Στην αυτοβιογραφία του, «Long walk to freedom», ο Νέλσον Μαντέλα εξηγεί ότι «Απαρτχάιντ» στα afrikaans, τη γλώσσα των «Boers», σημαίνει «διαχωρισμός».
Ο συγκεκριμένος όρος χρησιμοποιήθηκε στη Νότιο Αφρική, αρχής γενομένης από τις εκλογές του 1948, προκειμένου να καταδείξει τον γεωγραφικό, πολιτισμικό, κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό διαχωρισμό των κατοίκων ως κεντρική και επίσημη κρατική φιλοσοφία ενταγμένη σε κανονιστικό πλαίσιο κατ’ ευφημισμόν “δικαίου”.
Όπως είναι ιστορικά γνωστό και αποδεδειγμένο, οι απολυταρχικές κεντρικές πολιτικές αποφάσεις έχουν πάντοτε έναν ανυπολόγιστο αντίκτυπο στις ζωές των ανθρώπων, ικανό να επηρεάσει ακόμα και το ίδιο τους το πεπρωμένο.
Στη δική μας ιστορία εν προκειμένω, μιας φιλήσυχης οικογένειας οικονομικών μεταναστών της δεκαετίας του ’70.
Στην πρωτεύουσα της Νοτίου Αφρικής, στο στιγματισμένο και χειμαζόμενο από το «Απαρτχάιντ» Γιοχάνεσμπουργκ, το κρύο χειμωνιάτικο απόγευμα της 7ης Φεβρουαρίου του 1974 γεννήθηκε ο Στίβεν Τζον Νας.
Ο πατέρας, Τζον, Άγγλος, η μητέρα, Τζιν, Ουαλή. Άνθρωποι δίκαιοι, δημοκράτες, “κανονικοί” συνάμα όμως και πραγματιστές.
Έχουν την παιδεία και τη διορατικότητα να αντιληφθούν σε μεγάλο βαθμό ότι η Νότιος Αφρική εκείνη την εποχή σίγουρα δεν είναι το καλύτερο μέρος για να ζήσουν και να μεγαλώσουν ένα παιδί.
Τα παιδιά μεγαλώνουν, αφομοιώνουν, κάνουν τις πιο δύσκολες ερωτήσεις και αναρωτιούνται τα πιο πολύπλοκα πράγματα.
Ο Τζον και η Τζιν δεν θέλουν ο γιος τους να ρωτήσει ποτέ για ποιον λόγο οι μαύροι αντιμετωπίζονται με αυτόν τον τρόπο, δεν έχουν καμία διάθεση το παιδί να “ξεφύγει”.
Ακόμα χειρότερα, εξ αιτίας του σχολικού και του κοινωνικού περιβάλλοντος και της αναγκαστικής λευκής κοινωνίας με την οποία θα έρθει σε επαφή, δεν θέλουν το παιδί τους να φτάσει στο σημείο να αναπτύξει ρατσιστικές τάσεις.
Η οικογένεια ξεκίνησε να μελετά και να προγραμματίζει την εκ νέου μετοίκησή της, προσδιορίζοντάς την χρονικά στο πέρας της προνηπιακής ηλικίας του Στίβεν.
Όταν όμως η Τζιν ξαναέμεινε έγκυος (τον Δεκέμβριο του 1975 ήρθε και η γέννηση του δευτερότοκου γιου τους, του Μάρτιν) η διαδικασία έπρεπε εκ των πραγμάτων να επισπευθεί.
Πρώτος σταθμός η Ρεγγίνα στο Σασκάτσουαν του Καναδά και πολύ σύντομα νέα αλλαγή αέρα, με επιστροφή και εγκατάσταση στη Βικτώρια, μια πόλη στη βρετανική Κολούμπια πολύ κοντά στο Βανκούβερ.
Περιβάλλον υγιές, πράο, ιδανικό για μια φιλήσυχη οικογένεια που μεγάλωνε ουσιαστικά δυο βρέφη.
