«Θέλω να γίνουμε φίλοι. Στο χωριό μου, για να γίνουμε φίλοι, πρέπει να πιούμε από το ίδιο ποτήρι και να ακούσουμε το ίδιο τραγούδι».
Θανάσης Βέγγος στον Χάρβεϊ Καϊτέλ, σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές στο «Βλέμμα του Οδυσσέα».
Το ταξί έχει κολλήσει στο χιόνι, o Αμερικανός ηθοποιός παίρνει το μπουκάλι από τον Έλληνα και κατεβάζει μια γερή γουλιά, το ίδιο αμέσως μετά και ο κορυφαίος κωμικός μας, σε έναν κόντρα βέβαια ρόλο.
Θόδωρος Αγγελόπουλος, από το 1995. «Ulysses’ gaze» o αγγλικός τίτλος, Μεγάλο βραβείο στις Κάννες (δηλαδή το δεύτερο, μετά τον Χρυσό Φοίνικα) η κατάληξη που εκνευρίζει τον σκηνοθέτη. Ταινία που περνάει στα γυρίσματά της από αδόκητες αναποδιές, με τον θάνατο του Τζιάν Μαρία Βολοντέ στη Φλώρινα.
Τον Ιανουάριο του ’95 που ο κινηματογραφικός «Theo» καταλήγει στον (μπεργκμανικό και ταρκοφσκικό) Έρλαντ Γιόζεφσον για αντικαταστάτη στο καστ του, μια ελληνική ομάδα μπάσκετ προχωρεί σε μια άλλου είδους αντικατάσταση. Ο Απόλλων Πατρών επιλέγει στο ρόστερ του για αντι-Ρέτζι Τζόρνταν τον Άντριου Γκέιζ (Andrew Gaze). Το πιο γνωστό, το πιο διορατικό καλαθοσφαιρικό βλέμμα.
Γεννηθείς στις 24 Ιουλίου του 1965, ο Αυστραλός υπήρξε ένας από τους πιο σεσημασμένους σκόρερ σε παγκόσμιο επίπεδο και συνάμα ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα το οποίο -απλώς, δυστυχώς- πέρασε από το Ελληνικό Πρωτάθλημα στα χρόνια της ακμής του. Δεύτερος καλύτερος σκόρερ όλων των εποχών σε Ολυμπιακούς Αγώνες και τρίτος σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα, αναρίθμητοι εγχώριοι τίτλοι σε ατομικό και ομαδικό επίπεδο…
Εμείς είχαμε τον Γκάλη, οι Βραζιλιάνοι τον Όσκαρ. Οι «Boomers» διέθεταν έναν σπάνιο σούπερ σκόρερ στο πρόσωπο του Γκέιζ. Ενός τύπου που ελάχιστες φορές και μόνο πρόσκαιρα ξεμύτισε από την απομακρυσμένη πατρίδα του και άφησε τους αγαπημένους του Μέλμπουρν Τάιγκερς. Ήταν ο ηγέτης τους επί δύο γεμάτες δεκαετίες, όσες ακριβώς περίμενε τον ομηρικό Οδυσσέα η Πηνελόπη.
Σπίτι του (κυριολεκτικά) το γήπεδο
Οι δικοί του φίλοι, από τα μικράτα του, ήταν παιδιά με τα οποία συγχρωτίστηκε στα παρκέ. Συμπαίκτες, αργότερα, σε επαγγελματικό επίπεδο. Φιλίες με συνοδεία ισοτονικά ποτά, με ηχητικό φόντο όχι τραγούδια αλλά το ντάμπα ντούμπα μιας μπάλας στο ξύλινο δάπεδο.
Με συγγενείς που έπρεπε να ψάξεις πολύ και σε μακρινά σόγια (sic) ώστε να βρεις κάποιον που να μην παίζει μπάσκετ, ο «Ντριου», για τους φίλους του λοιπόν, μεγάλωσε κυριολεκτικά σε ένα γήπεδο μπάσκετ. Το σπίτι του είχε την ίδια διεύθυνση με το Albert Park Basketball Stadium, διότι απλούστατα βρισκόταν… σε αυτό. Κολλητά στην παλιά έδρα των Τάιγκερς, στην πίσω πλευρά σε σχέση με την κύρια είσοδο.
