Μικρός, σε μία γειτονιά του Μοντεβιδέο, δεν αισθανόταν ξεχωριστός. Κι ας είχε τη μοναδική μπάλα ποδοσφαίρου στην περιοχή.
Ο αδερφός του, Πάμπλο, και τα υπόλοιπα παιδιά τον περίμεναν υπομονετικά στο γηπεδάκι που βρισκόταν μερικά μέτρα μακριά από το σπίτι του.
Ο Ουάσινγκτον Αλέξις Βιέρα Μπαρέτο ήταν ένα τεμπέλικο παιδί.
Σε αντίθεση με τον εργασιομανή έφηβο και ενήλικα στον οποίο εξελίχθηκε.
Δεν ήθελε να ξυπνά νωρίς.
Όταν το έκανε, όμως, άφηνε στη μέση το πρωινό τη στιγμή που άκουγε τον Πάμπλο ή τις φωνές των φίλων του, έξω από το παράθυρο.
Τα παιδιά χαμογελούσαν μόλις τον έβλεπαν.
Όταν, ωστόσο, έφτανε η ώρα της επιλογής, γύριζαν το κεφάλι αλλού.
Ο μικρός Αλέξις, αν και είχε φέρει τη μπάλα και είχε πάντα για προστάτη τον μεγάλο αδερφό του, «πλήρωνε» το ότι δεν ήταν τόσο καλός όσο οι άλλοι.
Επιπλέον, ήταν εύσωμος και η… τιμωρία του ήταν να τον επιλέγουν τελευταίο και, φυσικά, να τον υποχρεώνουν να καθίσει στο τέρμα.
Ήταν ο μοναδικός τρόπος να «χωρέσει» στο διπλό που οργανωνόταν.
Φορούσε με όρεξη τα αυτοσχέδια γάντια και δεν είχε παράπονο.
Δεν τον ένοιαζε να βουτά και να λερώνεται στο λασπωμένο τερέν.
Του έφτανε που ήταν εκεί.
Δεν ένιωθε ακόμη ξεχωριστός.
Όπως δεν αισθάνεται και τώρα, που πλησιάζει τα 40 χρόνια ζωής.
Αλλά η αλήθεια είναι πως ο Ουρουγουανός, παλαίμαχος πια, τερματοφύλακας είναι ξεχωριστός.
Ήταν λίγο μετά τις 12:05, το μεσημέρι της 25ης Αυγούστου 2015.
Ο Αλέξις Βιέρα και η σύζυγός του στέκονται έξω από ένα σούπερ μάρκετ, στο Κάλι της Κολομβίας.
Το τέλος της καριέρας του πλησιάζει και ο Βιέρα έχει ήδη αρχίσει τις διαδικασίες για την ίδρυση ακαδημίας για γκολκίπερ.
Κοιτάζει την τράπεζα δίπλα στο σούπερ μάρκετ και λέει στην Άντρεα ότι θα πεταχτεί ως εκεί, ώστε να βγάλει μερικά χρήματα για να πληρώσει κάποια όργανα γυμναστικής που έχει παραγγείλει για τη σχολή.
«Καλύτερα να πας άλλη ώρα», του απαντά εκείνη.
Αρχικά συμφωνεί μαζί της, όμως όταν η σύντροφός του μπαίνει να ψωνίσει, ο Ουρουγουανός πηγαίνει στην τράπεζα.
Όταν η Άντρεα βγαίνει, ο Αλέξις τής δείχνει την τσάντα με τα χρήματα.
«Και τώρα γιατί πρέπει να τα κουβαλάμε μαζί μας;», απορεί η γυναίκα του.
«Μην ανησυχείς. Τίποτε δεν πρόκειται να συμβεί», την καθησυχάζει.
Μπαίνουν στο αυτοκίνητο. Η Άντρεα είναι λίγο ανήσυχη.
Η Λατινική Αμερική παραμείνει ο τόπος με το υψηλότερο ποσοστό ανθρωποκτονιών στον κόσμο.
Φτάνουν έξω από το σπίτι τους.