Ο πατέρας από πολύ νωρίς μετέδωσε στους γιους το “μικρόβιο” των σπορ. Άλλωστε και ο ίδιος ο Τζον Νας υπήρξε αρκετά καλός ποδοσφαιριστής και ως γνήσιος Άγγλος υπέφερε στη χώρα που το ποδόσφαιρο ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που λάτρεψε στη νιότη του.
Στο συγκεκριμένο γεωγραφικό διαμέρισμα ήταν σχεδόν αδύνατον για τον Στιβ να παίξει και να διδαχθεί ποδόσφαιρο επιπέδου, εξ ου και η επιλογή να διαμοιραστεί ο χρόνος σε πολλά αθλήματα.
Στο σχολείο ήταν από τους καλύτερους στο χόκεϊ επί πάγου, το μπέιζμπολ, το παιδί “φώναζε” με κάθε τρόπο ότι έχει κλίση στα σπορ.
Διοχέτευε όλη την ενέργεια και προσοχή του στα αθλήματα και γι’ αυτό δεν έδειξε ποτέ μεγάλη ζέση στο ακαδημαϊκό κομμάτι της εκπαίδευσής του.
Οι χαμηλοί βαθμοί και η αδυναμία στα μαθήματα υποχρέωσαν τον Τζον και τη Τζιν να αφήσουν το καλό σχολείο του Mount Douglas στο Σάανιτς και να τον στείλουν εσωτερικό στο Saint Michaels.
Ο μικρός, ο οποίος είχε πια εκτός από την αγγλική και την καναδική υπηκοότητα, δεν το αντιμετώπισε σαν “τιμωρία”.
Πιο πολύ υποχρέωση ήταν και το κύριο μέλημά του ήταν να κάνει καινούργιους φίλους, όπως συμβαίνει για τα περισσότερα παιδιά που αλλάζουν σχολείο σε μικρή ηλικία.
Κάτι όμως η έφεση στα σπορ, κάτι ο χαρακτήρας, ο μικρός πολύ γρήγορα ενσωματώθηκε και στο νέο περιβάλλον. Εξακολουθούσε να παίζει χόκεϊ, μπέιζμπολ, λίγο ποδόσφαιρο και σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά (παρα)ήταν καλός.
«Και το μπάσκετ;», θα ρωτήσει εύλογα κανείς.
Δεν είναι παράλειψη στην αφήγηση, ο Στίβεν μέχρι τα 12-13 του χρόνια ουδέποτε είχε δείξει ενδιαφέρον για μπάσκετ.
Δεν ανήκε στις οικογένειες με τη μπασκέτα στην αυλή, όπως βλέπαμε στις ταινίες, δεν τον παρακίνησε ο πατέρας, ο Καναδάς ούτως ή άλλως δεν διέθετε τα προγράμματα των ΗΠΑ στο άθλημα.
Τα μέσα της δεκαετίας του ’80 όμως είναι η εποχή που επί της ουσίας ξαναγεννήθηκε το μπάσκετ.
Το ΝΒΑ από υπόθεση ολίγων μετατράπηκε στο απόλυτο Πρωτάθλημα, το δίπολο Μάτζικ–Μπερντ λειτούργησε ως εφαλτήριο για μια διαρκή άνοδο και σε οικονομικά μεγέθη και σε δημοφιλία και, όταν το ’84-’85 το Πρωτάθλημα εμπλουτίστηκε με μια καταπληκτική φουρνιά πιτσιρικάδων, όλα ήταν θέμα χρόνου.
Μάικλ Τζόρνταν, Τσαρλς Μπάρκλεϊ, Χακίμ Ολάζουον, Τζον Στόκτον. Όλους τούς υποδέχτηκε το ΝΒΑ εκείνη τη χρονιά.
Δεν αναφέρθηκε τυχαία το όνομα του καλύτερου play maker στην ιστορία των Γιούτα Τζαζ.
