Για τους φίλους και συμπαθούντες (τον), ήταν ο πιο γρήγορος και ο πιο θεαματικός ψηλός του ΝΒΑ στην εποχή του. Το τέρας ταχυδύναμης, ο καλύτερος μαθητής που πήδαγε δυο-δυο τις πορτοκαλί τάξεις.
Για τις κακές γλώσσες, ήταν «ο καλύτερος μπασκετμπολίστας με απόστροφο στο όνομά του».
Είμαστε στον Οκτώβριο του 2008. Ο Στάνταμαϊρ είναι στο απόγειο της καριέρας και της δόξας του. Το δε μικρό του όνομα είναι πια «Amar’e» και όχι «Amare» ή «Amaré». Το αλλάζει, επειδή «τόσα χρόνια με προφέρατε όλοι λάθος». Το σωστό, ενημερώνει, δεν είναι «Αμάρε» ή «Αμαρέ». Είναι «Αμάρι», με… πνιχτό μάλιστα το «ι». Εξ ου και η απόστροφος που κοτσάρει, χάριν σωστής εκφώνησης.
Μια ακόμα παραξενιά; Μια ακόμα απόπειρα να τραβήξει πάνω του την προσοχή; Πιο πριν πάντως, δεν είχε ανάγκη κάτι τέτοιο. Μετά, θα την έχει.
Όπως και να ‘χει, πρόκειται για έναν από τους καλύτερους ψηλούς του ΝΒΑ μέσα στον 21ο αιώνα.
Με μετεωρική άνοδο στα πρώτα χρόνια της καριέρας του, πολλά ρεκόρ, σούπερ πορείες του συλλόγου του. Και με απότομη πτώση στην απόδοση, τραυματισμούς που τερμάτισαν μάλλον πρόωρα την πορεία του στην καλύτερη λίγκα του πλανήτη, απάγκιο στο Ισραήλ, εξωαγωνιστικές καταγγελίες…
Παιδί-γυρολόγος…
Δύσκολα παιδικά χρόνια στη Φλόριντα. Οι γονείς χώρισαν όταν ο -γεννηθείς στις 16 Νοεμβρίου 1982- Αμάρι ήταν μικρός. Η μαμά Κάρι μάζευε πορτοκάλια και μήλα για να βγάζει τα προς το ζην, όταν δεν μπαινόβγαινε στη φυλακή για κλοπές και πλαστογραφίες. Με τον αδερφό του, τον Χέιζελ, απέκτησαν έναν ακόμα (αδερφό) από τη νέα σχέση της μητέρας τους.
Από τα γυμνασιακά του χρόνια κι έπειτα η Νέα Υόρκη ήταν η βάση του. Μακριά από την κυρα-Κάρι και τα τραβήγματά της με τον νόμο. Δίπλα σε κυρίαρχες, αυστηρές πατρικές φιγούρες. Ο Μπέρνι, ο Τράβις, ο Μπιλ. Ένας αστυνομικός, ένας προπονητής, ένας τοπικός πολιτευτής. Με την ανατροφή του Αμάρι, κάτι κουτσοκατάφεραν. Με εκείνη του οκτώ χρόνια μεγαλύτερου αδερφού του, όχι.
Έπαιζε όμως μπάσκετ και αμερικανικό φούτμπολ σε καλό επίπεδο ο Χέιζελ Τζούνιορ και το αδερφάκι του θέλησε να του μοιάσει. Σε αθλητικό επίπεδο, διότι ήδη από ανήλικος ο Έιτς Τζέι είχε κι εκείνος μπλεξίματα για έκνομες δραστηριότητες.
«Baby Shaq» φώναζαν τον εύσωμο Χέιζελ Τζούνιορ, την ώρα που ο Αμάρι θαύμαζε ακόμα περισσότερο τον πραγματικό Σακίλ Ο’Νιλ, ηγέτη του Ορλάντο στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Οι ποδοσφαιρικές (για football πάντα μιλάμε) καταβολές ήταν και οικογενειακές, μιας και ο πατέρας τους ήταν προπονητής στο συγκεκριμένο άθλημα και ο μικρός γιος του παίκτης του ένα διάστημα.
Ευτυχώς, τον κέρδισε η «σπυριάρα». Και τον έχασαν τα… σχολεία. Ξεκίνησε να παίζει σοβαρά μπάσκετ μεγάλος, 14 ετών, μα άλλαξε έξι φορές χάισκουλ! Σε κάποια εξ αυτών δεν πρόλαβε καν να ντεμπουτάρει στις ομάδες τους. Με τόσα πήγαιν’-έλα, άργησε και να τελειώσει το Λύκειο.
