Αυτό που νιώθω πια για τον «Βάσια» δεν είναι τόσο θαυμασμός αλλά καταρχήν αγάπη.
Ήταν το όνειρό μου, επειδή έπαιζα μπάλα μικρός και ήξερα ότι δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να του μοιάσω.
Αυτού του είδους το ταλέντο δεν κερδίζεται με δουλειά, νομίζω ότι δεν το απέκτησε με δουλειά, αυτό το ταλέντο του το χάρισε ο Θεός.
Αντιλαμβάνεται πώς πρέπει να χορέψει! Ο Βασίλης, όπως και όλοι οι ταλαντούχοι άνθρωποι στο ποδόσφαιρο, ξέρουν από πριν τι θα κάνεις εσύ ως αντίπαλος.
Βλέπουν μια χορογραφία ολόκληρη στο γήπεδο, σαν να είναι συμφωνημένο “την ώρα που θα κάνω εγώ αυτό, να φύγεις εσύ από την άλλη πλευρά”, το ξέρουν σαν γνώση φυσικής, σαν γνώση ψυχολογίας, και το ίδιο πιστεύω και για κάθε ταλέντο στην τέχνη.
Τον έχουν πει «Νουρέγιεφ της Ελλάδας», ο χαρακτηρισμός «χορευτής» είναι πολύ σωστός.
Θυμάμαι μια ντρίμπλα με το Αιγάλεω, αν δει κανείς πώς μπαίνει στην περιοχή, πώς πετάει την μπάλα απ΄ τη μια άκρη πέντε έξι μέτρα μπροστά, τρέχει, τη μαζεύει στο τσακ πριν τον αντίπαλο, κόβει με ένα τακουνάκι και δεν μπαίνει και το γκολ στην ασίστ που δίνει!
Ή η ασίστ που έχει δώσει στον Αδάμου στο 3-3 με τον Παναθηναϊκό που ήταν “πάρε, βάλε”.
Ή στον Μιτόσεβιτς επίσης “πάρε, βάλε” και ο Μιτόσεβιτς σε κενή εστία την πετούσε στα περιστέρια.
Η διαφορά ενός ζωγράφου από εμένα είναι ότι, αν σε έναν λευκό καμβά προσπαθήσω εγώ να ζωγραφίσω κάποιον, θα ξεκινήσω από το κεφάλι, θα κάνω τα μαλλιά και θα συνεχίσω να “βασανίζομαι”, ώστε αυτό που θα κάνω να μοιάζει με τον άνθρωπο.
Ο ζωγράφος, με το ταλέντο να τον διακατέχει, ξαφνικά στον καμβά βλέπει όλον τον άνθρωπο, δεν αρχίζει από κάπου, τον βλέπει ήδη και απλώς, σαν σε ξεπατικωτούρα, πατάει επάνω στις γραμμές.
Είναι το ταλέντο του Μέσι και του Βασίλη.
Παίρνουν την μπάλα στα πόδια και ξέρουν τι πρέπει να κάνουν. αν τους ρωτήσεις «ξέρεις τι πρέπει να κάνεις τώρα;», θα σου πουν «όχι, δεν ξέρω», δεν σκέφτονται, το κάνουν με έναν αυτοματισμό, ο οποίος στο 90% των περιπτώσεων έχει ακρίβεια.
Ο θαυμασμός ξεκίνησε το 1976 από τον Τελικό με τον Ολυμπιακό. Εκεί λοιπόν, σ’ εκείνον τον Τελικό, αυτό που έκανε ο Βασίλης δεν το είχε ξαναδεί ποτέ κανένας μας σε ελληνικό γήπεδο και όχι μόνο, δεν τον είχε δει κανείς σε κανένα γήπεδο του κόσμου! Έκανε εξωπραγματικά πράγματα!
Σ’ ένα απ’ τα γκολ που έχει βάλει, αν δει κανείς πόσο μαλακά πετάει την μπάλα στα δίχτυα, απλώς τσουλάει η μπάλα.
Δεν είναι δυνατό το σουτ και, νομίζω, ο Σιώκος κάνει μια προσπάθεια, γιατί του πετάει ακριβώς απ’ την αντίθετη πλευρά από την οποία κινείται και φαινομενικά έχει τον χρόνο ο άλλος να αναστρέψει την πορεία του και να βάλει το πόδι του για να βγάλει την μπάλα έξω.
Αντ’ αυτού, λες και είναι μετρημένο, πόσο εκνευριστικά αργά πετάει την μπάλα, τόσο όσο να μην την προλάβει.
Αυτό είναι εξωπραγματικό, δεν είναι τυχαίο, γιατί το έκανε κατ’ επανάληψη εκείνο το βράδυ.
