Το 1988 οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Σεούλ επρόκειτο να γίνουν τέλος Σεπτεμβρίου κι εγώ βρισκόμουν για προετοιμασία στα Πυρηναία.
Ξαφνικά η Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή έβαλε κάποια καινούργια όρια και, ενώ ο ΣΕΓΑΣ μάς είχε προτείνει για να αγωνιστούμε, μας έκοψαν.
Τότε είχαν κόψει και τον Νικόλα Κακλαμανάκη, την Έλλη Ρουσσάκη, τον Θανάση Καλογιάννη, αθλητές πολύ υψηλού επιπέδου.
Στους Ολυμπιακούς πήγε μόνο η ομάδα σκυταλοδρομίας 4Χ100 των Γυναικών και η Άννα Βερούλη.
Αυτό ανακοινώθηκε τέλος Ιουλίου-αρχές Αυγούστου και ενώ ήμουν προετοιμασία.
Ο Μαραθώνιους του Βερολίνου, όπου τελικά μετείχα, ήταν προγραμματισμένος δύο εβδομάδες μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τότε είχαν βγάλει έναν κανονισμό σύμφωνα με τον οποίον στη Σεούλ θα πήγαιναν όσοι είχαν πιάσει τα όρια από 1η Μαρτίου έως τέλος Ιουνίου.
Όλη την προηγούμενη χρονιά εγώ είχα τρέξει δύο φορές κάτω από 2.14, είχα κάνει Πανελλήνιο ρεκόρ μια φορά στη Νέα Υόρκη και μια στη Σεούλ, στο Παγκόσμιο Κύπελλο.
Μαζί μου στον Μαραθώνιο του Βερολίνου ήταν ο προπονητής μας, ο Σπήλιος Ζαχαρόπουλος, ο Χρήστος Παπαχρήστος και η Δήμητρα Παπασπύρου, η οποία έκανε και Πανελλήνιο ρεκόρ με 2.34.24 τότε.
Είχαμε πάει Παρασκευή, Κυριακή 9 Οκτωβρίου αγωνιστήκαμε και Δευτέρα επιστρέψαμε.
Τότε στη Γερμανία τα ξενοδοχεία δεν είχαν καλές υποδομές, διατροφή για αθλητές και δρομείς, δεν είχαν στο μενού μακαρόνια που έπρεπε να φάω την παραμονή του Μαραθωνίου, γιατί χρειαζόμουν πολλούς υδατάνθρακες.
Κανονίσαμε λοιπόν με τον Σπήλιο, τον Χρήστο και τη Δήμητρα να πάμε σε μια κοντινή πιτσαρία, τότε ήταν στο Δυτικό Βερολίνο, δεν είχε πέσει ακόμη το Τείχος. Φάγαμε μακαρονάδες και ήπια και μπύρα. Θυμάμαι με είχε ρωτήσει ο κόουτς «καλά, θα πιεις μπύρα;» και του απάντησα «μου αρέσει, το απολαμβάνω και θέλω να έχω καλή ψυχολογία αύριο».
Την επόμενη μέρα σηκωθήκαμε πρωί-πρωί, έπρεπε να φάμε νωρίς πρωινό, γιατί η εκκίνηση ήταν στις 09:00, και δεν είχα κοιμηθεί πολύ καλά.
Στον Μαραθώνιο, επειδή ξυπνάς στις 05:00, περιμένεις μες στη νύχτα να χτυπήσει το ξυπνητήρι και δεν κοιμάσαι και τόσο καλά, σε κανέναν αγώνα δεν το έχω καταφέρει.
Όταν άνοιξα το παράθυρο, είδα ότι ο καιρός ήταν βροχερός, έβρεχε καταρρακτωδώς κατά διαστήματα. Αργότερα σταμάτησε να βρέχει, ξεκίνησε ο αγώνας και στο 25ο-30ο χιλιόμετρο άρχισε η βροχή και πάλι.
Η αφετηρία ήταν στο Kleiner Stern κι εγώ φορούσα μπλε σορτσάκι με μπλε φανελάκι, με το «Hellas» φυσικά από πίσω και το «13»!
Πίστευα ότι θα κάνω μεγάλο ρεκόρ, ήμουν σε εξαιρετική κατάσταση, θεωρούσα ότι το Πανελλήνιο ρεκόρ, το 2.14.19, το οποίο πάλι εγώ είχα σπάσει, θα το κατέρριπτα ξανά, περίμενα ένα 2.10, 2.11 το χειρότερο.