Τύποις, ήταν τα γραφεία του Γενικού Διευθυντή της τοπικής (της Βικτόρια) Ομοσπονδίας Καλαθοσφαίρισης. Ναι, αλλά αυτός -μεταξύ πολλών πολλών άλλων- ήταν ο πατήρ Λίντσεϊ Γκέιζ, ο οποίος σιγά μην πήγαινε να μείνει σε άλλο σπίτι.
Ο γιος του έβγαινε από τη μία πόρτα και διάλεγε μία από τις εννιά από τις ισάριθμες σάλες στο μπασκετικό σύμπλεγμα. Για να παίξει το αγαπημένο του άθλημα, για να προπονηθεί με τις ώρες στο σουτ που τον έκανε κι αυτόν γνωστό, όχι σε ολόκληρη την Αυστραλία αλλά σε ολάκερη την οικουμένη.
Μια ζωή πιστός (όχι στον γιο μα) στον μπαμπά
Βλέπετε, ο Λίντσεϊ Γκέιζ, γεννηθείς το 1936 παρακαλώ, δεν αποτελεί μέχρι σήμερα γνώριμη φιγούρα στους Αυστραλούς ως Γενικός Διευθυντής μιας τοπικής Ομοσπονδίας ή με οποιαδήποτε παραγοντική ιδιότητα μα ως παίκτης και κυρίως ως προπονητής. Επί 35 συναπτά χρόνια στον πάγκο των Μέλμπουρν Τάιγκερς, νωρίτερα πιονέρος του αυστραλιανού μπάσκετ σε εθνικό επίπεδο. Τέκνο δαύτος της Αδελαΐδας, σχετικά κοντά (για τα δεδομένα του αχανούς κράτους) στη Μελβούρνη, βρήκε την Ιθάκη του σε αυτήν την τελευταία.
Ο χωρισμός των γονέων στα ’40s έφερε τη μετακόμιση στη δεύτερη πολυπληθέστερη πόλη της Αυστραλίας και ο Λίντσεϊ αποτέλεσε εξέχον μέλος των «Boomers» ακόμα και ως παίκτης. Για την ακρίβεια, από το 1960 έως το 1984 ήταν παρών -με φανέλα ή σακάκι- σε κάθε συμμετοχή της Εθνικής του σε Ολυμπιακά ή Προολυμπιακά τουρνουά.
Σημαδιακό έτος το 1984, όχι μόνο λόγω Όργουελ. Για το γκεϊζέικο, είναι το έτος που ο 19χρονος γιος παίζει στους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες υπό την τεχνική καθοδήγηση του μπαμπά και, κυρίως, το έτος έναρξης της ανάλογης συνεργασίας τους στους Τάιγκερς.
Αν η Πηνελόπη έμεινε επί 20 χρόνια αφοσιωμένη στον γιο της, Τηλέμαχο, ο Άντριου Γκέιζ έμεινε επί 21 σεζόν (παρά μερικούς μήνες, οπότε βρέθηκε αλλού) αφοσιωμένος στον πατέρα του.
Μαζί σημάδεψαν την ιστορία του συλλόγου της Μελβούρνης. Ο σούτινγκ γκαρντ με τους χίλιους και έναν τρόπους να βάζει την μπάλα στο καλάθι στέφθηκε Πρωταθλητής το 1993 και το 1997, ψηφίστηκε επτάκις ΜVP της λίγκας, τερμάτισε 14 φορές πρώτος σκόρερ! Πάντα υπό τις οδηγίες του πατρός.
Μαζί αποχώρησαν το 2005, έχοντας πια το ρεκόρ μακροβιότερης συνεργασίας πατέρα-γιου σε οποιοδήποτε άθλημα παγκοσμίως, μαζί επέστρεψαν αργότερα για να ηγηθούν διοικητικά. Μαζί (συνυπ)έγραψαν μέχρι και βιβλίο, το «Winning basketball», το 1992. Σε μια φαμίλια που απλώς ενδεικτικά ο θείος (του Άντριου) Τόνι ήταν ο Ομοσπονδιακός Τεχνικός της Εθνικής Γυναικών, ο ξάδερφος Μαρκ ήταν επίσης διεθνής με τους Άνδρες και η ξαδέρφη Κέιτ είναι μία από τις καλύτερες μπασκετμπολίστριες της χώρας, ο Λίντσεϊ με τον Άντριου αποτέλεσαν παράδειγμα επιτυχίας και διάρκειας.
Με τον Τζάκη (sic), τον Βετούλα, τον Μολφέτα και τα άλλα παιδιά
Ως γνωστόν, τη δεκαετία του ’90 το Ελληνικό Πρωτάθλημα προσέλκυε βαρβάτα ονόματα από κάθε γωνιά του κόσμου, ακόμα και το ΝΒΑ. Το 1995 οι «Αιώνιοι» έφταναν (και κοντράρονταν) σε δεύτερο συναπτό Final 4, o Γουόλτερ Μπέρι έπαιζε στον Ηρακλή, ακόμα και η ουραγός Δάφνη είχε τον τρελο-Ντέρικ Τσίβους, ο οποίος έβαζε όπως ήθελε την μπάλα στο καλάθι.
Σε αυτό το πλαίσιο ήρθε ο Γκέιζ στα μέρη μας και δη στην Πάτρα. Σε εποχή προ Μποσμάν και κοινοτικών ακόμη, με τις μετακινήσεις ξένων παικτών περιορισμένες γενικότερα. Από τη χώρα του είχε ξεμυτίσει πρώτη φορά σε επαγγελματικό επίπεδο το 1991, για χάρη της Ρεξ Ούντινε. Ιταλικής ομάδας -και ουραγού της- Α2, ακριβώς τη χρονιά που ξεκινούσε την καριέρα του εκεί ένας άλλος τρελός. Ο Τζιανμάρκο Ποτσέκο.
Ναι, τελευταία τερμάτισε η Ούντινε, παρότι ο δίμετρος γκαρντ-φόργουορντ από την Αυστραλία είχε 30 πόντους μ.ο. Τον Μάρτιο του ’94 έκλεισε τη ρέγκιουλαρ σίζον του ΝΒΑ στους Μπούλετς, όπως ονομάζονταν οι νυν Γουίζαρντς. Στα χαμηλά πατώματα της Ανατολής ήταν η Ουάσινγκτον, στα χαμηλά παρέμεινε και ο φίλος μας, με 3.1 πόντους σε επτά ολιγόλεπτες συμμετοχές.
Δέκα μήνες αργότερα αρίβαρε στην Περιβόλα, αντικαθιστώντας τον Ρέτζι Τζόρνταν και διατηρώντας τον Απόλλωνα στην Α1, με 26.5 πόντους, 4.1 ριμπάουντ και 2.5 ασίστ στις 16 φορές που εμφανίστηκε.
Το αγαπημένο του «10» το φορούσε ο Αργύρης Παπαπέτρου. Με το «6» στην πλάτη μάς συστήθηκε με 17 πόντους σε μια ήττα από τη super team του ΠΑΟΚ, με Μπάνε και Κόρφα, με Σάβιτς και Ρεντζιά.
Συνέχισε με 34άρα σε νίκη επί της ΑΕΚ, έβαλε 42 πόντους στον Άρη, κόλλησε αμέσως δίπλα στον εκ Ρουμανίας ομογενή, Γεράσιμο Τζάκι (με «ι» τον γράφαμε τότε), τον μετέπειτα τεχνικό του συλλόγου, Νίκο Βετούλα, τον Γιάννη Μολφέτα, τον Πλάτωνα Χοτοκουρίδη. Σοβαρή περιφέρεια, σοβαρός ήταν και ο σέντερ των Αχαιών, Τζον Πολ Σάσκι.
Πρωταθλητής ΝΒΑ, ως «σπιρούνι» ατρόχιστο
«So this is real life
you ‘re telling me
now I ‘m lost in shock»,
που τραγούδαγαν και οι Magazine στο… «Definitive gaze».