Η Άντρεα κρατά την τσάντα με τα χρήματα, μέχρι ο Βιέρα να ξεφορτώσει τις σακούλες με τα ψώνια.
Η υπόλοιπη σκηνή εκτυλίσσεται με κινηματογραφική ταχύτητα.
Ή, για κάποιους άλλους, σε μία μελαγχολικά αργή κίνηση…
Μία μηχανή με δύο άτομα πλησιάζει.
Ο ένας κατεβαίνει, τους σημαδεύει με όπλο και φωνάζει: «Την τσάντα, την τσάντα»!
Ο Αλέξις αφήνει τα ψώνια, σηκώνει τα χέρια και τους εξηγεί ότι θα τους την δώσει, αρκεί να μην πληγωθεί κανένας.
Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει τη φράση του.
Δύο πυροβολισμοί…
Ο Αλέξις Βιέρα είναι πεσμένος στο έδαφος, με δύο σφαίρες στο στήθος του.
Ένας γείτονας αστυνομικός, που έχει αντιληφθεί τι συμβαίνει, πυροβολεί και οι ληστές τρέπονται σε φυγή.
Ο αστυνομικός και η Άντρεα βάζουν τον αιμόφυρτο Βιέρα στο αυτοκίνητο του πρώτου.
Το επόμενο πράγμα που θυμάται η σύζυγος του Ουρουγουανού τερματοφύλακα είναι να περιμένει έξω από τα επείγοντα…
Μία σειρά λεπτών επεμβάσεων είναι απαραίτητη.
Όπως εξήγησε ο Δρ. Γκαρσία στο ντοκιμαντέρ του Netflix με τίτλο «Alexis Viera: A Story Of Surviving (=«Αλέξις Βιέρα: Μία Ιστορία Επιβίωσης»), που προβλήθηκε το 2019, ο Βιέρα βρέθηκε ένα βήμα από το θάνατο.
«Στην επέμβαση διαπιστώσαμε ότι έφερε δύο τραύματα στους λοβούς του αριστερού πνεύμονα και ένα τραύμα που προκαλούσε απώλεια αίματος στο θωρακικό τοίχωμα…», επισήμανε ο γιατρός.
Η μητέρα του υπενθύμισε πως «οι εφημερίδες έγραφαν ότι οι γονείς του ταξιδεύουν να τον δουν, αλλά ίσως και να μην τον προλάβουν».
Ο Αλέξις, όμως, τονίζουν οι γιατροί, είναι μαχητής και θα ζήσει.
Παρέμεινε σε κώμα για τρεις ημέρες…
Όταν ξύπνησε, ο πατέρας του είπε ότι «άνοιξε τα μάτια με καθαρό μυαλό και αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που μας απασχολούσε».
Ο ίδιος ο Βιέρα έλεγε πως εκείνο το τριήμερο «μου φάνηκε απλώς σαν πέντε λεπτά».
Θυμόταν τι ακριβώς συνέβη.
Κι ενώ ήθελε να είναι έτοιμος να αφήσει πίσω του το πρόσφατο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον δεν έδειχναν τόσο ευοίωνα.
«Οι πιθανότητες να περπατήσει ξανά είναι λίγες», ανέφεραν οι γιατροί…
Ο Αλέξις Βιέρα, όμως, ήταν πάντοτε έτοιμος για κάθε αναποδιά.
Το 1986, στο Μοντεβιδέο, οι γιατροί είπαν στη μητέρα του πως το χρόνιο άσθμα που έχει θα βελτιώνεται μόνο με την κολύμβηση.
Η οικογένειά του, όμως, δεν είχε τα χρήματα για να πληρώνει την πισίνα και ο μικρός Αλέξις στράφηκε στο ποδόσφαιρο, αλλά…
«Όλες οι ομάδες τον απέρριπταν, γιατί δεν ήταν καλός», θυμάται ο πατέρας του.
Η τοπική Brandi F.C. πήρε το ρίσκο.
Τον δοκίμασε σε όλες τις θέσεις. Μία ημέρα χρησιμοποιήθηκε ως τερματοφύλακας και από τότε δεν άλλαξε θέση.