Μάλιστα, και κατά τη διάρκεια της κούρσας είχα αντίληψη του καλού χρόνου που θα έκανα.
Για μεγάλο διάστημα ήμουν στην πρώτη τετράδα, ήταν μαζί μου δύο Αιθίοπες και ο Σουλεϊμάν Νιαμπούι που τελικά κέρδισε. Ήταν Ολυμπιονίκης του στιπλ που είχε και το Παγκόσμιο ρεκόρ στα 1.500μ., ρεκόρ που κατέρριψε ο Σεμπάστιαν Κόε.
Στο 30ο χιλιόμετρο σταμάτησε η βροχή, καταλάβαινα ότι πάω για πολύ μεγάλο ρεκόρ, δηλαδή καλύτερο και από 2.10, αλλά φοβόμουν μήπως κουραστώ, οπότε έριξα λίγο τον ρυθμό μου, κάποια στιγμή, στο 35ο-40ο χιλιόμετρο, ήμουν τέταρτος.
Φτάνω στο 40ο και βλέπω ότι έχω ακόμη δυνάμεις. Έφυγα λοιπόν πάρα πολύ γρήγορα και προσπέρασα τους υπόλοιπους αθλητές από την Αιθιοπία που ήταν μπροστά μου.
Αν είχα άλλα 200μ., ουσιαστικά θα κέρδιζα και την κούρσα. Ο Νιαμπούι είχε αρχίσει και κατέρρεε, ενώ εγώ ερχόμουν με ταχύτητα. Έκανα τα τελευταία 2.195μ. σε 6.21, θυμάμαι, δηλαδή κάτω από τρία λεπτά το χιλιάρι!
Σε όλους τους Μαραθωνίους αυτό που σκέφτεσαι, ενώ τρέχεις, είναι πώς να καταστρώσεις σχέδιο για τον αγώνα.
Έχεις ένα πλάνο, προσπαθείς να το τηρήσεις, να πάρεις τα νερά σου, τότε οι ηλεκτρολύτες δεν ήταν τόσο καλοί και ποιοτικοί όπως σήμερα, παλεύεις να είσαι μέσα στους πρωτοπόρους, να μην κοπείς καθόλου.
Η διαδρομή στο Βερολίνο ήταν γεμάτη κόσμο, παρόλο που ο καιρός ήταν βροχερός, υπήρχαν παντού θεατές καθόλη τη διάρκεια.
Τότε είχαν τρέξει 17.000 δρομείς, δεν ήταν ακόμη γιγαντωμένος ο Μαραθώνιος, όπως είναι τώρα.
Είχε γίνει μεγάλος ντόρος στην Ελλάδα τότε για τη δεύτερη θέση που κατέκτησα και για το Πανελλήνιο ρεκόρ με 2.12.04.
Μάλιστα, υπήρχαν κάποια δημοσιεύματα του τύπου «απάντησε ο Ανδριόπουλος», σχολιάζοντας την απόφαση της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής να μη με στείλει στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ.
Εάν έκανα εκεί αυτόν τον χρόνο, θα έμπαινα εξάδα. Ο πρώτος, ο Μπορντίν, είχε κάνει 2.10 και ο έκτος είχε κάνει 2.12, πιστεύω ότι θα ήμουν στην εξάδα.
Εκείνη τη διαδρομή την είχα τρέξει την προηγούμενη χρονιά, το 1987, και είχα κάνει 2.14.19.
Αναφερόμενος και στο Πανελλήνιο ρεκόρ μου, μια κρυφή περηφάνια, για το γεγονός ότι είναι ακόμη ακατάρριπτο μετά από τόσα χρόνια, την έχω. Ταυτόχρονα όμως, αποτελεί και αποτυχία για τους Έλληνες αθλητές.
Έχουν όλες αυτές τις σύγχρονες προπονητικές μεθόδους, τη νέα τεχνολογία, τα νέα παπούτσια, όλα αυτά τα προϊόντα, τα τζελ, τους ηλεκτρολύτες ειδικά για τον κάθε αθλητή.
Τα παπούτσια με τα οποία τρέχαμε εκείνη την εποχή ήταν πολύ λεπτά, πολύ”ψιλούλια”, δεν απορροφούσαν την κίνηση, μετά τον κάθε Μαραθώνιο υπέφερα, υπέφεραν τα πόδια μου.
Εγώ όμως είχα πίστη, κουράγιο, θέληση, επιμονή, όρεξη για προπόνηση, πολύ προπόνηση, κάτι που δεν κάνουν οι σημερινοί αθλητές.