Ντρίμπλαρε μέσα σε ένα τετραγωνικό μέτρο γης τρεις ποδοσφαιριστές, πήγαινε στην άκρη του άουτ και δεν ξεκολλούσε από εκεί, έκανε ντρίμπλες κι έλεγες «Τι κάνει, ρε; Είναι τρελός;». Σαν τρελός ήταν.
Εγώ πήγαινα σε όλες τις προπονήσεις του Ηρακλή, γιατί ήμουν παιδάκι, ήμουν 11 χρόνων, και μέχρι τα 14-15 ήμουν κάθε μέρα στις προπονήσεις στο Καυταντζόγλειο, κατέβαινα στο γήπεδο, τους κοιτούσα, βοηθούσα, πετούσα τις μπάλες πίσω κτλ.
Και κοιτούσα τον Χατζηπαναγή, απλώς τον κοιτούσα και στο τέλος μάς άφηνε ο γυμναστής, όταν σχολούσαν από την προπόνηση, συνοδεύοντάς τον κιόλας, να μας χαϊδέψει το κεφάλι και να μας πει «μπράβο, παιδιά». τότε ούτε βγαίναμε φωτογραφίες ούτε αυτόγραφα παίρναμε, απλώς θέλαμε να μας δει, να τον δούμε, να τον ακουμπήσουμε.
Δεν με ήξερε ο άνθρωπος, ούτε κι εγώ είχα κάποιο θάρρος.
Θυμάμαι είχε ένα περπάτημα άτσαλο, αλλά, όταν έπιανε την μπάλα, μεταμορφωνόταν σε κάτι μαγικό.
Κι όση χαρά μου έχει δώσει ο Βασίλης, τόση στενοχώρια έχω πάρει που δεν πρόλαβα να τον καμαρώσω σε μια Μπαρτσελόνα, σε μια Ρεάλ, αφού δεν τον άφησε ο Ηρακλής.
Ενώ σε ό,τι αφορά στην Εθνική και το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να αγωνιστεί, δεν ήταν γι’ αυτά ο Χατζηπαναγής, ο Χατζηπαναγής ήταν για να παίξει, όπως κι έπαιξε, ας πούμε, στη Μικτή Κόσμου.
Πώς τον ανακάλυψαν και τον έφεραν εκεί, στη Μικτή Κόσμου, απ’ την Ελλάδα, σε μια εποχή που ούτε ίντερνετ υπήρχε; Τον κάλεσαν από μαρτυρίες, από όλα αυτά που λέγονταν, «στην Ελλάδα έχουν έναν μάγο, μαζί με τον Μαύρο».
Ο Μαύρος είχε πει «αν είχα τον Χατζηπαναγή στην ίδια ομάδα, θα έβαζα 60 γκολ τη σεζόν» και ήταν αλήθεια, θα έπαιρνε συστημένες μπαλιές, εξπρές, και θα τις έκανε γκολ, αφού ο Μαύρος είχε μάθει να τα βγάζει και… μόνος του τα γκολ.
Ο «Βάσια» εκτόπισε τον Κώστα Αϊδινίου, αλλά εκτόπισε με φυσικό τρόπο, όχι ότι παίχτηκε κανένα παρασκήνιο δηλαδή, έγινε μια αλλαγή φρουράς.
Το αστέρι μας ήταν ο Κώστας Αϊδινίου, ο οποίος πήγε στον Ολυμπιακό. Βέβαια, εκεί χαντακώθηκε ο άνθρωπος, γιατί έμεινε στον πάγκο.
Ένα πολύ μικρό διάστημα υπήρξαν μαζί και οι δυο τους, με τον Χατζηπαναγή να προσαρμόζεται στο υλικό που υπήρχε, Γκέσιο, Παπαϊωάννου, Καλαμπάκα, Αδάμου, Δανιήλ Παπαδόπουλο. αυτοί ήταν οι συμπαίκτες που μπορούσε να κάνει, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για πρωτοκλασάτους ποδοσφαιριστές τότε, η ψηλότερη κλάση όλων που είχαμε ήταν ο Παπαϊωάννου.
Ματς του Χατζηπαναγή στο Καυτατζόγλειο δεν έχω χάσει, πηγαίναμε με τον πατέρα μου, εκείνος με έκανε Ηρακλή και τον υποστηρίζω από δύο ετών!
Η χαρά μου με τον Χατζηπαναγή ήταν όταν ο Ηρακλής πήρε το Κύπελλο Ελλάδος. Μετά, δεν ντρέπομαι να το πω, έγινα… Χατζηπαναγής. Αν ο Βασίλης άλλαζε ομάδα και πήγαινε στη Ρεάλ, θα ήμουν Ρεάλ. Αν με ρώταγαν «τι ομάδα είσαι;», θα έλεγα «Χατζηπαναγής!». Τον λάτρεψα.
Ήταν και ο χαρακτήρας του, ήταν ένα ήρεμο και ταπεινό παιδί, ούτε φασαρίες έκανε ποτέ, είχε ένα ταλέντο και λάτρευε το ποδόσφαιρο.
Έχω στενοχωρηθεί επίσης που δεν έζησε δυο γενιές παρακάτω, ώστε να έχει βγάλει λεφτά ο άνθρωπος, να μπορείς να πεις ότι στα γεράματά του θα έχει να θυμάται μνήμες και διακρίσεις, αλλά δεν θα έχει και πρόβλημα για το πώς να ζήσει.
Βλέπεις τον Ρονάλντο και τον Μέσι με όλες αυτές τις περιουσίες και ξέρεις ότι σίγουρα ο Χατζηπαναγής, αν είχε πάει εκεί, θα ταν ένας απ΄αυτούς.
Αναμφισβήτητα ήταν άλλα χρόνια, δεν μιλάω για τα εκατομμύρια του Μέσι, αλλά ήταν ίδια σειρά με τον Κίγκαν. Όλοι αυτοί είναι πλούσιοι.
Του έχω μεγάλη αγάπη και μέσα σε όλην την καψούρα είναι και κάτι ανορθόδοξο που είχε.
Πώς μπορείς να ερωτευτείς μια γκόμενα που είναι… ψευδή, γιατί αυτό, αντί να είναι ελάττωμά της, σε κάνει να την γουστάρεις ακόμα περισσότερο; Ε, αυτό που είχε στην κίνησή του, στο περπάτημά του, στο τρέξιμό του. χωρίς να τρέχει γρήγορα, είναι σαν να τρέχει γρήγορα, μην το ψάχνεις.
Όταν είχαμε πάει στη Ρόδο με τον Ρέμο, τον είχα τρελάνει, τον ρώταγα το ένα, το άλλο.
Μετά είχαμε συναντηθεί και βλέπαμε τον Ολυμπιακό στο Καραϊσκάκης, καθόμασταν δίπλα-δίπλα, κάποια στιγμή ένας παίκτης του Ολυμπιακού κάνει κάτι και γυρνάει και μου λέει ο Βασίλης «έτσι, αλλά πιο γρήγορα, Θοδωρή». Ήταν σαν να τον είδα που έκοβε την μπάλα μια δεξιά, μια αριστερά, γιατί είχε την πλάτη του αμυντικού, ο οποίος έτρεχε και αυτός προς τα πίσω για να μην χάνει χρόνο, οπότε τον πήγαινε μια απ’ τη μια, μια απ΄ την άλλη. Και μου λέει «ε, αυτό, αλλά πιο γρήγορα».
Όλα τα λόγια του είναι σοφά.
Και καμιά φορά λέγαμε πώς επηρεάζεται ο ποδοσφαιριστής από την ομάδα όπου παίζει.
Η δουλειά του ποδοσφαιριστή είναι σαν τη δική μας στο θέατρο. Αν παίζεις με έναν “αετό» ηθοποιό, ό,τι και να κάνεις, θα δείξει περισσότερο και αυτό που κάνεις εσύ. Γιατί θα το αρπάξεις σαν “πάσα” και θα το αξιοποιήσεις.
Ακριβώς το ίδιο είναι και στο ποδόσφαιρο.
Όταν ήμουν έφηβος, όλοι μου οι φίλοι είχαν τον Μικ Τζάγκερ, τον Φρέντι Μέρκιουρι στα δωμάτιά τους, εγώ είχα τον Χατζηπαναγή και τον Σαββόπουλο, η νύχτα με τη μέρα, ο ένας “έτσι” κι ο άλλος “γιουβέτσι”.
Το έχω πει στον Σαββόπουλο αυτό και μου λέει «αυτό είναι πολύ-πολύ τιμητικό για εμένα».
Αυτοί οι δύο άνθρωποι με καθόρισαν.
Ο Χατζηπαναγής με έκανε και κάτι άλλο. Να σέβομαι πάρα πολύ και γενικά το ταλέντο, υποκλίνομαι στο ταλέντο, ερωτεύομαι γενικά το ταλέντο.
Βλέπω τον Πετρετζίκη πώς κάνει κάποια φαγητά, την ώρα που μιλάει, πώς τα πασπαλίζει κτλ, και τον γουστάρω γι΄αυτό.
