Η διαχωριστική γραμμή της μοναξιάς από την ένταξη και την αποδοχή ήταν πάντα ιδιαιτέρως λεπτή για εκείνη.
Για δέκα χρόνια, η Τζάσμιν Ουόκερ μπορούσε να αποφύγει τη μοναχικότητα μόνο κοιτώντας αγνώστους…
Για δέκα χρόνια, τις περισσότερες φορές με δάκρυα στα μάτια και σε μία διαδρομή κάτι παραπάνω από δύσκολη (και σχεδόν αδιανόητη για το μυαλό ενός τρίτου), αυτό που επιθυμούσε ήταν να είναι μέρος μίας ομάδας, ενός γκρουπ με αλληλοσεβασμό.
Ήθελε όσο τίποτα ένα δωμάτιο. Ήθελε, επίσης, να κατορθώσει να βρεθεί και πάλι με την οικογένειά της.
Δεν γνώριζε, για καιρό, πως για να καταφέρει κάτι τέτοιο, όφειλε να λάβει αποφάσεις μόνη της. Μόνο για τον εαυτό της. Και, κυρίως, έπρεπε να επιβιώσει.
Μία έφηβη, το μέλλον της οποίας έδειχνε κάθε ημέρα ολοένα και πιο αβέβαιο. Ωστόσο, η αβεβαιότητα ήταν για την ίδια καθημερινότητα και εξελίχθηκε σε κίνητρο, σε δύναμη που έκρυβε μέσα της για κάθε αναποδιά.
Στις μέρες μας, η 20χρονη Τζάσμιν δείχνει ότι τα κατάφερε. Το πέτυχε μόνη της, αλλά για να συμβεί αυτό, έπρεπε να συντονίσει τη σκέψη της.
Χρειαζόταν το σκληρό παρελθόν να γίνει «δρόμος», παράδειγμα και σε καμία περίπτωση μακρινή ανάμνηση.
Άστεγη από την ηλικία των εννέα ετών. Μητέρα από τα 14 της, όμως μακριά από το κακοποιημένο και, πια, άρρωστο παιδί της…
Η Ουόκερ προσπαθεί να βάλει σε τάξη τη ζωή της, φοιτήτρια πια, με το μπάσκετμπολ να της δίνει μία διπλή «διέξοδο».
Το Σαν Ντιέγκο στην Καλιφόρνια έχει τον τέταρτο υψηλότερο πληθυσμό αστέγων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Από αυτούς, οι 1.200 είναι παιδιά… Για δέκα χρόνια, η Τζάσμιν Ουόκερ ήταν μία από αυτά.
Όταν ήταν εννέα ετών, ο πατέρας της εγκατέλειψε το σπίτι της οικογένειας. Λίγες ημέρες νωρίτερα, η μητέρα της είχε χάσει την εργασία της.
Η Σέλι Τζέιμισον δεν κατάφερε να βρει άμεσα νέα δουλειά. Οι απειλές του σπιτονοικοκύρη έγιναν πράξη.
Όταν οι οφειλές έγιναν πολλές, η έξωση ήταν η δική του απάντηση.
«Αυτά συμβαίνουν. Αυτή είναι η ζωή», εξήγησε στην ιστοσελίδα του δικτύου ESPN η κυρία Τζέιμισον.
Δεν είχε, τότε, χρόνο για απολογίες. Το μυαλό όφειλε να λειτουργήσει πιο πρακτικά, για το καλό της ίδιας και των τεσσάρων παιδιών της.
Στην αρχή η πενταμελής οικογένεια μεταφερόταν από το ένα καταφύγιο αστέγων στο άλλο. Τα όρια ηλικίας και ο υποχρεωτικός διαχωρισμός φύλων, όμως, την υποχρέωσαν να αποχωριστεί τα ίδια της τα παιδιά…
Τα τέσσερα αδέρφια χωρίστηκαν και η Τζάσμιν, περικυκλωμένη από αγνώστους, αισθανόταν μόνη. Κυρίως, ένιωθε φοβισμένη.