Σε τρεις μήνες τον έβγαλαν δελτίο και ο ίδιος, βάζοντας το δάχτυλο στο κεφάλι, έλεγε στο σπίτι: «Σας τα έλεγα. Ποτέ δεν φοβήθηκα και ποτέ δεν θα φοβηθώ κάτι».
Το ταλέντο του ήταν ολοφάνερο.
Το 1994, ζήτησε από τη μητέρα του χρήματα για να πάρει το λεωφορείο και να πάει στα δοκιμαστικά της Ρασίνγκ Κλουμπ.
Απέτυχε, αλλά δεν το έβαλε κάτω.
Έναν χρόνο αργότερα, το ίδιο επίμονος και φιλόδοξος, ήταν πάλι εκεί.
Τούτη τη φορά, δικαιώθηκε.
Πραγματοποίησε το ντεμπούτο του σε εθνική κατηγορία, στη Segunda Division, σε ηλικία 17 ετών, στις 5 Μαΐου 1995, ανήμερα των γενεθλίων της μητέρας του!
«Ήμουν έτοιμος να παίξω, γιατί είχα προπονηθεί πολύ και σωματικά ήμουν καλά. Όμως, ψυχολογικά δεν ήμουν καλά», λέει πια.
Η μητέρα του επιβεβαίωσε το άγχος του, λέγοντας στο ντοκιμαντέρ του Netflix πως «ήταν κόκκινος στο πρόσωπο, σαν να είχε κάποια αλλεργία»!
Το 1996, παραχωρείται δανεικός στην Πενιαρόλ και κατακτά σαν αναπληρωματικός τον τίτλο.
Επιστρέφει στη Ρασίνγκ το 1998, με την οποία προβιβάζεται στην πρώτη κατηγορία το 2000, αλλά υποβιβάζονται το 2002.
Το 2003, ο κόουτς Μαρτίν Λασάρτε τον επιλέγει στη Ρίβερ ντε Μοντεβιδέο και την πρώτη χρονιά η ομάδα κερδίζει αήττητη την άνοδο στην Primera Division, με παθητικό μόλις πέντε γκολ!
Η επιβράβευση για τον Λασάρτε είναι ένα συμβόλαιο στη συμπολίτισσα Νασιονάλ, των 39 πρωταθλημάτων.
Στην πρώτη συνάντησή τους ως αντίπαλοι, ο Βιέρα δεν αφήνει τον πρώην προπονητή του να κερδίσει.
Κρατά το 0-0, με έξι επεμβάσεις σε ευκαιρίες του νεαρού ηγέτη της Νασιονάλ και μετέπειτα σταρ των Άγιαξ, Λίβερπουλ και Μπαρτσελόνα, Λουίς Σουάρες!
Έναν χρόνο αργότερα, ο Λασάρτε απαιτεί την απόκτηση του Βιέρα και ο Σουάρες αστειεύεται, λέγοντας πως «χρωστά τη μετεγγραφή του στην αστοχία μου!».
«Με τον Λουίς είχαμε πάντα εξαιρετική σχέση. Αν εξαιρέσει κανένας τα ντέρμπι, πριν από τα ματς παίζαμε χαρτιά ως τις 5 το πρωί», αναπολεί ο Βιέρα.
«Πίστευε στον εαυτό του και ήταν ανέκαθεν έτοιμος», θεωρεί ο Λασάρτε.
Οι δυο τους μοιράστηκαν μία μνημειώδη σκηνή, στη ρεβάνς με τη Μπόκα Τζούνιορς, για τη φάση των «16» του Κόπα Σουνταμερικάνα.
Η Νασιονάλ έχει επικρατήσει με 2-1 στο πρώτο ματς, αλλά πριν από τον επαναληπτικό, επτά παίκτες, μεταξύ των οποίων και ο βασικός γκολκίπερ, Μπάβα, μένουν εκτός με μαγουλάδες…
Ο Βιέρα μπαίνει στο θρυλικό «Λα Μπομπονέρα» των 49.000 θεατών δίχως κανέναν φόβο.