Κόντευε τα 20 το 2002, όταν αποφάσισε να μην πάει στο ΝCAA και να μεταπηδήσει απευθείας στο ΝΒΑ. Είχε εξελιχθεί άλλωστε σε έναν μοντέρνο ψηλό 208 εκατοστών που δεν κοβόταν, όταν πήγαινε προς το καλάθι. Όχι από παιδιά της ηλικίας του τουλάχιστον. Ένας “tweener” με ξεχωριστές αρετές για το “4” και για το “5”, ένας τύπος που έβγαινε από το Σάιπρες Κρικ της Φλόριντα με μέσους όρους 29.1 πόντων, 15 ριμπάουντ, 2.1 κλεψιμάτων και 6.1 κοψιμάτων στη σίνιορ χρονιά του!
To κολέγιο του Μέμφις έμεινε με τη χαρά της προφορικής συμφωνίας μαζί του και ο «Mr. Florida», πια, δήλωσε συμμετοχή στο ντραφτ. Με τον βιολογικό πατέρα του (στον οποίο επίσης έμενε αραιά και πού) να έχει φύγει από τη ζωή, με τον αδερφό του χαμένο στις ουσίες και τους κακόφημους δρόμους, τη μητέρα του σε ανάλογη κατάσταση, δίλημμα ουσιαστικά δεν υπήρχε.
Ντραφτ, για να πάρει σοβαρά λεφτά στα χέρια του και να βοηθήσει. Όπως μπορούσε, όσο γινόταν. Υπερταλαντούχος μεν, δίχως τακτικές γνώσεις, εμπειρία από οργανωμένες λίγκες και σοβαρό μπάσκετ δε. Ένατη επιλογή εν τέλει. Των Σανς. Το τελευταίο πράγμα που του είχε πει ο Χέιζελ Σίνιορ δεν το είχε ξεχάσει.
«Ο ουρανός είναι το όριο, γιε μου».
Run-and-Nash
Σε μια επιεικώς μέτρια φουρνιά, με παίκτες που καλά-καλά δεν αγωνίστηκαν στο ΝΒΑ (Τζέι Γουίλιαμς, Νικολόζ Τσκιτισβίλι, Νταζουάν Βάγκνερ) να επιλέγονται πάνω από τον ίδιο, ο Στάνταμαϊρ ξεχώρισε αμέσως. Κι ας ήταν το μοναδικό πικ εκείνου του έτους που έκανε απευθείας το άλμα από το χάισκουλ στην πιο απαιτητική λίγκα του πλανήτη.
Το επιτόπιο άλμα του μετρήθηκε σχεδόν ένα μέτρο, στα 91 εκατοστά. Πέρασε επιτυχώς και από ψυχολογικά τεστ από τους υποψήφιους εργοδότες του, από τους οποίους ο πιο ενθουσιώδης ήταν ο Τζέρι Κολάντζελο. Το αφεντικό των Σανς, ο οποίος έλεγε ότι είχαν να του γεννηθούν τέτοια συναισθήματα, βλέποντας έναν νεαρό παίκτη, απ’ όταν είχε αντικρίσει πρώτη φορά τον Μπράιαντ.
Κόμπι ο Αμάρι δεν ήταν. Ήταν αρκετά καλός πάντως ώστε να αποτελέσει ηγετική φυσιογνωμία για μία από τις καλύτερες ομάδες του ΝΒΑ και σίγουρα από τις πιο θεαματικές για επτά χρόνια. Να καταγράψει περίοδο με 26 πόντους στη ρέγκιουλαρ σίζον και με 29.9 στην ποστ, να έχει διψήφιους μέσους όρους και στα ριμπάουντ σε πλέι οφ, να στείλει βαθιά σε αυτά τους «Ήλιους». Και να καρφώσει αμέτρητες φορές με μανία στο αντίπαλο καλάθι.
Ρούκι της χρονιάς το 2002-2003, υποσκελίζοντας ολόκληρο Γιάο Μινγκ που είχε επιλεγεί στο Νο 1 και τραβούσε πάνω του (και για εμπορικούς λόγους, με τέτοια αγορά που ανοιγόταν στην Κίνα) όλους τους προβολείς, ο Στάνταμαϊρ έγινε ο πρώτος τέτοιος που είχε… πηδήξει το κολέγιο. Πέτυχε δηλαδή κάτι που δεν είχε καταφέρει ο Κόμπι.
