σαχτάρ στην παράταση, το οποίο χάρισε στην Μπαρτσελόνα το Super Cup.
Και συνέχισε με τον ίδιο ρυθμό, όποτε χρειαζόταν. Μέσα στο Bernabéu το 2010 με το πλασέ που ουσιαστικά “κλείδωσε” το Πρωτάθλημα των «Blaugrana». Με το γκολ ισοφάρισης στο 90’ στον Τελικό του Μουντιάλ Συλλόγων κόντρα στην Εστουδιάντες την ίδια σεζόν. Με το γκολ στον Τελικό του Wembley στο Champions League έναν χρόνο αργότερα, το οποίο άνοιξε το σκορ και τον δρόμο για την κούπα απέναντι στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Πάντα εκεί, στην εκτέλεση. Με τρόπο που σπάνια ήταν πραγματικά όμορφος, αλλά πάντα ήταν φονικός, πάντα ήταν κομβικός. Με τον δικό του τρόπο που τον έκανε τον μοναδικό Ισπανό της ιστορίας που σκοράρει σε έξι διαφορετικές διοργανώσεις μέσα σε μια σεζόν.
Όπως τότε, στο Μουντιάλ στο οποίο κλήθηκε δίχως να έχει πριν καμία εμφάνιση με την Εθνική ομάδα και στο οποίο κατέληξε να είναι βασικός σε ημιτελικό και Τελικό. Όπως τότε σπατάλησε εκείνη την τεράστια ευκαιρία, έτσι ακριβώς έγραψε στην πραγματικότητα τις πιο σπουδαίες σελίδες της καριέρας του. Βλέποντας μόνο το τέρμα. Πετυχαίνοντας πάντα τα πιο σημαντικά γκολ.
«Ο Βίκτορ Βαλντές συνήθιζε να μου λέει πως έχω ένα λουλούδι στον πισινό μου». Αυτό λένε οι Ισπανοί για όσους θεωρούν τυχερούς. Μα δεν ήταν τύχη. Ήταν απλώς… Πέδρο. Εκτοξεύτηκε, από την πρώτη στιγμή που στα αλήθεια βρήκε ρόλο στην ομάδα, μέσα σε λίγα χρόνια πέτυχε όσα άλλοι ονειρεύονται ολόκληρη τη ζωή τους. Και τα κατάφερε ως πρωταγωνιστής.
Μέχρι η ομάδα που πάντα λάτρευε να του γυρίσει την πλάτη, να του δείξει με σκληρό και μάλλον άδικο τρόπο πόσο αναλώσιμο κατέληξε να τον θεωρεί.
Η απόλυτη εικόνα
Δεν θα μπορούσε να είναι άλλος. Σε εκείνο το σημείο, εκείνη τη στιγμή. Μπήκε αλλαγή στο παιχνίδι στο 95’, 10 λεπτά μετά ήταν αυτός που, εκτελώντας τον Μπέτο από κοντά, έδινε τη νίκη. Ευρωπαϊκό Super Cup, Μπαρτσελόνα-Σεβίλλη 5-4 στην καρδιά του Αυγούστου του 2015. Ακόμα μια μεγάλη βραδιά, ακόμα ένα τρόπαιο με υπογραφή βγαλμένη από τα δικά του πόδια.
«Πιθανότατα είναι το τελευταίο του παιχνίδι μαζί μας», είπε την προηγούμενη ημέρα ο Ρόμπερτ Φερνάντεθ, Τεχνικός Διευθυντής της «Μπάρτσα». «Όλοι γνωρίζετε ποια είναι η κατάσταση», απάντησε ο Λουίς Ενρίκε, όταν τον ρώτησαν αν, εν τη απουσία του τραυματία Νεϊμάρ, θα πάρει φανέλα βασικού στον Τελικό. Φυσικά δεν πήρε.
Ο Πέδρο ήταν πια ξένο σώμα στη Βαρκελώνη, κάτι σαν ανάμνηση μιας εποχής από την οποία η Μπαρτσελόνα πια απομακρυνόταν για τα καλά.
Όταν έφτασε στην ομάδα, βρήκε μπροστά του τον Ετό και τον Ανρί. Τους προσπέρασε, έγινε πιο σημαντικός από εκείνους. Μετά βρήκε μπροστά του τον Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς, τον Νταβίντ Βίγια. Κι αυτούς τους άφησε πίσω του, νίκησε τη δική τους λάμψη. Αλέξις Σάντσες, Νεϊμάρ, Λουίς Σουάρες. Σταδιακά αναγκάστηκε να δει τους επόμενους να τον προσπερνούν. Η «Μπάρτσα» ήταν πια ένας απόλυτα διαφορετικός οργανισμός με διαφορετικές προτεραιότητες. Και ο Πέδρο δεν είχε θέση.