Είναι ο κορυφαίος παίκτης της Νασιονάλ, που προηγείται με τον Ντιέγκο Περόνε, ο οποίος είχε επιστρέψει λίγο καιρό πριν στην πατρίδα του από τον Λεβαδειακό.
Η Μπόκα ανατρέπει τα δεδομένα, ισοφαρίζει και νικά με 2-1, οδηγώντας το ματς στα πέναλτι.
Ο Λασάρτε πλησιάζει τον Βιέρα.
«Ένας να είναι ο ήρωας απόψε. Εσύ!», του φωνάζει, σε μία σκηνή που αποτυπώθηκε και σε φωτογραφίες και στα πρωτοσέλιδα της επόμενης ημέρας.
Ο Ουρουγουανός τερματοφύλακας δικαιώνει τον προπονητή του, λίγο αργότερα.
Ο Γκάγκο της Μπόκα στήνει τη μπάλα στη λευκή βούλα.
«Αυτό είναι δικό μου!», του φωνάζει ο Βιέρα, σε ένα mind game, το οποίο έχει αποτέλεσμα.
Ο Βιέρα σταματά τη μπάλα και μετά το εύστοχο σουτ του Αρτσιμέντι, η Νασιονάλ προκρίνεται στα προημιτελικά, όπου πάντως αποκλείστηκε από την Ατλέτικο Παραναένσε.
Στο πρώτο ματς μετά την πρόκριση επί της Μπόκα, 25.000 οπαδοί φώναζαν ρυθμικά το όνομά του Αλέξις, μαζί με το παρατσούκλι, «El Pulpo» (=«Χταπόδι»)!
«Ήταν η πρώτη φορά που έκλαψα σε γήπεδο», δήλωσε ο Βιέρα.
Σεπτέμβριος του 2015 στο Κάλι, της Κολομβίας.
Ο Αλέξις είναι έτοιμος να βάλει και πάλι τα κλάματα, όταν ακούει τους γιατρούς να του λένε ότι δεν θα περπατήσει πάλι.
Εκτός από θλίψη, τον κυριεύει θυμός…
«Ποτέ δεν το πίστεψα», τόνισε στο ντοκιμαντέρ για την περιπέτειά του.
Η μητέρα του ανέφερε πως «υπήρχε κόσμος στην κλινική και το σπίτι που προσευχόταν και έκλαιγε».
Η σύζυγός του είπε ότι «οι γιατροί τού έλεγαν πως δεν έχει ελπίδα. “Δώστε μας ένα ποσοστό”, τους ζητούσα. Μας είπαν 1%-2%. Του έφτανε. “Αν εξαρτάται από τον Αλέξις, θα περπατήσει ξανά”, είπα στον γιατρό».
Ο πατέρας του Βιέρα ήταν εκείνος που του έδινε τη μεγαλύτερη ώθηση.
«Εκείνος έγινε φυσικοθεραπευτής μου. Μου έδινε κίνητρο», θυμάται ο Βιέρα.
«Του έλεγα πως κούνησε το δάχτυλο! Ήταν ψέμα, αλλά έπρεπε να συνεχίσει δίχως να απογοητευτεί», εξηγεί ο πατέρας του.
Ο Ουρουγουανός γκολκίπερ δεν ήθελε αρχικά να έχει επαφή με κανέναν.
«Μας έλεγε να μην ακουμπάμε ούτε το κρεβάτι. Τόσο πολύ υπέφερε», ανέφερε η Άντρεα.
Στις 35 μέρες κούνησε το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού ποδιού του. Ήταν η πρώτη φορά που χαμογέλασε.
Ξεκίνησε τη φυσικοθεραπεία, με σκοπό να κάνει άμεσα τα πρώτα βήματα.
Δεν τα κατάφερε αμέσως.
Δέχτηκε να παραχωρήσει συνέντευξη στην εκπομπή «Valiente» και τον Φελίπε Αρίας.
Κατά τη διάρκειά της, καθισμένος ακόμη στο καροτσάκι, συνάντησε για πρώτη φορά μετά τη ληστεία την κόρη του και ξέσπασε σε κλάματα.
«Θα κάνουμε την επόμενη συνέντευξη όταν περπατήσω», είπε στον Κολομβιανό δημοσιογράφο.
«Σε έξι μήνες θα τα ξαναπούμε», του απάντησε ο Αρίας.
«Σε τέσσερις μήνες!», ήταν η απόκριση του Βιέρα.
Τήρησε την υπόσχεσή του και συναντήθηκαν πάλι σε τέσσερις μήνες, με τον Βιέρα στις πατερίτσες και στο πλάι του τη σύζυγό του.
Πριν από αυτό, δεν είχε καταφέρει για 20 μέρες να κάνει βήμα.
Το πέτυχε σε τρεις μήνες.
Το 2016 επέστρεψε στην πατρίδα του και αποθεώθηκε στο γήπεδο από τους οπαδούς της Νασιονάλ, οι οποίοι δεν σταμάτησαν να τραγουδούν για τον «El Pulpo»!
Ο κόουτς Μαρτίν Λασάρτε, ο οποίος είδε τον Βιέρα, έχοντας επιστρέψει στη Νασιονάλ έπειτα από δέκα χρόνια, αποτύπωσε εξαιρετικά την κατάσταση…
«Έχω παίκτες που μου λένε “είμαι αναπληρωματικός”, “έπαιξα μόνο 63 λεπτά”, “γιατί δεν με επιλέγεις να παίξω, κόουτς”.
»Οι ίδιοι παίκτες, είδαν σήμερα τον Αλέξις. Εκείνοι έχουν παράπονα για το παιχνίδι, αλλά ο Αλέξις παλεύει για να περπατήσει!
»Ελπίζω να κατάλαβαν τι είναι πιο σημαντικό στη ζωή».
Μετά τη Νασιονάλ, το 2009, ο Αλέξις Βιέρα μετακόμισε στην Ατλέτικο ντε Κάλι, όπου δέθηκε αμέσως και με τους οπαδούς της και με τον λαό της Κολομβίας.
Παρά το γεγονός ότι το 2010 παραχωρήθηκε στη Νουμπλένσε, της Χιλής, επέστρεψε το 2012 στην Ατλέτικο, η οποία μόλις είχε υποβιβαστεί στη δεύτερη κατηγορία, για πρώτη φορά στην ιστορία της.
«Ήταν υποχρέωσή μου να γυρίσω, για να την βοηθήσω να ανέβει και πάλι», εξήγησε την απόφασή του.
Η Ατλέτικο δεν τα κατάφερε και, απρόσμενα, η διοίκηση γύρισε την πλάτη στον Βιέρα, καθώς δεν ανανέωσε το συμβόλαιό του.
Προκαλώντας δάκρυα στα μάτια του…
Η αγάπη του Αλέξις και της οικογένειάς του για το Κάλι, πάντως, τους κράτησε στην πόλη και τη συμπολίτισσα Ντεπόρ, νυν Ατλέτικο F.C..
Μετά τη ληστεία και τις επεμβάσεις, ο Βιέρα εντάχθηκε στο προπονητικό τιμ της Ατλέτικο F.C., ως βοηθός.
Παράλληλα, ολοκλήρωσε και το μεγάλο σχέδιό του, την ίδρυση της ακαδημίας ποδοσφαίρου και σχολής τερματοφυλάκων.
«Είχε ένα όνειρο. Ήταν ξαπλωμένος, υπέφερε, αλλά σκεφτόταν το πρότζεκτ του. Του έλεγα “συνέχισε να ονειρεύεσαι”», ανέφερα ο Δρ. Γκαρσία.
Θεωρώντας, πλέον, ότι «η πορεία του, η αυταπάρνησή του, η θέλησή του, τα όνειρά του, είναι μάθημα για όλους μας».
Η ακαδημία του Βιέρα έχει πρωταρχικό στόχο να βοηθήσει παιδιά από φτωχικές συνοικίες του Κάλι.
Ώστε να μην μπλέκουν σε εγκληματικές δραστηριότητες και να διδαχθούν τις αρχές και αξίες των σπορ.
Στη δεύτερη συνέντευξη με τον Φελίπε Αρίας, ο Αλέξις Βιέρα δέχθηκε να συναντήσει τον άνθρωπο που τον πυροβόλησε…
Σε μία συγκλονιστική στιγμή της εκπομπής, επέδειξε το ανθρώπινο μεγαλείο του, καθώς τον συγχώρησε!
Λέγοντας πως ο θύτης «έκανε ένα λάθος και πληρώνει γι’ αυτό. Δεν έχω μίσος στην καρδιά μου. Είχα άγχος για το τι θα σκεφτεί εκείνος όταν με δει.
»Δεν ήταν στη φυλακή εξαιτίας μου, αλλά λόγω ενός λάθους που εκείνος έκανε.
»Τον συγχώρησα, γιατί μόνο η συγχώρεση είναι αληθινή απελευθέρωση».
Η σύζυγος του Αλέξις, Άντρεα, εξήγησε ότι «αν ο άνδρας μου δεν τον συγχωρούσε, δεν θα μπορούσε να περπατήσει πάλι. Έτσι αισθανόταν».
Ο Βιέρα είπε στον νεαρό πως όταν βγει από τη φυλακή, τον περιμένει μία θέση εργασίας στη σχολή του!
Τον έχει επισκεφθεί τρεις φορές, είναι σε διαρκή επικοινωνία με τη μητέρα του και τονίζει ότι «θέλουμε να δώσουμε ένα παράδειγμα.
»Ένα παράδειγμα για το πού μπορεί να καταλήξει ένας από ένα λάθος του και πού μπορεί να φτάσει εκείνος τον οποίο έβλαψε».
Το σύνθημα της σχολής του Βιέρα είναι «Humildad, Respeto, Honestidad, Disciplina, Sentido De Pertenencia».
«Ταπεινότητα, Σεβασμός, Ειλικρίνεια, Πειθαρχία, Αίσθηση του Ανήκειν».
Ο Αλέξις Βιέρα έχει βρει για τα καλά το χαμόγελό του.
Περπατά με δυσκολία. Αλλά περπατά, έστω και με πατερίτσες.
Στάθηκε στα πόδια του.
«Ήθελα να περπατήσω και για μένα και για την οικογένειά μου, που ήταν εκεί, πλάι μου. Σηκώθηκα και γι’ αυτούς», λέει.
Κατά τη διάρκεια της αποθεραπείας του στράφηκε μία μέρα στη σύζυγό του και της είπε: «Μία χάρη θέλω… Σε παρακαλώ. Μην με αφήσεις τώρα…».
Η δακρυσμένη Άντρεα του απάντησε, με μία ερώτηση: «Πώς είναι δυνατόν εγώ και τα παιδιά να σε αφήσουμε τώρα;
»Θα είμαστε για πάντα μαζί».
Ο Βιέρα επισήμανε πως «δεν μένουν όλοι κοντά σου, σε κάτι τέτοιο. Η σύζυγός μου έμεινε μαζί μου και έγινα σαν ένας ακόμη γιος της.
«Με φρόντισε, με ανέχτηκε, γιατί ήμουν αντιδραστικός με όλα. Εκνευριζόμουν με όλα, πριν καταφέρω να κάνω και πάλι το πρώτο βήμα».
Οι γιατροί είπαν ότι το ποδόσφαιρο του έσωσε τη ζωή. Το ότι αθλούνταν για 20 χρόνια τον έσωσε, αφού κάποιος άλλος δεν θα επιβίωνε από μία σειρά αντίστοιχων επεμβάσεων.
Ο ίδιος πιστεύει ότι τον έσωσε η θέλησή του και η οικογένειά του.
Αυτό λέει σε κάθε διάλεξη και σε κάθε συγκέντρωση στην οποία τον καλούν να μιλήσει.
Να μιλήσει για δύναμη, για κίνητρο, για φιλοδοξίες, εντός κι εκτός γηπέδου.
Και εξηγεί κάθε φορά ότι «καθημερινά δίνω μία μάχη. Μία μάχη για το μυαλό, το οποίο επιβάλλεται στο σώμα μου».