Ήταν φανερό στον οργανισμό πως περισσότερη προσοχή χρειαζόταν στο εξωαγωνστικό κομμάτι παρά μέσα στις τέσσερεις γραμμές. Η μαμά του, για παράδειγμα, είχε παραβιάσει την αναστολή της για να παρευρεθεί στο ντραφτ στη Νέα Υόρκη και ξαναμπήκε μέσα. Οι Σανς τον έθεσαν υπό τη διακριτική παρατήρηση του βετεράνου ψηλού, Σκοτ Γουίλιαμς, ο οποίος είχε βιώσει το απόλυτο δράμα μικρός. Ο πατέρας του είχε σκοτώσει τη μητέρα του, προτού αυτοκτονήσει αμέσως μετά.
Ως ρούκι δεν είχε θέμα να κουβαλάει μπάλες και τσάντες, ως δευτεροετής εκτοξεύτηκε σε πάνω από 20 πόντους μέσο όρο και τέθηκαν οι άλλοι στις υπηρεσίες του. Δεν του άρεσε που έφυγε για τους Νικς ο Χάρνταγουεϊ, εκ των ειδώλων του από τα χρόνια (του Πένι) στο Ορλάντο, γούσταρε τρελά όμως που ήρθε στον πάγκο ο Μάικ Ντ’ Αντόνι αντί του Φρανκ Τζόνσον.
Η ομάδα άρχισε να παίζει πολύ πιο γρήγορα και η έλευση του Στιβ Νας λίγους μήνες αργότερα, στην off-season του 2004, την απογείωσε. Ο Καναδός πόιντ γκαρντ ψηφίστηκε επί δύο σερί σεζόν MVP, επειδή εκτός των άλλων έστηναν το ένα πικ’εν’ρολ μετά το άλλο με τον Στάνταμαϊρ και μαζί διέλυαν τις αντίπαλες άμυνες.
Run-and-gun παιχνίδι, επιθέσεις μονοψήφιων δευτερόλεπτων, στο πρώτο έτος της συνεργασίας τους (αυτό με τα προαναφερθέντα κορυφαία νούμερα του ψηλού) πορεία μέχρι τους τελικούς της Δύσης με τους Σπερς. Ποιο… Stockton to Malone, τώρα;
Σε ανάλογα επιτυχημένα επίπεδα, ο κοντός με τον ψηλό τα βρήκαν και εκτός γηπέδων, με το Φοίνιξ να γίνεται η πιο fun to watch ομάδα του ΝΒΑ.
Σε εκείνη τη δυτική τελική σειρά ο Αμάρι έβαζε 37 πόντους, αλλά προχώρησε και το σήκωσε το Σαν Αντόνιο. Όπως δύο χρόνια νωρίτερα.
Ως μη γενόμενη η επόμενη περίοδος εξαιτίας χειρουργείου στο γόνατο (τρεις συμμετοχές…), φουλ δράση με μόλις τρεις απουσίες τη διετία 2006-2008. Θαμώνας πια και των All Star Game, έχοντας αλλάξει νούμερο φανέλας, αφήνοντας το «32» για το «1», έγινε συμπαίκτης και με τον Σακίλ. Τούτο το όνειρό του εκπληρώθηκε. Το να φορέσει δαχτυλίδι, όχι. Μαντέψτε: πάλι ο κακός του(ς) δαίμονας, το Σαν Αντόνιο, στάθηκε ανυπέρβλητο εμπόδιο και στις δύο ποστ σίζον!
Απορία ψάλτου, Νικς
Μίνι τέλος εποχής το καλοκαίρι του 2008 για το Φοίνιξ. Ο Ντ’ Αντόνι αποχώρησε με προορισμό τη Νέα Υόρκη, όπου τον ξαναβρήκε ο Στάνταμαϊρ δύο χρόνια πιο μετά. Στο μεσοδιάστημα, μια κουτσουρεμένη σεζόν εξαιτίας αποκόλλησης αμφιβληστροειδούς, εξ ου και τα γυαλιά που λάνσαρε έκτοτε, κι άλλη μία γεμάτη, με τα γνωστά εντυπωσιακά νούμερα και (έκπληξη!) αποκλεισμό των Σπερς από τους Σανς στα πλέι οφ.