«Τρόμαζα όταν γύριζα το κεφάλι και κοιτούσα δεκάδες ανθρώπους που γνώριζα ότι είναι στην ίδια δυσχερή θέση με μένα, αλλά δεν τους ήξερα», επισήμανε η νεαρή στην εκπομπή «E:60» του ESPN.
Για μία δεκαετία, άλλαξε περισσότερα από 20 μέρη για να ζήσει. Από καταφύγια μέχρι τον δρόμο.
Αλλά και σε μία νέα φαμίλια, που αποδείχθηκε ένας εφιάλτης…
Σε ηλικία 13 ετών, ενώ ζούσε σε σκηνές στα πεζοδρόμια του Σαν Ντιέγκο, γνώρισε έναν 20χρονο και πίστεψε ότι η ζωή της θα αλλάξει.
Σκεφτόταν, εύλογα, πως οτιδήποτε άλλο από κουβάδες αντί τουαλέτας, από υποχρεωτική παράκληση για μερικά χρήματα ή φαγητό σε αγνώστους, θα ήταν καλύτερο.
Το μυαλό της άρχισε να κάνει όνειρα, για πρώτη φορά.
Όταν έμεινε έγκυος, αν και μόλις 14 ετών, δεν φοβήθηκε. Κατά την εγκυμοσύνη μετακόμισε στο σπίτι της οικογένειας του αγοριού της.
Η ιδέα τη μητρότητας την έβαλε μεν σε σκέψεις, όμως για πρώτη φορά είχε ένα ταβάνι πάνω από το κεφάλι της, τα κρύα βράδια.
Είχε ένα κρεβάτι, ένα μαξιλάρι, ανθρώπους δίπλα της και δεν χρειαζόταν να αναζητήσει τα αποφάγια των άλλων ή να σκαρφιστεί τρόπους για να ζεσταθεί. Όλα αυτά την τρόμαζαν πάντα.
Η νέα οικογένεια, όμως, την τρόμαξε, τελικά, περισσότερο.
Όταν ο γιος της, Ντι’Άντζελο, ήταν μόλις 11 εβδομάδων, η οργή του πατέρα του διέλυσε τα πάντα. Το μωρό χτυπήθηκε τόσο πολύ από εκείνον που έμεινε τυφλό και με εγκεφαλική παράλυση… Ο δράστης δήλωσε ένοχος και παρότι εμφανίστηκε μετανιωμένος, καταδικάστηκε σε φυλάκιση 24 ετών.
Η Τζάσμιν έφυγε από το σπίτι και η υπηρεσία προστασίας παιδιών πήρε τον γιο της και τον έδωσε σε ανάδοχη οικογένεια.
Η έφηβη κοπέλα καταρρακώθηκε, όμως γνώριζε ότι έπρεπε να κρατήσει το κεφάλι της ψηλά. Το όφειλε στον εαυτό της, το όφειλε στον Ντι’Άντζελο, ο οποίος παραμένει πάντα μαζί της, με ένα τατουάζ στο δεξί χέρι της.
Όταν ήταν 12 ετών, η Ουόκερ είχε εγγραφεί στο γυμνάσιο Μόναρκ, λίγα μέτρα μακριά από το γήπεδο της ομάδας μπέιζμπολ Σαν Ντιέγκο Πάδρες.
Το Μόναρκ ήταν σχολείο για παιδιά άστεγων οικογενειών, το οποίο πρόσφερε στους 350 μαθητές του, εκτός από μαθήματα, ρούχα, διατροφή, είδη πρώτης ανάγκης και υγιεινής και μία «μερική» ασφάλεια, καθώς δεν παρείχε μόνιμη στέγη.
Τα παιδιά περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας τους στις εγκαταστάσεις του, όμως το βράδυ ήταν εκείνα υπεύθυνα για το πού θα διανυκτερεύσουν.
Στην Τζάσμιν, πάντως, το σχολείο πρόσφερε και μία ευκαιρία που δεν είχε ποτέ ξανά. Της έδωσε τη δυνατότητα να ασχοληθεί με τα σπορ.
Αν και δεν είχε πιάσει ποτέ άλλοτε μπάλα μπάσκετμπολ στα χέρια της, είχε ύψος σχεδόν 150 εκατοστών και κέντρισε το ενδιαφέρον των προπονητών. Το «σπίτι» της παρέμενε ένα πεζοδρόμιο και μία σκηνή, αλλά το νέο «καταφύγιό» της έγινε το ξύλινο παρκέ…
«Το μπάσκετμπολ με κράτησε στο σχολείο περισσότερο από όσο θα περίμενα. Αν δεν έπαιζα, αν δεν γνώριζα τις συμπαίκτριές μου, πιθανότατα θα είχα παρατήσει νωρίτερα τα μαθήματα», τονίζει.
«Ήθελα να πηγαίνω και να βλέπω την μητέρα μου, να επισκέπτομαι τα αδέρφια μου στα δικά τους καταφύγια και, φυσικά, έπρεπε να βρίσκω και χρήματα για να τους δίνω.
»Αλλά συνέχιζα να παίζω και δεν είχα καταλάβει ότι μπορεί να είμαι και καλή σε αυτό».
Το 2016 το Μόναρκ προσέλαβε έναν νέο κόουτς, τον Κρις Ουάιτχεντ, ο οποίος δεν γνώριζε όλο το υπόβαθρο των παικτριών του.
Ένα μεσημέρι, η Τζάσμιν δεν εμφανίστηκε στην προπόνηση και τότε ήταν η πρώτη φορά που ο προπονητής της έμαθε για το πώς και πού περνάει τα βράδια της.
«Τότε ήταν που άλλαξε όλη η οπτική μου στη ζωή», σχολίασε στο ESPN ο Ουάιτχεντ, όταν έμαθε ότι η Ουόκερ άργησε να φτάσει στο γήπεδο διότι η αστυνομία «σκούπισε» το πεζοδρόμιο όπου κοιμόταν η παίκτριά του και κατέσχεσε όλα τα υπάρχοντα των αστέγων.
Η Τζάσμιν εμφανίστηκε στο γήπεδο χωρίς παπούτσια για μπάσκετμπολ και ο κόουτς τής βρήκε ένα ζευγάρι.
Η νεαρή κοπέλα έβαλε τα κλάματα και δήλωσε την ευγνωμοσύνη της. Ήταν η μέρα που κατάλαβε ότι χωρίς το παιχνίδι ήταν χαμένη.
Η σύζυγός του προπονητή και επίσης καθηγήτρια στο Μόναρκ, Γκλέιντι Ουάιτχεντ, επικοινώνησε με πολλές οργανώσεις για αστέγους μαθητές και βρήκε στην 16χρονη τότε παίκτρια ένα νέο δωμάτιο στο κέντρο «Hope House», το οποίο μοιραζόταν με άλλα επτά κορίτσια.
Το «Hope House», υπό την επίβλεψη του πάστορα Πιτ Κοντρέρας, διέθετε μία μικρή κουζίνα, μεγάλη τηλεόραση και πρόσβαση στο διαδίκτυο.
Οι κοπέλες κοιμόνταν σε κουκέτες, πάντα υπό την εποπτεία μίας υπαλλήλου ασφαλείας.
Ήταν το πρώτο ασφαλές μέρος στο οποίο, εκτός του γηπέδου, βρισκόταν η Ουόκερ έπειτα από πολύ καιρό.
Η σταθερότητα τις νύχτες βοήθησε την Τζάσμιν να βελτιώσει τις επιδόσεις της τόσο στα μαθήματα όσο και στο παρκέ.
«Είχα επιτέλους ένα σπίτι με κρεβάτι, με συγκάτοικους οι οποίες καταλάβαιναν πλήρως τι βιώνω και όλες προσπαθούσαμε να αφήσουμε τις άσχημες στιγμές πίσω μας», είχε τονίσει η Ουόκερ στην εκπομπή του ESPN.
Σαν τελειόφοιτη στο Μόναρκ κατέγραψε μ.ό. 25 πόντους ανά αγώνα και, όπως αναμενόταν, το όνομά της συμπεριλήφθηκε στα μπλοκάκια των σκάουτερ των πανεπιστήμιων.
Οι επιλογές της ήταν αρκετές, όμως η τότε 18 ετών κοπέλα δεν χρειάστηκε πολύ χρόνο για να το σκεφτεί.
Όταν ένας αρμόδιος του γυμνασίου της την οδήγησε στο Λ.Α., για μία συνάντηση με παράγοντες του Μπεθούν-Κούκμαν, από την Φλόριντα, η Τζάσμιν εντυπωσιάστηκε από την ιστορία του κολεγίου.
Το Μπεθούν-Κούκμαν είχε ιδρυθεί το 1904 από την Μέρι ΜακΛίοντ Μπεθούν, μία μαύρη γυναίκα η οποία επιθυμούσε να προσφέρει ακαδημαϊκές ευκαιρίες σε κορίτσια της Αφροαμερικανικής κοινότητας.
Η Ουόκερ σκέφτηκε αρχικά ότι θα ήταν καλύτερα να επιλέξει ένα πανεπιστήμιο πιο κοντά στο Σαν Ντιέγκο, ώστε να μην απομακρυνθεί από την μητέρα, τα αδέρφια και τον τεσσάρων ετών γιο της.
Προτίμησε, όμως, να ταξιδέψει 4.000 χιλιόμετρα μακριά, στην Ντεϊτόνα Μπιτς της Φλόριντα, γιατί εκεί φαντάστηκε ότι μπορεί να «χτίσει» ένα καλύτερο μέλλον.
Ξεκαθαρίζοντας στον εαυτό της ότι «δεν θα γυρίσω ποτέ πάλι σε εκείνες τις σκηνές, στο πεζοδρόμιο του Σαν Ντιέγκο».
Μία κόκκινη βαλίτσα και μπόλικο όραμα τη συνόδευαν στη «νέα ζωή» της.
Το Μπεθούν-Κούκμαν τής προσφερε ακαδημαϊκή (και όχι αθλητική) υποτροφία, παράλληλα με τη δυνατότητα να δοκιμάσει για μία θέση στην ομάδα μπάσκετμπολ του κολεγίου.
Όταν έφτασε στο πανεπιστήμιο, μπήκε στο δωμάτιό της. Τον χώρο στον οποίο θα έμενε μόνη της. Της φάνηκε απίστευτο. Δεν είχε ποτέ της το δικό της δωμάτιο.
Κρέμασε μία φωτογραφία του γιου της στον τοίχο και μονολόγησε: «Κάποια μέρα ο Ντι’Άντζελο θα καταλάβει ότι δεν είμαι εκεί μαζί του γιατί ό,τι έκανα το έκανα για εκείνον και για την οικογένειά μας». Το πρώτο βράδυ, καθώς κοιτούσε το ταβάνι ξαπλωμένη, αγχώθηκε… Αναρωτήθηκε αν είχε κάνει τη σωστή επιλογή. Σκέφτηκε αν έκανε λάθος που βρισκόταν τόσο μακριά από τη φαμίλια της.
Όπως εξήγησε, έπειτα από λίγη ώρα, ηρέμησε. Κάθισε πιο χαλαρή και θυμήθηκε ότι όλο αυτό είναι η πρώτη ευκαιρία για μία καλύτερη ζωή όχι μόνο για την ίδια, αλλά για όλη την οικογένειά της.
Το 2018 έχασε την ευκαιρία να δοκιμαστεί στην ομάδα, λόγω γραφειοκρατίας και κάποιων εγγράφων που έλειπαν από τον φάκελό της. Τη σεζόν 2019-2020 πίστευε ότι θα καταφέρει να συμπεριληφθεί στην ομάδα μπάσκετμπολ.
Όταν έπειτα από τα try-outs, η προπονήτρια Βανέσα Μπλερ-Λιούς την κάλεσε στο γραφείο της, η Τζάσμιν βγήκε με βουρκωμένα μάτια… Δεν θα ήταν στην ομάδα, καθώς οι θέσεις των φόργουορντ ήταν πλήρεις.
Σκουπίζει τα μάτια της με το μανίκι της και συνειδητοποιεί πόσα έχει καταφέρει. Υπενθυμίζει στον εαυτό της ότι αυτά πρέπει να είναι δάκρυα χαράς και όχι απογοήτευσης.
Θα έχει κι άλλη ευκαιρία, αφού, με άλλον τρόπο, θα παραμείνει μέλος της ομάδας.
Μπορεί να μην βρήκε ρόλο στο παρκέ της ομάδας του Μπεθούν-Κούκμαν τις δύο πρώτες χρονιές της εκεί, ωστόσο της προσφέρθηκε θέση μάνατζερ. Της ξεκαθάρισαν ότι αυτό δεν είναι χάρη. Το άξιζε, το κέρδισε.
Η κόουτς Μπλερ-Λιούις πιστεύει ότι ακόμη και χωρίς τους πόντους και τα ριμπάουντς, η Ουόκερ έχει πολλά να προσφέρει στην ομάδα. Και δεν εννοούσε απλώς το να γεμίζει τα μπουκάλια με νερό και ισοτονικό ποτό ή να φέρνει τις πετσέτες.
Μοιράζει χαμόγελα, ενέργεια και, κυρίως, μαθήματα ζωής που οι περισσότερες κοπέλες στο ρόστερ δεν έχουν βιώσει.
Όταν η προπονήτρια και οι παίκτριες άκουσαν την ιστορία της, έβαλαν τα κλάματα. «Νομίζω ότι περισσότερα μπορούμε να μάθουμε εμείς από την Τζάσμιν, παρά εκείνη από εμάς», διαπίστωσε η Αμερικανίδα προπονήτρια.
«Είναι καταπληκτικό που έχω καταφέρει να είμαι μέρος μίας ομάδας», εξήγησε με τη σειρά της η Τζάσμιν στο ESPN.
Το φθινόπωρο του 2020 θα επιχειρήσει και πάλι να βρει μία θέση στο παρκέ. Ως τότε, ζει με μία φίλη της στη Βιρτζίνια, έπειτα από την απόφαση του κολεγίου να κλείσει την πανεπιστημιούπολη, προσωρινά, λόγω του κορονοϊού.
Σκοπεύει να επιστρέψει το καλοκαίρι στο Σαν Ντιέγκο, ώστε να δουλέψει όπως κάθε καλοκαίρι το παιχνίδι της με τον προπονητή της από το γυμνάσιο Μόναρκ, Κρις Ουάιτχεντ.
Αλλά, κυρίως, να συναντήσει και πάλι την μητέρα της, τα αδέρφια της, και τον γιο της.
Με στόχο, όταν λάβει το πτυχίο της στην Αθλητική Ψυχολογία, να γυρίσει στους δικούς της, να προσφέρει ένα νέο σπιτικό στην οικογένειά της και να περάσει την πρώτη Γιορτή της Μητέρας με τον Ντι’Άντζελο.
Εκείνες οι βραδιές με αγνώστους στο πλάι της έχουν περάσει, αλλά τα αγαπημένα πρόσωπά της έχουν μείνει. Και ελπίζει να την συνοδεύσουν στις νέες μέρες της ζωής της.
Όλες οι δύσκολες στιγμές τής έμαθαν να μην τα παρατάει ποτέ. Οι χαρούμενες είναι εκείνες που της δίνουν επιπλέον κίνητρο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Αρσέν Μουλουντά: «Νίκησε το μίσος!»
Η αβάσταχτη απλότητα του (περίπλοκου) εαυτού του Ντένις Ρόντμαν
Όγκουστιν Ρούμπιτ: Διπλή οικογένεια, διπλή ευκαιρία
Ο Σακίλ ΜακΚίσικ δεν «λύγισε» από τη φυλακή, «νικώντας» την ειρωνεία…
Τζος Τζέικομπς: Κάποτε άστεγος, αλλά ποτέ δίχως «σπίτι»
ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