«Ώστε αυτό είναι το αληθινό μπάσκετ, στο ΝΒΑ», ανακράζει ο Γκέιζ την τέταρτη και τελευταία φορά που αποτολμά το βήμα μακριά από τη ζώνη ασφαλείας του. Δεν είναι Ευρώπη, είναι ΝΒΑ. Δεν είναι οι παραπαίοντες Μπούλετς, είναι οι πρωταγωνιστές Σπερς. Κοντά 34 πια το 1999 και με γκριζαρισμένους από καιρό τους κροτάφους, ελπίζει να βρει ρόλο και στο ροτέισιον του Γκρεγκ Πόποβιτς.
Για πρώτη φορά όμως στην καριέρα του, με εξαίρεση εκείνα τα λιγοστά ματσάκια στην Ουάσινγκτον, όπου όμως είχε βρεθεί στο τέλος της χρονιάς, έμεινε απλώς θεατής σε μια ομάδα.
Σε τι ομάδα ωστόσο… Τo Σαν Αντόνιο έφτασε στον πρώτο τίτλο της ιστορίας του, χάρη κυρίως στους «Δίδυμους Πύργους», Τιμ Ντάνκαν και Ντέιβιντ Ρόμπινσον.
Υπήρχαν όμως και στις πλάγιες θέσεις οι πολύπειροι Μάριο Έλι και Σον Έλιοτ. Ήθελε instant offense με μακρινό σουτ από κάποιον παγκίτη ο «Pop»; Έβαζε τον Στιβ Κερ, ο οποίος συνέχισε το σερί τίτλων του μετά το δεύτερο three-peat με τους Μπουλς…
Μέσα σε όλα, η χρονιά ήταν… εξπρές στο ΝΒΑ λόγω λοκ άουτ. Όλα κι όλα 50 ματσάκια έδωσαν οι ομάδες στην κανονική περίοδο, πού χρόνος για δοκιμές και πειράματα… Ούτε 60 λεπτά δεν περίσσεψαν όλη τη σεζόν (κανένα στα πλέι οφ…) στον Γκέιζ, μα έστω κι έτσι έχει να περηφανεύεται και για ένα δαχτυλίδι.
Γκρίζες ελληνικές ζώνες, χρυσαφένιες αυστραλιανές
Όχι πως δεν είχε τις επιτυχίες του σε ατομικό επίπεδο και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πρώτη φορά είχε βρεθεί εκεί το 1988 για το Σίτον Χολ στο ΝCAA. Οι εμφανίσεις του στους Ολυμπιακούς Αγώνες του ίδιου έτους προσέλκυσαν το ενδιαφέρον ουκ ολίγων κολεγίων και οριακά μπορούσε να δηλωθεί ηλικιακά στο Κολεγιακό Πρωτάθλημα για μία σεζόν.
Είχε βάλει 28 πόντους σε νίκη επί της Ισπανίας του Σαν Επιφάνιο, 27 στη Γιουγκοσλαβία του Ντράζεν και των άλλων ταλεντάρων στον ημιτελικό, 17 στην ήττα και του μικρού Τελικού από τις ΗΠΑ. Σε αυτές τον κέρδισε το Σίτον Χολ και μαζί του το Πανεπιστήμιο του Νιου Τζέρσι “κέρδισε” την πρώτη του πορεία μέχρι το Final 4. Σούπερ, με 20άρα, στον θριαμβευτικό ημιτελικό με το Ντιουκ, άφαντος στην ήττα στον πόντο (και στην παράταση) στον Τελικό από το Μίτσιγκαν του Γκλεν Ράις.
Δεν ήταν αθλητικός, αλλά έδειξε ακόμα και ανάμεσα σε αμερικανάκια που πήδαγαν στον Θεό ότι το χάρισμά του στο σκοράρισμα ήταν σπάνιο. Κάπως έτσι έγινε ο πρώτος Αυστραλός μπασκετμπολίστας που αγωνίστηκε στην Ευρώπη, ο θρύλος των Μουντομπάσκετ και των Ολυμπιακών Αγώνων, ο κορυφαίος παίκτης όλων των εποχών (όπως θεωρείται ακόμη και σήμερα) στην πατρίδα του.