Ήταν σειρά των Λέικερς να αποδειχθούν αξεπέραστο εμπόδιο στους τελικούς της περιφέρειας και να φτάσουν στην κατάκτηση του τίτλου. Η υπέρβαση δεν έγινε ποτέ, ήταν ώρα να το πάρουν από την αρχή στην Αριζόνα. Το όνομα του φίλου μας είχε κυκλοφορήσει και πριν το 2010 σε μεταγραφικά σενάρια. Για την ακρίβεια, είχε φτάσει κοντά στο Γκόλντεν Στέιτ, το οποίο τελευταία στιγμή το μετάνιωσε και δεν παραχώρησε το επικείμενο έβδομο πικ του ντραφτ. Με εκείνο επέλεξε τον Στεφ Κάρι. Πόσο σχετικά είναι όλα…
Opt out από το συμβόλαιό του ο Στάνταμαϊρ, υπογραφή πενταετούς με τους Νικς για 100 εκατ. δολάρια. Μπορούσε και με περισσότερα, έκανε μικρό σκόντο, μπας και δελεαστεί ο επίσης ελεύθερος εκείνες τις ημέρες, ΛεΜπρον Τζέιμς. Με την περίφημη «Decision», ο «βασιλιάς» κίνησε μερικά 24ωρα αργότερα για Μαϊάμι.
Τη Νέα Υόρκη ο Αμάρι βέβαια την ήξερε -από την παιδική του (δύσκολη) ηλικία- καλά. Και τον Ντ’ Αντόνι ακόμα καλύτερα. Η απόκτησή του παρομοιάστηκε με εκείνη του πάουερ φόργουορντ Ντέιβ ΝτεΜπουσέρ το 1968.
Μέσα στην επόμενη πενταετία οι Νικς πήραν τα δύο μοναδικά Πρωταθλήματα της ιστορίας τους.
Πέντε χρόνια έμεινε κατά σύμπτωση ο Στάνταμαϊρ στη Νέα Υόρκη. Αλλά δεν πήρε τίποτα. Αξιομνημόνευτη (και μοναδική γεμάτη) ήταν η παρθενική σεζόν του εκεί: εννιά συναπτές 30άρες για το σπάσιμο του ρεκόρ συλλόγου, πρώτος βασικός Νικερμπόκερ σε All Star Game από τον «Πατ» Γιούιν, έλευση μεσούσης της περιόδου του Καρμέλο Άντονι σε blockbuster trade. Όσο γρήγορα δημιουργήθηκε άκρατος ενθουσιασμός, άλλο τόσο γρήγορα εξανεμίστηκε.
Οι 25.3 πόντοι του ανθρώπου μας έγιναν 14.5 στο “σκούπισμα” από τους Σέλτικς στον πρώτο γύρο των πλέι οφ, πέραν αυτού δεν προχώρησε η ομάδα επί της παρουσίας του. Οι μέσοι όροι του άρχισαν να πέφτουν δραματικά (17.5 π., 14.2, 11.9…), το ίδιο οι συμμετοχές του. Τα γόνατά του άρχισαν να μην τον βαστάνε, η απουσία ενός ελίτ πλέι μέικερ τον άφηνε ατάιστο, τα ενδιαφέροντά του επεκτάθηκαν από την αναζήτηση του γενεαλογικού του δέντρου μέχρι γκεστ σταρ εμφανίσεις σε τηλεοπτικές σειρές και ταινίες.
Μπάσκετ; Ποιο μπάσκετ; Το διαρκώς μειούμενο ενδιαφέρον του εδώ δέχτηκε το πιο σοβαρό πλήγμα με τον θάνατο του αδερφού του σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Πήρε κιλά, απέκτησε πρόβλημα και με την πλάτη του, άφηνε τον Μέλο να δέχεται την περισσότερη κριτική. Έβρισκε δικαιολογίες για την πτώση της απόδοσής του, αυτοτραυματιζόταν από τα νεύρα του χτυπώντας το χέρι του σε… πυροσβεστήρα, πέρασε σταδιακά σε ρόλο έκτου παίκτη.
Το 2014 οι Νικς δεν μπήκαν στα πλέι οφ και το 2015, οπότε πάτωσαν, είχαν αφήσει ελεύθερο τον άνθρωπό μας από τον Φεβρουάριο. Σε ηλικία μόλις 32 ετών το άστρο του είχε δύσει.
Γνωστός ευρέως ως Εβραίος
Πήρε λοιπόν το άστρο του και πήγε πίσω στη… Δύση, υπογράφοντας στο Ντάλας. Η παρουσία ενός καλού δημιουργικά πόιντ γκαρντ όπως ο Ρατζόν Ρόντο, ο οποίος κι αυτός μόλις είχε καταφτάσει από (ακόμα μεγαλύτερο, στη Βοστώνη) τέλος εποχής, τον αναζωογόνησε σχετικά. Η επαφή του με το καλάθι, η δεινότητα στα επιθετικά ριμπάουντ, η ηγετική προσωπικότητα ήταν εκεί.