Τον Λευτέρη Ελευθερίου, με τον οποίον εγώ “κόλλησα” και τον είχα τρία-τέσσερα έργα που παίζαμε μαζί…
Δεν μπορώ να το δω ανταγωνιστικά το ταλέντο, μόνο το ερωτεύομαι, είτε σε γυναίκα είτε σε άντρα, είτε σε μάγειρα, είτε σε ζωγράφο, είτε σε χορευτή είτε, είτε. Πιστεύω ότι είναι το πιο θεόπνευστο πράγμα που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος, δεν εξηγείται, είναι μια αδικαιολόγητη γνώση.
Επειδή είμαι και πάρα πολλά χρόνια δάσκαλος, βλέπεις τον ταλαντούχο αλλά άπειρο ηθοποιό να κάνει το σωστό από ένστικτο, ενώ αντίθετα τον έμπειρο ηθοποιό να κάνει λάθος.
Ο ταλαντούχος δεν κάνει, δεν έχει την εμπειρία να το καταλάβει, νιώθει ότι αφηγείται την ιστορία για όλους και ξαφνικά η κίνησή του ελευθερώνει το βλέμμα του θεατή για να δει και από πίσω τι γίνεται, ενώ έναν καλό ηθοποιό, έμπειρο κτλ, τον τρώει, τον καταπίνει ο ναρκισσισμός του και η ματαιοδοξία του, με αποτέλεσμα να χάνεται, να εγκλωβίζεται στον εαυτό του.
Δεν είναι τυχαίο που ο Μέσι από ένα φυσικό ταλέντο έγινε και ο φυσικός ηγέτης της ομάδας, δεν είναι το ζήτημα να βάλει αυτός γκολ.
Κι ο Γκάλης, για παράδειγμα, ήταν ανάλογη περίπτωση, αλλά ο χαρακτήρας του δεν είχε μια αμεσότητα, ήταν “κλειστός” και επιστήμονας.
Τον θαυμάζω τον Γκάλη, μην τρελαθούμε! Αν σήμερα υπάρχει Αντετοκούμπο οφείλεται στο ότι προϋπήρξε Γκάλης, δεν υπήρχε περίπτωση μαθηματικά να γίνει αυτό το πράγμα με τους νόμους της εξέλιξης.
Ο μόνος άνθρωπος που με συγκινεί όσο ο Βασίλης είναι ο Γιαννάκης Αντετοκούμπο, με όλο αυτό το παραμύθι της Σταχτοπούτας. Ο Γιάννης είναι η επιτομή του αμερικανικού ονείρου και ταυτόχρονα τόσο γλυκό παιδί.
Έμεινε αυτός και ο Λεμπρόν Τζέιμς να ανταγωνίζονται.
Αλλά για τον Γιαννάκη συγκινούμαι, χωρίς να τον λυπάμαι, γιατί τον βρήκε τον δρόμο του, κατέληξε εκεί όπου κατέληξε, ενώ ο Βασίλης έμεινε φτωχός.
Κι αν ο Χατζηπαναγής ήταν θεατρικός χαρακτήρας;
Ο ρόλος των ρόλων είναι ο «Άμλετ», αλλά ως ψυχισμοί δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να σχετιστούν.
Ο Χατζηπαναγής θα ήταν ο ρόλος των ρόλων και ως ψυχοσύνθεση, ως ρόλος, θα ήταν ένας ήρεμος ηγέτης.
Τόσο βιρτουόζος…
Ή ο Τσάρλι Τσάπλιν, θα ήταν ο Σαρλό!
Ή Βασίλης Χατζηπαναγής ο μάγος, ο Χουντίνι!
Θα ήθελα να του έβαζα έναν τίτλο με μια ποιητικότητα, γιατί ήταν ανώτερο του αθλήματος αυτό που έκανε…
Επιμέλεια κειμένου: Ζέτα Θεοδωρακοπούλου
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Κώστας Γιαννακίδης: Γιώργος Κούδας, ο πρώτος σούπερ ήρωας
Παντελής Νικολάου: Οι Χήρες των Σ.Κ. / Μιά Άγνωστη Ιστορία / «Θα έρχεσαι για μένα στο γήπεδο»
Θ. Χειμωνάς – Zastro – Α. Καρπετόπουλος: Η σημασία του να είσαι ο Νίκος Αναστόπουλος
Σάκης Τσιώλης: Εκείνη η Λάρισα
Βάσω Ε. Μώραλη: Οι «ηρωικές» εποχές των μεταδόσεων ποδοσφαίρου
Οδυσσέας Ιωάννου: Λίγο άμυνα, ρε σεις!
Ντάνιελ Γκόρντον: Υπόθεση 113 / Παναγιώτης Φαφούτης: Το Στιγμιότυπο της Δόξας