Παρά το γεγονός ότι ο Στιβ θαμπωνόταν από τον Μάτζικ, ο Στόκτον ήταν ο φάρος και η απόδειξη ότι τα φυσικά προσόντα δεν είναι το άπαν.
Τα παιδιά στον Καναδά άρχισαν να γεμίζουν τα ανοιχτά γηπεδάκια, οι μπάλες στο σπίτι σταμάτησαν να είναι μόνο ασπρόμαυρες και το ενδιαφέρον δεν περιοριζόταν μόνον στην αγαπημένη Τότεναμ του πατέρα αλλά και στα ανδραγαθήματα του Μάτζικ, του Λάρι, του «Air».
Ο μικρός Μάρτιν συνέχισε με το ποδόσφαιρο (έγινε μάλιστα αξιόλογος ποδοσφαιριστής, πολλάκις διεθνής με την Εθνική ομάδα του Καναδά και με αξιοσημείωτη καριέρα), ο πρωτότοκος Στιβ όμως αφιερώθηκε στο μπάσκετ.
Δεν ξέρω αν είναι καρμικό, αν ισχύουν οι διδαχές για κισμέτ, πεπρωμένα και “γραμμένα” στη μοίρα, ο Στίβεν Τζον Νας όμως έστω και με καθυστέρηση βρήκε το μονοπάτι του.
Δεν υπάρχει η έννοια της υποχρεωτικότητας στα παιδιά, στους εφήβους. Εάν έχουν έφεση/κλίση και εάν κάτι το θέλουν πολύ, φροντίζουν να διαμοιράσουν τον χρόνο τους με τέτοιον τρόπο και να βελτιωθούν ακόμα κι από μόνα τους.
Ο Στιβ, όταν ερωτεύτηκε το μπάσκετ, ξημεροβραδιαζόταν στο γηπεδάκι της γειτονιάς, δεν περιοριζόταν να παίζει απλώς στη σχολική ομάδα ή να μετέχει στις προπονήσεις.
Σουτ μέχρι αργά τη νύχτα, πολλές φορές δεν έφευγε μέχρι να πετύχει 4-5 συνεχόμενα τρίποντα. Σουτ, σουτ, σουτ. Ατέλειωτα σουτ. Το μπάσκετ έγινε πάθος, διέξοδος, εθισμός, όνειρο ζωής.
Πολύ σύντομα μπήκε στην ομάδα του σχολείου, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν πολύ ψηλός, κατόρθωσε να συμπεριληφθεί στα μεγαλύτερα prospects του καναδέζικου μπάσκετ, να παρακινήσει προπονητές και γυμναστές να ασχοληθούν επισταμένως μαζί του.
Ένα θαύμα εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια συμπαικτών και προπονητών.
Ο Στιβ κάθε χρόνο βελτιωνόταν, κάθε χρόνο προσέθετε νέα κόλπα στο ρεπερτόριό του. Σκόραρε περισσότερο, πάσαρε καλύτερα, αντιλαμβανόταν το άθλημα σαν να ήταν γεννημένος να κάνει αυτό και μόνον αυτό.
Από αθλητικής και σωματικής άποψης, ήταν αυτό που λέμε «στεγνός», με πολύ χαμηλά ποσοστά λίπους από μικρός εξ αιτίας του γεγονότος ότι από το Δημοτικό είχε έφεση στα σπορ και είχε “παίξει” σχεδόν τα πάντα.
Στη Γ’ Λυκείου τα νούμερά του ήταν αδύνατον να περάσουν απαρατήρητα. Τελείωσε τη σχολική χρονιά με παρ’ ολίγον triple double: 21.3 πόντοι, 11.2 ασίστς, 9.1 ριμπάουντς.
Στο νου του τριγύριζε αποκλειστικά και μόνο ένα κολεγιακό πρόγραμμα, μια ευκαιρία στο NCAA.
Ήξερε ότι ήταν καλός, τον ενοχλούσε που δεν είχε φτάσει ακόμη πρόταση από κάποιο κολέγιο που δεν είχε εκδηλωθεί ενδιαφέρον.