Σαν τον δικό μας, τον αυθεντικό, Μαραθώνιο δεν υπάρχει κανείς, η μαγεία του αυθεντικού είναι μοναδική.
Φτάνει και μόνο το γεγονός ότι γνωρίζεις πως σε αυτή τη διαδρομή έτρεξε ο Σπύρος Λούης, πως από εδώ ξεκίνησε η ιστορία του Μαραθωνίου, μια πολεμική αναφορά από έναν αρχαίο οπλίτη που αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία.
Μάλιστα, εδώ και πολλά χρόνια έχω κάνει μια πρόταση, να αναγνωρίζεται ως Παγκόσμιο ρεκόρ μόνο μια επίδοση στην αυθεντική διαδρομή και οι υπόλοιπες να είναι απλώς παγκόσμιες επιδόσεις.
Θα έπρεπε να υπάρχει ακόμα μεγαλύτερη προσέλευση από πλευράς συμμετοχής, αλλά βέβαια η δυσκολία της αυθεντικής διαδρομής αποτρέπει τους πολύ μεγάλους αθλητές να έρχονται σ’ αυτόν τον αγώνα.
Η δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι η διαδρομή ξεκινά από άλλο μέρος και τερματίζει σε άλλο, κάτι που συμβαίνει σε πολύ λίγες πόλεις του κόσμου (π.χ. στη Βοστώνη).
Στις περισσότερες περιπτώσεις η διαδρομή είναι κυκλική, αρχίζει και τελειώνει στο ίδιο σημείο δηλαδή, όπως για παράδειγμα στο Βερολίνο, τη Νέα Υόρκη, το Σικάγο.
Ο δικός μας Μαραθώνιος ξεκινά από μια περιοχή έξω από την Αθήνα, ξεκομμένη από την πόλη, άρα δεν μπορείς να έχεις συνέχεια θεατές, δεν είσαι στον αστικό ιστό, ώστε να έχεις τον κόσμο στα πεζοδρόμια να χειροκροτά και να εμψυχώνει.
Επίσης, η διαδρομή έχει ανωφέρειες και κατωφέρειες. ειδικά οι ανωφέρειες βρίσκονται σε πολύ δύσκολο σημείο, από το 20ο έως το 30ο χιλιόμετρο περίπου είναι πολύ ανηφορική η διαδρομή, είναι μια συνεχής ανηφόρα, η οποία δεν βολεύει καθόλου τους αθλητές που έχουν μάθει να τρέχουν γρήγορα, δεν τους βοηθάει να πιάσουν τον ρυθμό που θέλουν.
Όταν όμως μπαίνει κανείς στο Καλλιμάρμαρο για να τερματίσει, νιώθει δέος και συγκίνηση, βρίσκεται εκεί όπου έγιναν οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες, νιώθει τον δυναμισμό του σταδίου.
Ο Μαραθώνιος είναι μια εθνική παρακαταθήκη, ένα εθνικό σύμβολο και πάντα θα σχετίζεται με την πόλη του Μαραθώνα και τη μάχη του Μαραθώνα.
Είναι μια πολύ μεγάλη προσφορά της Ελλάδας, μαζί με όλα τα στοιχεία πολιτισμού που έχει δώσει στον κόσμο.
Είναι το μοναδικό αγώνισμα που ο πρώτος, ο καλύτερος αθλητής του κόσμου, μπορεί να συμμετάσχει μαζί με τον τελευταίο, ο οποίος κάνει για να τερματίσει οχτώ ώρες.
Όλοι, διαφορετικές εθνικότητες, διαφορετικές θρησκείες, ενώνονται για να τρέξουν αυτόν τον αγώνα, γι’ αυτό και έχει τόσο μεγάλη απήχηση.
Πρόκειται για μια πολύ μεγάλη απόσταση, πάνω από 30 χιλιόμετρα, και οι δυνάμεις του ανθρώπου, οι ενεργειακές του πηγές, μετά τα 30 μειώνονται κατά πολύ.
Γι’ αυτό και η λέξη «Μαραθώνιος» σημαίνει και οτιδήποτε “υπέρ” κάνουμε, μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, μια υπέρβαση, ένας άθλος…
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Μαρία Πολύζου: Όλα Αυτά Είναι Γυναίκα
Γρηγόρης Σκουλαρίκης: Η Αγγελική κι εγώ
Ο μύθος του Χαϊλέ Γκεμπρεσελασιέ / Ο Μαραθώνιος προς τη (γυναικεία) δόξα