Δεν γκρίνιαξε ποτέ, δεν παραπονέθηκε, δεν απαίτησε να παίζει. «Ξέρω ότι θα έρθουν κι άλλα μεγάλα ονόματα, αλλά εγώ θα συνεχίσω να κάνω αυτό που κάνω», είπε το 2014. Αλήθεια, τι ήταν αυτό που έκανε; Η πολύτιμη φύση του καλύφθηκε από τα σύννεφα του αντιεμπορικού του στιλ. Δεν ήταν και δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει σταρ. Δεν είχε κάποια χάρη, κάποια ομορφιά που να κερδίζει το μάτι, να τον καθιστά ενδιαφέροντα ή αρεστό στο κοινό.
Ακόμα κι αν κινούταν σε μικρούς χώρους και ανάμεσα στις γραμμές με τρόπο μοναδικό, σαν να ανήκε στα μεσοδιαστήματα, δίχως να χαμπαριάζει από την απίθανη πίεση για τη λήψη της σωστής απόφασης στον ασφυκτικό χωροχρόνο. Ακόμα κι αν μέσα στο κουτί εκτελούσε όσο φονικά το έκαναν ελάχιστοι. Ακόμα κι αν πάντα λειτουργούσε προς όφελος των γύρω του και όχι για πάρτη του.
Ο Πέδρο αποχαιρέτησε την αγαπημένη του «Μπάρτσα» όπως ακριβώς της συστήθηκε. Με γκολ νίκης σε Τελικό Ευρωπαϊκού Super Cup. Από τη Σαχτάρ στη Σεβίλλη. Επτά χρόνια αόρατης, στους πολλούς, λάμψης, γεμάτα γκολ και μεγάλες στιγμές, γεμάτα από κάθε πιθανό τίτλο.
Οι «Blaugrana» είχαν αρχίσει να αγνοούν τους “Πέδρο”, απέκλιναν από την ταυτότητά τους και στα επόμενα χρόνια πλήρωσαν το τίμημά τους. Εκείνος συνέχισε να κάνει αυτό που έκανε. Συνέχισε στην Τσέλσι, τη Ρόμα, τη Λάτσιο. Με το δικό του παιχνίδι, με όλα του τα στοιχεία, με νέες κούπες και νέα ιστορικά τέρματα. Ποτέ δεν έφτασε τα ίδια ύψη, αλλά δεν χρειαζόταν να το κάνει.
Άλλωστε, ακόμα κι όταν ήταν, δίχως την παραμικρή αμφιβολία, ένας από τους καλύτερους στον κόσμο, ποτέ του δεν είδε πώς είναι να χαίρει κανείς αυτής της εκτίμησης. Αντίθετα, έχαιρε -και χαίρει- εξωφρενικής υποτίμησης.
Αυτή την ίδια υποτίμηση που εξέπεμπε εκείνο το τεντωμένο δάχτυλο του Κριστιάνο Ρονάλντο. Εκείνο το «Κι εσύ ποιος είσαι;». Πολλοί έχασαν την ευκαιρία να μάθουν ποιος ήταν τελικά ο Πέδρο. Μα κάποιος κύριος Πεπ Γκουαρδιόλα, αυτός που έχτισε την πιο εντυπωσιακή, την πιο κυριαρχική ομάδα της ποδοσφαιρικής ιστορίας, πάντα ήξερε και φρόντιζε να κάνει τα πάντα για να δουν και οι υπόλοιποι: «Ο Πέδρο με έκανε καλύτερο προπονητή. Μου έδειξε πόσο σημαντικά ήταν αυτά που έκανε. Και ήταν μεταδοτικός, κολλούσε τους πάντες γύρω του. Νομίζω ότι ήταν η απόλυτη εικόνα εκείνης της ομάδας».
Δεν το λες και λίγο…
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Σεσκ Φάμπρεγκας: Τα αστέρια δεν ευθυγραμμίστηκαν ποτέ
Ο Τσάβι οδήγησε το ποδόσφαιρο στο μέλλον
Σέρχι Μπουσκέτς: Ορίζοντας τον χώρο