Το συζητά με τον προπονητή του, καταλήγουν στη μυθική «The Tape», μια βιντεοκασέτα με highlights του Στιβ από τα χρόνια του σχολείου, η οποία ταξίδεψε στα περισσότερα κολέγια που έστω γνώριζαν την ύπαρξή του.
Και πάλι όμως δισταγμοί και “τίποτα”. Ήταν ακόμα ένας λευκός 190 εκατοστών που έπαιζε play maker και είχε καλό σουτ και πάσα. Από τέτοιους η Αμερική γεμάτη.
Μέχρι που ήρθε η ημέρα διεξαγωγής του Τελικού του σχολικού Πρωταθλήματος. Οι SMUS είναι εκεί κυρίως εξ αιτίας του Στιβ.
Για καλή του τύχη, είναι εκεί και ο θρυλικός Τζέι Τραϊάνο, ίσως ο μεγαλύτερος γνώστης του αθλήματος στη χώρα-δημιούργημα των Άγγλων και Γάλλων αποίκων και προπονητής της Εθνικής Καναδά.
Ο Τζέι διακρίνει στο πλήθος έναν απομονωμένο κύριο με καπέλο, μια φιγούρα παράταιρη με τις υπόλοιπες στο κλειστό. Ξέρει ότι ο Στιβ θα κάνει αυτό που ξέρει στο παρκέ, ότι θα παίξει όπως παίζει πάντα και θα σαγηνεύσει το κοινό. Το ζήτημα ήταν να σαγηνεύσει και τον κύριο με το καπέλο που σίγουρα δεν ήταν Καναδός.
Τελικά ο μυστηριώδης επισκέπτης ήταν ο Ντικ Ντέιβι, ο προπονητής του κολεγίου της Santa Clara από την πρώτη κατηγορία, ο οποίος είχε δει το «The Tape» και αποφάσισε να ασχοληθεί περισσότερο με αυτόν τον “στεγνό” Καναδό.
O Στιβ, παρότι αγχωμένος, όχι μόνο σαγήνευσε τα πλήθη, έπεισε και τον κύριο με το καπέλο να τον πάρει μαζί του στην Silicon Valley της Καλιφόρνια, να του προσφέρει ένα αξιοζήλευτο πρόγραμμα στους τοπικούς Broncos.
Το όνειρο του Νας επρόκειτο να γίνει πραγματικότητα, θα έπαιζε μπάσκετ με τους καλύτερους σε πανεπιστημιακό επίπεδο, θα συνέλεγε εμπειρίες εναντίον πιο σκληρών και δυνατών αντιπάλων, θα βελτιωνόταν κι άλλο και με λίγη τύχη θα έμπαινε στο τελικό τουρνουά του NCAA.
Οι Broncos απείχαν πέντε χρόνια από την τελική φάση, ο Ντέιβι όμως ήξερε καλά πού πόνταρε. Ο θρύλος λέει ότι ο Στιβ περπατούσε στους διαδρόμους των κοιτώνων του πανεπιστημίου κάνοντας τρίπλες με ένα μπαλάκι του τένις, ότι δεν πήρε απλώς σοβαρά τη συμβουλή του Ντικ να βελτιώσει τον χειρισμό της μπάλα αλλά την πήγε στο επόμενο επίπεδο.
Την παρθενική του σεζόν στο κολέγιο, ερχόμενος από τον πάγκο, “γράφει” 8 πόντους με 40% ποσοστό ευστοχίας στα σουτ τριών πόντων.
Τη δεύτερη χρονιά διευθύνει και γίνεται ο ηγέτης της ομάδας. Οι μέσοι όροι γράφουν περίπου 15 πόντους και 4 ασίστς. Την τρίτη έρχεται η εκτόξευση: 20.9 πόντοι, 6.4 ασίστς.
Ήταν αδύνατον να μην συμπεριληφθεί στη λίστα του «mock draft». Από δυνάμει μπασκετμπολίστα της NBL ο Στιβ Νας με την ασταμάτητη βελτίωσή του μετατράπηκε σε δυνάμει NBAer.
Στις 26 Ιουνίου του 1996 αφήνει την Santa Clara ως ρέκορντμαν πασέρ στην ιστορία του Πανεπιστημίου και σύμφωνα με τους ειδικούς θα μπει στις top30 επιλογές του draft.
Τελικά, εκείνο το θερμό πρωινό στο Rutheford του Νιου Τζέρσεϊ ο Στίβεν Τζον Νας επελέγη στο #15 του draft από το Φοίνιξ.
Η επιλογή έκανε θόρυβο, όχι θετικό. Οι οπαδοί των Σανς απορούσαν με την επιλογή της ομάδας, δεν εμπεριείχε καμία λογική η επιλογή ενός ακόμα point guard, όταν στην ομάδα υπήρχαν ήδη ο μεγάλος Κέβιν Τζόνσον και ο Σαμ Κασέλ.
Η προσαρμογή στο Φοίνιξ ήταν επίπονη. Ειδικά την πρώτη σεζόν, ο Νας ερχόταν αποκλειστικά ως σπεσιαλίστας στο σουτ τριών πόντων από τον πάγκο, έπαιζε ελάχιστα, δεν μετείχε στην οργάνωση του παιχνιδιού.
Επί της ουσίας δικαίωνε όλους όσοι είχαν προδικάσει ότι η επιλογή των Σανς σε εκείνο το draft ήταν αποτυχημένη.
Ο Στιβ όμως πάντοτε είχε συντροφιά το κισμέτ του.
Στα χρόνια των Broncos είχε γνωρίσει τον Ντόνι Νέλσον, γιο του μεγάλου Ντον, τότε head coach στο Ντάλας και τους ανερχόμενους Μάβερικς.
Οι «Μαβς» είχαν ανάγκη έναν νέο και ελπιδοφόρο play maker, έπρεπε να “χτίσουν”. Ο Ντον Νέλσον πείθει τα ανώτατα διοικητικά κλιμάκια και το Ντάλας καταθέτει τη δελεαστική του πρόταση στο Φοίνιξ: Γουέλς, Μιούρσεπ και ένα μελλοντικό draft pick.
Οι Σανς δεν το σκέφτονται καν δεύτερη φορά, δεν υπήρχε λόγος να ασχοληθούν άλλο με αυτόν τον στεγνό και ξερακιανό σουτέρ που δεν βελτιώθηκε καθόλου.
Θα περίμενε κανείς ότι, με το που θα προσγειωθεί στο αεροδρόμιο του Ντάλας ο Νας, ο Νέλσον θα τον έστελνε στο γυμναστήριο για πρόγραμμα με βάρη. Ο Ντον όμως δεν ήταν ένας απλώς κόουτς.
Η οξυδέρκειά του και η ικανότητά του να διαβλέπει το μέλλον τον οδήγησαν στην απόφαση να μην “πειράξει” ούτε τον Νας ούτε τον Νοβίτσκι, δυο ακατέργαστα διαμάντια που επρόκειτο να μεγαλουργήσουν στο ΝΒΑ.
Ειδικά με τον Νας, ο Ντον επέμεινε για παραπάνω από μια σεζόν.
«Αφομοίωσε το στυλ παιχνιδιού, διάβασε τους συμπαίκτες, τους αντιπάλους, τους μηχανισμούς του παιχνιδιού σε αυτό το επίπεδο και θα μεγαλουργήσεις», ήταν η συμβουλή στον Νας. Και ο Στιβ όχι απλώς υπάκουσε αλλά εκτέλεσε ευλαβικά.
Τα πενιχρά στατιστικά της πρώτης διετίας στο Ντάλας (8.5 πόντοι και 5 ασίστς) έδιναν ξανά την εντύπωση ότι ο Νας απλώς “δεν κάνει”.
Λίγοι γνώριζαν ότι η συγκεκριμένη διετία ήταν η σημαντικότερη στην καριέρα του, η διετία που επί της ουσίας κατάλαβε το ΝΒΑ και οικοδόμησε τη μεγαλειώδη μετέπειτα καριέρα του.
Όταν το 2000-2001 κατέφθασε και ο τυφώνας Μαρκ Κιούμπαν, ως νέος ιδιοκτήτης της ομάδας, το Ντάλας από μια ομάδα που πάλευε να μπει στα play offs (και συνήθως αποτύγχανε) έγινε ξαφνικά ομάδα να ποντάρεις πάνω της.
Ήρθαν ο Φίνλεϊ, ο Τζουάν Χάουαρντ, ο Ντιρκ ήταν πιο ώριμος, ο Στιβ είχε “διαβάσει” το περιβάλλον.
Play offs, εκτόξευση στους 15.6 πόντους με κοντά 7.5 ασίστς, αποκλεισμός στον ημιτελικό της Περιφέρειας.
Κάτι μεγάλο ξεκινούσε στο Ντάλας και όσοι δεν το έβλεπαν μάλλον δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι γεννιόταν ένας από τους καλύτερους guards όλων των εποχών.
Η επόμενη σεζόν ακόμα καλύτερη, ακόμα πιο πειστικοί αριθμοί (18 πόντοι, 8 ασίστς), All Star, είσοδος στην τρίτη καλύτερη πεντάδα ολόκληρης της λίγκας.
Οι «Μαβς» παλεύουν με όλες τους τις δυνάμεις να φτάσουν όσο ψηλότερα γίνεται, το peak όμως είναι μια “φτωχή” συμμετοχή σε τελικούς της Περιφέρειας.
Το κλίμα “σπάει”, το 2003 στην τελευταία σεζόν του συμβολαίου του ο Νας είναι ένας άριστος παίκτης, All Star, αλλά πολύ μακριά από αντικείμενο αφιερώματος ή ειδικής μνείας στα ύστερα.
Ο Κιούμπαν τον κάλεσε στο γραφείο του με εκείνη την παροιμιώδη και άξεστη νοοτροπία. «Τι να τον κάνω έναν 30άρη που δεν μου έχει φέρει ακόμη τίποτα»;
Επειδή ο Στιβ είναι restricted free agent, ο Κιούμπαν του προσφέρει 9 εκατ. δολάρια.
Δεν γνωρίζει ακόμη ότι οι Σανς έχουν αναγνωρίσει το τεράστιο σφάλμα τους και έχουν ήδη καταθέσει πρόταση ύψους 63 εκατ. στο άλλοτε prospect τους.
Ο Νας δεν θέλει επ’ ουδενί να αφήσει το Ντάλας. Περνάει καλά, έχει προσαρμοστεί στους ρυθμούς της ζωής και έχει αγαπήσει την ομάδα.
Σχεδόν παρακαλεί τον Κιούμπαν να ισοφαρίσει την προσφορά των Σανς και να παραμείνει στο Ντάλας.
Ο Μαρκ είναι ανένδοτος, δεν θέλει το “τετράγωνο” μπάσκετ του Νας, θέλει θέαμα και “σαματά”.
Το κισμέτ τελικά έγραφε Σανς. Στο Φοίνιξ, παρά το γεγονός ότι είχε απορρίψει την ιδέα, ο Στιβ βρίσκει τον ιδανικό προπονητή για τον τρόπο που καταλάβαινε το μπάσκετ (τον “Ευρωπαίο” Μάικ Ντ’ Αντόνι) και τον ιδανικό power forward για το παιχνίδι του (τον Αμάρι Στάνταμαϊρ).
Η χημεία των συστατικών έφερε την καλύτερη σεζόν των Σανς, το καλύτερο ρεκόρ και τον τίτλο του MVP για τον Στιβ, ο οποίος, στη σεζόν που κατά τον Κιούμπαν θα ξεκινούσε η αντίστροφη μέτρηση, απέδωσε το ωριμότερο μπάσκετ της καριέρας του.
Ακριβώς όταν πάτησε τα 30, το μόνο που έλειπε ήταν ένα Πρωτάθλημα.
Πρώτα οι στρατοσφαιρικά τακτικοί Σπερς του μεγάλου Γκρεγκ Πόποβιτς και κατόπιν οι -ειρωνεία της μοίρας- Μάβερικς του τρομερού Ντιρκ στερούν το “Άγιο Δισκοπότηρο” από τον άνθρωπο-κομπιούτερ.
Το κοινό μπορεί να εμμένει στις ασίστς και τα τρίποντα, πάντοτε όμως το σημαντικότερο στοιχείο ενός αθλητή, ενός ηγέτη, είναι η επιρροή στους γύρω του και η ικανότητα να προβλέπει και να προλαμβάνει καταστάσεις.
Είναι, εκτιμώ, η πιο εύστοχη περιγραφή που μπορεί να γίνει για τον μπασκετμπολίστα Νας.
Δεν είναι το σουτ, δεν είναι το κρύο αίμα, το γεγονός ότι υπήρξε ένας αδιαμφισβήτητος clutch player, αλλά οι τόνοι “μπασκετοσύνης”, ας μου επιτραπεί η έκφραση, που γέμιζαν το παρκέ.
Μπορεί η πορεία των Σανς να υπήρξε κατώτερη των προσδοκιών και για κακή τους τύχη να έπεφταν διαρκώς επάνω σε καλύτερους, πλην όμως με τον Στιβ Νας ξεκίνησε μια νέα εποχή για το ΝΒΑ που μας οδήγησε στον Στεφ Κάρι, τη μεγάλη σημασία του μακρινού σουτ, την αλλαγή της τακτικής προσέγγισης του ίδιου του παιχνιδιού.
Το 2009-2010 που το Φοίνιξ επέστρεψε στο θετικό πρόσημο, ο Στιβ ήταν ήδη 35 στα 36. Παρέμενε στεγνός, ξερακιανός, όπως στα χρόνια των Broncos.
Με συγκλονιστικές εμφανίσεις οδηγεί και πάλι τους Σανς στους τελικούς της Περιφέρειας και πάλι όμως θα πέσει επάνω στους σεληνιασμένους Λέικερς του Κόμπι Μπράιαντ.
Εκείνη η ήττα στη σειρά των έξι αγώνων ήταν επί της ουσίας το κύκνειο άσμα για το κυνήγι ενός Πρωταθλήματος στην Αριζόνα.
Τα νούμερα εξακολούθησαν να ανεβαίνουν, ξεκίνησε μια ατέρμονη συζήτηση περί βιονικού, περί κορυφαίου πασέρ στην ιστορία, περί φαινομένου ανάλογου του συνεπώνυμου νομπελίστα.
Και εδώ είχαμε έναν ιδιοφυή Νας, τούτη τη φορά με την πορτοκαλί στα χέρια και με αυτή τη φλεγματική φυσιογνωμία που είτε λατρεύει είτε αντιπαθεί ο καθένας με την πρώτη ματιά.
Τα δυο τελευταία από τα οκτώ χρόνια στο Φοίνιξ προσομοιάζουν περισσότερο από κάθε τι σε αυτό που το ΝΒΑ έχει ξεχάσει: στον αθλητή-σύμβολο μια ομάδας, στον μπασκετμπολίστα-σημαία μιας ομάδας που μπορεί να μην κατακτά τίτλους αλλά είναι εκεί και συμβάλλει τα μέγιστα στη διαφήμιση του σπορ.
Όταν κλήθηκε για το όγδοο All Star Game του τον Φεβρουάριο του 2012, ο Στιβ ήταν 38 και πρώτος πασέρ στη λίγκα. Δυο μήνες μετά ξεπέρασε και τον Όσκαρ Ρόμπερτσον στη σχετική λίστα “όλων των εποχών”.
Έκλεισε τη σεζόν με 12.5 πόντους και σχεδόν 11 ασίστς μέσο όρο. Για έναν 38χρονο “στεγνό” λευκό γκαρντ είναι νούμερα που πιθανότατα δεν θα ξαναδούμε ποτέ.
Θα στοιχημάτιζε ο οποιοσδήποτε πως εκεί θα ερχόταν και το γλυκό κλείσιμο του μεγαλύτερου κεφαλαίου της ζωής του. Το ταξίδι όμως δεν είχε τελειώσει.
Οι Λέικερς τολμούν και, παραχωρώντας δυο (!) επιλογές στο draft του 2013 και του 2015, υπογράφουν τον καλύτερο play maker της λίγκας. Και οι Λιμνάνθρωποι του μέντορα Ντ’ Αντόνι και ο Στιβ ήθελαν το ίδιο πράγμα, ένα Πρωτάθλημα.
Τραυματισμοί και χημεία με Κόμπι και Χάουαρντ δεν έφεραν το πολυπόθητο Πρωτάθλημα ούτε τότε. Η mini “Dream Team” του Ντ’ Αντόνι υποχρεώθηκε να παίζει με τον Νας στην άκρη του πάγκου, με πολιτική περιβολή και εκείνο το απλανές βλέμμα του ανθρώπου που τα είχε πάρει και κάνει όλα εκτός από το να βάλει το σημαιάκι στην κορυφή του Κιλιμάντζαρου.
Είναι και θα παραμένει πάντοτε από τους πιο αδικημένους στην ιστορία, πληγώνει το γεγονός ότι αυτός ο υπερ-αθλητής, αυτό το μοναδικό ταλέντο με τη δική του Οδύσσεια στα παιδικά του χρόνια, δεν έπαιξε σε τελικούς, δεν έφτασε ένα βήμα από τη διεκδίκηση ενός Πρωταθλήματος.
Με τις πενιχρές συμμετοχές στο Λος Άντζελες ξεπέρασε και τον Μαρκ Τζάκσον στη λίστα των κορυφαίων πασέρ. Τρίτος κορυφαίος πασέρ στην ιστορία του ΝΒΑ.
Όταν ανακοίνωσε επισήμως το τέλος στις 21 Μαρτίου του 2015, ο κόσμος του μπάσκετ έχασε μια από τις κορυφαίες του φυσιογνωμίες, τον άνθρωπο που απέδειξε ότι, από οπουδήποτε κι αν ξεκινήσεις, οπουδήποτε κι αν γεννηθείς, όσο δύσκολες κι αν είναι οι συνθήκες, το ταλέντο και η σκληρή δουλειά θα σε φέρουν στην κορυφή.
Έτσι μπήκε στο Hall of Fame, έτσι αναγνωρίστηκε εν όλω.
Στην επιστήμη της Κοινωνιολογίας, όσον αφορά στην ανθρώπινη διάσταση γενικότερα, υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον θεώρημα: ο πλούσιος που δεν κατέχει τα πλούτη τού αμέσως πλουσιότερου δεν σημαίνει ότι είναι φτωχός. Σε κάθε πτυχή και έκφανση της ζωής.
Είμαστε σημαντικοί στο κομμάτι που μας αναλογεί, ακόμα και όσοι -ελάχιστοι- έχουν την ευτυχία και πατούν στην κορυφή, πάντοτε θα πέσουν, πάντοτε θα βρεθεί κάποιος καλύτερος, ικανότερος, πλουσιότερος.
Και σε χρήμα, και σε συναίσθημα, και σε ταλέντο, και σε οτιδήποτε.
Ο Στιβ Νας για τον κόσμο του μπάσκετ είναι στην κορυφή, κι ας μην είναι ο πολυνίκης, ο καλύτερος, ο πιο ταλαντούχος όλων των εποχών.
Στον αθλητή πολλές φορές αρκεί να εμπνέει, να δημιουργεί, να ανοίγει νέους δρόμους.
Αυτό είναι το θεώρημα του Στιβ Νας.
CHECK IT OUT: Όλα τα κείμενα του Zastro