Σε μόλις 16 λεπτά έβαζε σχεδόν 11 πόντους, την επόμενη σεζόν με το Μαϊάμι τα γόνατά του τον κράτησαν στους μισούς. Το καλοκαίρι του 2016 έβαλε τζίφρα τιμής ένεκεν στους Νικς, ώστε να αποσυρθεί ως παίκτης τους. Δεν αποσύρθηκε όμως γενικότερα από τα παρκέ.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 2000 είχε αρχίσει να μελετάει την εβραϊκή κουλτούρα, ανακαλύπτοντας σχετικές ρίζες της μητέρας του.
Στο λογκ άουτ του 2011 είχε εξετάσει την περίπτωση να παίξει στη Μακάμπι Τελ Αβίβ, τελικά το 2016 φόρεσε τη φανέλα της Χάποελ Ιερουσαλήμ, της οποίας είχε γίνει ήδη μέτοχος. Μια χαρά ήταν για τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Ψηφίστηκε στη δεύτερη καλύτερη πεντάδα του EuroCup, κατέκτησε το Πρωτάθλημα στο Ισραήλ και ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την ενεργό δράση. Καλά… Τη σεζόν 2018-2019 ξανάπαιξε στη Χάποελ, συνέχισε για 11 ματσάκια στην Κίνα, τον Ιανουάριο του 2020 πήγε στη Μακάμπι του Γιάννη Σφαιρόπουλου.
Έπεσε στην πανδημία, έγινε αρνητικός πρωταγωνιστής, όταν έσπασε την καραντίνα, και καλά επειδή έπρεπε να φροντίσει το παιδί του (και να του αγοράσει πράγματα, δίχως να έχει σύζυγο μαζί) σε ένα ξένο κράτος, έγινε θετικός πρωταγωνιστής ως ο MVP του μονού Τελικού για το 54ο Πρωτάθλημα της «ομάδας του λαού».
Για τον Στάνταμαϊρ ήταν, οριστικά επιτέλους, οι τίτλοι τέλους. Ως Αμερικανό τον είχαμε δει στα μέρη μας το 2004 να μένει στο τρίτο σκαλί του Ολυμπιακού βάθρου (παίζοντας ελάχιστα, σε ομάδα με ΛεΜπρον και Τιμ Ντάνκαν αλλά και τους φίλους του, Στεφόν Μάρμπουρι και Σον Μάριον, από το Φοίνιξ), ως Ισραηλινός ακούγεται πλέον περισσότερο τώρα που είναι παλαίμαχος.
Την υπηκοότητα την πήρε το 2019, έναν χρόνο αργότερα ασπάστηκε και επισήμως τον Ιουδαϊσμό. Με παπά και με… ραββίνο. Πολύ νωρίτερα είχε μπει σε έναν σύλλογο «Μαύρων Ισραηλιτών» και δεν άργησε να μπει στο όλο τρυπάκι. Του ταίριαξε η όλη φιλοσοφία, ακολουθεί τους εβραϊκούς θρησκευτικούς κανόνες και στη διατροφή. Το κοσέρ δηλαδή, βγάζοντας και τέτοιο κρασί από το οινοποιείο του.
Πατέρας τεσσάρων παιδιών από την πρώην σύντροφό του, την Αλέξις Γουέλτς, τον Δεκέμβριο του 2019 συνελήφθη, κατόπιν καταγγελίας αυτόπτων μαρτύρων, ότι ξυλοφόρτωσε την κόρη του, χτυπώντας την στο σαγόνι! Πλήρωσε την εγγύηση και αφέθηκε ελεύθερος, ισχυρίστηκε ότι δεν θα σήκωνε ποτέ χέρι στο παιδί του.
Στην αναζωπύρωση των εχθροπραξιών των Ισραηλινών με τους Παλαιστινίους για ευνόητους λόγους πήρε το μέρος των πρώτων και δεν παρέλειψε (σε βίντεο που κυκλοφορεί) να στολίσει με την… f-word καθέναν που δεν κάνει το ίδιο. Πούλησε το μερίδιό του από τη Χάποελ και έβγαλε άλλα 280 χιλιάρικα, προβαίνει σε δωρεές σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, διαμαρτύρεται για τη χρήση γούνας.
Τον λένε πια Γιαχοσαφάτ Μπεν Αβραάμ. Το νέο -εβραϊκό- του όνομα. Μα είναι πάντα ο «Amar’e», με τα πάθη και τις αντιφάσεις του. Και με την απόστροφό του.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: