Μάιος 2005. Έχω κληθεί στην Εθνική Νέων για τα φιλικά προετοιμασίας ενόψει της τελικής φάσης του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος που είχαμε προκριθεί.
Είναι το διάστημα που καταλαβαίνω πως θα πάρω μεταγραφή στην Α’ Εθνική και θα γίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής.
Δεν είχα στο μυαλό μου να πάω σε κάποια συγκεκριμένη ομάδα.
Αυτό που ήθελα να πετύχω ήταν να παίξω στην πρώτη κατηγορία. Να φτάσω εκεί.
Ήμουν πιτσιρικάς σε μια ομάδα Γ’ Εθνικής. Θα άλλαζα επίπεδο.
Ο Γιώργος Κωστίκος με γνώριζε, όπως γνώριζε και πολλούς από τους παίκτες της ηλικίας μου.
Αν θυμάμαι καλά, ο Κωστίκος είχε αναλάβει Τεχνικός Διευθυντής στον ΠΑΟΚ τον Ιανουαρίο του 2005.
Ήξερα ότι θα μου δινόταν η ευκαιρία να φτάσω σε αυτό το επίπεδο. Αν την αξιοποιούσα, καλώς. Αν όχι, θα προχωρούσα. Αλλά θα την είχα.
Η μεταγραφή μου στον ΠΑΟΚ ήταν η… συνηθισμένη.
Η ομάδα ήθελε να με δώσει σε όποιον έδινε τα περισσότερα. Δεν είχε φιλίες και τέτοια. Αυτός που τα δίνει.
Από ό,τι μου είπαν, όταν ο ΠΑΟΚ άρχισε να συζητά και πάνω-κάτω τα βρήκε, μπλέχτηκε και ο Ολυμπιακός.
Είχα δώσει τον λόγο μου στον Κωστίκο και του είχα πει ότι θα έρθω στον ΠΑΟΚ.
Τη μέρα που ήταν να πάω να υπογράψω οι άνθρωποι της Αναγέννησης μού είπαν: «Ξεκίνα εσύ για Θεσσαλονίκη και, αν γίνει κάτι, θα σε πάρουμε τηλέφωνο να φύγεις για Αθήνα».
Ξεκίνησα, έφτασα Θεσσαλονίκη και το τηλέφωνο δεν χτύπησε.
Όταν έφτασα, είπα «εδώ είμαι, δεν φεύγω, ας πάρουν, ας κάνουν ό,τι θέλουν…».
Ρόλο έπαιξαν και τα παιδιά με τα οποία ήμασταν μαζί στην Εθνική και θα τα έβρισκα στον ΠΑΟΚ, ο Χριστοδουλόπουλος και ο Ηλιάδης.
Στην ηλικία αυτή είναι σημαντικό να νιώθεις ότι στο ξεκίνημά σου δεν θα είσαι “μόνος” στα αποδυτήρια, θα ξέρεις κάποιους.
Προσπαθούσα να προετοιμαστώ για να ζήσω την Τούμπα.
Άλλο να το ακούς, άλλο να πας να δεις ένα ματς από την κερκίδα, άλλο να είσαι μέσα στο γήπεδο και θα υπάρχουν 20-30.000 άτομα γύρω σου να σε κοιτάνε, να περιμένουν από εσένα κάτι.
Όπως και να το έχεις φτιάξει στο μυαλό σου, είναι άλλο να το σκέφτεσαι και άλλο να το ζεις, ειδικά πρώτη φορά.
Το πρώτο μου παιχνίδι στην Τούμπα ήταν ένα φιλικό που είχαμε δώσει με τον Ηρακλή, στο οποίο ο Μέγκαχεντ είχε βάλει μια γκολάρα με ένα σουτ από το σπίτι του! Ένα σουτ σχεδόν από το κέντρο!
Η Τούμπα ήταν γεμάτη και εγώ μπήκα με άγνοια κινδύνου. Προσπάθησα να το βγάλω από το μυαλό μου.
Όταν είδα στο βίντεο εμένα να παίζω και να δείχνει τις κερκίδες γεμάτες, τότε κατάλαβα το πού έπαιξα. Από τη μία, πριν παίξω, σκεφτόμουν ότι δεν είναι εύκολο. Όλο αυτό με έκανε να προσπαθώ να το αποβάλλω από το μυαλό μου. Μπήκα, έπαιξα πρώτη φορά και, όταν είδα τα πλάνα, το πώς φαίνεσαι εσύ μέσα στο γήπεδο και στις κερκίδες τόσος κόσμος, τότε ανατρίχιασα.
Και αυτό το ματς, το πρώτο μου στην Τούμπα, το θυμήθηκα πρόσφατα.
Ένας φίλος μου ετοιμάζεται να πάρει μεταγραφή στον Ηρακλή και με ρωτούσε για τη Θεσσαλονίκη.
Του εξήγησα πως ο Ηρακλής είναι μεγάλη ομάδα όπου και να είναι.
Γιατί; Διότι η Θεσσαλονίκη έχει αυτή την τρέλα. Το γεμάτο γήπεδο είναι το κάτι άλλο.
Το «παίζω ποδόσφαιρο» από το «παίζω ποδόσφαιρο σε γεμάτο γήπεδο» είναι η μέρα με τη νύχτα.
Δεν είναι εύκολο να κάνεις αυτό το πέρασμα.
Στο πρώτο μου ματς, αυτό το φιλικό με τον Ηρακλή, ο αδερφός μου ήταν στην κερκίδα και μου είπε «σιγά μην έμπαινα εγώ να παίξω εδώ μέσα…».
Όσο και να σου το περιγράψει κάποιος, δεν μπορεί να σου το περάσει.
Βρέθηκα στον ΠΑΟΚ, σε μια ομάδα που εκείνη την εποχή είχε αρκετά νέα παιδιά και κάναμε μια μεγάλη προσπάθεια.
Εγώ δεν ήμουν το ταλέντο, δεν είχα το κάτι παραπάνω. Ούτε κανένας σούπερ τεχνίτης ήμουν ούτε και γρήγορος να πεις.
Δούλευα. Κάθε μέρα. Αυτό που είχα το έδινα. Μερικές φορές μου έβγαινε, μερικές φορές δεν μου έβγαινε. Καταλάβαινα όμως ότι κάθε φορά θα έμπαινα στο γήπεδο και θα έδινα αυτό που είχα. Δεν κορόιδευα.
Και, όταν το κάνεις αυτό, όταν κατά κάποιο τρόπο είσαι ειλικρινής, ο κόσμος το αναγνωρίζει.
Και ο κόσμος του ΠΑΟΚ μου φέρθηκε καλά. Όλοι οι φίλαθλοι θέλουν στην ομάδα τους παικταράδες. Ο κόσμος του ΠΑΟΚ αναγνωρίζει αυτούς που προσπαθούν, αυτούς που παλεύουν να δώσουν ό,τι έχουν.
Αυτό έκανα, κάθε φορά που έπαιζα. Όποτε είχα την ευκαιρία. Ήξερα πως δεν θα είναι πολλές. Ειδικά στον ΠΑΟΚ όπου ήμουν εγώ, ο οποίος από κάποια στιγμή και μετά άρχισε να παίρνει καλούς παίκτες, ήξερα πως δεν θα είχα πολλές ευκαιρίες και στο μυαλό μου είχα ένα πράγμα:
Όταν μπω, να τα δώσω όλα.
Από τις στιγμές που δε θα ξεχάσω, όχι εγώ αλλά κανένας πιστεύω, είναι εκείνο το ματς με τον Άρη στο Κύπελλο, όπου προκριθήκαμε στα πέναλτι.
Αυτό το «κόκκινη στα πέναλτι δεν έφαγε κανένας» μου το λένε ακόμη.
Τι ματς κι εκείνο.
Είχα φάει μεγάλη… προσγείωση από τον Φερνάντο Σάντος για εκείνη την αποβολή. Μου είχε βγει αυθόρμητα. Ούτε τίποτα προγραμματισμένο, να το κάνω επειδή παίζαμε με τον Άρη, ούτε τίποτα.
Να σου πω το πόση πίεση είχε εκείνο το ματς;
Διαδικασία πέναλτι στην έδρα του αντιπάλου;
Σε γήπεδο που δεν πέφτει καρφίτσα;
Να ξέρεις πως σχεδόν 40 χρόνια ο ΠΑΟΚ δεν έχει αποκλειστεί από τον Άρη, να παίζεις δεύτερη φορά σε τρεις μέρες εκεί μέσα και να φτάνει το ματς στα πέναλτι και να ξεπερνάνε τα πέντε και να είναι να εκτελέσω πέναλτι;
Σκέψου ότι είμαστε σε αυτή την εποχή, ο ΠΑΟΚ πήρε τίτλους και αυτό το ματς το συζητάνε ακόμη.
Και βλέπω τις φωτογραφίες του πανηγυρισμού και της κόκκινης να τις θυμούνται κάθε φορά που έρχεται η ημερομηνία του ματς.
Αυτή η αποβολή έχει την ιστορία της.
Έρχεται η ώρα να εκτελέσω πέναλτι. Το εκτελώ και σκοράρω. Πανηγυρίζω όπως πανηγύρισα.
Ξαναλέω, δεν το είχα προγραμματίσει, αλλά μου βγήκε όλη η ένταση, όλη η πίεση από ένα ολόκληρο γήπεδο να παρακαλάει, να περιμένει, να ελπίζει πως εγώ θα χάσω το πέναλτι.
Το έβαλα, πήρα την κάρτα και πηγαίνω στον πάγκο.
Ο Σάντος με κοιτάζει και εγώ περιμένω ότι θα με αγκαλιάσει.
Πλησιάζει και τι μου λέει;
«Καλά, μεθαύριο έχουμε αγώνα, ποιος θα παίξει»;
Πάγωσα.
Εγώ περίμενα να με αγκαλιάσει και εκείνος είχε στο μυαλό του το ματς με τον Εργοτέλη, διότι προφανώς με υπολόγιζε έστω και ως αλλαγή.
Και στο ματς με τον Άρη είχα μπει στο δεύτερο μισό της παράτασης, αντί του Γκαρσία.
Ο Σάντος με προσγείωσε. Σα να μου έλεγε «Σωτήρη, χάθηκε η ευκαιρία».
Και ξέρεις κάτι; Δίκιο είχε.
Διότι και εγώ έτσι σκεφτόμουν. Με τους παίκτες που είχε φέρει ο ΠΑΟΚ, με Πάμπλο Γκαρσία και Ματίας Βερόν, εγώ ήξερα πως θα είχα μετρημένες ευκαιρίες. Λογικό.
Και αυτές τις ευκαιρίες περιμένεις να παίξεις, να δώσεις ό,τι μπορείς για να κρατηθείς.
Και εγώ με την αποβολή σπατάλησα μια ευκαιρία από τις μετρημένες που ήξερα ότι θα έχω.
Και ο Σάντος φρόντισε να μου το πει από την πρώτη στιγμή. Διότι από τέτοια λάθη, χάνεις.
Ήμουν ρεαλιστής, ήξερα τον ανταγωνισμό που είχα.
Με τέτοιους παίκτες που είχε ο ΠΑΟΚ στο κέντρο, εγώ τι θα είχα; Πέντε, έξι, επτά ματς να παίξω και ό,τι κάνω σε αυτά.
Ο Σάντος δεν είναι απλώς προπονητής, είναι σχολείο. Θα σου ζητήσει να κάνεις πέντε, έξι, επτά πράγματα στο γήπεδο. Αυτά. Όπως ακριβώς σου τα ζητάει. Τα έκανες; Και τα έκανες και σωστά; Παίζεις. Δεν τα έκανες; Κάνεις του κεφαλιού σου; Να ‘σαι καλά, κάτσε τώρα πάγκο.
Αν ψάξεις θα δεις ότι και παίκτες-ονόματα, όταν δεν έκαναν αυτά που ζητούσε ο Σάντος, δεν έπαιζαν.
Και με τον Γκαρσία αυτό είχε γίνει κάποια στιγμή. Όταν ο Πάμπλο πήγε να κάνει του κεφαλιού του, ο Σάντος τον άφησε πάγκο.
Δεν έχει με τον Σάντος «όνομα» και τέτοια. Ήταν δίκαιος.
Σου έλεγε «εγώ στο πλάνο μου σε έχω τρίτο αμυντικό χαφ. Αν δεν παίξουν οι άλλοι δυο, θα παίξεις εσύ. Δε θα κάνω αλχημεία να βάλω το δεξί μπακ, ξέρω ‘γω, ενώ έχω εσένα». Σε κάθε θέση είχε εξαρχής παίκτες που υπολόγιζε, χωρίς μπερδέματα.
Και ήταν δίκαιος.
Πάντα έλεγε «παιδιά, για ό,τι θέλετε, ελάτε στο γραφείο μου. Χτυπήστε, μπείτε και σας ακούω».
Πήγε ποτέ κανείς να εκφράσει παράπονα; Ποιος να έχει παράπονο από έναν τόσο ξεκάθαρο προπονητή;
Εγώ ήξερα πως ήμουν τρίτος ή τέταρτος στην ιεραρχία.
Ήρθε η σειρά μου για χ-ψ λόγους; Δε θα έβαζε στόπερ, ενώ είχε εμένα διαθέσιμο.
Έτσι κρατούσε τις ισορροπίες, έτσι ήταν δίκαιος.
Αυτή τη αντιμετώπιση του Σάντος με είχε κάνει να ξέρω ότι κάθε φορά πρέπει να είμαι έτοιμος να πάρω την ευκαιρία μου.
Όπως είχε γίνει αφού έφυγε ο Σάντος, σε ένα ματς στην Ουκρανία, όταν είχα σκοράρει εναντίον της Καρπάτι.
Άλλη ιστορία εκείνο το ματς.
Ούτε εκεί ήταν να παίξω. Θα ήμουν αναπληρωματικός σε ένα ματς όπου είχαμε απουσίες. Ο Γκαρσία θα έμενε εκτός, διότι είχε κάρτες και εγώ ήμουν αποστολή. Ήταν να παίξει ο Αρίας στο κέντρο. Στην τελευταία προπόνηση παθαίνει θλάση ο Τσιρίλο και ο Μπόλονι δεν είχε άλλη λύση. Έπαιξα κεντρικός αμυντικός με τον Μαλεζά και έβαλα γκολ μετά από γέμισμα σε φάουλ του Λίνο. Και η ζωή τα ‘φερε έτσι, ώστε πήγα στην Ουκρανία και έπαιξα δυο χρόνια στο πρωτάθλημα.
Ήμουν στον ΠΑΟΚ και μέσα από τις ανακατατάξεις που έγιναν στην ομάδα ο Ζήσης Βρύζας ανέλαβε Πρόεδρος και ο Γιώργος Γεωργιάδης Τεχνικός Διευθυντής.
Κάνουμε μια συζήτηση και μου προτείνουν ένα συμβόλαιο με πολύ μειωμένες αποδοχές.
Εγώ τους λέω «παιδιά, αν είναι αυτά που λέτε, να φύγω».
Και ο Γιώργος μου λέει «εντάξει, φύγε….»
Και η ειρωνεία είναι πως εγώ πηγαίνω δυο χρόνια Ουκρανία, γυρίζω Ελλάδα στη Βέροια και λίγους μήνες μετά έρχεται στη Βέροια προπονητής ο Γεωργιάδης και Τεχνικός Διευθυντής ο Βρύζας…
Τι τρέλα είναι το ποδόσφαιρο;
Τον Γεωργιάδη τον είχα συμπαίκτη, μετά Τεχνικό Διευθυντή και μετά προπονητή!
Και τον Βρύζα τον είχα συμπαίκτη, μετά Πρόεδρο και μετά Τεχνικό Διευθυντή!
Ούτε σε σενάριο αυτά!
Στην Ουκρανία με πήγε ο αδερφός του Βλάνταν Ίβιτς, ο Ίλια.
Στην αρχή ήταν δύσκολα τα πράγματα, αλλά εγώ δεν άλλαξα.
Είπα «Σωτήρη, όπως πάντα, ό,τι έχεις να δώσεις, θα το δώσεις».
Όταν ήταν να πάω στην Ουκρανία, άρχισα να ψάχνομαι για να μάθω πράγματα για το πρωτάθλημα.
Ήταν δυνατό. Ήταν τότε που οι ομάδες είχαν λεφτά και φέρνανε παίκτες. Η Ντινάμο Κιέβου, η Σαχτάρ, η Ντνιέπρ άρχισαν να ρίχνουν λεφτά. Στο πρωτάθλημα έπαιζε Φεραντίνιο, Γουίλιαν, Ντάγκλας Κόστα στην Σαχτάρ, η Ντινάμο είχε Μποκανί και Γιαρμολένκο.
Την πρώτη χρονιά δεν μου άρεσε. Ζορίστηκα.
Έπαιζα,ήμουν βασικός στα περισσότερα ματς, αλλά προσπαθούσα να προσαρμοστώ.
Την δεύτερη χρονιά ένιωθα καλύτερα.
Αν ήταν καλύτερα τα οικονομικά, θα είχα μείνει, αλλά ο πόλεμος τα άλλαξε όλα.
Οι μεγάλες ομάδες βρήκαν τρόπο και την πάλεψαν, αλλά στις υπόλοιπες τα οικονομικά τις ρήμαξαν.
Και έτσι γύρισα Ελλάδα, στην Βέροια.
Στην Βέροια είχα και τη μεγάλη ατυχία.
Παίζω μια σεζόν και την επόμενη, λίγο πριν ξεκινήσουν τα επίσημα παιχνίδια, παθαίνω χόνδρο και έχασα όλη τη σεζόν.
Ακόμα και έτσι όμως, με μια σεζόν εκτός, επέστρεψα και έπαιξα άλλα δυο χρόνια Α’ Εθνική.
Αποφάσισα να σταματήσω μετά τα δυο χρόνια στη Νίκη Βόλου.
Το τελευταίο παιχνίδι της καριέρας μου είναι ως αρχηγός της Νίκης Βόλου, σε ένα ματς που όμοιό του δεν θα υπάρξει στην ιστορία του ποδοσφαίρου.
Ήταν αγώνας παραμονής και ανόδου μαζί.
Ναι, όπως στα λέω είναι. Α ρε Ελλαδάρα. Το ΄χεις ξαναδεί αυτό;
Πήραμε το 0-0, σωθήκαμε στην Football League και ανεβήκαμε Super League 2.
Τι να λέμε τώρα; Ελληνικό ποδόσφαιρο στα καλύτερά του…
Τα τελευταία δυο χρόνια έπαιξα περισσότερο για το χόμπι μου, όχι για να… βγάλω κάτι. Αυτή είναι η αλήθεια και την ξέρουν όλοι στις χαμηλές κατηγορίες.
Παίζεις για 10.000 το χρόνο και ο καλός θα πάρει το συμβόλαιο των 20.000.
Πρόσεξε τι λέω.
«Θα πάρει το συμβόλαιο».
Για τα λεφτά; Θα δούμε.
Ό,τι σου δώσουν, κέρδος θα είναι.
Αυτή είναι η κατάσταση. Σε αυτές τις κατηγορίες μιλάμε για λεφτά επιβίωσης, όχι να βγάζεις κάτι “να αφήσεις στην άκρη”. Ποια άκρη;
Και ξέρεις, κάτι άλλο εκτός από ευχή να αλλάξει αυτό δεν μπορείς να κάνεις.
Τώρα σκέφτομαι να πάρω τον δρόμο της προπονητικής.
Έκανα τα χαρτιά μου για να ξεκινήσω μαθήματα.
Θέλω να μείνω στον χώρο.
Ο Σωτήρης Μπαλάφας είναι πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής.
Επιμέλεια κειμένου: Αντώνης Τσακαλέας
CHECK IT OUT:
Στέλιος Ηλιάδης: Γιατί σταμάτησα στα 28 μου
Δημήτρης Πέλκας: Ροντέο / Ολική Επαναφορά
Φάνης Γκέκας: Εθνική Υπόθεση / Τα Γκολ Της Ζωής Μου
Αλέξανδρος Τζόρβας: Αλλάζοντας Γάντια / Ιστορίες Απ’ το Τέρμα
Στέλιος Μαλεζάς: Η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής μου
Δημήτρης Κωνσταντινίδης: Αν πας στον Άρη, δεν ξαναμιλάμε!
Αλέξανδρος Μανιάτογλου: Κερδισμένοι στη μετάφραση
Γιάννης Τοπαλίδης: Παιχνίδι με το παιχνίδι / Εγώ και ο Ότο
Σωτήρης Νίνης: Η ιστορία της ζωής μου – μέρος 1ο / Η ιστορία της ζωής μου – μέρος 2ο