Στη δική μας χώρα δεν στέριωσε και ο λόγος δεν ήταν μονάχα ότι δεν μπορούσε να μείνει για πολύ μακριά από τη Μελβούρνη. Μιλώντας σε αυστραλιανές εφημερίδες μετά τη θητεία του στον Απόλλωνα, ανέφερε ότι στο Ελληνικό Πρωτάθλημα υπήρχαν στημένα παιχνίδια. Οι δηλώσεις του έκαναν φυσικά αίσθηση, δίχως να αποδειχθεί κατόπιν έρευνας -αν ποτέ έγινε τέτοια- κάτι σχετικό.
Η ελληνική πόρτα είχε κλείσει ερμητικά και οριστικά για τον Γκέιζ, ο οποίος είχε φτάσει στην Πάτρα γνωρίζοντας κάμποσες φράσεις και σίγουρα κάθε βρισιά στη γλώσσα μας, απότοκο της παιδικής συναναστροφής του με τέκνα Ελλήνων μεταναστών στη Μελβούρνη.
Μεγαλύτερη ελληνική μήνιν -και δικαιολογημένα- προκάλεσε το 2016 ως σχολιαστής σε τηλεοπτικό κανάλι της Αυστραλίας στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων. Όταν ήρθε η σειρά της FYROM (όπως λεγόταν τότε η Βόρεια Μακεδονία) να μπει στο στάδιο του Ρίο Ντε Ζανέιρο, έκανε… Σκοπιανό τον Μέγα Αλέξανδρο. «Μεγαλύτερος αρχαίος Ολυμπιονίκης ήταν ο Φίλιππος ο Β’, πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου», βρήκε να σχολιάσει κατά την παρέλαση των γειτόνων μας. Έγινε αντικείμενο κραξίματος στα social media, ακόμα και διαβήματος από την πρεσβεία της Ελλάδας στην Αυστραλία. Και προφανώς ζήτησε συγγνώμη για την γκάφα του.
Στη μετά την αποχώρηση από τα παρκέ ζωή του, έχει υπάρξει και σταθερός σχολιαστής σε αγώνες μπάσκετ, προπονητής την τριετία 2016-2019 σε Μελβούρνη και Σίδνεϊ, συγγραφέας βιβλίων. Έβγαλε ομώνυμο παπούτσι που πούλησε τρελά, έγινε πρέσβης σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, παρέμεινε στην αυστραλιανή επικαιρότητα συμμετέχοντας σε ριάλιτι και σόου τύπου «Dancing With The Stars».
Σελέμπριτι κοινώς σήμερα ο «factor», ένα από τα κάμποσα παρατσούκλια του.
Διαχρονικά βέβαια είναι ο σκόρερ που βγαίνει μία φορά σε τέσσερεις-πέντε γενιές. Ο δεύτερος καλύτερος όλων των εποχών σε Ολυμπιακά τουρνουά μετά τον Όσκαρ Σμιντ, ο τρίτος σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα μετά τον Βραζιλιάνο και τον Λουίς Σκόλα.
Το 2000 επί πατρίων εδαφών στο Σίδνεϊ ήταν ο Σημαιοφόρος των Αυστραλών αθλητών και ο πρώτος σκόρερ των Ολυμπιακών με 19.9 πόντους, ακολουθούμενος μάλιστα από τον συμπατριώτη του, Σέιν Χιλ. Τον “μπόμπερ” της Νήαρ Ηστ την αμέσως προηγούμενη διετία! Φυσικά ο Γκέιζ είναι ο κορυφαίος σχετικά και της αυστραλιανής λίγκας (NBL), έχοντας καταγράψει και σεζόν με 44.1 πόντους.
O (όποιος) MVP του NBL λαμβάνει κάθε χρόνο το Andrew Gaze Trophy, o Αυστραλός παίκτης της χρονιάς το Gaze Μedal…Ο ίδιος είναι μέλος του Τάγματος της Αυστραλίας. Και θα ήθελε να τον υποδυθεί στον κινηματογράφο ο Ρίτσαρντ Γκιρ ή ο Τζορτζ Κλούνι, λόγω γκρίζας κόμης (που έχει γίνει πια πάλλευκη) προφανώς.
Ναι, αλλά θα είχαν και το τόσο ιδιαίτερο βλέμμα του;
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τα… 12 λεπτά δημοσιότητας του Λουκ Λόνγκλεϊ δεν αρκούσαν στον Μάικλ Τζόρνταν